Πόνος
Την άλλη μέρα, ξύπνησε νωρίς. Η αγωνία έκανε το κορμί της να τρέμει, οι κινήσεις της γινόντουσαν όλο και πιο αργές. Τι θα γινόταν αν κάποιος είχε δει χθες το απόγευμα το δελτίο ειδήσεων; Τι θα γινόταν αν κάποιος συνδύαζε τα γεγονότα και ανακάλυπτε την αλήθεια;
Το χειρότερο... μόλις μάθαιναν ότι είχε φτάσει ένα βήμα πριν την αυτοκτονία, όλοι θα την κοιτούσαν με λύπηση. Θα την απέφευγαν, κανείς δεν θα της μιλούσε πλέον. Πίσω από την πλάτη της, θα ακούγονταν όλων των ειδών σχόλια, όπως: "η κακομοίρα", "η ηλίθια που πήγε κι έμπλεξε με το άθλιο το παιχνίδι", "είναι για λύπηση η κοπελιά". Κι άλλα τέτοια.
Και μόνο στην ιδέα ότι όλοι θα ανακάλυπταν το μυστικό της, η Αλιόνα έτρεμε.
Όμως δεν θα μπορούσε να σταματήσει να πηγαίνει στο σχολείο, καθώς όλοι θα έμπαιναν σε υποψίες, η Γκαλίνα θα άρχιζε τις αδιάκριτες ερωτήσεις. Και δεν θα μπορούσε να την κοιτάξει στα μάτια και να της πει πάλι ψέματα.
Στο τραπεζάκι του σαλονιού είδε ένα καινούριο κινητό, με κουμπιά. Το παλιό της δυστυχώς έλειπε σήμερα και δεν θα το ξανάβλεπε ποτέ. Τώρα θα έπρεπε να χρησιμοποιεί αυτό το κινητό μόνο για να επικοινωνεί με την οικογένεια της.
Άφησε τον αδερφό της στο σχολείο του. Την προβλημάτιζε δυστυχώς ένα ακόμα ζήτημα. Τι θα γινόταν στο σπίτι του Βίκτωρ; Μήπως αυτό που είχε δει στο όνειρο; Στο μυαλό της ήρθε ξανά εκείνη η σκηνή.
Έχει πιεί πάρα πολύ, τόσο που παραπατάει. Φτάνει ως την εξώπορτα, ακούει τον ήχο της βρύσης από το μπάνιο. Βγαίνει έξω χωρίς να κλείσει, ούτε να κάνει περισσότερο θόρυβο. Μετά όμως που πηγαίνει;
Δεν ήξερε ακόμα...
***
Κατάλαβε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά, μόλις βρέθηκε μπροστά στην Άνια. Το γεμάτο καχυποψία βλέμμα της, την έκανε ν' ανατριχιάσει. Πήγε να την προσπεράσει, όμως εκείνη την άρπαξε με θράσος από το χέρι.
-Για έλα 'δω εσύ! Κάτι τρέχει με την πάρτη σου.
-Άσε με ρε.
-Όχι μαγκιές σε μένα. Χθες, έτυχε να δω ειδήσεις και άκουσα κάτι πολύ περίεργο.
Με μια κίνηση, η Άνια της τράβηξε απότομα το μανίκι της ζακέτας και οι χαρακίες της επιτέλους έκαναν την εμφάνιση τους. Τώρα όλοι μπορούσαν να τις δουν. Προσπάθησε με απελπισία να κατεβάσει το μανίκι, όμως η άλλη δεν την άφηνε.
-Κοιτάξτε, κοιτάξτε! Είναι η κοπέλα που έλεγαν τις ειδήσεις! Είναι παίκτρια της μπλε φάλαινας, ακούτε;, φώναξε με όλη της την δύναμη, δείχνοντας τα σημάδια στο χέρι της Αλιόνα.
Μαθητές μαζεύτηκαν γύρω τους, τους περικύκλωσαν για να δουν όλοι το φριχτό θέαμα. Σήκωσε το άλλο χέρι και χτύπησε με δύναμη στο πρόσωπο την Άνια, που για λίγα δευτερόλεπτα παραπάτησε.
