04| Moonlight Bloody Lovers

Η σιωπή τον αγκάλιαζε σαν παιδί της και αυτός άφηνε κάθε ίχνος μητρικής αρωγής να τον τυλίξει, κι ας ήταν μια σκιά, το χάος, η ίδια η ελπίδα ή η καταστροφή του.

Ο Άδης δεν μιλούσε πολύ, ίσως γιατί φαινόταν πως δεν ήθελε να τον στηρίξουν οι λέξεις αλλά μια πηγή ανώνυμη, μια ακανόνιστη μυρωδιά, ένα αόρατο χάδι. Σε αυτό το κάλεσμα απαντούσε η Κόρη, που σαν σωτήρας τον καθοδηγούσε

Πάντα φορούσε το ίδιο λεπτό φόρεμα. Όταν φυσούσε, το άφηνε να πετάει με τον άνεμο και όταν σαν νέκρα ο καιρός υπακούσει το άφηνε να την καλύπτει. Ο Άδης δεν κοιτούσε ποτέ το σώμα της. Πάντα ήταν απασχολημένος να κλέβει ματιές όσο αυτή χάραζε τη γη, δίπλα στα άνθη. Την έβλεπε να χαμογελάει στην φύση και να παίζει με αυτήν.
Αυτή τον άφηνε να ανοίγει την καρδιά του, σφραγίζοντας τις λέξεις σε μνήμες μιας θεότητας.

Ο Άδης δεν ήξερε, πώς να ήξερε;
Η Κόρη δεν ήταν ακόμα η Περσεφόνη.

«Είναι περίεργο πράγμα ο πόνος.» λέει ένα απόγευμα. Οι δυο τους κοιτούσαν ένα άρρωστο δέντρο και η Κόρη ήταν πεπεισμένη πως μπορούσε να το σώσει. Το δέντρο ήταν τεράστιο και στην όψη του είχε αέρα αρκετών δεκαετιών. Τα φύλλα του ήταν αρχίσει να αλλάζουν χρώμα σε μια απόχρωση τού κίτρινου με μαύρους κύκλους να καλύπτουν την επιφάνειά τους. Ο κορμός, στα μάτια τού Άδη, φαινόταν δυνατός καθώς την επόμενη στιγμή η Κόρη έκανε την προσπάθεια να τον σκαρφαλώσει και να βρεθεί στα κλαδιά του. Ο Άδης την κοιτούσε από μακριά, άχρηστος δίπλα στην τέχνη της.

Άρχισε με προσεκτικές κινήσεις να κόβει από το δέντρο τα ήδη νεκρά κομμάτια τού δέντρου. Ο Άδης μάζευε ότι αυτή πετούσε στο έδαφος.

«Ο πόνος σου θα μοιάζει πιο μακρινός όσο περνάει ο χρόνος εκτός από τις στιγμές που θα κλαις για αυτόν. Ο πόνος έρχεται από το τραύμα και δεν θα φύγει εύκολα, αν το κάνει ποτέ.» του απαντάει ώρα αργότερα, χαμένη μέσα στην καρδιά του δέντρου.

«Δεν νιώθω πως πονάω όσο τους αξίζει.» σκέφτεται φωναχτά, ρίχνοντας φως στις σκέψεις του.

«Ο πόνος σου δεν είναι μέτρο για την αξία τους.»

Ξαπλωμένος στο γρασίδι, κοιτάζει το δέντρο. Από την γωνία του μοιάζει με γίγαντα που θα τον καταπιεί ενώ στιγμές πριν ορκιζόταν πως ήταν ένα δεντράκι που θα πέθαινε σύντομα. «Εσύ πως θα περιέγραφες τον πόνο;»

Ακούει το γέλιο της και ασυναίσθητα τον αρπάζει όσο τρέχει με τον άνεμο.

