01| He Fell From Grace And She Caught Him
Ο Κάτω Κόσμος ήταν σιωπηλός όσο περπατούσε η Περσεφόνη. Η ησυχία είχε γίνει ζωντανός ύμνος και ήταν αβάσταχτη, ακόμα και αν την είχε συνηθίσει.
Θα ορκιζόταν πως ο ήλιος έπεφτε πάνω της αλλά όταν κοιτούσε τριγύρω, μοναδικός μάρτυρας ήταν το σκοτάδι· κανένας ήλιος δεν (θα) περνούσε από εδώ. Γιατί οι πύλες ήταν κλειστές, κανένα ρόδι και κανένας φίλος του στα χρώματα τα ανθρώπινα δεν ερχόταν εδώ. Η γραμμή που τους χώριζε από τους νεκρούς ήταν λεπτή, σαν μια κλωστή σχεδόν, και το βασίλειο που τους προστάτευε δεν θύμιζε καμία λιτότητα, μεσότητα ή πενία που είχε γνωρίσει κάθε ημίθεος και άνθρωπος.
Υπήρχαν μύθοι, ουτοπικά και μάλλον παιδικά παραμύθια, για κάποιους που ήρθαν στον Κόσμο της και του γύρισαν την πλάτη τους στιγμές αργότερα. Η Περσεφόνη είχε δει πολλά και είχε ονειρευτεί πολλά περισσότερα, μα ποτέ κάτι τέτοιο.
Το στήθος της ήταν η μοναδική απόδειξη πως τα παραμύθια είχαν εξαιρέσεις. Από τις μοναδικές, γιατί κανένας δεν ήταν διατεθειμένος να κοιτάξει τα κόκκινα μικρά γράμματα. Η μόνη ζωντανή που πολιορκούσε το μέρος ήταν αυτή. Εκείνη και η αόρατη σκιά της ήταν οι θεότητες.
Τα μαλλιά γίνονταν δικοί τους λαβύρινθοι κόντρα στον αέρα. Το δέρμα της θύμιζε χειμώνα, μακριά από θερμά χέρια και πνοές. Τα μάτια της, αυτά που έκλεβαν την προσοχή όλων, ήταν μια απόρριψη τής αρχικής της θεϊκής φύσης, ένα μονοπάτι προς την ανυπακοή και κρυφή ελπίδα για την επικράτηση της θέλησής της.
Κάποτε ήταν Θεά τής βλάστησης, φύλακας τής φύσης. Τώρα ήταν η Βασίλισσα τού Κάτω Κόσμου, και το χειρότερο; Δεν ήταν η μόνη με το στέμμα στο κεφάλι της.
♛
Για να περιαυτολογούμε, η Περσεφόνη ήξερε να σκοτώνει ένα άτομο με άπλετους τρόπους. Και μάλιστα αυτό δεν ήταν το μόνο ταλέντο της. Ήταν ένα από τα πολλά.
Ο Άδης από την άλλη είχε άλλα διαφορετικά και κανένα από αυτά δεν ταυτιζόταν με αυτά της Περσεφόνης. Η γλύκα με τους θνητούς ήταν στην αμαρτία και από αυτήν η Περσεφόνη είχε γνωρίσει αρκετή στην ζωή της. Ίσως τα έφερνε η δουλειά της ή ίσως η ίδια από την φύση της εμπνεόταν από την καταστροφή αλλά τα πάντα πάνω στον Άδη έμοιαζαν με οτιδήποτε δεν θα ήταν ποτέ η Περσεφόνη. Η θνητότητα και η αθωότητα σχεδόν την χτυπούσε με ένα βάρος που δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει.
Όταν οι Θεοί άρπαζαν ανθρώπους, δεν ρωτούσαν κανένα. Με ποιον να λογαριαστούνε και ποιος ανόητος θα φούσκωνε αρκετά το στήθος του για να κοιτάξει μπροστά σε μάτια που κοίταξαν την δημιουργία και την έκαναν δικιά τους; Κανένας δεν έκανε ερωτήσεις και κανένας δεν επέστρεφε ξανά στην θνητή γη με δική του πρωτοβουλία.
Ο Άδης δεν ήταν ανόητος αλλά σίγουρα ήταν πανέμορφος. Η Περσεφόνη έψαχνε σάρκα για να αφήσει το κεφάλι της να κοιμηθεί, ένα στήθος με χτύπο για να την νανουρίσει και έναν καθρέφτη για να δει την φιγούρα της από χαμηλά.
Ο Άδης ήταν μια ανθρώπινη θολή φιγούρα που έκλεψε την προσοχή της με το γάργαρο γέλιο του. Περπατούσε στις μύτες του σαν να φοβόταν μην ενοχλήσει τον αέρα με ήχους αχρείαστους. Η Περσεφόνη διασκέδαζε.
Τον έβλεπε να περπατάει και οι αδέξιες σκηνές την κρατούσαν απασχολημένη. Ήταν ντροπαλός μα ποτέ δειλός. Είχε τόλμη μα ποτέ αλαζονεία. Η Περσεφόνη τον αγάπησε σχεδόν από μακριά.
Μετά από το γέλιο, πέρα από τις δειλές κινήσεις και καθετί χαζό και αστείο που ήταν τελείως δικό του... Η Περσεφόνη έκρυβε τα μάτια της στις κινήσεις του στο σκοτάδι, μπροστά στο φεγγάρι, πλάι και ταυτόχρονα μακριά από το φως. Με θέα ένα από αυτά τα φεγγάρια τον άρπαξε.