-ΘΑ ΤΟ ΠΩ ΣΕ ΟΛΟΥΣ! ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΚΑΙ ΠΑΝΤΟΥ!, ούρλιαξε και ίσιωσε απότομα το σώμα της έτοιμη να προχωρήσει μπροστά.
Η Αλιόνα άρχισε να τρέχει ξανά. Αυτή την φορά προς την είσοδο του σχολείου, δεν άντεχε να μείνει ούτε λεπτό σ' αυτό το απαίσιο μέρος. Θα γυρνούσε πάλι σπίτι, θα προσπαθούσε να βρει μια λύση, έτσι ώστε να μην καταλάβει τίποτα η μητέρα της.
Όρμησε τρέχοντας έξω, έτοιμη να περάσει απέναντι. Δεν κοίταξε όμως τον δρόμο...
Ξαφνικά ακούστηκε η κόρνα ενός αυτοκινήτου και η Αλιόνα πάγωσε στην θέση της. Ένας άντρας την αγριοκοίταξε από την θέση του οδηγού, ενώ ταυτόχρονα πέταξε κάτι βρισιές σε ξένη γλώσσα.
Εκείνη συνέχισε να τρέχει, ψελίζοντας μια συγγνώμη βιαστικά. Πήρε την μηχανή κι αμέσως τηλεφώνησε στον Βίκτωρ.
-Έλα η Αλιόνα είμαι. Άλλαξα κινητό. Να σου πω, μπορώ να έρθω τώρα σπίτι σου;
-Ναι, γιατί όχι;
-Δεν μου ακούγεσαι καλά. Τι έχει η φωνή σου;
-Είμαι λίγο κρυωμένος. Δεν πήγα σχολείο.
-Εγώ πάλι το έσκασα από εκεί!
-Γιατί; Αν το μάθει η μητέρα σου;
-Τίποτα δεν θα μάθει. Θα βρω τι θα της πω.
-Καλά, έλα. Αν γίνει κάτι, θα πάρω εγώ την ευθύνη και θα πω ότι είσαι μαζί μου.
-Ούτε να το σκέφτεσαι-
-Αυτό θα κάνω. Πρόσεχε στον δρόμο, εντάξει;
-Ναι Βίκτωρ.
-Θα τα πούμε μωρό μου.
Μόλις διέκοψε την κλήση, άκουσε ένα κουδούνισμα, της είχε σταλεί μήνυμα. Ήταν η μητέρα της.
Στο σχόλασμα να πάρεις τον αδερφό σου και να πάτε στο σπίτι. Έχω το φαγητό στο φούρνο μικροκυμάτων, ζέστανε το σε παρακαλώ. Εγώ θα είμαι στο νοσοκομείο μέχρι το απόγευμα μάλλον, η θεία σου η Ιρίνα έπαθε σκωληκοειδίτιδα και βρίσκομαι εκεί με τον θείο. Να προσέχετε.
***
Το σπίτι του Βίκτωρ απείχε ένα τέταρτο το πολύ από 'δω. Είχε ξαναπάει στην συγκεκριμένη γειτονιά, δεν ήταν πολύ μακριά από την Στάρα Λαντογκα.
Ήταν τυχερή. Η μητέρα της θα έλειπε σχεδόν όλη μέρα από το σπίτι, οπότε αν έπαιρνε τηλέφωνο ο διευθυντής, κανένας δεν θα το σήκωνε και κανένας δεν θα μάθαινε τίποτα. Θα πήγαινε κανονικά στον Βίκτωρ, μετά θα έπαιρνε τον αδερφό της από το σχολείο. Ή τουλάχιστον έτσι είχε κανονιστεί.
Το όνειρο αρχίζει ξανά να "παίζει" μπροστά στα μάτια της. Έχουν περάσει δεκατρία λεπτά, εκείνη αφήνει σ' ένα στενό την μηχανή, περπατάει μπροστά από μια εφταώροφη, παλιά πολυκατοικία. Ανεβαίνει τα σκαλιά της με προσοχή λες και θέλει να καθυστερήσει το αναμενόμενο, γνωρίζει πως κάτι κακό θα συμβεί όμως δεν ξέρει τι ακριβώς. Το ασανσέρ είναι χαλασμένο, οπότε αναγκαστικά ανεβαίνει μέχρι τον πέμπτο όροφο με τα πόδια. Φτάνει ασθμαίνοντας πάνω κι ακολουθεί εκείνο το κίτρινο φως που οδηγεί στο τέλος του διαδρόμου.