«Πόνος είναι αυτό που ένιωθες όταν άγγιζα τα καμμένα χέρια σου, όταν αγγίζω τα χέρια σου τώρα νιώθεις κάτι που λέγεται πόνος φάντασμα, ο πόνος που κρατάς τώρα κοντά στην καρδιά σου.» ξαφνικά η Κόρη βρίσκεται δίπλα του και κανένα δέντρο δεν την απασχολεί. «Πόνος είναι η έκφραση της ζωής μας σε κάθε συχνότητά της.»

Χαϊδεύει το μαλλί του και αυτός κλείνει τα μάτια του. Στην απουσία τής προσοχής του, αυτή γυρνάει στο δέντρο και με μία κίνηση των χεριών της σηκώνει το δέντρο. Τα φύλλα που έχαναν το χρώμα τους, γίνονται πράσινα και το ύψος που έχασε με την αρρώστια ξανακέρδισε μέσα σε δευτερόλεπτα. Του έδινε ξανά ζωή, σαν να το φιλούσε. Γυρνάει στον Άδη που ανίδεος για την μαγεία της, μιλούσε για την καρδιά του λες και την είχε ήδη χάσει.

«Τα χέρια μου έχουν πάψει να πονάνε εδώ και καιρό.» Η Κόρη βάζει τα χέρια του στα δικά της και τα αγγίζει αργά. Είχαν το καφέ χρώμα που έδινε ο ήλιος στους ανθρώπους και εκείνη το αγαπούσε. Αγαπούσε να το θαυμάζει, μάλιστα.
Παίρνει την παλάμη του και παρατηρεί τα σημάδια. Δύο γραμμές σχίζουν τον καρπό του και καταλήγουν η μία στο μεσαίο δάχτυλο και η άλλη στον αντίχειρα. Η ουλή λάμπει κόκκινη και η Κόρη την χαϊδεύει τρυφερά. Θα την θεράπευε αν δεν συμβόλιζε τόσα στον Άδη.

Ξαπλώνει δίπλα του στο χορτάρι και τον αφήνει να μιλήσει για μια ζωή εφήμερη, μια που δεν την μοιράζονται, μέχρι να πέσει ο ήλιος και τελικά τα μάτια των δύο να κλείσουν κάτω από το φεγγάρι.

Το φεγγάρι δεν αναγνωρίζει θεούς και ανθρώπους, μονάχα εραστές και πλάσματα που αγαπάνε δίχως όρια.

Πριν προλάβει να κλείσει τα μάτια του, οι καθρέφτες λάμπουν κόκκινοι. Αλλά δεν προλαβαίνει να δει ποιος πέφτει πρώτος, αν τον σκότωσε η Περσεφόνη με την μαγεία της ή τα ιπτάμενα μαχαίρια τού Άδη.

Το αφτί του βούιζε, συντονισμένο με τον χτύπο τής καρδιάς του. Αλλά ακόμα και έτσι, με την προδοσία που του επιφυλάσει η ανθρώπινη φύση του, δεν χάνει τα λόγια τής Περσεφόνης. «Είμαι η Περσεφόνη.» ξεκινάει και οι παλάμες της, κλειστές σε μια γροθιά κλέβουν κάθε αναπνοή στο δωμάτιο πέρα από την δικιά τους. Τα θύματά της, πέφτουν στο έδαφος, τρομαγμένα από την εισβολή, από την απώλεια τού αέρα, από την όψη τής Θεάς τού Κάτω Κόσμου. «Κάθε στιγμή που δεν θα παίρνω τις απαντήσεις που θέλω θα είναι μια στιγμή χωρίς τον αέρα σας.» Οι γροθιές της ανοίγουν, αυτή παίζει με τα δάχτυλά της και ο Άδης την κοιτάζει όσο για πρώτη φορά παρατηρεί το κόκκινο που βάφει τους καρπούς της.

Φυσικά και πρόλαβε το πρώτο χτύπημα. Θα πρέπει να εξαφάνισε το μαχαίρι του πριν πέσει στο στήθος τού στόχου του.