Δεν τον πείραξε και ούτε τον άγγιξε με τρόπο που δεν επιθυμούσε ο ίδιος, ποτέ. Ανεξάρτητα από τίτλους αθανασίας και θρόνους χτισμένους στα κρανία, η Περσεφόνη δεν έπαιζε μαζί του. Αλλά σίγουρα διασκέδαζε πού και πού.
Αιχμάλωτος και η μεγάλη της αγάπη. Δεν επιθυμούσε να τον δώσει πίσω, μα θα του χάριζε κάθε αγαθό, μονάχα για την συντροφιά του στα βάθη τού κόσμου...
Το όνομά της έστω, δικό του.
Η δύναμη.
Η αθανασία.
Όλη δικιά του, αν το ζητούσε.
♛
Ο αέρας χτυπούσε δυνατά το πρόσωπό της, χτυπήματα αναξιοπιστίας από την ίδια την φύση· στο όνομα τής μητρότητας φώναξε πίσω στον άνεμο. Το ουρλιαχτό ήταν φοβερό και ίσως κεραυνοί να υιοθετούσαν το σθένος του αργότερο. Αλλά κάθε ανταπόκριση τής φύσης, κάθε βίαιο χάδι ήταν κίνηση και πρόθεση τής Δήμητρας, Θεά τής φύσης και η μητέρα τής βασίλισσας τού Κάτω Κόσμου. Περιστασιακή ερωμένη τού Πατέρα, αυτού που κυβερνούσε τους ουρανούς, τα σύννεφα και τις καταιγίδες.
Τα μάτια της έλαμπαν, στο χρώμα που είχε κάποτε ακολουθήσει, φακοί στα τούνελ που είχε χτίσει και ακολουθήσει με ευλάβεια.
Τα χαλίκια και οι γκρεμοί έτρεμαν στην παρουσία της. Δίπλα στον Άδη, σταμάτησαν το χάος με τις κινήσεις. Αυτός σήκωσε τα χέρια του και τα βύθισε στο χώμα, απαιτώντας από την αφέντισσα να δείξει έλεος στην σκοτεινή φύση που ακόμα και νεκρή την ακολουθούσε σε κάθε μονοπάτι της. «Τα ουρλιαχτά σου κάποτε θα ξυπνήσουν τους νεκρούς, Περσεφόνη.» ψιθυρίζει στον άνεμο και τον αφήνει να κάνει την δουλειά του. Εκείνη δεν ανταποκρίνεται. Πίσω της μοιάζει σχεδόν με σκιά, μια που θα ξεχνούσε κάθε θεότητα να παρατηρήσει. Μια σκιά που δίπλα στην Περσεφόνης έμοιαζε πιο φωτεινή.
Μπορεί η ομορφιά της να ξεπερνούσε καθετί ζωντανό, μα ο τρόμος δεν βαδίζει με λουλούδια αλλά με αγκάθια. «Συγγνώμη Άδη.»
«Μην ζητάς συγγνώμη. Όχι σε εμένα.»
Ο άνεμος χτυπάει με μανία ξανά το επόμενο λεπτό. Φονικός αν δεν μπορούσες να τον ελέγξεις. Η Περσεφόνη τον εξαφάνισε με μαεστρία, χαλαρή ακόμα παρά την καταιγίδα στο βασίλειο.
Ο Άδης δεν σχολίασε το αυτονόητο: την επαναλαμβανόμενη προδοσία τής Δήμητρας, την άρνηση της να αλλάξει τα χρώματα των φύλλων. Ή τα τακτικά μηνύματα αντίδρασης στην κόρη της.
«Φυσάει.» παρατηρεί χαζά.
«Πάντα φυσάει εδώ γλυκέ μου.» απαντάει εκείνη προσεκτικά, την πλάτη της ακόμα σε εκείνον.
Πάντα φυσούσε εδώ, από τότε που η Περσεφόνη σταμάτησε να φιλάει τις νύμφες στην γη και εγκαταστάθηκε στο κέντρο τού κόσμου. Ο αέρας ήταν μέρος μιας μεγαλύτερης αδυναμίας, της ανθρώπινης, που ερχόταν με τον θάνατο. Η Περσεφόνη δεν χρειαζόταν τον αέρα για να ζήσει και ούτε ο Άδης, γιατί αυτός ζούσε από αυτήν. Τα πνεύματα όμως και οι ψυχές που ζούσαν στην διάσταση αυτή, ήταν υπόθεση διαφορετική.
Μα ο καιρός δεν ήταν αυτό που απασχολούσε την Περσεφόνη, εκείνο που την ενοχλούσε ήταν η μυρωδιά που την είχε τυλίξει από την στιγμή που είχε ανοίξει τα μάτια της.
Το φως από τις αιώνιες φωτιές έφερνε θέρμη και χρώμα στο χλωμό δέρμα της. Αλλά το φως δεν ήταν άξιο τής προσοχής της. Τα μάτια της κοιτούσαν κάπου πέρα, κάπου που ο Άδης δεν μπορούσε να ακολουθήσει. Η σιωπή τους τύλιγε αδιάκριτα, πάρα την στοργή που είχαν τα μακρινά χάδια τής προηγούμενης νύχτας. Ο ένας από τους δύο ταξίδευε σε μέρη όπου ο άλλος δεν μπορούσε να ονειρευτεί.
«Με ζητάνε στον Όλυμπο.»