Μια πόρτα ανοίγει και ξαφνικά βλέπει μπροστά της τον Βίκτωρ. Είναι ωραίος, χαμογελαστός, ευδιάθετος. Της κάνει νόημα να μπει μέσα. Η Αλιόνα τον αγκαλιάζει σφιχτά, ακουμπάει πάνω του, σαν να θέλει να πάρει δύναμη από εκείνον. Και σχεδόν αμέσως το μάτι της καρφώνεται σ' ένα μεγάλο μπουκάλι βότκα. Το μπουκάλι την κοιτάζει προκλητικά, ένα παράξενο ένστικτο αρχίζει να ξυπνάει μέσα της. Τι να 'ναι αυτό άραγε;
Το σπίτι έπρεπε να ήταν γύρω στα ενενήντα τετραγωνικά. Φαινόταν αρκετά καθαρό και τακτοποιημένο, θα έλεγε μάλιστα πως ταίριαζε στον χαρακτήρα του Βίκτωρ. Το μόνο που δεν της άρεσε ήταν οι ολόλευκοι τοίχοι. Λευκό παντού! Σαν σε ψυχιατρείο.
-Άρεσε στην μητέρα μου. Νομίζω καθαρίζεται πιο εύκολα., απολογήθηκε εκείνος.
-Μ' αρέσει το σπίτι σου, είναι πολύ όμορφο.
-Ευχαριστώ. Κάτσε καλέ, μην μένεις όρθια., της απαντάει και δείχνει με το βλέμμα του τον κόκκινο καναπέ δίπλα στο παράθυρο. Θέλεις να σου φέρω κάτι να πιείς;
-Ε... λέω να το κάψουμε λίγο σήμερα. Η Αλιόνα δείχνει με το βλέμμα της την βότκα κι ο Βίκτωρ γελάει.
-Ακόμα δεν βγήκες από το αβγό μικρή.
-Για σήμερα μόνο.
-Πρωί-πρωί; Δεν λέει.
-Η βότκα γλυκέ μου δεν έχει ώρα. Πίνετε όποτε θες εσύ.
Ξεφύσησε.
-Εντάξει, εντάξει. Σήμερα είναι μέρα χαράς οπότε θα σ' αφήσω να πιείς ένα ποτηράκι. Μόνο.
-Μόνο. Αλλά γιατί είναι μέρα χαράς;
-Θα σου πω μην βιάζεσαι. Και την βότκα έτσι ξεροσφύρι δεν θα την πιείς, θα φτιάξω κάτι να τσιμπήσουμε πρώτα.
-Ξέρεις να μαγειρεύεις;
-Κάτι λίγα. Τι νόμιζες δηλαδή, τελείως άσχετος είμαι;
-Όχι βέβαια!
Ο Βίκτωρ εξαφανίστηκε αμέσως στην κουζίνα κι εκείνη άρπαξε το μπουκάλι με την βότκα. Ψάχνει λίγο με το βλέμμα, δεν χρειάζεται πολλή ώρα για ν' ανακαλύψει ένα ξύλινο τραπεζάκι με γυάλινα ράφια και γυάλινες πόρτες. Ανοίγει προσεκτικά την μια πόρτα, παίρνει το πρώτο ποτήρι που βρίσκει μπροστά της.
Προσέχει πάλι για να μην την ακούσει αυτός. Θα γεμίσει το ποτήρι μέχρι πάνω, θα το πιεί όλο. Μια-δυο φορές έχει δοκιμάσει στην ζωή της βότκα, όμως είναι η πρώτη φορά που θα πιει τόσο πολύ.
Χωρίς δεύτερη σκέψη κατεβάζει με μια γουλιά όλο το ποτό. Και φυσικά πνίγεται.
-Αλιόνα, είσαι καλά;, η φωνή του ακούστηκε από την κουζίνα.
-Μια χαρά, απλά μ'έπιασε βήχας, δεν είναι τίποτα., φώναξε και συνέχισε να βήχει σαν να μην υπάρχει αύριο.
Αυτό βέβαια δεν την σταμάτησε από το να πιει ξανά ένα δεύτερο ποτήρι. Όμως τώρα ήταν πιο προσεκτική, έπινε πιο αργά προσπαθώντας να χαλαρώσει.
