06| The Cruelty That Binds Us

Όταν ξύπνησε ο Άδης το επόμενο πρωί, η Περσεφόνη δεν ήταν δίπλα του. Αντιθέτως, ανοίγοντας διάπλατα τα μάτια του και κοιτάζοντας τριγύρω, την εντοπίζει λίγα μέτρα μακριά του, να καθαρίζει τα χέρια της στο ποτάμι.

Τα χέρια της ήταν γεμάτα με αίματα και το πρώτο πράγμα που ο Άδης έκανε ήταν να συγχυστεί μαζί της.

«Θέλω να ακούσω την καλύτερη δικαιολογία. Έχω την ανάγκη να μου πεις το καλύτερο σου ψέμα.»

«Γιατί να σου πω ψέματα αγάπη μου;»

«Δεν θέλεις σοβαρά να απαντήσω σε αυτήν την ερώτηση.»
Του χαμογελάει και αυτός παίρνει τον χρόνο του. Σηκώνεται από το γρασίδι και μονάχα από τον τρόπο που ο ήλιος κλεφτά φιλάει το μαλλί του, νιώθει ανακούφιση που ξυπνάει σε αυτόν τον Κόσμο. Κι ας ήταν πιο ήσυχα σπίτι.

Η Περσεφόνη έχει βάλει ρούχα διαφορετικά από αυτά που ο Άδης θυμόταν να της βγάζει το προηγούμενο βράδυ. Πρόκειται για ένα καφέ φόρεμα που φτάνει μέχρι τον αστράγαλό της, τα μανίκια της είναι σηκωμένα, το δέρμα της γεμάτο σταγόνες κόκκινου.
Τα ρούχα αυτά δεν ήταν δικά της, αυτό ήταν δεδομένο. Η πρώτη του σκέψη, ολόσωστη μάλιστα, είναι πως τα έκλεψε από τα άτομα που τόσο απερίσκεπτα σκότωσε. Η σκέψη τον εκνευρίζει ξανά.

Παρά την θέση του στον Κάτω Κόσμο, ο Άδης ποτέ δεν θα ξεπερνούσε τον πανικό που βίωνε κάθε φορά που χανόταν κάποιος πριν την ώρα του. Ούτε καν η σκέψη πως κανένας δεν πέθανε νωρίτερα από την μοίρα του δεν βοηθούσε. Η Περσεφόνη έβλεπε τον θάνατο ως την συνέχεια τής ζωής σε μία άλλη μορφή από την προηγούμενη, ο Άδης διαφωνούσε και ίσως για αυτό έφταιγαν οι συνθήκες της αρπαγής του, το πως έχασε την οικογένειά του.

Για αυτόν, το να σκοτώνει η Περσεφόνη δίχως έλεος στα πλαίσια μιας γελοίας βεντέτας δεν ήταν απλά απογοητευτικό, ήταν εξοργιστικό.
«Είσαι αναστατωμένος.»

«Το καταλαβαίνεις από τον τρόπο που σε κοιτάω ή χρειάζεται να με διαβάσεις για να το κάνεις;»

Ξεφυσάει στα λόγια του. Τα χέρια της πλέον καθαρά με το αίμα στα χέρια της να είναι πλέον μονάχα μια ανάμνηση, ένα φάντασμα.
«Μίλα.» συνεχίζει εκείνος, μια διαταγή που πετάει κοφτά και τελικά βυθίζει στο ποτάμι. Η Περσεφόνη δεν τα πήγαινε καλά σε αυτές τις λέξεις που ζητούσαν υπακοή.

«Το να προσποιηθείς δύο ανθρώπους δίχως καμία ιστορία είναι ακατόρθωτο.»

«Αρχικά το να λες ψέματα είναι δεύτερη φύση για τους Θεούς. Εχεις ακούσει για τον πατέρα σου; Αυτός πώς τα καταφέρνει;»

«Όταν θέλεις να εξαφανιστείς με όλα τα μάτια πάνω σου είναι δύσκολο. Ο πατέρας μου πιστεύω πως γνωρίζει οτι είναι μια απογοήτευση, ένα παράδειγμα που δεν αξίζει να μιμηθούμε.»

