03| Your Victories Are Also Your Losses

Η Περσεφόνη, πριν από την πτώση της, ήταν Θεά τής Άνοιξης. 

Με την μητέρα της άλλαζαν τις εποχές, στόλιζαν την γη και χάραζαν μονοπάτια πλάι σε λουλούδια. Ο ρόλος της δεν ήταν κανένας σημαντικός και δεν απαιτούσε καμία μαεστρία, κανένα έλεγχο, κανένα ταλέντο. Στις κοιλάδες που γεννούσε με την κίνηση ενός χεριού μπορούσε να νιώσει μια απόσταση μπροστά στις προσδοκίες τρίτων και στην επιθυμία της να χαθεί από τα μάτια τής φύσης.

Η Περσεφόνη γνώριζε πως η φύση δεν την αναγνώριζε σαν μάνα κι ας την γνώριζε σαν μια. Ίσως ήταν τα μάτια της που έκρυβαν πονηριά ή ο τρόπος που περπατούσε· σαν να φύλαγε μυστικά ή τα μυστικά της να ήταν αυτά που φιλούσαν την σάρκα της. Ήταν γοητευτική, τρελή και κάθε εκδοχή της ομορφιάς έγραφε αποτυπώματα μιας παρουσίας που καθήλωνε, κατέγραφε καταστροφές και γελούσε ως η μόνη που αναγνώριζε τις ζημιές που σημείωνε.

Ο Άδης γνώρισε την Θεά της Άνοιξης, όχι την Θεά τού Κάτω Κόσμου. Και αν κοιτούσε προσεκτικότερα θα διέκρινε τον μπελά που γινόταν ένα με τα μάτια της.

Ο ουρανός ήταν κόκκινος και ο Άδης είχε χαθεί μέσα στον χρόνο. Γυρνώντας, άρχισε να ακούει, να μυρίζει και να διακρίνει χρώματα παρόμοια με του ηλιοβασιλέματος. Στα βήματα που έβρισκε το σπίτι του, τώρα έβρισκε ένα ξενό σώμα που καθυποτασσόταν σε μια άυλη πυρκαγιά.

Ο Άδη αγαπούσε την θάλασσα σχεδόν περισσότερο από οτιδήποτε αλλό στην ζωή του. Είχε διαστάσεις και βάθη που επιθυμούσε να εξερευνήσει, πτυχές που δεν μπορούσε να αναδείξει το πράσινο. Όταν έκλεινε τα μάτια του φυσούσε αέρας και η θάλασσα γελούσε στους βράχους με χρώματα άσπρα και μπλε, κύματα πελώρια και καράβια κρυμμένα. Σαν ξεχασμένη ανάμνηση που δεν είχε ζήσει ποτέ, έφερνε την εικόνα των κυμάτων να πέφτουν πάνω του και να βυθίζεται στα βαθιά νερά.

Θα προτιμούσε να ζήσει με τις νύμφες στη θάλασσα παρά να ζει στους αγρούς και να υπακούει τον ήλιο. Μα η αλήθεια ήταν πως το πράσινο πάντα θα τον καταλάβαινε καλυτερα. Όταν ήθελε να κοιμηθεί, απλά έπεφτε σε ένα δέντρο με σκιά, όταν κρύωνε τον χειμώνα έβγαινε στην πεδιάδα κάτω από τις λεπτές ακτίνες, όταν βαριοταν μελετούσε τα λουλούδια.

Υπήρχε κάτι απέραντο και τρομαχτικό στον τρόπο που τα λουλούδια έστεκαν, μακριά από τα πάντα. Ζούσαν με τον ήλιο ή και χωρίς αυτόν, το νερό ήταν πολυτέλεια και οι μυρωδιές σε τρελαιναν. Αυτή η μαγεία τους ήταν καθησυχαστική γιατί ποτέ δεν υπήρχε κάτι που ο Άδης γνώριζε καλύτερα από κάποιον άλλο. Αν χανόταν μπορούσε να ζητήσει βοήθεια.
Στη θάλασσα όμως ήταν τυφλός και κωφός και σαν όλους τους ανθρώπους, σπίθα σε μια θεϊκή ισχύ.

Ήταν κάτω από τις βελανιδιές όταν πρόσεξε πως ο άνεμος φανερά τον είχε ξεγελάσει γιατί μέσα σε στιγμές του φανερώθηκε το πραγματικό καλοκαίρι: όχι στην αίγλη του αλλά στον τρόμο που έδειχνε με τα δόντια της ζέστης· την φωτιά.