Το πρώτο ένστικτο τού Άδη ήταν να κλείσει τα μάτια του σφιχτά, στο άκουσμα τού παλατιού. Το δεύτερο ήταν να ρωτήσει σιωπηλά αν θα χρειάζονταν οι υπηρεσίες του, κάτι που δεν είχε κριθεί απαραίτητο τα τελευταία 121 χρόνια, ο Άδης μετρούσε. Όμως το ένστικτο, πέρα από την ανάγκη να επικεντρωθεί στον φόβο, ερχόταν πίσω σε εκείνον με ένα βαθύ αίσθημα απώλειας, αυτήν της Περσεφόνης.
Είχε συνηθίσει να βρίσκεται πλάι της όλους αυτούς τους αιώνες και ο χρόνος μακριά της δεν ήταν αβάστακτος αλλά περισσότερο... μοναχικός. Και η μοναχικότητα κόστιζε σε ένα μέρος όπου οι νεκροί ήταν η μόνη συντροφιά σου και η μόνη υποχρέωση. Όταν έλειπε εκείνη, κουμάντο έκανε ο Άδης και αυτές οι μέρες ήταν πιο τρομακτικές από το ιδεατό τής αθανασίας.
Μα ο Άδης δεν έβρισκε το κουράγιο να την κρατήσει δίπλα του, είτε από φόβο να την κάνει να αρνηθεί τους άλλους Θεούς, είτε από φόβο να του αρνηθεί αυτή. Οπότε όταν η ώρα πέρασε και αυτός έμεινε σιωπηλός, η Περσεφόνη γύρισε να τον κοιτάξει.
Για τον Άδη, η Περσεφόνη πάντα ήταν η πιο όμορφη γυναίκα που είχε δει. Ομολογία βουτηγμένη στην υπερβολή καθώς η βασίλισσα τού Κάτω Κόσμου ήταν επίσης η αδερφή τής Θεάς τής ομορφιάς. Μα ακόμα και με αυτήν την πληροφορία αποθηκευμένη στο κεφάλι του, η άποψή του δεν άλλαζε στιγμή. Την κοιτούσε με προσοχή, πάντοτε αναζητώντας στα μάτια της τον λαβύρινθο που λάτρευε να εξερευνεί.
«Με ζητάνε στον Όλυμπο.» ξαναλέει η Περσεφόνη. Η φωνή της φορούσε μια σκιά που ο Άδης δεν μπορούσε να φωτίσει αμέσως. Η προσοχή του επικεντρώθηκε στα λόγια της και όχι πέρα από αυτά.
«Πήγαινε.»
«Θέλω να έρθεις μαζί μου.»
«Γιατί; Τι έκανα;»
«Τίποτα, μην φοβάσαι.» λέει αρχικά η Περσεφόνη, νιώθοντας την ανάσα τού Άδη νευρική. «Αλλά σε χρειάζομαι... εκεί.»
«Γιατί;»
Η φωνή του ήταν φοβισμένη, μα δεν είχε καμία κατηγορία για στόχο. Τα μάτια του την αναζητούσαν, σε μια απόπειρα να καταλάβει γιατί θα ήταν χρήσιμος κοντά στους Θεούς, αυτούς που κάποτε υπηρετούσε και αυτούς που ποτέ δεν θα καταλάβαινε. Απαντήσεις δεν θα έβρισκε ποτέ εκεί που αναζητούσε, γιατί όλα τα μυστικά της ήταν κρυμμένα στην άκρη τής γλώσσας της και μονάχα αν ήξερες να παίζεις μαζί της... γνώριζες και το μυστήριο.
Σηκώνει το κεφάλι της και το σκοτάδι τρέχει μακριά της. Το μαλλί της ξεσηκώνεται από τον αέρα και αυτή επικεντρώνεται στα πάντα πέρα από τον εαυτό της. «Γιατί οι Θεοί έχουν να μας ζητήσουν κάτι. Περιμένουν κάτι από εμένα και φοβούνται την αντίδρασή μου. Σε θέλουν εκεί για κάποιο λόγο.»
«Το καταλαβαίνεις από την μυρωδιά;»
«Ο αέρας και οι μυρωδιές του βοηθάνε, κάπως. Μα οι άλλοι Θεοί αυτήν την στιγμή δεν μου κρύβονται, θέλουν να μάθω τι σκέφτονται.»
«Τι σκέφτονται;»
«Όχι καλά πράγματα, δεν μου έχουν εμπιστοσύνη, όχι όταν εμπλέκονται τα αισθήματά μου.»
«Αυτήν την στιγμή πως νιώθεις;»
«Υπέροχα. Δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο από την μυρωδιά φόβου να εγκαταλείπει τον Όλυμπο.»
♛
Όταν κάθισαν οι δυο τους στο τραπέζι, σιωπή απλώθηκε στην αίθουσα. Ο Άδης δεν την κοιτούσε και φυσικά εκείνη δεν είχε σκοπό να υποκύψει πρώτη. Η ματιά του μπορεί να την έκαιγε, αλλά η δικιά της έκανε πολλά περισσότερα. Ξεκινούσε μπελάδες συνήθως.
Οπότε αντί να κοιτάξει το δεξί της χέρι, κοίταξε ψηλά στον θρόνο. Και κράτησε το βλέμμα της σοβαρό, στο ύψος των περιστάσεων. Ψηλά κοιτούσε μόνο για να απευθυνθεί στον πατέρα των Θεών, διαφορετικά η κίνηση αυτή δεν ήταν συχνό θέαμα στον κόσμο τής Περσεφόνης.
«Περσεφόνη, Άδη. Καλώς ήρθατε στον Όλυμπο.»
