Ημέρα 9η
Η Αλιόνα δεν είχε πολλές φοβίες. Εκτός από τα ύψη. Κάθε φορά που πήγαινε στην άκρη μιας γέφυρας ή ενός μπαλκονιού, ζαλιζόταν, έχανε το χρώμα της. Τώρα είχε κληθεί να αντιμετωπίσει τον χειρότερο φόβο, να παλέψει με τον εαυτό της και να τον ξεπεράσει, μέσα σε 24 ώρες μάλιστα. Τα πράγματα αρχίζουν να δυσκολεύουν...
Στην Αγία Πετρούπολη υπάρχουν αρκετές γέφυρες, 400 για την ακρίβεια, που ενώνουν τις πλευρές του ποταμού Νέβα. Η πόλη τους έχει χαρακτηριστεί ως η Βενετία του Βορρά, καθώς περιτριγυρίζεται από 40 νησιά και 70 ποτάμια και κανάλια που την διασχίζουν. Εκείνη απόψε θα επισκεφτόταν την γέφυρα Μπολσεοκτινσκι, μια γέφυρα που κατασκευάστηκε το 1909.
Είχε τρεις καμάρες, ευτυχώς δεν ήταν ούτε πολύ τρομακτική, ούτε πολύ ψηλή και βρισκόταν αρκετά κοντά στο σπίτι της. Μόνο που έπρεπε να δει πως θα ξεγλιστρήσει από το σπίτι, χωρίς να την αντιληφθεί ο αδερφός της ή η μητέρα της, που θα γυρνούσε το βράδυ.
Τώρα έπρεπε να ετοιμαστεί για την κηδεία του πατέρα της. Φόρεσε ένα μαύρο φόρεμα, που είχε, μαύρα παπούτσια και μαύρο καπέλο.
Ο Φιοντορ, ήταν ήδη έτοιμος στην κουζίνα, την περίμενε.
-Αδερφέ, είσαι σίγουρος ότι θέλεις να έρθεις στην κηδεία; Δεν είναι για παιδιά αυτό, φοβάμαι ότι θα μείνει στο μυαλό σου, σαν ψυχολογικό τραύμα.
-Αλιόνα, ήδη είναι ψυχολογικό τραύμα, το να χάνεις τον πατέρα σου. Θέλω να τον αποχαιρετήσω, να τον δω για μια τελευταία φορά, μόνο αυτό ζητάω. Γι' αυτό επιμένω να έρθω.
-Όπως νομίζεις.Έτοιμος;
-Ναι. Έτοιμος., η φωνή του δεν ήταν και τόσο σταθερή, μα η Αλιόνα έκανε πως δεν κατάλαβε. Πιασμένοι χέρι χέρι κατέβηκαν κάτω, όπου τους περίμενε ο θείος Γιοαν, με το αυτοκίνητο του.
-Παιδιά, τώρα θα πάμε να πάρουμε την θεία Ιρίνα και τη μαμά, για να πάμε όλοι μαζί. Εντάξει;
Τα δυο αδέρφια κούνησαν καταφατικά τα κεφάλια τους.
Η μαμά στο νοσοκομείο φαινόταν ακόμα πιο αδύναμη, ακόμα πιο χλωμή, έτρεμαν τα χείλη της και η φωνή της καθώς τους μιλούσε. Η σκέψη και μόνο ότι αμέσως τώρα θα πήγαινε στην κηδεία του άντρα της, ήταν κάτι παραπάνω από θλιβερή.
Στηρίχθηκε πάνω στην κόρη της και ξεκίνησαν για το νεκροταφείο...
***
Δεν υπήρχε πολύς κόσμος. Μόνο λίγοι συγγενείς και φίλοι της οικογένειας, αμίλητοι όλοι τους, προσπαθούσαν να αναπολήσουν στιγμές που είχαν ζήσει με τον μακαρίτη. Συμφωνούσαν όλοι, ότι ήταν κρίμα από τον Θεό ένας νέος άνθρωπος να χάνεται έτσι, ειδικά ένα νέος, καλός άνθρωπος. Όμως ο Θεός, όπως μας δείχνει και η ιστορία, έχει μια ιδιαίτερη προτίμηση σε αυτή την κατηγορία ανθρώπων. Τους αγαπάει κι επιθυμεί να είναι δίπλα του, εκεί πάνω.
Υποβασταζόμενη από την κόρη της, η Ελίνα προσπαθούσε να δείχνει δυνατή, να τιμήσει τον μακαρίτη όχι με δάκρυα, αλλά με κουράγιο, με την αγάπη που του είχε. Ο άντρας της σίγουρα δεν θα ήθελε να την βλέπει συντετριμμένη, σίγουρα θα την προέτρεπε να συνεχίσει τη ζωή της. Πόσο εύκολο όμως ήταν αυτό; Πόσο εύκολο ήταν, να προσπεράσει έναν τέτοιον άνθρωπο, να ξεχάσει το χθες; Όχι, δεν μπορούσε, ούτε ήθελε.