Λίγα δευτερόλεπτα περνάνε, και ξεκινάνε οι ήχοι. Κανείς δεν θα πέθαινε σε δέκα δευτερόλεπτα, αλλά η Περσεφόνη δεν είχε πολύ χρόνο ακόμα πριν τους αφήσει να αρχίσουν να μιλάνε.

«Κυκλοφορούν φήμες με το όνομά μου. Τώρα, δεν συνηθίζω να απαντάω σε αυτές αλλά αυτή μου φάνηκε ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα.»

Ο Άδης αποφασίζει να ρίξει μια ματιά στο μέρος. Ο ναός που αποφάσισε να επισκεφτεί η γυναίκα του ήταν στην μέση ενός δάσους. Ένα βήμα κοντά στον ναό και η φύση έχασε τον έλεγχο. Η Περσεφόνη σήκωσε τα δέντρα, έδωσε ζωή σε κάθε πράσινο γύρω της και τώρα, στιγμές αργότερα, έπαιρνε τη ζωή πίσω.

Ο ναός δεν ήταν μεγάλος αλλά ήταν αρκετή για να κρύψει μυστικά αν χρειαζόταν. Ο Άδης θα προσευχόταν για αυτούς, για την ψυχή τους, αν δεν ήταν ο ίδιος μια εκδοχή των Θεών τους. Τώρα απλά επιστρέφει στο πλευρό τής γυναίκας του, τα μάτια του καρφωμένα στα μάτια των ανθρώπων που παρακαλάνε για σωτηρία.

Μα δεν ξέρουν πως την σωτηρία δεν την δίνουν οι Θεοί; Πότε, πότε θα μάθουν;

«-πείτε μου για την κατάρα. Ό,τι ξέρετε για αυτήν και-»

«Περσεφόνη.» λέει ο Άδης και ο χρόνος τελειώνει. Η Περσεφόνη δίχως να πει λέξη, φυσάει στον αέρα, και σαν να μοιραζόταν ένα μυστικό, ένας-ένας κερδίζει την ανάσα του πίσω. Ο Άδης μετράει τα κεφαλια τους, επτά.

Βήχουν, βήχουν πολύ. Τα μάτια τους είναι κόκκινα και φλέβες που κρύβονταν από το δέρμα και το χρώμα του, τώρα παίρνουν μορφή. Βάζουν τα χέρια στον λαιμό τους και ο Άδης μπορεί να ακούσει τον πανικό τους, την απόγνωση, τον κρύο τρόμο.

«Ελπίζω να μην προσβληθήκατε από το θράσος μου. Μιλήστε ελεύθερα, παρακαλώ

Η απάντηση που έρχεται δεν είναι αυτή που εκείνη επιθυμεί όμως. Ο Άδης προετοιμάζεται για την επόμενη κίνησή της όσο οι άνθρωποι αντί να σηκωθούν και να δώσουν απαντήσεις, αρχίζουν να προσεύχονται.

Οι Θεοί δεν θα τους σώσουν, θέλει να τους πει αλλά δεν χρειάζεται. Η Περσεφόνη διαβάζει τις σκέψεις του και ξέρει να τις εκφράζει καλύτερα από αυτόν.

Ένας πέφτει, απλά. Ο Άδης ακούει τα κόκκαλά του να συνθλίβονται. Τα μάτια του καρφώνανε τον ήλιο που κρυφοκοίταζε πίσω από τις πλάτες του. Ο Άδης φρόντισε, όταν πέθαινε, να κοιτάζει τα μάτια του. Γιατί αν έβλεπε τον θάνατο στα μάτια τής Περσεφόνης, στα δικά του θα έβλεπε κάτι τόσο φρικτό όσο και ανθρώπινο.

Θα πονέσει, του ψιθύριζε. Αλλά όχι όσο η προδοσία του.

«Μάγισσα.» κλαίνε.