Εκείνη χαμογέλασε, την γλυκιά σκιά της να κρύβεται πίσω από τα μάτια των άλλων Θεών, από τα μάτια τής μητέρας της, από τα μάτια τού Άδη. «Ευχαριστούμε που μας κάλεσες, πατέρα. Και τους δυο μας.»
Η σιωπή που ακολούθησε σήμαινε πολλά πράγματα. Αρχικά, καμία προδοσία τής Περσεφόνης δεν ξεχάστηκε. Και δεύτερον, ο Άδης απαιτούσε την ίδια προσοχή που έδινε αυτήν την στιγμή στους άλλους θεούς, στην οικογένειά της. Μύρισε τον φόβο τού Άδη και τον έκανε δικό της. Η εγγύτητα που είχαν ακόμα και μέσα στην σιωπή, την ανακούφισε. Φανταζόταν πως και ο Άδης ένιωθε λίγο καλύτερα δίπλα της, από όλα τα άτομα στο κόσμο τουλάχιστον αυτός θα ήξερε πως δεν θα άφηνε τίποτα να τον πληγώσει. Του το είχε σχεδόν ορκιστεί, αλλά εκείνη δεν το θυμόταν. Μα η δική του μνήμη δεν είχε κενά, όχι σχετικά με αυτήν. Τα ταλέντα του επαινούσαν τις λάθος πλευρές τού βασιλείου τους.
Πάντως, όσα λόγια και να ψιθύριζε στο αφτί του ποτέ τίποτα δεν ερχόταν κοντά στην αίσθηση που σου έδινε το συμβούλιο, η θέση στο λευκό τραπέζι, στο κέντρο και την καρδιά τού Ολύμπου.
Μέσα όμως στον πανικό της, άφησε τους άλλους να την δουν λιγάκι πιο ανθρώπινη. Πιο χαλαρή και λιγότερο αιθέρια, περισσότερο σαν τον Άδη. Δεν την πείραζε αυτό, η αδυναμία που έδειχνε στους άλλους, ήταν δύναμη για αυτήν. Τρεφόταν από τον φθόνο μερικές φορές, ίσως και να ήταν προέκταση τής φύσης της.
Πόσες φορές είχε αφήσει τον εαυτό της να χαθεί με αυτόν τον τρόπο; Με την ενοχή, τον φόβο δίπλα. Με την εκδίκηση συνοδηγό.
Ο Δίας όμως αγνόησε τις σκέψεις της, κάνοντάς την με την παραμικρή κίνηση τού χεριού του υποχείριο. Ήταν βλοσυρός όπως πάντα. Το μαλλί του μια γοητευτική απόχρωση του λευκού μέσα στο ασημί. Μα τα μάτια του, αυτά που ξυπνούσαν την ίδια την Περσεφόνη, έλαμπαν με μια φωτιά που απαντούσε στο όνομα εκδίκηση.
«Ο Όλυμπος καταράστηκε.»
Η Περσεφόνη ξέχασε να επιτρέψει στην ανάσα της να την εξαφανίσει. Μα όσο οι σκέψεις τους είχαν πόρτες ανοιχτές για τις δικές της, εκείνη δεν θα εγκατέλειπε το σπίτι των Θεών.
«Πώς γίνεται να καταράστηκε ο Όλυμπος; Ποιος το έκανε;» ζητάει εξηγήσεις η Περσεφόνη.
Κανένας δεν απαντάει. Εκείνη μαντεύει πως όλοι γνωρίζουν την απάντηση μα τους κρατάει πίσω ο φόβος. Αέρας χαϊδεύει το μαλλί της απολογητικά.
Το κλίμα στο δωμάτιο ήταν απλά μια έκρηξη συναισθημάτων. Ό,τι είχε νιώσει η Περσεφόνη στον αέρα ήταν αλήθεια. Μα πέρα από τα αισθήματα θυμού και αγανάκτησης που κυριαρχούσαν στις καρδιές των Θεών, η Περσεφόνη δεν μπορούσε να διώξει κάτι άλλο.
Τον φόβο.
Και ίσως να μην ήταν κάτι που απαιτούσε την προσοχή της, γιατί ο σύζυγος της ήταν τέρας ψυχραιμίας για πρώτη φορά εδώ και πολλούς αιώνες. Αλλά ήταν καταστροφή. Ο φόβος προερχόταν από τα αδέρφια της και αφορούσε επτά επικείμενα θαύματα. Θαύματα που εκτελεστής τους απαιτούνταν να είναι η ίδια η Περσεφόνη.
♛
«Με παγίδεψες.» την κατηγορεί δίχως τύψεις, δίχως φόβο. Εκείνη εκτιμάει το θράσος του. Θα στοιχιμάτιζε κανείς πως η υπομονή της δεν θα κράταγε για πάντα. Την στιγμή αυτή όμως, δεν είχε σημασία η αντοχή της· μονάχα τα δύο μάτια που φυλάκιζαν το κεφάλι της μέσα στο χρώμα τους.
«Ίσως.»
«Άφησέ με.»
«Όχι.»
«Με λένε Άδη.» φτύνει στα πόδια της. Του χαμογελάει όμως γιατί φυσικά και γνώριζε το όνομά του και η σιγουριά την έκανε πιο θαρραλέα.
«Είμαι η Περσεφόνη.»
«Ζητώ να με απελευθερώσεις.»
«Η ελευθερία απαιτεί μαρτύριο για να ξεκλειδωθεί. Δώσε όνομα στον πόνο σου και εγώ θα υπακούσω. Αλλά αν δεν το κάνεις, θα μιλήσω εγώ για τις δικές μου πληγές και θα υπακούσεις εσύ.»