Δεν είχε μεθύσει ποτέ στην ζωή της, ήταν άμαθη στο ποτό. Γι' αυτόν τον λόγο η πρώτη ζαλάδα δεν άργησε να έρθει.
-Αλιόνα, έρχομαι αμέσως. Θα φέρω πιάτα!
Γέμισε ξανά το ποτήρι. Ο λαιμός της την έκαιγε μα αυτό το παράξενο αίσθημα ευφορίας που είχε την τρέλαινε. Ήταν ακαταμάχητο και τόσο πρωτόγνωρο. Μήπως της άρεσε να είναι μεθυσμένη;
Ετοιμάστηκε να απαντήσει στον Βίκτωρ, αλλά τελικά δεν τα κατάφερε. Δεν μπορούσε να βρει τις λέξεις και φοβόταν πως θα μπέρδευε τα λόγια της.
Είχε ωραία γεύση η βότκα, αρκεί να την συνηθίσεις δηλαδή. Η Αλιόνα τώρα δεν θυμάται πόσο έχει πιεί.
Ξαφνικά ακούει ένα βογγητό πόνου. Τον βλέπει να βγαίνει από την κουζίνα με το χέρι του κατακόκκινο, σαν να το είχε κάψει. Μια μεγάλη πληγή, νωπή ακόμα σημάδευε το λευκό δέρμα του.
-Τι έπαθες;, τον ρώτησε.
-Είμαι άχρηστος! Πήγα να φτιάξω κάτι να φάμε και κάηκε το χέρι μου.
-Θεέ μου, πήγαινε να βάλεις μια κρέμα, κάτι τέλος πάντων, κοίτα πως έχει γίνει!
-Εσύ τι κάνεις; Γιατί δεν μιλάς καθαρά;
Ο Βίκτωρ καρφώνει το βλέμμα του στο άδειο ποτήρι της. Εκείνη προσπαθεί να τον καθησυχάσει.
-Δεν...δεν είναι τίποτα, ίσως ήπια λίγο παραπάνω. Να τώρα, θα κλείσω το μπουκάλι, θα το αφήσω στην θέση του., προσπαθεί να βάλει το καπάκι όμως αρχίζει να ζαλίζεται κι όλα γύρω της φαίνονται διπλά. Στο τέλος παραπατάει την προσπάθεια, πέφτει άτσαλα πάνω στον καναπέ.
-Αλιόνα! Τι σου συμβαίνει; Πό...πότε ήπιες, που βρήκες το ποτήρι;, της φώναξε κατάπληκτος.
-Στο ντουλάπι. Βίκτωρ, απλά πήγαινε! Το χέρι σου είναι χάλια, έχει πρηστεί ολόκληρο. Άσε με εμένα, είμαι καλά σου λέω., τον κοιτάζει με θάρρος στα μάτια και του λέει ψέματα. Γιατί δεν είναι καθόλου καλά, δεν μπορεί καν να ελέγξει τον εαυτό της.
Ο Βίκτωρ, κατευθύνεται προς το μπάνιο ενώ εκείνη αρπάζει πάλι το μπουκάλι και πίνει κατευθείαν από εκεί, σχεδόν χάνει τον κόσμο από τα μάτια της. Ύστερα σηκώνεται παραπατώντας από τον καναπέ, φτάνει ως την εξωπόρτα... την ανοίγει.
Κι εκεί το ξέρει πως αρχίζει ο εφιάλτης...
Δεν θα κλείσει, για να μην κάνει θόρυβο. Κρατάει ακόμα την βότκα στο χέρι και προχωράει προς τις σκάλες. Ζαλίζεται πιο πολύ τώρα, μα ακόμα η όραση της δεν έχει πληγεί πολύ.
Δεν θα πάει κάτω. Δεν θα φύγει, όχι. Προς τα πάνω θα πάει. Στην ταράτσα. Πιάνεται γερά από το κάγκελο, τα νύχια της χαράζουν την μαύρη του επιφάνεια κι αφήνουν μια μικρή άσπρη γραμμή στο πέρασμα τους. Ανεβαίνει...
