9

Ο Λάης μετέδιδε τα κωδικοποιημένα μηνύματά του προς όλες τις μονάδες στον πλανήτη. Το σώμα του Ρόμον είχε πέσει με ένα τελεσίδικο θόρυβο στο χώμα. Είχαν αναθέσει σε εκείνον προσωπικά την πρωτοβουλία έναρξης της επιχείρησης και δεν υπήρχε τίποτε άλλο πέρα από το θάνατο του μεγάλου ατάλ Ρόμον που να φώναζε περισσότερο: τώρα!

Είχαν ήδη εγκαταλείψει τις βάσεις με τους ατάλ παρατημένους εκεί ακίνητους. Είχαν συναντήσει και πολλούς ατάλ στα δάση σκορπισμένους μα βυθισμένους στην ύπνωση όπως αυτοί στη βάση. Ευχαριστούσε τους ουρανούς που ξεκινούσε επιτέλους η αποστολή. Δεν είχε ζήσει πιο σκοτεινές και μακάβριες στιγμές από την σιωπηλή αναμονή ανάμεσα στους ατάλ οι οποίοι έπεφταν ανά διαστήματα κάτω σαν φύλλα από το δέντρο. Οι θανατεροί γδούποι που έκαναν τα κορμιά τους όταν γκρεμίζονταν έμοιαζαν με καμπάνες που σήμαιναν τον θάνατο ολόγυρά του.

Τώρα αυτός και η ομάδα του ακολουθούσαν το gps ως το σημείο παραλαβής και αναχώρησης από τον Άτζα. Πολλά άλλα σημεία είχαν ορισθεί κατά μήκος όλης της Ηπείρου για την αθόρυβη αυτή απόδραση. Πέρασαν από ένα ξέφωτο όπου είδαν τρεις ατάλ να στέκονται όρθιοι με μάτια κενά και ένα περίεργο, αργό κούνημα στα σώματά τους. Σαν οι κοιμισμένες τους συνειδήσεις να ήταν ανυπόμονες χωρίς να το ξέρουν.

Ένα παγερό ρίγος σκαρφάλωσε την ραχοκοκαλιά του και διέταξε τους άντρες του να επιταχύνουν. Ήθελε να τρέξει όσο πιο μακριά γίνεται από αυτά τα αναθεματισμένα όρθια πτώματα. Λίγο πριν χαθεί το ξέφωτο τελείως πίσω τους γύρισε για να ρίξει στους ατάλ μια τελευταία ματιά. Κι αυτό που είδε τον έκανε να κατουρηθεί ενώ έτρεχε.

Οι ατάλ τους είχαν πάρει στο κατόπι τρέχοντας με όλες τους τις δυνάμεις. Τα χλωμά σώματά τους ταλαντεύονταν με επιμονή στο σκοτάδι κι έδειχναν σαν φαντάσματα κάτω από το φεγγαρόφωτο.

Τα πρόσωπά τους ήταν σαν λευκές μάσκες θεάτρου, εκτός από τα μάτια τους. Αυτά πετούσαν σπίθες ενώ μέσα τους πήγαζε η βαθιά επιθυμία να τους φτάσουν. Πως γίνεται να ξύπνησαν; Τελείωσε ο πόλεμος τόσο γρήγορα; Αδύνατο. Και πάνω που ήταν έτοιμος να τρελαθεί από τον φόβο και την ένταση άκουσε κάτι που χειροτέρεψε κι άλλο την κατάσταση.

«Διοικητή!» ούρλιαξαν εφιαλτικά όλοι οι ατάλ ταυτόχρονα. Αυτές οι φωνές δεν ήταν φυσιολογικές, έμοιαζαν με την ηχώ μιας και μόνο φωνής. Οι καταραμένες φωνές συνέχισαν, ήταν σχεδόν σαν να αντηχούσαν μέσα στο ίδιο του το κρανίο.

«ΛΑΗΣ» ούρλιαξε η παράξενη χορωδία.

Οι άντρες του έδειχναν όσο τρομαγμένοι όσο ο ίδιος μα δεν το έβαζαν κάτω. Συνέχιζαν το τρέξιμο με όση δύναμη τους έδινε ο φόβος. Θα μπουν μέσα! Σκέφτηκε έντρομος. Θα μπούνε μέσα στο κεφάλι μου!! Και εκείνη ακριβώς τη στιγμή σκέφτηκε μια φράση για την οποία όμως δεν είχε δώσει καμία εντολή ο εγκέφαλός του.

Μας προδώσατε Λάης; Ήταν η φωνή του Ρόμον. Ακουγόταν οργισμένη μα όχι έξαλλη και για κάποιο λόγο όχι και τόσο ξαφνιασμένη.