Οι σκέψεις που κάνει είναι φριχτές. Και η Περσεφόνη δεν αντιδράει σε αυτές. Κυρίως γιατί είχε μάθει να τις αντέχει ως γυναίκα, ακόμα και ως μια που πίνει για να ξεχάσει τον χρόνο που δεν την αγγίζει. Θα προτιμούσε να ήταν πιο τρυφερός μαζί της αλλά όχι...
Ο Άδης βρισκόταν σε ένα από τα πιο μεγαλοπρεπή δωμάτια που είχε πλησιάσει ποτέ θνητός. Μα η καρδιά του φώναζε στον φόβο να τον εγκαταλείψει, αντί να χαζεύει τα διαμάντια και κάθε πλούτο που έγραφε το όνομά του.
Τα μαύρα του μαλλιά τον αγκάλιαζαν σε μια απόπειρα να τον κρύψουν από το σκοτάδι (της). Μα τα δικά της φώτιζαν αρκετά και για τους δυο τους.
«Ο πόνος μου αρχίζει και τελειώνει με το όνομά σου, βασίλισσα.»
♛
Τις κατάρες της γέννησε ανθρώπινο χέρι. Και ήταν όμορφες, γλυκές όταν γίνονταν ένα με τον πόνο. Οι ποιητές θα λέγανε για ματωμένα και στοιχειωμένα χαμόγελα. Το αίμα και ο θάνατος ήταν εκδίκηση, σε μια γλώσσα πιο ακραία. Το χαμόγελο όμως ήταν απλά η τελευταία τυφλή υπακοή μπροστά σε μάσκες και αόρατες φιγούρες που κρατούσαν τις υποσχέσεις τους.
Ο θάνατος ήταν ένα διαφορετικό είδος υπόσχεσης. Και όταν του άλλαζες τους όρους σου, άλλαζε και αυτός τους δικούς του.
Μια κατάρα στον Όλυμπο ήταν ακραία ακόμα και για την Περσεφόνη, η οποία δεν δίστασε να το σημειώσει φωναχτά.
«Έχει υπάρξει κάποια παράβαση στον Κάτω Κόσμο, Περσεφόνη;» ρωτάει απροσδόκητα ο Δίας, διώχνοντας τις σκέψεις για κατάρες μακριά από το κεφάλι τής κόρης του.
«Όχι.» δηλώνει. Η φωνή της είναι σταθερή το βλέμμα της κοφτερό και σκοτεινό, η εικόνα της μια ψευδαίσθηση κάθε φόβου, τρόμου και αμέριστης ομορφιάς.
Για μια στιγμή η Περσεφόνη νόμιζε ότι είχε καταστήσει σαφές πόσο σοβαρά έπαιρνε τον ρόλο της ανάμεσα στους Θεούς. Ο θνητός που είχε φέρει κοντά της δεν την είχε μαλακώσει και ούτε την είχε κάνει ευάλωτη μπροστά στην χειριστικότητα.
Κάποιος επιχείρησε να μιλήσει αλλά η Περσεφόνη δεν άφησε λόγια προδοσίας να βγουν στην επιφάνεια. Τα σώπασε με την δικιά της φωνή, μην γνωρίζοντας το άδικο θύμα τού θυμού της. Ήταν άραγε ο Άρης, με φωνή θυσιασμένη στην μάχη, αυτός που θα έριχνε περισσότερο μπαρούτι σε μια ήδη φλεγόμενη από οργή Περσεφόνη;
Ήταν οργισμένη γιατί ένιωθε αδικημένη από τον φόβο τους. Ήταν οργισμένη γιατί η δύναμη της ήταν υπό αμφισβήτηση. Ήταν οργισμένη γιατί η μητέρα της έμοιαζε πιο δυστυχισμένη από ποτέ απέναντί της.
Ήταν οργισμένη και δεν μπορούσε να το κρύψει.
«Ο μόνος θνητός που πέρασε ποτέ από τον Κάτω Κόσμο είναι ο Άδης. Όλες οι άλλες παραβιάσεις, αυτές που υπονοείτε τουλάχιστον, είναι φαντασία. Φαντασία που δεν ανήκει στο σκοτάδι που διοικώ.»
«Ακόμα και εγώ, λέγομαι αθάνατος όσο αγγίζω έδαφος που έχει μαγέψει η Περσεφόνη. Ο Κάτω Κόσμος έχει να δει θνητό αιώνες ολόκληρους.» συμπληρώνει τολμηρά ο Άδης. Η Περσεφόνη νιώθει περήφανη για το θάρρος του. Εκείνος της ανταποκρίνεται γλύκα, με τους χτύπους τής καρδιάς του να ανεβαίνουν με ρυθμούς που συνθέτουν τραγούδι. Η στιγμή είναι μικρή, προσωπική και η Περσεφόνη την λατρεύει. Η καρδιά του ήταν το μόνο πράγμα που είχε κερδίσει δίχως βία.
«Ακόμα και τα βασίλεια μπορούν να παραβιαστούν, Άδη. Οι άνθρωποι είσαστε άπληστοι και μερικές φορές η φύση η ίδια σάς κάνει άτρωτους. Όχι για πολύ, αλλά αρκετά για να υπάρξει ζημιά.» Αυτός ήταν ο Ποσειδώνας. Η φωνή του χάδι για τα αφτιά τους, μα ο ήχος δεν έμπνεε χαλάρωση αλλά κάτι πιο σκληρό και άβολο.