Όμως για να μην βρεθεί στο πάτωμα κρατιέται ακόμα πιο γερά. Το ξέρει πως είναι πια αδύναμη, το ξέρεις πως σε λίγο δεν θα είναι καλά.
Τώρα πια το μέχρι πρότινος γεμάτο μπουκάλι δεν είναι γεμάτο, αλλά η στάθμη του έχει φτάσει την μέση. Χαμογελάει και πίνει. Δεν την νοιάζει.
Όταν πια έχει φτάσει στην τελευταία πόρτα, που οδηγεί στην ταράτσα, δυσκολεύεται να περπατήσει. Σηκώνει αργά το χέρι της, κατεβάζει το πόμολο με ανυπομονησία και...
Είναι κλειδωμένα. Όμως το κλειδί είναι πάνω στην πόρτα! Το γυρίζει δύο φορές, την τελευταία πιέζει λίγο περισσότερο, όσο της επιτρέπει η δύναμη της. Ξαφνικά το σκηνικό αλλάζει κι έχει θέα καθαρό ουρανό. Η Αλιόνα μισοκλείνει τα μάτια στον ήλιο που φωτίζει περήφανα την Αγία Πετρούπολη. Βρίσκεται σ' ένα πολύ υψηλό σημείο που της επιτρέπει να βλέπει και άλλες πολυκατοικίες. Από μακριά φαίνεται η κεντρική πλατεία της πόλης.
Τι όμορφα που είναι εδώ πάνω!
Όμως η ευφορία δεν κρατάει για πολύ, διακόπτεται μάλλον απότομα μόλις ακούει τα βήματα στις σκάλες. Είναι εκείνος, που τρέχει!
Προχωράει μπροστά, όσο πιο μακριά γίνεται από την ανοιχτή πόρτα.
-Αλιόνα! Έχεις τρελαθεί; Τι κάνεις εδώ πάνω;
-Μην πλησιάζεις...
-Πως;
-Είπα μην πλησιάζεις!
Εκείνη κάνει δύο βήματα προς την άκρη της ταράτσας με το μισογεμάτο μπουκάλι πάντα στο χέρι.
-Έχεις πιεί, σταμάτα τις βλακείες κι έλα κοντά μου, σε παρακαλώ. Μην με τρομάζεις-
-Αν πέσω από 'δω τι λες να γίνει;, τον ρώτησε ξαφνικά.
-Σταμάτα! Σταμάτα, ακούς; Φύγε από εκεί τώρα!, κάνει ένα βήμα ακόμα προς το μέρος της μα η Αλιόνα σηκώνει το χέρι και του κάνει νόημα να μην προχωρήσει άλλο.
-Μην με πλησιάζεις. Θα πέσω!
-Τι έπαθες, μου λες; Μια χαρά δεν ήμασταν πριν;
-Είπες ότι σήμερα είναι μέρα χαράς. Πες μου και τον λόγο τώρα.
-Όχι αν δεν έρθεις εδώ κοντά μου.
-Πες τον λόγο είπα!, του φώναξε με όλη της την δύναμη κι εκείνος πάγωσε.
-Εντάξει, ηρέμησε. Ήρεμα.
-...
-Κέρδισα μια υποτροφία Αλιόνα. Σ' ένα απ' τα καλύτερα κολλέγια της Αγγλίας. Και σκέφτομαι πολύ να πάω.
Για μια στιγμή της κόπηκε η ανάσα. Τον κοίταξε με παράπονο.
-Θα φύγεις από την Ρωσία; Δεν θα σε ξαναδώ;
-Φυσικά και θα με ξαναδείς! Φυσικά. Απλά όχι τόσο συχνά, όσο τώρα. Θα έρχομαι εδώ, δεν πρόκειται να σε ξεχάσω γλυκιά μου.
-Λες ψέματα. Θα με ξεχάσεις, το ξέρω. Όπως όλοι. Και θα βρεις κάποια άλλη και-
-Όχι!
-Ναι.
Ο Βίκτωρ είδε την Αλιόνα να κάνει σιγά σιγά βήματα προς τα πίσω. Μέχρι που έφτασε ακριβώς στην άκρη της ταράτσας. Ήπιε άλλη μια γερή γουλιά από το μπουκάλι κι ύστερα το πέταξε στο πάτωμα, με δύναμη. Εκείνος πετάχτηκε τρομαγμένος από τον κρότο που έκαναν τα γυαλιά.