«Βγες έξω!» ούρλιαξε για να διαχωρίσει ποια ήταν η δική του φωνή και ποια του εισβολέα. «είναι παράνομο! Θα εκτελεστείς!»

Πως τολμάς! Του φώναξε αυστηρά η φωνή. Με απειλείς ύστερα από ότι έκανες;

«Είδα το σώμα σου, πέθανες.»

Το σώμα πεθαίνει και η ψυχή ψάχνει καταφύγιο! Η φωνή του Ρόμον ακουγόταν σαν αυτή ενός θεού που επέπληττε τον άπιστο. Τότε μόνο κατάλαβε τι συνέβαινε ακριβώς εκείνη τη στιγμή. Κοίταξε γύρω του και είδε πως όλοι του οι άντρες είχαν σταματήσει, παγωμένοι σε θέσεις τρεξίματος. Ακίνητοι σαν αγάλματα. Όλα εκτός από τα μάτια τους είχαν κοκαλώσει, αυτά ανοιγόκλειναν ασταμάτητα και στριφογύριζαν προσπαθώντας απεγνωσμένα να βγάλουν κάποιο συμπέρασμα από αυτήν την επιβεβλημένη ακινησία. Ανάμεσά τους στέκονταν και τα σώματα των ατάλ που παρατηρούσαν τα πάντα χωρίς να βλέπουν τίποτα.

«Τι τους κάνεις;»

Τα σώματά τους είναι δικά μου τώρα, όπως και το δικό σου. Μην προσπαθείς να κρύψεις τις σκέψεις σου γιατί δεν θα τα καταφέρεις. Και μην κάνεις την ανοησία να καταπιείς αυτήν την κάψουλα. Ούτε και η αυτοκτονία θα είναι αρκετά γρήγορη. Θα πάρω τις πληροφορίες που θέλω κι εσύ θα πέσεις και πάλι νεκρός.

«Μπλοφάρεις»

Αντί για απάντηση ο Λάης ένοιωσε την παρουσία του Ρόμον πιο έντονη από πριν. Το απαίσιο συναίσθημα που ένοιωθε τον έκανε να αηδιάσει και να θέλει να πηδήξει έξω από το ίδιο του το σώμα. Σαν κάποιος να του υποδείκνυε τι να σκεφτεί κι αυτός να μην είχε βούληση για να αρνηθεί. Κι έτσι μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα όλες οι αναμνήσεις και οι πληροφορίες του σχεδίου βαθιά κρυμμένες στο μυαλό του διοικητή ξεχύθηκαν με ορμή έξω εκεί που μπορούσε να τις δει ο Ρόμον.

Είδε μέσα από τα μάτια του διοικητή τον αυτοκράτορα να τον ευχαριστεί για τις υπηρεσίες του και να τον τιμά για το καλό που κάνει στην ανθρωπότητα. Είδε τον τον Ράλιατ στην ίδια αίθουσα να κοιτά λιγάκι διστακτικός, ιδρώτας κυλούσε στο μέτωπό του καθώς μιλούσε για την προδοσία του προς όλα τα αδέρφια του. Είδε τους στρατιώτες της συνοδείας τους να ακούν τον Λάης καθώς τους δίνει τις τελευταίες οδηγίες εξόντωσής τους. Στο τέλος άφησε τις αναμνήσεις του διοικητή ήσυχες.

«Τι είσαι;» ρώτησε μυξοκλαίγοντας ο Λάης. Ήταν η φωνή ενός νικημένου πλάσματος, που είχε πλήρης επίγνωση της ανημποριάς και της αδυναμίας του.

Είμαι ο ενοποιός των ατάλ. Η άρθρωση που δένει τα κόκαλα μεταξύ τους. Αυτό που φοβόσασταν τόσα χρόνια ότι θα γίνουμε. Επιτέλους...θα έχουμε την ειρήνη μας.

Ο Λάης έπεσε στα γόνατα και ακούμπησε το πρόσωπό του στο έδαφος.

«Άσε με να φύγω, σε παρακαλώ...» είπε. Αν ο Ρόμον δεν ήξερε κάθε του λέξη πριν την σκεφτεί δεν θα είχε καταλάβει τι είχε πει μέσα από τα κλάματα και τα αναφιλητά.

«Θα φύγεις» είπε μέσα από τα στόματα των τριών ατάλ «Όλοι θα φύγετε και θα μας αφήσετε στην ησυχία μας. Αν δεν μπορείτε να βρείτε μόνοι σας την ειρήνη...θα σας την επιβάλω!»

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top