Όταν το φέρετρο βουλιάζει στο χώμα, βουλιάζει μαζί με αυτό και η καρδιά σου. Ένας άνθρωπος γίνεται ένα με το τίποτα, ένα με το φέρετρο του κι έτσι απλά χάνεται μέσα στη γη. Όσα ήταν δικά του, θάβονται μια για πάντα στο χώμα, το σώμα του ξεχνιέται, σαπίζει, αλλοτριώνεται γενικά. Και η ψυχή; Αυτή που πάει; Σε ποιον τόπο βρίσκει τη γαλήνη της, που γίνεται επιτέλους ευτυχισμένη; Ποτέ, όσο ζούμε, δεν θα το μάθουμε αυτό. Ίσως εκείνο το μυστήριο, το "που πάω μετά τον θάνατο", να έχει τη δική του γοητεία, όπως όλα τα μυστήρια. Τι να σας πω, δεν ξέρω πολλά...
Η Αλιόνα, έβλεπε την μητέρα της έτοιμη να λυγίσει και ασυναίσθητα την έσφιξε πιο πολύ πάνω της. Ακριβώς από πίσω, ο μικρος Φιοντορ, έκλαιγε σιγανά, ντρεπόταν γενικά να κλαίει μπροστά σε κόσμο, καθώς έλεγε αυτό που του 'χε μάθει ο μπαμπάς: οι άντρες δεν κλαίνε.
Βλακείες... σκεφτόταν η Αλιόνα. Αν είναι να κλάψεις, θα κλάψεις ανεξαρτήτως φύλλου, τα δάκρυα είναι για όλους, ο πόνος δεν γνωρίζει ταυτότητα. Έρχεται, σε χτυπάει και αποχωρεί. Στα ξαφνικά όλα.
Ένας άνθρωπος λοιπόν χάθηκε, έγινε ένα σώμα χωρίς ζωή, ένα φέρετρο. Κι εξαφανίστηκε απλά, σαν να μην υπήρξε ποτέ. Έτσι είναι οι νεκροί όταν φεύγουν... σαν να μην υπήρξαν ποτέ. Το μόνο που μένει από αυτούς είναι οι αναμνήσεις... πικρές που με τον χρόνο γλυκαίνουν. Ο χρόνος γίνεται φάρμακο, στην καρδιά του ζωντανού.
***
-Μαμά, θα βγω έξω με την Γκαλίνα. Πάμε βόλτα, δεν σε πειράζει έτσι;
-Όχι, κορίτσι μου, βγες να ξεχαστείς λίγο κι εσύ. Τις τελευταίες μέρες σε κρατάμε μες τη μαυρίλα, δεν είναι καλό αυτό για σένα. Ντύσου καλά, γιατί κάνει κρύο και βγες να περάσεις όμορφα. Θες λεφτά;
-Αν μπορείς να μου δώσεις...
-Αλιόνα, μην ντρέπεσαι να ζητήσεις λεφτά από μένα, η μάνα σου είμαι. Αν δεν σου δώσω εγώ ποιος θα σου δώσει; Έλα πάρε εδώ, τόσα φτάνουν;
-Ε, όχι ρε μαμά, είναι πολλά!
-Μωρέ πάρε να 'χεις! Που ξέρω εγώ, μπορεί να τα χρειαστείς...
Ντρεπόταν που της ζήτησε λεφτά. Μα υποτίθεται πως θα πήγαινε βόλτα, έπρεπε να είναι πειστική. Παράξενο πάντως, πρώτη φορά η μητέρα της της έδινε τόσα πολλά χρήματα.
-Δεν θ' αργήσω μαμά, θα είμαι πίσω το αργότερο μέχρι τις δώδεκα.
-Όπως νομίζεις κορίτσι μου. Εγώ θα σε περιμένω, στο σαλόνι, πάρε με τηλέφωνο αν χρειαστείς κάτι. Α και... να προσέχεις...
Η τελευταία φράση της μητέρας της, την έκανε ν' ανατριχιάσει μα δεν μίλησε. Πήρε τσάντα, κινητό κι έφυγε. Προορισμός; Η γέφυρα Μπολσεοκτίνσκι...
Πήρε ταξί, δεν ήταν πολύ μακριά. Όσο πλησίαζαν τόσο ανατρίχιαζε και σφιγγόταν καθώς είχε έρθει η στιγμή να βρεθεί αντιμέτωπη με έναν από τους μεγαλύτερους φόβους της, το ύψος. Ξαφνικά της σφηνώθηκε μια παράξενη ιδέα στο μυαλό, που εκείνη τη στιγμή έμοιαζε πραγματικά απίστευτη, μια ιδέα ικανή να την ξεμπλέξει από όλο αυτό το βάσανο. Θα πήγαινε σε μια γέφυρα... ακριβώς από κάτω περνούσε το ποτάμι... Η Αλιόνα δεν ήξερε κολύμπι, οπότε θα ήταν πολύ πιο εύκολο να...