Στο κεφάλι της Περσεφόνης, μερικές φορές ο Άδης ήταν ένα τέρας καλοσύνης. Δεν ήταν άσχημο αυτό φυσικά, αλλά μερικές φορές αόρατες κλωστές την τραβούσαν μακριά μονάχα για να τον δει να την τραβάει ξανά προς το μέρος του. Η βασιλεία τους ήταν μια που οι άλλοι Θεοί, οι άνθρωποι φοβόντουσαν όχι επειδή η Περσεφόνη ήταν σκληρή και αδίστακτη μα επειδή ο Άδης ήταν το ίδιο απαίσιος όταν έβρισκαν μπελάδες. Το στέμμα το φορούσε αυτή, μα αυτός το κρατούσε στο κεφάλι της. Γιατί παρά την ανθρωπιά του Άδη, η Περσεφόνη δεν μπορούσε να μην σκεφτεί πως το μόνο καλό πράγμα σε αυτήν ήταν εκείνος. Και ήταν αστείο γιατί αυτή ήταν φριχτή και αυτός της χαμογελούσε και την έλεγε υπέροχη.

Ο Άδης τώρα απλά ήθελε να είναι καλύτερη.
Και εκείνη απλά τον ξυπνούσε ντυμένη στα κόκκινα. Δεν πειράζει.

«Σκέφτηκα να σκοτώσω ένα ζευγάρι και να κλέψουμε τις ταυτότητές τους.»

«Καταπληκτική ιδέα, πώς δεν το σκέφτηκα νωρίτερα;»

Η Περσεφόνη σηκώθηκε από το έδαφος και απευθύνθηκε στο άλλο της μισό. «Οι πρώτες μέρες ήταν δοκιμαστικές για εμάς καθώς κανένας μας δεν θυμάται να συμπεριφέρεται φυσιολογικά... αλλά οι μέρες μας είναι μετρημένες.»

«Δεν-» τον κόβει αμέσως.

«Δεν νιώθω τύψεις.»

Η οργή του χρειαζόταν μια σταγόνα για να πάρει μορφή έξω από το σώμα του.
Έμεινε να την κοιτάζει, λες και η εικόνα της θα ήταν διαφορετική, μα κάθε φορά ψιθύριζε όχι. Φορούσε τα πυρόξανθα μαλλιά της σαν πυξίδα για την οργή της που σιγόβραζε. Μπορούσε να ακούσει τα λουλούδια να ξεφυσάνε από το ξαφνικό βάρος στους ώμους της.
«Η επιβίωσή μου αξίζει περισσότερο από την δικιά τους.»

Αφού είσαι σίγουρη, σκέφτεται και αναγνωρίζει τον τρόπο που τα μάτια της αναζητάνε τα δικά του κάθε φορά που έπεφτε πάνω στις σκέψεις του.
Θέλει να γελάσει με τον εγωισμό της αλλά της φαίνεται αδύναμο να χαμογελάσει σχεδόν στην εικόνα της αυτή. Έχει μισήσει την Περσεφόνη στο παρελθόν και θυμάται πολύ καλά την γεύση αυτή, μονάχα εύχεται να μην τον επισκεφτεί για μια ακόμα φορά.

Του δίνει να φορέσει ρούχα που δεν είχε προσέξει πως είχε φέρει κοντά του, ξεχασμένα στο γρασίδι λίγο μακριά.
Την κοιτάζει όσο ντύνεται και εκείνη απλά τον παρατηρεί, κανένα αίσθημα στον αέρα. Τα μαλλιά της τρελά, δίχως έλεγχο όπως τα χέρια και το μυαλό της αλλά το πρόσωπό της ευαίσθητο. Ένα ψιθύρισμα ευαισθησίας που τον άφηνε να ξεκλέψει από απόσταση.

