12
Τι έχει απογίνει η ζωή μου όταν η κούραση δεν με αφήνει να δώσω ένα χάδι και όταν η ανάμνηση του παρελθόντος με ωθεί βιαστικά προς το μέλλον;
-Ράλιατ Μπελέρκα,
(στα τελευταία χρόνια της ζωής του)
Πάνω ψηλά από τα σύννεφα βρίσκονταν δυο μικρά ακαθόριστα σχήματα. Δυο διαστημόπλοια, ξεβρασμένα κτήνη του διαστήματος που είχαν πεταχτεί στην τροχιά του Άτζα. Εκεί πάνω βρίσκονταν στρατιώτες των ανθρώπων. Όλοι τους θα γυρνούσαν σπίτι για να ανακοινώσουν τα νέα στις οικογένειές τους. Τέρμα πια οι ψυχικοί πόλεμοι. Τέρμα πια τα φρικιά που μιλούν με σκέψεις, τέρμα οι στραβές ματιές και η καχυποψία. Κλείστηκαν σε ένα πλανήτη και δεν θέλουν πια να ζουν μαζί μας. Είμαστε μόνοι. Τους ξεφορτωθήκαμε... αλλά τώρα πια ο πόλεμος είναι δική μας ευθύνη. Μια στάλα ανακούφιση μέσα σε μια θάλασσα φόβου.
Ο διοικητής Μπρούνο Λάης είχε αδειάσει. Μια παράξενη κατάρρευση είχε συμβεί μέσα του την προηγούμενη μέρα. Τώρα πια, μετά το σοκ, τον φόβο και το κλάμα βρισκόταν σε μια περίεργη ψυχική κατάσταση. Ήταν ακόμη ο εαυτός του, είχε τις αναμνήσεις του, τον χαρακτήρα του, μα τα τείχη είχαν πέσει. Δεν ήταν πια μόνος μέσα στο βασίλειο του εαυτού του. Τον είχαν γδύσει ξεδιάντροπα από την ιδιωτικότητα του και τώρα ο Ρόμον ή ότι άλλο είχε απογίνει ο Ρόμον, είχε όση πρόσβαση στο μυαλό του είχε και ο ίδιος. Ένοιωθε σαν ένα κενό κέλυφος που τα μυαλά όλων αυτών των φρικιών δανείζονταν και παρατούσαν ξανά. Ένοιωθε σαν ένα κενό δωμάτιο που μπαινόβγαιναν απρόσκλητοι καλεσμένοι. Δεν μπορούσε να τους σταματήσει. Κοιτούσε τώρα τον ουρανό και αναρωτιόταν αν κάποιος άλλος μπορούσε να δει από τα μάτια του την ίδια εικόνα με εκείνον.
Άκουσε βήματα πίσω του και γύρισε νωχελικά. Όλα φαίνονταν να κινούνται με πιο αργούς ρυθμούς σήμερα. Ένα μούδιασμα επικρατούσε μέσα και έξω από το κεφάλι του. Μπροστά του, στεκόταν ένας ατάλ. Τον κοίταξε με ένα σκληρό βλέμμα γεμάτο σιγουριά καθώς πλησίασε.
«Διοικητή» είπε με μια πολύ βαριά φωνή ο ατάλ. Ο Μπρούνο κοίταξε για λίγη ώρα το πρόσωπο του άλλου άντρα εξετάζοντας τον.
«Ρόμον; Εσύ μιλάς από εκεί μέσα;»
«Εμείς μιλάμε, εγώ είμαι η φωνή»
Ο Λάης δεν ήξερε τι σήμαινε αυτό. Είχε βαρεθεί να παίζει παιχνίδια με τον γέρο. Έβγαλε ένα αναστεναγμό και είπε με παραιτημένη φωνή:
«Τι έκανες χτες; Πως επέζησες; Και τι μου έκανες;»
«Παράξενο που σε νοιάζει το παρελθόν τόσο. Γιατί δεν ρωτάς τι θα σου κάνω;»
«Τι άλλο να κάνεις; Λες να μπορείς να με τρομάξεις πια; Δεν έχω νοιώσει ποτέ μου πιο αδύναμος, σταμάτησα πια να παρακαλάω.»
«Δεν μπορώ να σου πω πως επέζησα, δεν έχω καταλάβει ούτε ο ίδιος. Κάποιου είδους μεταμόρφωση που υπέστηκε το μυαλό μου όταν βρισκόμουν εκεί μέσα. Ξέρεις...εκεί μέσα. Κάτι μου έλεγε από την αρχή πως κάτι δεν πήγαινε καλά με αυτόν τον τελευταίο πόλεμο και σαν μέλισσα γύρω από τα λουλούδι τριγύριζα γύρω σου χωρίς να το καταλάβω ψάχνοντας την απάντηση. Μέχρι που μου την έδωσες, χτες το βράδυ που πήγες να μας παρατήσεις εδώ για να πεθάνουμε. Τότε μπήκα στο μυαλό σου και έβγαλα όλη τη γύρη που αναζητούσα»
Ο Λάης τον κοίταξε πάλι νωχελικά αλλά με μια δόση αηδίας. Ύστερα σταμάτησε απότομα στην σκέψη πως μπορούσε να καταλάβει κάθε τι περνούσε από το μυαλό του. Προσπάθησε να το αδειάσει και παρέμεινε σιωπηλός. Ο ατάλ γέλασε.