Άφησε το δάσος και κάθε λουλούδι που αγαπούσε πίσω. Πέρασε στο χωριό σε χρόνο που του πήρε την ανάσα. Και ήταν αστείο, γιατί δεν μπορούσε να την πάρει πίσω. Όχι με τέτοιο καπνό.

Είδε την ζωή του στις φλόγες, όχι αυτή που κρατούσε στο στήθος του αλλά αυτήν που φύλαγε στους άλλους ανθρώπους, στα δωμάτια όπου μεγάλωσε. Και μέσα σε μία στιγμή ήταν λες και η φωτιά έκαιγε το δέρμα του αντί για την καρδιά.

Πέφτει στα γόνατα και κάνει το μόνο πράγμα που μπορεί· προσεύχεται. Βυθίζει τα χέρια του στο χώμα και νιώθει τις στάχτες να καίνε το δέρμα του. Μετά πιάνει τα μαλλιά του και αρχίζει να κλαίει. Νιώθει την γη να τρέμει μα θα μπορούσε να ήταν και ο κόσμος του που γινόταν κομμάτια.

Λέει ονόματα και μιλάει-φωνάζει ακατάπαυστα. Αν πίστευε ποτέ στους θεούς, τώρα το δείχνει. Γιατί στέκεται στα πόδια τους και τρέμει φοβισμένος. Αν παλιά ψιθύριζε, τώρα βροντοφωνάζει.

Η περιφέρειά του ήταν θολή στο κόκκινο και πορτοκαλί. Ήταν τρελό πόσες αποχρώσεις φορούσε η καταστροφή.
Τα δέντρα είχαν φαλακρώσει.

Όταν στους θρήνους του δεν πήρε απάντηση, κατάλαβε την αλήθεια.
Δεν υπήρχε κανένας για να τον βοηθήσει.

Και δίπλα στην σκέψη πως οι Θεοί που αγαπούσε και χρειαζόταν, έπαιρνε σιωπή, συνειδητοποίησε την απλότητα τής αλήθειας του.
Οι θνητοί διεκδικούσαν το κατώτατο επίπεδο μιας ζωής που τελικά δεν τους ανήκε

Την στιγμή που προσπάθησε να μπει μέσα στο στεφάνι τής κόλασης· δύο χέρια τον κράτησαν πίσω. Ήταν ένα πρόσωπο που δεν αναγνώριζε, μάτια σκοτεινά που του φώναζαν πανικόβλητα. Θα βουτούσε στα μάτια της αν μπορούσε, σε μια θάλασσα που έμοιαζε ακίνδυνη, μακριά από κάθε φλόγα που έτρεμε πλάι του. Το πρόσωπό της ήταν κρυμμένο από την ανθρώπινη φύση που θύμιζε σπίθες θαμμένες στο μαύρο, στο κάρβουνο.

Η κοπέλα σε τυχαία μάτια ήταν μια κοπέλα που είχε χαθεί και είχε βρεθεί μάρτυρας σε τραγωδία. Όσοι γνώριζαν καλύτερα, μπορούσαν να αναγνωρίζουν την πριγκίπισσα της φύσης να έρχεται για να θρηνήσει στις στάχτες τα δέντρα που χάθηκαν. Αυτό που ο Άδης δεν συνειδητοποίησε ποτέ ήταν πως η Περσεφόνη δεν εμφανίστηκε γιατί άκουσε τους θρήνους του αλλά επειδή η ίδια πονούσε με την φύση που ξαφνού έχανε την ζωή της.

Οι Θεοί μπορούσαν να ακούσουν τους θρήνους των ανθρώπων αν το επιθυμούσαν. Μα μπροστά στο δικό τους πόνο, τίποτα δεν έμπαινε πραγματικά μπροστά. Αν ζύγιζες τους αθάνατους με τους θνητούς, τα βάρη θα έπεφταν γιατί τα αιθέρια όντα δεν δικάζονταν από τους φυσικούς νόμους.

Ο Άδης την παρατήρησε σιωπηλά χάνοντας το κουράγιο του. Ήταν μπερδεμένος, αναστατωμένος και η ανάσα του πλέον τον καθυστερούσε όσο σκεφτόταν. Η Περσεφόνη, κρατούσε τα μπράτσα του και μεταμφιεσμένη σε άνθρωπο προσπαθούσε να τον ηρεμήσει.