Δεν είχαν ποτέ εγκαταλείψει το σπίτι τους για παραπάνω από κάτι ώρες. Είχαν τρέξει στον Όλυμπο όταν είχε χρειαστεί, η Περσεφόνη τον είχε αφήσει πίσω αλλά ποτέ δεν θυμόταν η απόσταση να ήταν κάτι που δεν μπορούσε να ξεπεράσει.
Την είχε στα χέρια του αλλά την ένιωθε να χάνεται και δεν γνώριζε αν έφταιγε η κατάρα που έκαιγε στο κεφάλι και των δυο, αν ήταν τα πέταλα τής τελευταίας τους βραδιάς στην γη τόσους αιώνες πριν ή κάτι που η θνητή του σκέψη δεν μπορούσε να συλλάβει.

Τα ρούχα του κάθονταν μεγάλα αλλά όχι με τρόπο που φαινόταν ιδιαίτερα. Ήταν ήδη λεπτός και στην υποψία μυ η Περσεφόνη του πετούσε παρατηρήσεις για το πως το δέρμα του δεν θα έπρεπε να είναι θέαμα. Τα σχόλια της τον έκαναν να την δει και αυτήν πιο προσεκτικά: το φόρεμα που φορούσε έφτανε μέχρι τους αστραγάλους της. Ο Άδης δεν μπορούσε να θυμηθεί την τελευταία φορά που τα ρούχα της δεν ήταν το ίδιο επαναστατικά με αυτήν. Δεν μπορούσε να δει το λείο της δέρμα, αυτό που τόσο δεδομένα κοιτούσε χαριτωμένα όταν δεν ήθελε να παγιδευτεί στα μάτια της. Όχι, τώρα τα ρούχα την έκλειναν και δεν το απολάμβανε, όχι.

«Πρόσεξε την στάση τού σώματός σου. Μην αφήνεις περιθώρια για αμφισβήτηση, ακόμα κι αν σε κατηγορούν πως δεν γνωρίζεις να στέκεσαι όρθιος.» τον συμβουλεύει όσο τον περιεργάζεται. Τα παντελόνια του φαίνονται παράξενα, το ύφασμα ξένο. Δεν του άρεσε.

Εντάξει, απαντάει σιωπηλά και στην συνέχεια συνεχίζει να την ακούει να μιλάει, όσο του λέει για τους ανθρώπους και το τι έχει αλλάξει από την τελευταία φορά που είχε ανέβει σε αυτόν τον κόσμο.

Κάτι άσχημο έβγαινε στα λόγια της όσο περιέγραψε τον κόσμο. Ο Άδης δεν σχολιάσε κι ας ήθελε τόσο να το κάνει. Κυρίως για να βάψει με απογοήτευση την φωνή του, όπως τόσο υπέροχα είχε μάθει να κάνει για να ενοχλεί την γυναίκα του.

«Βρισκόμαστε στην μέση τού πουθενά.»

«Οι ναοί που μπορούν να υποστηρίξουν την μαγεία πίσω από την κατάρα βρίσκονται στην εξοχή, μακριά από τις πόλεις.»

«Μπορείς να μου πεις για την κατάρα;»

«Καταριέμαι ουρανό, θάλασσα και κάθε νεκρό, κάθε παλάτι που απαντάει στα μεγάλα ονόματα. Δίας, Ποσειδώνας, Περσεφόνη.» θυμάται την κατάρα. «Είναι πρόχειρα λόγια, δίχως σκέψη. Δεν φέρουν δύναμη γιατί δεν διαθέτουν πίστη για ζημιά. Ο λόγος που ο πατέρας φοβάται είναι επειδή πάει καιρός από την τελευταία φορά που δεχτήκαμε τέτοια απειλή τόσο απροκάλυπτα. Ξέρεις, όσοι έχουν μάθει να ζουν μέσα από τον κόπο των άλλων, δεν μπορούν να δουν την καταστροφή τους ακόμα κι όταν είναι μπροστά τους. Εγώ δεν έχω ζήσει στο παλάτι χωρίς να είναι στο στέμμα ο Δίας, αλλά έχω ζήσει μια ζωή δίχως το δικό μου στέμμα.»

Τα μάτια του της ζητάνε να συνεχίσει να μιλάει και αυτή υπακούει κι ας μην κοιτάζει από το μέρος του.