Δεν ξέρει πόση ώρα πέρασε πριν πεθάνουν όλοι. Αλλά ξέρει πως δεν μάθανε τίποτα. Το καλό όμως με το να σκοτώνεις τους ανθρώπους που δεν συμπαθείς είναι ότι μετά μπορείς να τους ξανασκοτώσεις στον Κάτω Κόσμο.

Ο Δίας ήξερε τι έκανε όταν ζητούσε από την Βασίλισσα να επιστρέψει στους ανθρώπους ως κυνηγός.

Στην βροχή, η Περσεφόνη απαντάει με ένα γέλιο. Στον άνεμο, με ένα μισό χαμόγελο και σε κάθε κεραυνό με σιωπή. Ο Άδης βαδίζει πίσω της χωρίς φωνή και με λίγη υπομονή.

Φυσάει, θέλει να της φωνάξει. Έχεις μιλήσει στην μητέρα σου;

Η Δήμητρα πάντα κλαιει για αυτήν, το ακούει σαν θρήνο όταν βρίσκονται σπίτι. Τσιρίζει και χτυπάει πόρτες σε μέρη όπου η φύση δεν αγγίζει. Εκείνη δεν της απαντάει ποτέ, σαν τιμωρία σε μια μητέρα που έχει ζήσει τα πάντα και τα έχει χάσει. Τώρα το νιώθει να της γαργαλάει το δέρμα, η δύναμη ενός πόνου που θυμίζει οργή, που είναι αγάπη αλλά φαίνεται ως προδοσία. Σε πόσα λόγια έχουν στηρίξει την ζωή τους οι άνθρωποι... και σε πόσα στηρίζονται ακόμα και οι Θεοί.

«Κράτα την ανάσα σου, Άδη.» διατάζει ξαφνικά. Κοιτάζει γύρω του μα δεν την βλέπει πουθενά. Η φωνή της πετάει στον αέρα και αυτός δεν μπορεί να θυμηθεί την στιγμή που έπαψε να την ακολουθεί κι να περπατάει μόνος.

Κρατά την ανάσα του και δεν νιώθει τίποτα. Το στήθος του γελάει από την μοναξιά μα αυτός γνωρίζει πως δεν θα πέθαινε ποτέ δίπλα της.

Περσεφόνη, τι κάνεις;

«Ακούω τους ανθρώπους.» απαντάει στις σκέψεις του.

Από την πλευρά τής Περσεφόνης η μαγεία της είναι και η ελευθερία της. Αλλά σε στιγμές σαν κι αυτές, γνωρίζει την καταδίκη για άλλους. Ποιούς ανθρώπους Περσεφόνη; Είναι όλοι νεκροί.

Πράγματι, αν άκουσε την πνοή κάποιου, προτίμησε τούτη την στιγμή να υιοθετήσει την σιωπή. Εμφανίζεται ξανά, ξαπλωμένη στο γρασίδι και ο Άδης κάνει μια συνειδητή προσπάθεια να αγνοήσει την οργή της. Αλλά πώς μπορεί; Όταν δίπλα της, ακόμα και τώρα, θα ξάπλωνε για μια στιγμή ευκαιριακής ανακούφισης από το βάρος τού κόσμου; Η οργή στην Περσεφόνη ήταν δηλητήριο απλωμένο στο δέρμα.

«Ίσως ξεκινήσαμε αρκετά επιθετικά την αναζήτησή μας.» σκέφτεται φωναχτά. «Προσπαθούμε να ανακαλύψουμε τους άπιστους, ίσως η βία και ο θάνατος να μην ήταν καλή αρχή.»

«Μήπως θέλεις να τους αφήσω να τρέξουν και να τους κυνηγήσω μέχρι να χάσουν την γη κάτω από τα πόδια τους;»

«Όχι.»

Η Περσεφόνη γελάει, ενοχλημένη σχεδόν από τις σκέψεις του. «Δεν καταλαβαίνεις, δεν θέλω να παρακαλέσω για απαντήσεις, όχι όταν πάντα τις απαιτώ.»