«Αμφισβητείς την δύναμή μου να αντιληφθώ ανθρώπινη σάρκα μέσα στο ίδιο μου το κάστρο;»
Την σιωπή που απλώνεται σαν κύμα, την σπάει η Αφροδίτη. Ήταν καθισμένη δίπλα στον Ήφαιστο, στην απέναντι πλευρά τού τραπεζιού. Εκείνος δεν κοιτούσε κανέναν, το φρικτό του πρόσωπο ήταν αφοσιωμένο στην παρατήρηση τού χώρου. Η Περσεφόνη προσπάθησε να αγνοήσει την φωνή τής αδερφής της για όση ώρα μπορούσε. Μα ήταν μάταιο. «-κοιμάσαι με έναν θνητό, απαρνήθηκες την θέση δίπλα στην μητέρα σου και πήρες τον ρόλο να κυβερνήσεις τον υπόκοσμο. Ποιος ξέρει αν λες αλήθεια; Ο κόσμος είναι δικός σου και κανένας δεν σε ελέγχει.»
Μπορούσε να ακούσει τις σκέψεις τού Άδη, τις ένιωθε σαν δικές της. Ήταν τρομοκρατημένος μπροστά στους Θεούς. Τους είχε ξαναδεί αλλά κάθε φορά, η όψη τους τον σόκαρε. Τα μάτια του πονούσαν από την θεϊκή υπόστασή δεν τολμούσε να δει πέρα από αυτήν. Τούτη την στιγμή, όσο η δικιά της αξιοπιστία κρινόταν από ένα πρόσωπο με όμορφες μπούκλες αυτός ήθελε να εξαφανιστεί. Ποτέ δεν θέλησε να γίνει μέρος αυτού τού κόσμου, είχε απλά μάθει να ζει επιφανειακά σε αυτόν επειδή είχε αναγκαστεί.
«Και η αφορμή για την απιστία σου Αφροδίτη· είναι ποια; Ο θνητός σύζυγός μου; Η απόπειρα ανεξαρτησίας μου από τα χέρια μιας Θεάς ικανής να καταστρέψει τους ανθρώπους; Η θέση μου καθορίζει την ισορροπία τής Θεϊκής Φύσης και αναδεικνύει την διαφορά της από την ανθρώπινη. Τι πιστεύεις πως με εμποδίζει από το να ξεχωρίζω την εξουσία από την αδυναμία;»
«Και τι αφέντη έχει αυτή η αδυναμία; Σε ποιον απαντάει και ποιον φυλάει;» ρωτάει δίχως τύψεις η Αφροδίτη.
«Είμαι αφέντρα τού εαυτού μου και απαντάω μονάχα σε ένα πρόσωπο : στον Πατέρα των Θεών. Η αφοσίωση η δικιά σου πού κοιτάζει, στα μάτια των όμορφων ανδρών ή στον θρόνο που ορθώνεται μπροστά σου;»
Κεραυνός χτύπησε σαν συναγερμός, ενώ η φωνή τής λογικής -μάλλον όχι- ξεχώρισε ανάμεσα στο μουρμουρητό. «Σιωπή Αφροδίτη! Η παρουσία σου στον Όλυμπο δεν σε κάνει πιο έμπιστη από εκείνην. Η ματαιοδοξία σου είναι η δικιά σου κατάρα. Η δικιά της αδυναμία είναι ταυτόχρονα και η μεγαλύτερή της δύναμη.»
Η καρδιά του Άδη χτύπησε χαρούμενη, δίνοντας κουράγιο και αυτοπεποίθηση στην Περσεφόνη. Μα εκείνην, τα λόγια τού Δία δεν την χαροποίησαν, μονάχα την έκαναν να κοιτάξει μπροστά. Κανένας δεν κοίταζε την Περσεφόνη, παρά μόνο αυτά τα γαλανά μάτια που έμοιαζαν τόσο με τα δικά της. Μια φωνή έτρεμε στο κεφάλι της και κάθε απόπειρα να την δυναμώσει ή να την σιωπάσει για τα καλά, έγινε άσκοπα. Πώς θα μπορούσε να χαμηλώσει το κεφάλι της μπροστά σε τέτοιο πρόσωπο; Μπροστά στον πατέρα της;
«Ποια είναι η κατάρα;»
♛
«Τραγουδάς;» ρωτάει η Περσεφόνη ένα πρωινό. Ο Άδης ήταν στο πάτωμα όπως και κάθε βράδυ εδώ και μήνες. Η παρουσία του κοντά της ήταν πλέον αναμενόμενη και αυτό ξεκινούσε ως ζημιά και στις δύο πλευρές τής ιστορίας.
«Όχι.»
«Αναζητώ μια ορισμένη γαλήνη με την μουσική. Μου την παραχωρεί μόνο εκείνη όταν της δίνω τον χρόνο μου.»
«Δεν παίζω, δεν τραγουδώ. Και ακόμα και ο χορός μου είναι ένα διαφορετικό είδος ζωντανού τέρατος.»
Η Περσεφόνη δεν αντέδρασε άσχημα, όχι όπως ήλπιζε ο Άδης. Αντίθετα· γέλασε με την χάρη να λάμπει στα χαρακτηριστικά της. Η αρνητικότητά του, της φαινόταν σχεδόν διασκεδαστική. Ο Άδης προσπαθούσε να το καταλάβει, αλήθεια, μα η συμπεριφορά της ήταν απρόβλεπτη.
Η Περσεφόνη, ο Άδης έμαθε το όνομά της από μικρός, ήταν μία από τις 12 κύριες Θεότητες. Μητέρα της ήταν η Δήμητρα, κόρη τής Ρέας και του Κρόνου και πατέρας της ο Δίας, γιός τής Ρέας και του Κρόνου.