«Ξέρω από τους ανθρώπους πως κάθε αυτοκρατορία θα ζήσει στιγμές ανεκτίμητης ακμής και με τον καιρό θα χάσει τα πάντα στα χέρια κάποιοι άλλου. Όχι καλύτερου, όχι χειρότερου. Τα χέρια είναι ουδέτερα μέχρι να κάνουν κακό πιστεύω.»

«Ο Όλυμπος δεν χτίστηκε πάνω σε ανθρώπινα θεμέλια για να συναντήσει τέτοια ανθρώπινη μοίρα.»

«Εγώ σκέφτομαι πως αν μπορούμε να ερωτευτούμε τους ανθρώπους που τόσο λατρεύουμε να υποβαθμίζουμε, έτσι και αυτοί μπορούν να κάνουν το ίδιο. Τελικά, αν αυτοί μπορούν να καταστραφούν, γιατί να μην μπορούμε και εμείς;» Σε αυτό ο Άδης συμφωνούσε μαζί της, επειδή το είχε ζήσει και είχε αποδείξεις.
«Προσπαθώ να μην φιλοσοφώ όταν σου δίνω απαντήσεις, συγγνώμη.»

«Είναι δύσκολο και για εμένα να βρίσκομαι εδώ. Είχα ξεχάσει πως είναι να είσαι απλά ο Άδης και όχι ο βασιλιάς τού Κάτω Κόσμου. Το πράσινο μου θυμίζει την οικογένειά μου και βέβαια, εσένα.»

Φεύγουν μακριά από την συντροφιά τού ποταμιού για να αναζητήσουν την θέση τους δίπλα στους ανθρώπους. Και οι δυο τους νευρικοί, κρατώντας λίγα πράγματα στα χέρια τους, διέσχισαν τα όρια τού χωριού.

Ένα μονοπάτι με δέντρα που οδηγούσε στο κέντρο τού χωριού ήταν ο μόνος δρόμος που μπορούσαν να ακολουθήσουν. Η Περσεφόνη είχε κλείσει την καρδιά της από τον άνεμο και αυστηρά παρακολουθούσε τα πάντα.

Το χωριό δεν ήταν σιωπηλό αλλά σίγουρα όχι αρκετά μεγάλο για να δικαιολογηθεί η φασαρία που αφύσικα δυνατά απλωνόταν παντού. Η Περσεφόνη είχε καιρό να συναντήσει ανθρώπινο συνοικισμό και να μεταμφιεστεί σε άνθρωπο.

Η εμφάνιση του ζευγαριού τής νύχτας ήταν πλάι σε μια ροδιά. Η Περσεφόνη έγειρε πάνω της όσο ο Άδης έδινε προσοχή στον πληθυσμό που θα ερχόταν κατά πάνω τους μόλις το ρολόι θα χτυπούσε δώδεκα.

Δευτερόλεπτα αργότερα, χτύπησε δώδεκα σε ένα ρολόι μακριά και από τους δυο τους.
Αυτό που παραμέλησε να τους ομολογήσει η πρώτη ματιά προς την πόλη ήταν ότι η παρουσία τους θα περνούσε εντελώς αδιάφορη.

Στην πλατεία τού χωριού είχε ανοίξει μια μεγάλη φωτιά, όχι μια ανεξέλεγκτη αλλά μια που φώτιζε μονάχα κακία.
Μπροστά από την πλατεία μαστιγωνόταν μια μικρή κοπέλα.

Η Περσεφόνη είχε μυρίσει από ώρα ένα ίχνος φόβου αλλά δεν είχε μπει στον κόπο να καταλάβει τι κρυβόταν πίσω από αυτόν. Ο Άδης ήταν ο πρώτος που ξεχώρισε την πρώτη κραυγή πόνου από τις άλλες φωνές ανούσιας οργής.

Οι δυο τους άφησαν τα πράγματα πίσω από τα δέντρα και έτρεξαν να δουν καλύτερα. Γύρω από το κορίτσι, υπήρχε ένα δαχτυλίδι ανθρώπων που την εμπόδιζε να ξεφύγει. Τα χέρια της ήταν δεμένα, όπως και τα πόδια της.