«Καίγονται τα πάντα.» της ψιθυρίζει. Δακρύζει στην εικόνα και βήχει πολύ.

«Πρέπει να φύγεις από εδώ.»

«Πρέπει να επιστρέψω, δεν γίνεται να χαθ-»

«Δεν υπάρχει τίποτα για να επιστρέψεις σε αυτό.»

Κοιτάζει τη ξένη, ντυμένη στις στάχτες. «Δεν έχω προσπαθήσει καν.»

«Υπάρχει δύναμη στην προσπάθεια, κουράγιο στη δικιά σου. Μα δεν υπάρχει νόημα» Σταματάει για μια ανάσα, φέρνει στο χέρι στο πρόσωπό του, εκείνος την αφήνει, «κάνε πίσω.» Το άγγιγμά της τον ανακουφίζει, σαν κρύος άνεμος σε κάτι που καίγεται.

Αυτός κοιτάζει μακριά και στέκεται απέναντι από την φωτιά. Δεν ξέρει πώς ξεκίνησε, πώς εξαπλώθηκε τόσο γρήγορα, τι έχει χαθεί στο πέρασμά της...

Ο Άδης ζούσε στα κτίσματα που σκότωσε η φωτιά και μάλιστα ζούσε με άλλους ανθρώπους. Οικογένεια, γείτονες, φίλους. Δεν μπορούσε να μην παρατηρήσει πως κανένας από αυτούς δεν είχε πάρει θέση δίπλα του στην πλευρά τής σωτηρίας.

Η Περσεφόνη τον είδε να θρηνεί και θέλησε να το σταματήσει. Τον κοίταξε προσεκτικά, όσο αυτός παρατηρούσε την ζωή του να συγκεντρώνεται σε έναν κύκλο αποσύνθεσης. Του χάιδεψε το μαλλί, από μια απόσταση που δεν θα την ένιωθε και τον έριξε αναίσθητο με τις δυνάμεις της. Σαν νανουρισμένος, υπέκυψε.

Ομολογουμένως, ο πόνος της καταστροφής ήταν περισσότερο οδυνηρός από αυτόν της πτώσης. Ο Άδης ακόμα και υποσυνείδητα δεν επιθυμούσε να ξυπνήσει ξανά.

Η άνοδος από το σκοτάδι μεταμφιέστηκε σε ένα περπάτημα από τον Κάτω Κόσμο προς το βασίλειο των Θνητών. Είχε πέσει το σκοτάδι και η Περσεφόνη βασιλικά διηυθυνε τα αστέρια να κρύβουν τις κινήσεις της.

Στο σπίτι της δεν φοβόταν να φορέσει τα χρώματά της, να κυκλοφορήσει δίχως ρούχα, χωρίς πανοπλία. Γιατί κάπως, μέσα στους αιώνες, είχε καταλάβει πως τίποτα δεν θα της χάριζε σεβασμό. Οπότε σταμάτησε να προσπαθεί να τον κερδίσει και άρχισε να τον διεδικεί, αν όχι να τον απαιτεί. Κυκλοφορούσε χωρίς ντροπή και κάθε πιστός σε αυτήν, κρατούσε το κεφάλι πάντα χαμηλά.

Ένα ύφασμα, σχεδόν αόρατο, κάλυπτε τολμηρά τον κορμό της, το στήθος και το μονοπάτι μέχρι τα γόνατα της. Από μακριά μπορούσες να την καταλάβεις. Το μαλλί της άρχισε να φλέγεται ως μάρτυρας στον ήλιο. Στον Άδη είχε λείψει το κόκκινο μαλλί της, μια πλευρά της που είχε γνωρίσει τόσο καιρό πριν και δεν είχε καταφέρει να ξεχάσει.

Ο Άδης αγαπούσε όταν επέστρεφαν στον κόσμο των ανθρώπων. Κυρίως γιατί τον ξάφνιαζαν οι αλλάγες που έχανε όσο ζούσε στα έγκατα τής γης αλλά και επειδή η επαφή με τους ανθρώπους ήταν η μόνη σύνδεση που του είχε απομείνει με την ζωή που είχε εγκαταλείψει όταν έγινε σύντροφος τής Περσεφόνης.