-Λογικέψου κι έλα μαζί μου σε παρακαλώ. Μην κάνεις καμιά βλακεία.
-Θέλω να πέσω, φύγε.
-Όχι, δεν φεύγω. Μαζί θα φύγουμε!
-Βίκτωρ-
-Πες μου έναν λόγο να το κάνεις αυτό. Έναν λόγο ν' αυτοκτονήσεις.
-Όλα έχουν πάει χάλια. Ξέρεις τι έγινε σήμερα στο σχολείο; Μ' έκαναν ρεζίλι, μια κοπέλα είπε σε όλους πως ήμουν παίκτρια της μπλε φάλαινας. Να δεις πως με κοιτούσαν... τώρα στο σπίτι μου, στην γειτονιά, στο σχολείο και παντού θα είμαι η κακομοίρα. Η παράξενη κοπέλα που αυτοτραυματιζόταν! Όλοι θα με αποφεύγουν, θα με λυπούνται. Φαντάσου το.
-Αυτός δεν είναι λόγος για να χάσεις την ζωή σου.
-Μα εγώ δεν έχω έναν λόγο, αλλά πολλούς. Πολλά με έκαναν να φτάσω σε αυτό το σημείο. Η συμπεριφορά των άλλων, η μπλε φάλαινα, ο θάνατος του πατέρα μου, η απουσία σου αργότερα. Χάνω ανθρώπους που αγαπώ σιγά σιγά και δεν ξέρω τι να κάνω.
-Έλα 'δω. Θα τα λύσουμε όλα, θα περάσουν όλα κορίτσι μου. Αρκεί να μ' ακούσεις και να μην πέσεις.
-Όχι. Τι νόημα έχει πια;
-Έχει Αλιόνα. Έχει νόημα κι ας μην το βλέπεις εσύ. Μπορώ να το δω εγώ, το πιστεύω ότι αξίζει να ζεις. Η ζωή... είναι ωραία.
-Είναι. Όχι για μένα όμως... να προσέχεις Βίκτωρ. Σ' αγαπάω.
Αυτό του είπε. Κι ύστερα άνοιξε τα χέρια, σαν πουλί έτοιμο να πετάξει. Έγειρε μπροστά το σώμα της, αφέθηκε για πρώτη φορά στ' αλήθεια. Ένιωσε το βάρος της να φεύγει, να μηδενίζεται τόσο ξαφνικά και τόσο μα τόσο όμορφα.
Ο Βίκτωρ έτρεξε όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Εκείνα τα κρίσιμα δευτερόλεπτα, θα ορκιζόταν πως η καρδιά του είχε σπάσει από τον πόνο.
Δεν την πρόλαβε. Δεν πρόλαβε να την κρατήσει στην αγκαλιά του, δεν πρόλαβε να την πιάσει, δεν πρόλαβε να της πει τίποτα, ούτε ένα "σ' αγαπώ". Μονάχα έμεινε εκεί, στην άκρη της ταράτσας να κοιτάζει κάτω, στον δρόμο. Στεκόταν ακίνητος, παρακολουθώντας με τρόμο την σκηνή.
Ένα άψυχο σώμα κειτόταν πάνω στο πεζοδρόμιο. Γύρω του είχαν ήδη μαζευτεί άνθρωποι. Το αίμα σχημάτιζε μια μικρή λίμνη γύρω από το κεφάλι και τα μάτια ήταν καρφωμένα... πάνω του. Δυο γαλανά μάτια τον κοιτούσαν με πόνο. Δυο μάτια που τώρα δεν θύμιζαν σε τίποτα ζωή...
Και κάπου πιο πίσω το σπασμένο, καταραμένο μπουκάλι. Η αιτία του δικού του πόνου. Γιατί;
ΓΙΑΤΙ;
Ποτέ δεν θα μάθει.
Γύρισα χθες από το εξωτερικό και τελείωσα το κεφάλαιο. Πιστεύω σας αποζημίωσε τόσο μεγάλο που είναι! Πάνω είναι μια φωτογραφίας της Ρώμης, που τράβηξα εγώ.
Για να διαβάσω γνώμες...
Υ.Γ. Επόμενο, το Σάββατο.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top