Κάτι στην εικόνα της πλήγωνε καρδιές. Το μαλλί της ήταν φρικτό, πετούσε και φαινόταν πως δεν είχε περιποιηθεί για πολύ καιρό. Τα ρούχα της ίσα ίσα κάλυπταν το στήθος και την κοιλιά της, τα πόδια της κάλυπταν την υπόλοιπη γύμνια της.

Τότε άρχισαν οι φωνές να φέρουν περιεχόμενο και ξύπνησε το σκοτάδι της βασίλισσας που τόσο καιρό μαλάκωνε στην εικόνα κάθε πράσινης φιγούρας. Το μαστίγιο έπεσε πρώτη φορά μπροστά τους, οι δυο τους κοκάλωσαν. Πίσω από την τιμωρία, ακολουθούσαν οι φωνές της. Κραυγές αδυναμίας που απαντούσαν σε αυτό που μπορούσαν καλύτερα: τον φόβο για κάτι χειρότερο. Ούρλιαζε σαν μικρό παιδάκι, στη πλάτη της να λάμπει το αίμα πιο φωτεινά πιο δυνατά από οποιαδήποτε επιθυμία για ζωή.

«Σταμάτα! Σε παρακαλώ, σταμάτα...» κλαίει δίχως ντροπή μπροστά σε άνδρες που ούρλιαζαν για περισσότερο αίμα της χυμένο στο έδαφος. Η Περσεφόνη μελετούσε το πρόσωπό της και δεν έβλεπε σε αυτό άτομο μεγαλύτερο από τα δεκαεπτά. Τα μάτια της έριχναν ασταμάτητα δάκρυα και αυτή τα κατάπινε με το στόμα της, δροσίζοντας την γλώσσα της. Ίσως και το κλάμα της να ήταν η πρώτη της επαφή με κάτι υγρό για καιρό.

Αυτός που κρατούσε το μαστίγιο δεν φαινόταν μεγαλύτερος από το θύμα της. Η Περσεφόνη δεν ήξερε πως να αντιδράσει σε αυτήν την πληροφορία. Η ηλικία δεν άλλαζε πολλά στην εικόνα μπροστά της, αλλά άλλαζε τον τρόπο που θα διαχειριζόταν το ζήτημα. Ο Άδης είχε αρπάξει το χέρι της από την πρώτη στιγμή και δεν είχε σταματήσει στιγμή να το πιέζει πανικόβλητος.

Σώπασε, ήθελε να του ψιθυρίσει. Θα το φροντίσω εγώ. Αλλά δεν του είπε τίποτα και η σιωπή μιλούσε για αυτήν, όπως πάντα.

Η Περσεφόνη ρωτάει έναν από τους άνδρες δίπλα του, τι συμβαίνει. Αυτός γυρνάει, περίεργος για το είδος τής ερώτησης. Φυσικά δεν την αναγνώριζε και αυτό φάνηκε στο πόσο μπερδεμένα φώναζε η έκφρασή του αλλά στην συνέχεια τον πρόσεξε να την παρατηρεί καλύτερα και εκείνη σταμάτησε να προσπαθεί να καταλάβει. Κάτι στο πρόσωπό του την έκανε να κοιτάξει γύρω του. Mόνο όταν η Περσεφόνη διάβασε τις σκέψεις του συνειδητοποίησε πως η σύγχυση προκλήθηκε επειδή ήταν γυναίκα. Κάτι άσχημο άρχισε να απλώνεται τριγύρω τους, αν είχε γεύση θα ήταν κάτι πικρό και αν είχε αφή θα φορούσε αγκάθια.

Η Περσεφόνη μόνο στην σκέψη πως την υποτιμούσαν ακόμα δεν την γνώρισαν, ήταν έτοιμη να κάνει πέρα την 'εκδήλωση' που παρακολουθούσαν τώρα και να γίνει θέαμα η ίδια όσο τους έβγαζε τα όργανα και τους μάθαινε συλλαβιστά πως δεν γεννήθηκε ακόμα πλάσμα που να υποτιμά την βασίλισσα του Κάτω Κόσμου.