«Οι άνθρωποι δεν απαντούν καλά στον φόβο. Το ξέρεις.»

«Ναι... αλλά απαντάνε στον πόνο. Και οι δυνάμεις των ανθρώπων δεν με απασχολούν.» Ο Άδης πέφτει στο γρασίδι δίπλα της, αντίπαλος με τον άνεμο που επιθυμούσε να τον παρασύρει. Αλλά πέφτει δίπλα της και κοιτάζει μονάχα αυτήν, κανένα άλλο δείγμα ζωής αρκετά σημαντικό για την προσοχή του. Η Περσεφόνη ζητούσε καθετί μπορούσε να προσφέρει και εκείνος της το χορηγούσε δίχως δεύτερη σκέψη.

«Καρδιά μου, μην χάνεσαι στο κεφάλι σου.» της ψιθυρίζει. Εκείνη τον κοιτάζει παράξενα, σαν να βλέπει κάποιον άλλο.

«Μερικές φορές ξεχνάω πως από τους δυο μας, εγώ είμαι το σκοτάδι.» Αγγίζει το πρόσωπό της, η καρδιά του κάπου χαμένη στο στήθος του, σιωπηλή και σχεδόν νεκρή από τον πόνο της.

«Οι άνθρωποι σε φοβούνται, Περσεφόνη, το ξέρεις;» της λέει και αυτή κλείνει τα μάτια της, ακούγοντας λόγια που ήδη γνώριζε, να πέφτουν στην ασπίδα της. «Αλλά εγώ δεν σε φοβάμαι. Σε συντροφεύω περισσότερο καιρό από ότι θα έπρεπε, παρά τα χρόνια που μου έδιναν οι Μοίρες. Αλλά σε διάλεξα, μην το ξεχνάς. Κάποτε μου δόθηκε η επιλογή να διαλέξω και διάλεξα εσένα.»

«Ακόμα και εσύ μπορείς να διαλέξεις το σκοτάδι.»

«Σώπασε τώρα.» την φιλάει στην άκρη του στόματός της κι ας καίει η επαφή τους. Στον Κόσμο αυτό ο Άδης αναπόφευκτα ένιωθε περισσότερο αδύναμος, δεν είχε τους νεκρούς να τον στηρίζουν πια, μονάχα την Περσεφόνη.

Την σήκωσε από το έδαφος και την οδήγησε στο ποτάμι που είχε προσέξει όταν πρωτοβρέθηκαν στην περιοχή. Έβαλε τα χέρια της, μέσα στα δικά του κι με μια κίνηση τα βούτηξε στο νερό. Με τον αντίχειρά του, καθάρισε το αίμα από πάνω της και δίχως ντροπή παρακολουθούσε το αργό ρεύμα να ντύνεται κόκκινο πριν παρασυρθεί από τον ρυθμό της φύσης και χαθεί από τα μάτια του.

«Πολύ φοβάμαι ότι έχεις ξεχάσει πώς είναι να είσαι άνθρωπος.»

Δεν του απαντάει γιατί ο Άδης ήδη ξέρει τι σκέφτεται. Δεν ήμουν ποτέ άνθρωπος απλά κάποτε ξεχνούσα να εξαφανίσω την ανθρωπιά μου. Κάποτε ήξερα ποια ήμουν χωρίς αυτήν.

Η αλήθεια ήταν πως είχε ξεχάσει πολλά για τους ανθρώπους.

Έβγαλε τα χέρια της από το ποτάμι, τα σκούπισε και κρύα σαν τα νερά τα έβαλε στο στήθος του. 
Έχω μια πρόταση, σκέφτεται.

«Πες μου.»

Άσε με να σε σώσω όπως ξέρω εγώ.

Η Περσεφόνη έριξε το σώμα της με απόγνωση πίσω στο πράσινο έδαφος.

Δεν εμπιστεύεται τους ανθρώπους, όχι πια, πόσο μάλλον τον Άδη όταν συμπεριφέρεται σαν κι αυτούς.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top