Ο Άδης είχε αιώνες να δει τον ήλιο και ήταν αμαρτία να τον ξαναβλέπει τόσο διαφορετικό. Το φως τον στοίχειωνε μετά από τόσο σκοτάδι. Κάθε φορά ορκιζόταν στον εαυτό του, γιατί δεν θα τολμούσε να χαρίσει όρκους σε ξένα ονόματα, πως θα ερχόταν πίσω πιο συχνά. Μα κάθε φορά που το πόδι του πατούσε στο σπίτι, εγκατέλειπε κάθε αίσθηση τής απόστασης. Η Περσεφόνη έφευγε από τον Κάτω Κόσμο, πήγαινε στον Όλυμπο, στους ανθρώπους αλλά αυτός δεν πήγαινε ποτέ μαζί της.

Αρχικά, στους κανόνες που έθεσε ο Δίας όταν η Περσεφόνη κέρδισε στην μάχη που κυρήχθηκε για την αθανασία του, δεν μπορούσε να μείνει μακριά από την Περσεφόνη ή των Κάτω Κόσμο δίχως να πεθάνει. Μέσα στους αιώνες έμαθε να γίνεται χρήσιμος και τελικά ένα μέρος τής διοίκησης αυτής της διάστασης ήρθε στις αρμοδιότητές του. Ο Κάτω Κόσμος δεν μπορούσε να μείνει μόνος του για πολύ, επομένως ο Άδης χαιρόταν δικαιοδοσίες δεσμοφύλακα.

Μα τώρα επέστρεψε στους ανθρώπους και δεν μπορούσε να το πιστέψει. Όσο η Περσεφόνη προσπαθούσε να καταλάβει πού βρίσκονταν, αυτός κοίταξε τριγύρω.

Για μια στιγμή αδιαφόρησε για όλα και απλά έμεινε να κοιτάζει την γη που είχε μάθει να χάνει και να ξανακερδίζει μια φορά κάθε λίγους αιώνες.

«Δεν είχα συνειδητοποιήσει πόσο μου έλειπαν το πράσινο και ο ήλιος.» Παραδέχεται δειλά ο Άδης, οι σκέψεις του απλές και βουτηγμένες στην νοσταλγία.

«Αυτό λες κάθε φορά.» Του απαντάει αυτή με ένα χαμόγελο όσο με θάρρος άρχισε να περπατάει μακριά από το πράσινο που τους περιτριγύριζε. Όπως φαινόταν, βρίσκονταν σε μία πεδιάδα που υπήρχε κοντά σε ποτάμι. Ο Άδης το καταλάβαινε από τον τρόπο που τα γυμνά πόδια του άγγιζαν το γρασίδι.

«Κάθε φορά που γυρνάω ξεχνάω πόσο μου λείπει ο κόσμος αυτός.»

Η Περσεφόνη τον κοιτάζει τρυφερά, σκεπτόμενη τον πόνο του. Η αλήθεια ήταν πως και αυτή το ίδιο έκανε με αυτόν. Όταν γυρνούσε, ένιωθε την φύση να μεταμορφώνεται. Τα λουλούδια αποκτούσαν μυρωδιές μεθυστικές, χρώματα περίεργα και οι καρποί, γεύσεις εξωτικές. Η ενέργειά της σχεδόν άλλαζε γιατί όταν πριν καθήλωνε τους νεκρούς τώρα έφερνε την άνοιξη και το καταλάβαινε η υφήλιος με μία κίνηση.

Ο Άδης το έβλεπε και στα μάτια της. Πόσο την άγγιζε η επιστροφή. Την κοιτούσε και δεν μπορούσε να σταματήσει να το κάνει γιατί η εικόνα της τού έκοβε την ανάσα και κάθε φορά που την κοιτούσε ήταν πιο όμορφη από την τελευταία φορά που το έκανε.
Της χαμογελούσε χαζά, ενώ αυτή χαλαρά διάβαζε τις σκέψεις του.

Δεν τον ενοχλούσε αυτό, όχι πάντα. Αλλά η Περσεφόνη η ίδια με την επιμονή της του έμαθε να φυλάγεται. Η αλήθεια ήταν πως οι σκέψεις του μπορούσαν να κρυφτούν από αυτήν αν ο ίδιος το επιθυμούσε.
Η Περσεφόνη αγαπούσε τα κομπλιμέντα, όταν γίνονταν στο σκοτάδι και τον φιλούσε, όταν είχε τον έλεγχο, όταν ήταν μόνοι τους. Αλλά και πάλι της χαμογελάει όταν τής λέει «Είσαι όμορφη.»