«Ο σύζυγός της έμαθε για τον εραστή της.» εξήγησε ο ίδιος κύριος που πριν λίγο γλύτωσε τα νύχια τής νύφης τής νύχτας. Ο τρόπος που εξήγησε την κατάσταση δεν είχε αίσθηση πικρίας, λες και η κατάληξή της ήταν αναμενόμενη. Την ενόχλησε αυτή η απλότητα πάνω στην οποία βάσιζε την καταδίκη μιας κοπέλας, μιας ανθρώπινης ζωής. Έχασε τα λόγια της, καμία όρεξη να τα μοιραστεί με τον κύριο δίπλα της. Ήταν τυχερός που η Περσεφόνη ήταν διακριτική και δεν τον μαστίγωνε αυτή μέχρι να κλάψει.

Από πότε οι άνθρωποι ήταν τόσο ακραίοι στις τιμωρίες τους;

Ο Άδης είχε φύγει από δίπλα τους, μονάχα για να φέρει το σώμα του στην πρώτη γραμμή τού όχλους. Μπροστά στην κοπέλα τώρα, μπορούσε να την παρατηρήσει καλύτερα, καθώς και να αναγνωρίσει ακόμα καλύτερα το πόσο άθλια φαινόταν.
Ό,τι και να είχε κάνει, ο Άδης ήταν σίγουρος πως δεν άξιζε αυτό που βίωνε τώρα. Τι γινόταν εδώ και γιατί τέτοιο μίσος;

Ο νεαρός την μαστίγωσε ξανά και αυτή φώναξε πιο δυνατά από πριν.

Και ξανά.
Και ξανά.
Και ξανά.

Είχε κλείσει τα μάτια της και τα δευτερόλεπτα για αυτήν είχαν πάρει την έκταση χρόνων. Ο πόνος της ήταν η μεγαλύτερη απόδειξη για τις αμαρτίες της.

Σκεφτόταν τον θάνατο όταν έχασε τις αισθήσεις της από τον πόνο. Η Περσεφόνη προστατευτικά, σχεδόν μητρικά, τύλιξε τις σκέψεις της μακριά από τον εφιάλτη που ζούσε δίχως παύση.
Αλλά στο όνομα τού ρόλου που είχαν υιοθετήσει, δεν μπορούσε να μιλήσει και να σώσει το κορίτσι.

Τη στιγμή που το κορίτσι έπεσε στο έδαφος, αναίσθητη, η διασκέδαση των ανδρών ξαφνικά σταμάτησε. Τους είδαν να φεύγουν ένας-ένας και να αγνοούν το σώμα που μόλις τώρα έβλεπαν να φυλάγεται από τα νύχια τους. Και δεν καταλάβαινε τίποτα.

Το τελευταίο άτομο που είδαν να απομακρύνεται ήταν το άτομο που η Περσεφόνη είχε δει στο μυαλό των άλλων, αυτός που θα τους βοηθούσε στο χωριό. Αυτούς που σκότωσε και τώρα είχε ήδη ξεχάσει.
Μα αν και αυτός είχε πάρει θέση δίπλα στον όχλο, πόσο μπορούσε να τον εμπιστευούν; Στις αρχές κάποιου βλέπεις αν αξίζει το βάρος της εμπιστοσύνης σου και με μια γρήγορη ματιά η Περσεφόνη γνώριζε πως τίποτα σε αυτήν την πόλη δεν θα απαντούσε σε αυτήν.

Οπότε με την αίσθηση τής μαγείας να επικρατεί σε όλη την περιοχή, αυτό που την έκανε να έρθει αρχικά εδώ, θα έβρισκε άλλο σχέδιο.

Ο Άδης την κοιτούσε προσεκτικά, μην γνωρίζοντας αν οι σκέψεις τους ακολουθούσαν την ίδια ροή, αν η προσοχή τους στηρίζοντας στο ίδιο βάρος. Του είπε να κουβαλήσει το αδύναμο σώμα της κοπέλας και με κάθε αίγλη που είχε η θεϊκή της φύση, προσπάθησε να βρει το μέρος που θα στήριζαν την άθλια επιχείρηση του Άδη να μάθουν για την ηλίθια κατάρα πριν οι άνθρωποι κάνουν όντως ζημιά.