Σαν την μητέρα της, είχε κληρονομήσει δυνάμεις που της επέτρεπαν τον έλεγχο τής φύσης. Τα λουλούδια υπέκυπταν στο άγγιγμα της ή ακόμα και στην αχνή οσμή της. Και αυτή την δύναμη που της έδιναν τα δάση και το γρασίδι, την έβλεπες στα μάτια της. Μα η λάμψη τού πράσινου δεν ήταν το μόνο που έβλεπες στις κόρες της. Στις ιστορίες των ανθρώπων, η Περσεφόνη ήταν η Θεά που κανένας δεν προτιμούσε ως πρωταγωνίστρια στα παραμύθια. Εκείνη πάντως το δέχτηκε, αν το αντιλήφθηκε ποτέ.
Όταν είδε την Περσεφόνη για πρώτη φορά, τα μάτια της έλαμπαν επικίνδυνα. Το δέρμα της έλαμπε λευκό σαν το χιόνι και αν μπορούσε να κρίνει από αυτά που ήξερε, το πρόσωπό της ήταν αυτό που από εδώ και πέρα θα συμπεριλάμβανε στους εφιάλτες για τον θάνατό του.
Η ιστορία τής Περσεφόνης από την στιγμή που άφησε την θέση της στον Όλυμπο για την κυριαρχία της στον Κάτω Κόσμο ήταν κρυφή στους ανθρώπους. Υπήρχαν φήμες βέβαια αλλά όλες έμοιαζαν υπερβολικές και ο Άδης ήταν σίγουρος πως δεν άγγιζαν την πραγματικότητα.
Ο Άδης την κοιτούσε, αυτή όμως ζούσε με το βλέμμα της μακριά. Ήταν σχεδόν σίγουρος πως αν γυρνούσε να τον κοιτάξει, θα πάγωνε. Γιατί μερικές φορές είχε την επίγνωση πως ήταν μια Θεά και ήταν πανέμορφη. Αλλά ήταν επίσης και η Βασίλισσα των Νεκρών και εκείνος ζούσε πλάι της.
Μερικές φορές ήθελε να πάψει να αναπνέει για να προσπαθήσει να θυμηθεί πώς να ζει χωρίς αυτήν. Και να καταλάβει αν θα μπορούσε να τα καταφέρει.
♛
«Ποια είναι η κατάρα;» επαναλαμβάνει η Περσεφόνη. Η υπομονή που έδειχνε στην καθυστέρηση ήταν εκπληκτική, ακόμα και ο Άδης θα εντυπωσιάζοταν. Αλλά αυτή η μικρή νίκη ήταν μόνο δικιά της καθώς όλοι οι άλλοι κοιτούσαν μπροστά τους, ποτέ αυτήν και πάντα με το κεφάλι ελαφρώς κατεβασμένο.
Αν δεν έπαιρνε απαντήσεις σύντομα, κάποιος θα έπρεπε να την συγκρατήσει από τον ίδιο της τον εκνευρισμό.
Αυτή που απάντησε στις ερωτήσεις της όμως δεν ήταν άλλη από την Αθηνά. Η Περσεφόνη χαλάρωσε στο άκουσμα τής φωνή της.
«"Καταριέμαι ουρανό, θάλασσα και κάθε νεκρό, κάθε παλάτι που απαντάει στα μεγάλα ονόματα. Δίας, Ποσειδώνας-» η Αθηνά κάνει μία σκόπιμη παύση αλλά η Περσεφόνη ήδη ξέρει την επόμενη λέξη.
Περσεφόνη.
Περσεφόνη.
Περσεφόνη.
«-και Περσεφόνη."»
Ο Άδης φαίνεται να αναστατώνεται περισσότερο από την ίδια. Ήταν γλυκό, τολμούσε να πει. Αλλά δεν υπήρχε τίποτα γλυκό πάνω της αυτή την στιγμή για να συνδεθεί με αυτόν.
Ίσως να έπρεπε να νιώσει φόβο ή εκνευρισμό με το θράσος. Αλλά εκείνη απλά έγνεψε, η γλώσσα της κλεμμένη από κάθε γνωστό δίφθογγο.
Άφησε την πανοπλία της να αναλάβει καθήκοντα, κοιτάζοντας μπροστά, νιώθοντας πως μία τρύπα στο νερό θα ήταν η μόνη κατάληξη σε μία υπόθεση σαν και αυτή.
Οι κατάρες ήταν κάτι που τοποθετούνταν εύκολα σε έναν άνθρωπο αλλά ήταν περίπλοκες και δεν είχαν ποτέ αίσιο τέλος.
Την πρώτη αντίδραση είχε ο Ποσειδώνας, δίνοντας στην Περσεφόνη τον χρόνο να αγγίξει την καρδιά της και να της δώσει οδηγίες. Το κεφάλι της παράλληλα, ήταν ένα κουβάρι από προσβολές και πολλές άσχημες λέξεις.
«Κατάρες για τους μεγάλους τρεις! Πού ακούστηκε τέτοια κωμωδία;» φωνάζει ο Ποσειδώνας, η Περσεφόνη γυρνάει να κοιτάξει τον Δία, ο οποίος φαίνεται να συμμερίζεται τα συναισθήματα τού αδερφού του.
Οι κεραυνοί του έπεφταν απροειδοποίητα και η Περσεφόνη δεχόταν τον πανικό τους δίχως περισσότερα σχόλια.