Εκείνη γελάει, τα μαλλιά της αποκτούν ζωή μαζί με την φωνή της. «Σε έχει πειράξει ο ήλιος.»

«Σε ερωτεύτηκα κάτω από τον ήλιο Περσεφόνη, πολύ πριν το κάνω στις σκιές.»

Εκείνη δεν του απάντησε, αλλά ένα έντονο αεράκι τον χτύπησε στο πρόσωπο. Η Δήμητρα δεν θα έχανε καμία ευκαιρία να του δείξει τα δόντια της και αυτήν την στιγμή με την άφιξη τής Περσεφόνης, της Άνοιξης, στα μάτια της ο Άδης ήταν μια μακρινή αλλά έντονη ανάμνηση.

Στον αέρα που ερχόταν σταθερό προς το μέρος τους, το χαμόγελο τής βασίλισσας έπεσε και με δύο κινήσεις η προσοχή της επικεντρώθηκε μπροστά, σε έναν εχθρό που δεν μπορούσε να δει.

Ο Άδης ήταν αναίσθητος για μέρες. Τα δέντρα πίστευαν ότι ήταν υπερβολικός, τα λουλούδια ανησυχούσαν για το πόσο αδύναμος φαινόταν και το γρασίδι απλά παρατηρούσε την σιωπή τής μικρής Θεάς κάθε φορά που ερχόταν για να τον τσεκάρει.

Η παρουσία της δίπλα του ήταν σαν χάιδι που εκτιμούσε ακόμα και στον βαθύ του ύπνο. Τον σκέπαζε όταν φυσούσε έντονος άνεμος, του έκανε παρέα όταν ένιωθε πως σκεφτόταν την μοναξιά του.

Είχε ακούσει τα δέντρα να ουρλιάζουν πρώτα, η απόγνωση αυτών την έκανε να τρέξει σε αυτά. Η φωτιά ήταν τρομαχτική και παρά τις προσπάθειές της, δεν μπορούσε να την ελέγξει. Έπειτα άκουσε τους ανθρώπους. Οι άνθρωποι πάντα προτιμούσαν να δίνουν έκταση στη δυστυχία τους, κανείς δεν θα έπρεπε να ξαφνιάζεται όταν ακολουθούσαν το ίδιο παράδειγμα και στον θάνατό τους.

Όταν ήταν έτοιμη να λιώσει τα πάντα, μονάχα για να πάψει να τους ακούει, εμφανίστηκε ένα αγόρι. Για μια στιγμή άφησε τα χέρια της να παραμείνουν στον αέρα από φόβο μήπως και την παρατηρήσει, αλλά αυτός ποτέ δεν το έκανε. Κοιτούσε κάπου στο βάθος, μέσα στο χωριό που βυθιζόταν από τις φλόγες και αμέσως φάνηκε να βλέπει τις φλόγες τρυφερά.

Εκείνη έκανε μερικές κινήσεις πίσω, περίεργη μονάχα να καταλάβει τον τρόπο που ένιωθε την καταστροφή.

Το στήθος του ήταν κενό, το κεφάλι του πάλι όχι. Ένα τραγούδι, ίσως ένας ύμνος, έπαιρνε μορφή στις σκέψεις του. Όταν κατάλαβε πως η καρδιά του θρηνούσε πρώτα και στην συνέχεια ακολουθούσε το κεφάλι του, τα δέντρα ψιθύριζαν τους ίδιους ρυθμούς.

Μετά προσπάθησε να πέσει στις φλόγες. Και τα δέντρα την ικέτευαν να κινηθεί προς το μέρος του και το έκανε, αμέσως. Εκείνη του μιλούσε, μα εκείνος μιλούσε δίχως να την ακούει. Πονούσε και τρεφόταν μόνο με αυτό. Τον έριξε αναίσθητο και τον κοιτούσε να μένει σιωπηλός από τότε.

Μπορεί να άρεσε σε όλους τους ανθρώπους η προσοχή μα εκείνος έμοιαζε να την μισεί, ακόμα και κοιμισμένος. Ίσως για αυτό αυτή ποτέ δεν τον άφηνε μόνο του, σε περίπτωση που η παρουσία της άρχισε να του χαρίζει την δύναμη που αποζητούσε.