-Δεσποινίς; Με ακούτε; Φτάσαμε., η φωνή του ταξιτζή την επανέφερε στην πραγματικότητα.
-Αχ, συγγνώμη αφαιρέθηκα. Να σας πληρώσω.
Πλήρωσε και βγήκε από το ταξί. Περπατούσε για λίγη ώρα με τα αυτοκίνητα να περνάνε ξυστά από δίπλα της. Σκόπιμα δεν πατούσε πάνω στο πεζοδρόμιο.
Προχώρησε σταθερά και διέσχισε την γέφυρα ώσπου να φτάσει στη μέση. Εκεί πλησίασε τα κάγκελα, αποφεύγωντας να κοιτάξει κάτω, στα σκοτεινά νερά του ποταμού Νέβα. Κάπου εδώ έπρεπε να ξεκινήσει να τραβάει βίντεο. Πάτησε το κόκκινο κουμπί λειτουργίας κι αμέσως μετά πέρασε το ένα πόδι πάνω από τα κάγκελα. Καμία γέφυρα στην Αγία Πετρούπολη δεν ήταν ιδιαίτερα ψηλή, αυτή πρέπει να ήταν η ψηλότερη.
Και μόνο όμως που κοίταξε κάτω ένιωσε να ζαλίζεται. Όμως πέρασε και το άλλο πόδι πάνω από τα κάγκελα. Έστρεψε την κάμερα του κινητού προς το νερό, για να φαίνεται το ποτάμι. Έδειξε το κενό, κάτω από τα πόδια της. Τώρα πια, αφού είχε περάσει τα κάγκελα δεν υπήρχε καμία προστασία.
Πάτησε πάλι το κουμπί της λειτουργίας, για να κλείσει το βίντεο και το έστειλε στον διαχειριστή. Μετά από αυτό, άνοιξε τα χέρια της, η ιδέα που της ήρθε πριν δεν μπορούσε να την αφήσει σε ησυχία, είχε κυριεύσει πια το μυαλό της. Άφησε τα κάγκελα, χαλάρωσε, έγειρε λίγο μπροστά... ο ποταμός περίμενε να την υποδεχτεί, να την πάρει στην σκοτεινή αγκαλιά του, να την παγώσει λιγουλάκι μέχρι να κλείσει για πάντα τα μάτια της. Λίγο ακόμα..
Και...
-Ει, τι πας να κάνεις! Κοπελιά, σταμάτα!, ακούστηκε μια αντρική φωνή και δυο χέρια την άρπαξαν από τις μασχάλες. Δυο χέρια τυλίχτηκαν γύρω από το σώμα της, την σήκωσαν στον αέρα και την άφησαν πάλι στο έδαφος. Κοίταξε τον άγνωστο, που την κοιτούσε. Φορούσε μαύρα ρούχα και μαύρη ζακέτα, με κουκούλα, το πρόσωπο του άγριο.
-Είσαι τρελή; Θέλεις να αυτοκτονήσεις; Τι σου συνέβη πια, γιατί με κοιτάζεις έτσι;
Ένας όμορφος νεαρός ήταν, μα δεν μπορούσε να προσδιορίσει ακριβώς την ηλικία του. Κάπου στα δεκαοχτώ με είκοσι πέντε...
Από τον φόβο της, τον έσπρωξε μακριά κι άρχισε να τρέχει, ένας Θεός ξέρει για που. Όπου να 'ναι αρκεί να μπορούσε να ξεφύγει από όλο αυτό! Δεν άντεχε πλέον τόση πίεση, ήθελε να ουρλιάξει με όλη την δύναμη της ψυχής της.
Ο νεαρός, από πίσω της φώναζε, μα δεν μπήκε στον κόπο να την ακολουθήσει. Η Αλιόνα έτρεχε, έτρεχε μέσα στο σκοτάδι, μέχρι που τον έχασε από τα μάτια της. Και ξαφνικά...
Συγχαρητήρια! Μόλις εκτέλεσες και την ένατη αποστολή, με επιτυχία! Φοβάσαι τα ύψη, μικρούλα; Χα, χα, μα έχουμε δοκιμασίες με αυτά! Δεν πειράζει σε λίγο θα δεις, που το παιχνίδι θα σε τρομάζει πιο πολύ, από οποιαδήποτε φοβία. Στην 10η αποστολή θέλω να πας σε μια στέγη. Όσο πιο ψηλή τόσο το καλύτερο! Στείλε φωτογραφία για να δω, πως είσαι εκεί... έχεις 24 ώρες. Ελπίζω να ανταπεξέλθεις με επιτυχία και σε αυτό, δεν υπάρχει άλλη επιλογή για σένα. Τώρα μπορείς να πας μόνο μπροστά. Καλή σου επιτυχία, γλυκιά μου!
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top