Όσο κουβαλούσαν αυτήν και τα πράγματά τους στην δεύτερη από τις δύο φάρμες όπου τα πράγματα δεν έμοιαζαν πολύ προσεγμένα. Η Περσεφόνη σκέφτηκε πως το σπιτικό αυτό δεν ζούσε από τα ζώα που έμεναν στον στάβλο αλλά πιθανότατα από κάποιο χωράφι. Η Περσεφόνη βρήκε την θέση της δίπλα στα άχυρα όπως δεν την είχε βρει καμία άλλη Θεά με το όνομά της.

Ξάπλωσαν την κοπέλα στο έδαφος, την οποία ονόμασαν Ασπρούλα, από το χλωμό δέρμα της, και πρόσεξαν τις πληγές της. Η Περσεφόνη τις γιάτρεψε όσο τις επέτρεπαν οι δυνάμεις τής γης και των νεκρών και ο Άδης έβγαλε τα ρούχα της και με αργές κινήσεις άρχισε να καθαρίζει το σώμα της.

Κάτι στον τρόπο που πρόχειρα την είδαν να βασανίζεται, δίχως λόγια να την κυνηγάνε, χωρίς ενδιαφέρον όσο την έπαιρναν μακριά, ήταν περίεργο.

«Φάνηκε σαν ρουτίνα για αυτούς, όχι για τιμωρία.»

«Έλεγε αλήθεια αυτός που μίλησε για εραστή;»

«Δεν νοιάστηκα αρκετά εκείνη την στιγμή για να προσέξω τον σφυγμό του»

«Κάτι πάει λάθος με αυτό το χωριό.»

«Εγώ το νιώθω στον αέρα που είναι πιο βαρύς από αυτόν του δάσους. Το βλέπω στα θολά μάτια τους, εσύ πώς;»

«Έχω μάθει και εγώ να βλέπω πέρα από τα φώτα και τα βλέμματα. Είναι μάλιστα πιο εύκολο να βλέπεις την ψυχή κάποιου αντί να περιμένεις από μια ματιά να σου ανοιχτεί από μόνη της.» λέει αυτός απλά. Αναπάντητα φυσάει πίσω την ανάσα που του πέταξε η Δήμητρα με τον αέρα της.

Την ψυχή είχε μάθει να βλέπει πλάι της, με τους νεκρούς. Όταν, περιέργως, ένα παλάτι χτισμένο στην τελευταία στιγμή των ανθρώπων, κρατούσε και τις καλύτερες στιγμές στη ζωή του.

Πίσω στο σπίτι, στην διάσταση των ανθρώπων ήταν όσο διασκεδαστικό είναι να συναναστρέφεσαι με τα χιλιάδες αδέρφια της Περσεφόνης ή ακόμα και με τον πατέρα της: δηλαδή καθόλου. Είχε κάτι οικείο στην αρχή, κάτι που ο Άδης ήθελε να φυλάξει αλλά σύντομα αποδείχτηκε πως αυτή η μνήμη που συντηρούσε δεν ήταν κάτι περισσότερο από μια σκιά που είχε εγκαταλείψει χρόνια πριν στον ήλιο, όταν επέλεξε να πάει στο σκοτάδι.

Δεν ήταν ο ίδιος Άδης αυτός που γύρισε με αυτόν που τόσους αιώνες πριν η Περσεφόνη έσωσε από τις φλόγες.

Μια φλόγα χρειαζόταν τώρα, για να διώξει το βάρος που εγκαταστάθηκε στους ώμους του μόλις έφθασε στο χωριό.

Έξω άρχισε να βρέχει με καταιγίδες και κανένας από τους δύο δεν μπορούσε να μαντέψει αν ο Δίας συμφωνούσε με τις ανησυχίες τους ή αν απλά διαμαρτυρόταν για κάτι που σύντομα δεν μπορούσαν να διαβάσουν.

Ο Άδης κοιμήθηκε λίγα μετά μακριά από την Ασπρούλα, όσο η Περσεφόνη προσπαθούσε να σκεφτεί πως θα παρουσιαζόταν μπροστά σε τόσους ανθρώπους δίχως να καταλάβουν όλοι ότι πιο εύκολα θα τους σκότωνε παρά να τους έπιανε συζήτηση.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top