«Τώρα όλα τελείωσαν. Οι ατάλ είναι ένα πλέον. Και μόνοι, επιτέλους ήσυχοι.»
«Πως βρίσκεις ησυχία μέσα σε ένα μυαλό που κατοικούν και άλλοι;»
«Μόνο τότε βρίσκω ησυχία» του απάντησε ο ατάλ.
«Δεν καταλαβαίνω. Για μια φορά επιτέλους μίλα ξεκάθαρα! Πότε θα καταλάβεις πως δεν είμαι όπως εσείς, δεν μιλώ με βλέμματα και κρυφές σκέψεις. Μίλα καθαρά.»
«Δεν νοιώθεις μόνος; Όχι όταν κανείς δεν είναι γύρω σου, όχι όταν τρως ή κοιμάσαι ή θέλεις να ησυχάσεις. Όταν βρίσκεσαι μέσα σε ένα πλήθος ενώ νοιώθεις αγάπη, λύπη, θυμό και το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να κουνήσεις τα χέρια σου και τη γλώσσα σου σαν ζώο. Τα βράδια που σου περνάνε σκέψεις από το μυαλό τις οποίες δεν θα μπορέσεις ποτέ να μοιραστείς πλήρως, δεν θα καταλάβει κανείς εκτός από εσένα. Σου ακούγεται οικείο; Μόνο όταν τα μοιράζομαι αυτά νοιώθω γαλήνη. Και για να είμαι ειλικρινής δεν ξέρω τι θα έκανα αν δεν μπορούσα. Δεν ξέρω τι θα έκανα αν ήμουν σαν εσάς.»
Διάφορες σκέψεις πέρασαν από το μυαλό του ανθρώπου. Δυσπιστία, θυμός, αμφιβολία, παραίτηση και πολλά άλλα. Ο ατάλ παρατηρούσε όλες αυτές τις αλλαγές περισσότερο με τα μάτια του παρά με τις δυνάμεις του. Στο τέλος ο Λάης τα παράτησε και δεν είπε τίποτα. Είχε αρχίσει να νοιώθει την συζήτηση τελείως ανούσια.
Γιατί να μιλήσω αν μπορείς να με ακούσεις; Γιατί να εκφραστώ αν μπορείς να καταλάβεις τα πάντα; Σκέφτηκε χωρίς να είναι σίγουρος πως ο άλλος τον άκουγε μα ένοιωθε μια βαθιά κούραση, νόμιζε πως αν το σκεφτόταν λίγο ακόμη θα έχανε τελείως το μυαλό του. Τελικά είπε:
«Τι θα μου κάνεις;»
«Επιτέλους η σημαντική ερώτηση»
«Θέλεις εκδίκηση;»
«Θ έπρεπε. Ύστερα από τόσους πολέμους, τόσες θυσίες για κάποιους που δεν επρόκειτο ποτέ να αναγνωρίσουν όσα έκανα και όσα κάναμε. Τώρα έχουμε πάνω μας σημάδια που ποτέ δεν θα σβήσουν. Σημάδια που θα κουβαλάμε στην αιωνιότητα. Και μετά από όλα αυτά μας βάλατε εδώ και ήσασταν έτοιμοι να βάλετε φωτιά να μας κάψετε! Κι εσύ αρχηγός σε όλα αυτά. Μας αξίζει η εκδίκηση. Σας αξίζει η εκδίκηση...Αλλά δεν νοιώθω έτσι»
«Τι θέλεις από εμένα τώρα; Γιατί δεν με σκοτώνετε για να τελειώνουμε;»
«Θέλω να μεταφέρεις κάτι στον Ράλιατ. Ξέρεις εγώ τον εκπαίδευσα. Ξέρω πως δεν θα σταματήσει να κατηγορεί τον εαυτό του για ότι κάνατε»
«Σας πρόδωσε»
«Τουλάχιστον αυτός μας κατάλαβε, κάποτε. Κι εγώ τον καταλαβαίνω, ξέρω πως είναι να είσαι ένας από εμάς σε έναν κόσμο γεμάτο από εσάς. Κι ο Ράλιατ ξέφυγε από αυτό. Μέχρι που δεν μπορούσε άλλο...Πες του πως δεν τον κατηγορούμε, πως δεν του κρατάμε καμία κακία και είναι ευπρόσδεκτος εδώ αν ποτέ θελήσει να ζήσει μακριά από όλα αυτά.
Πες του όμως να βιαστεί...εμείς μπορούμε να περιμένουμε αιώνια μα η ζωή του γρήγορα τελειώνει»
Σύντομα μια σφαιρική άτρακτος κατέβηκε από το μεγάλο σκάφος για να παραλάβει τον άνθρωπο. Μπήκε μέσα με αργές κινήσεις και κοίταξε κάτω καθώς σηκωνόταν στον αέρα. Είδε μια μικρή ομάδα ατάλ να τον κοιτά, όλοι με τα κεφάλια στραμμένα πάνω, όλοι με την ίδια έκφραση και με ακίνητα ίδια σώματα. Τους κοίταξε όλους καλά νοιώθοντας αυτό το παράξενο συναίσθημα που ένοιωθε πάντα όταν κοιτούσε αυτά τα πλάσματα. Ήταν η τελευταία φορά που θα ένοιωθε αυτό το συναίσθημα. Η τελευταία φορά που τους αντίκριζε άνθρωπος.
THE END
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top