«Και καταράστηκαν μονάχα τα παλάτια και τους θρόνους ή και τους απογόνους;» ρωτάει ο Ερμής. Η Περσεφόνη δεν μπορεί να του δώσει απάντηση.
Αυτό που δεν καταλαβαίνει είναι πως κάτι τέτοιο δεν το αντιλήφθηκε από μόνη της χωρίς την συνάντηση στον Όλυμπο. Ήταν ένα χτύπημα στον εγωισμό της. Δεν ήταν παντογνώστης αλλά είχε μεγαλύτερη αντίληψη και κατανόηση από τους ανθρώπους και τα μαγικά πλάσματα.
Την απάντηση σε ένα από τα ερωτήματα έδωσε η ίδια. «Πρόκειται για ανθρώπινη κατάρα. Είναι γενική και γεμάτη ανολοκλήρωτες ιδέες, διττά λόγια και αναρχία. Περιορίζεται στους τρεις μας» απάντησε εκείνη, μυρίζοντας την ανασφάλεια τού συνοδού της αθόρυβα.
Όπως και τις άλλες φορές, το δωμάτιο αυτό ήταν καταδίκη για κάποιον που δεν έκρινε την ζωή του από μια σειρά αριθμημένων αναπνοών. Ο Άδης το γνώριζε και φυσικά το απεχθανόταν. Η αβεβαιότητα κολλούσε πάνω του συνεχώς κι ας βρισκόταν η Περσεφόνη δίπλα του σε κάθε στιγμή. Ο φόβος ήταν δειλία και ακόμα και αν τον μισούσε, σε εκείνον τον συγχωρούσε με τα μάτια κλειστά.
Η κατάρα στην Περσεφόνη ήταν μια επιβεβαίωση των φόβων του. Οι φόβοι έπαιζαν με το μυαλό και κανένα είδος προειδοποίησης δεν έσωζε.
Η συζήτηση συνεχίστηκε έως τα βαθιά χαράματα τής επόμενης μέρας.
♛
«Μικρός πάντα αναρωτιόμουν για τους Θεούς.» ψιθυρίζει το βράδυ ο Άδης. Η φωνή του ακουγόταν σημαδεμένη από πίκρα.
Η Περσεφόνη δεν γύρισε να τον κοιτάξει ποτέ. Η προσοχή της μπορεί να ήταν πάνω του αλλά σημασία είχαν οι χτύποι τής καρδιάς του. Κάθε φορά που τον κοιτούσε, αυτή ένιωθε τον φόβο του να τον τυλίγει προστατευτικά. Ο Άδης αγνοούσε την ικανότητά της να τον καταλαβαίνει και η Περσεφόνη σεβόταν την άγνοιά του.
«Τι σκεφτόσουν;»
«Αν ακούνε τις προσευχές μου, αν ο σεβασμός μου προς σε αυτούς τους τιμάει...» απαντάει προσεκτικά.
«Θέλεις να δώσω απάντηση στα ερωτήματα αυτά;»
Σιωπή.
«Όχι, μάλλον-»
«Δεν ακούμε κάθε προσευχή, όχι συνέχεια, αλλά μπορούμε να τις νιώσουμε. Αν μας μιλάει κάποιος πιστός, αν ζητάει βοήθεια ή αν επιθυμεί την εύνοια των Θεών... Κάθε περίπτωση μας τιμάει, κάποιες περισσότερο από τις άλλες.» απαντάει η Περσεφόνη και ο Άδης χάνεται στις σκέψεις του τόσο που όταν η Περσεφόνη γυρνάει να τον κοιτάξει, αυτός δεν αντιδράει.
Ο Άδης ήταν ελεύθερος να κάνει ότι θέλει σε αυτόν τον κόσμο. Είχε ελευθερίες Θεού και περιέργεια τελείως ανθρώπινη.
«Τους θρήνους τους ακούτε;» η φωνή του ήταν σιγανή, ίσα-ίσα ανταγωνιζόταν τον αέρα με μία μανία που έμοιαζε χάδι και σφαλιάρα ταυτόχρονα. Η δύναμή του ήταν δικιά της. Και σαν θρήνος απλωνόταν η σιωπή, όταν η δύναμη δεν ήταν αρκετή
«Περισσότερο από όλους.» απαντάει η Περσεφόνη προσεκτικά. Ο Άδης μαζεύεται, η ανάσα του κόφτη. «Γιατί η απώλεια είναι απελπισία, φόβος, θυμός και πόνος ταυτόχρονα. Κανένας δεν μπορεί να το διαχειριστεί.»
«Για εσάς πώς είναι η απώλεια;»
«Αιώνια. Εμείς δεν ξεχνάμε ποτέ.»
«Και πώς θρηνείτε;»
«Κοιτάζουμε τα αστέρια και ελπίζουμε ο θάνατος να είναι πιο γλυκός.»
«Και όταν σβήνουν τα αστέρια; Εσύ ποιον θρηνείς;»
«Εγώ είμαι τα αστέρια και οι νεκροί. Δεν θρηνώ για κανέναν και για εμένα θρηνεί μονάχα η Δήμητρα και όλα τα χρώματα τής φύσης.»
«Τι θα γίνει άμα σβήσουν τα αστέρια; Αν φύγεις εσύ;»
«Θα θρηνήσουν την αθανασία μου. Και θα το ξεπεράσουν.»
«Γιατί;»
«Γιατί αυτά-» έδειξε γύρω της «αυτά είναι όσα έχω.»
Ο Άδης άρχισε να τρέμει και αυτήν την φορά δεν έφταιγε ο αέρας, αυτός που συχνά τον πολεμούσε στον ύπνο του.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top