Όταν τον ένιωσε να ανοίγει τα μάτια του, άλλαζε την γάζες στα χέρια του. Οι κόσμοι πίσω από τις βλεφαρίδες την κοιτούσαν μπερδεμένοι, σχεδόν τρομαγμένοι. Μα κάτι στον τρόπο που οι δικοί της τον κοίταξαν πίσω, τον έκαναν έκαναν να σωπάσει. Την άφησε να συνεχίσει με τον ώμο του, καθαρίζει το ξερό αίμα και τυλίγει την περιοχή. Έπειτα την βλέπει να πιάνει τους καρπούς του, η πρώτη επαφή τον έκανε να την διώξει. «Πονάει.» παραδέχεται. Η Περσεφόνη δεν ήξερε αν εννοούσε την πληγή ή τη μνήμη του.

«Έπαιξες με την φωτιά και έχασες.»

«Ευχαριστώ που με τράβηξες από την φωτιά.»

«Εχεί πέρα, ζήτησες να σε σώσουν οι Θεοί. Σε είδα να πέφτεις κάτω.» Έκανε αυτό που της φώναζαν τα δέντρα, δεν τον έσωσε αυτή, η φύση δεν μπορούσε να τον δει να χάνεται.

«Ζήτησα να σωθούν όλοι εκτός από εμένα.»

Η μικρή Θεά του χαμογελάει πριν αρπάξει πάλι τα χέρια του. Τον πονάει αμέσως μα αυτήν την φορά δεν τον αφήνει να πάρει πίσω τα χέρια του. Με απαλές κινήσεις, προσέχει κάθε ανοιχτή πληγή. Αυτός δεν αντιδράει. Πάνω στην σιωπή πατάει προσεκτικά τις επόμενες λέξεις της. «Εγώ δεν άκουσα την προσευχή σου-» προφέρει αργά, κι ας ξέρει ότι την άκουσε «-αλλά είδα κάτι που έμοιαζε με αυτήν. Έσωσα αυτόν που είχε ελπίδες να ζήσει.»

Σε μία απρόσμενη κραυγή ανάγκης, σε μία στιγμή αδυναμίας, ένα δευτερόλεπτο υπόκλισης, της μιλάει για την φωτιά. Και κλαίει μπροστά της, καίγοντάς το πρόσωπό του.

Σκάβει την καρδιά του, μήπως βρει τρόπο να την χάσει με τον κόπο μιας προσπάθειας. Αντιστέκεται μα μετά από λίγο υποκύπτει. «Τι κάνεις όταν χάνεις τα πάντα; Σε ποιο Θεό προσεύχεσαι;»

«Μην βασίζεσαι στους Θεούς αν μπορείς να στηριχτείς τον εαυτό σου.»

Σηκώνεται από το γρασίδι, τα φύλλα πετάνε τρομαγμένα από τον τρόπο που τα μάτια του ξαφνικά πετάνε.

«Η ζωή μου έχει χτιστεί πάνω στους Θεούς.»

«Και μετά γκρεμίστηκε από τους Θεούς.»

Τρέχει για λίγο μακριά της, τα άκρα του πονάνε μα δεν τον νοιάζει. Τα δέντρα τής γκρινιάζουν πως η προσοχή του αλλάζει. Εκείνη το καταλαβαίνει από την επόμενη ερώτηση. «Πώς να σε φωνάζω;»

«Κόρη.»

Σηκώνει το κεφάλι της και ακούει τον άνεμο, τα παράπονα τής φύσης για την εμπιστοσύνη που ρίχνει σε αυτό το παιδί. Η Κόρη τους αγνοεί, σαν να γνωρίζει κάτι παραπάνω.

«Μακάρι να γνώριζα το μέλλον.»

«Έχεις εμένα.»

Μακάρι να σήμαινε κάτι αυτό στους ανθρώπους, η πίστη που τους έδιναν οι Θεοί.

Έχω εσένα, σκέφτηκε ο Άδης, τι σήμαινε αυτό;

«Ισως να γνωρίζεις το μόνο άτομο που ξέρει τα πάντα.»

Στον άνεμο αναστενάζει ο θρήνος. Σαν χορδή που τρέχει στα δάχτυλα που ξέρουν να την ελέγχουν, τρέχει να προφτάσει όσους την αναζητούν.

Ο Άδης έτρεχε μακριά και η Θέα τής Άνοιξης, αυτή που δεν γνώριζε πως είχε δίπλα του, έτρεχε μαζί του.

Κάπως έτσι η γένεσις καταλήγει σε Άδης. Παράδοξο το παράδειγμα.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top