Ημέρα 49η
-Αλιόνα περιμένω να μου εξηγήσεις, να πεις κάτι έστω! Τι είναι αυτά;
Προσπάθησε ν' αρπάξει το κινητό από τα χέρια της μητέρας της μα δεν τα κατάφερε. Την κοίταξε θυμωμένη.
-Μαμά έψαξες το κινητό μου; Με ποιο δικαίωμα;
-Αυτό έχεις να πεις; Εδώ γίνονται τέρατα, ανακαλύπτω πράγματα που ούτε μου περνούσαν απ' το μυαλό! Σε είχα ρωτήσει τις προάλλες γι' αυτό το παιχνίδι Αλιόνα. Σε είχα ρωτήσει αν έχεις κάποια σχέση με την μπλε φάλαινα και είπες ψέματα! Ψέματα!
Τα μάτια της Ελίνας γέμισαν δάκρυα. Είχε ραγίσει η φωνή της και ήδη δεν ακουγόταν καλά.
-Μαμά, άσε το κινητό μου, δεν είναι τίποτα...
-Πως μπορείς να το λες αυτό; Έχουμε ακούσει για τόσες αυτοκτονίες στην τηλεόραση, όλοι μιλάνε και προειδοποιούν για τον κίνδυνο! Παιδί μου, άκουσε με δεν πρόκειται να κάτσω να περιμένω τον δικό σου θάνατο. Απλά δεν υπάρχει περίπτωση.
-Δηλαδή; Τι σκέφτεσαι να κάνεις;, την ρώτησε θορυβημένη τώρα η Αλιόνα.
-Αυτό που πρέπει., η μητέρα της την πλησίασε άλλα δύο βήματα και σήκωσε απότομα τα μανίκια της μαύρης ζακέτας της. Μια κραυγή έκανε την κοπέλα ν' ανατριχιάζει. Μια κραυγή απελπισίας και ταυτόχρονα απορίας.
-Μα πως; Παιδί μου το χέρι σου είναι γεμάτο χαρακιές! Πως δεν το είδα εγώ; Πώς ήμουν τόσο ηλίθια ρε γαμώτο;
Η Ελίνα άρχισε να κλαίει φανερά τώρα. Με πρόσωπο παραμορφωμένο από τον πόνο χτύπησε δυνατά την παλάμη της στον τοίχο, σαν να ήθελε να γκρεμίσει σε μια στιγμή την μεταξύ τους απόσταση.
-Λέγε, θα έρθεις μαζί μου στην αστυνομία;
-Τι; Όχι μαμά δεν μπορείς να το κάνεις αυτό. Θα...θα μας σκοτώσουν..., η φωνή της έγινε σχεδόν ψιθυριστή.
-Τι βλακείες λες μωρέ, τίποτα δεν πρόκειται να κάνουν! Στις ειδήσεις λένε πως δεν έχουν τολμήσει να πειράξουν κανέναν. Άσε, θα πζω μόνη μου, να προσέχεις τον μικρό.
Χωρίς να πει κάτι παραπάνω, η Ελίνα κατέβηκε τρέχοντας τις σκάλες με την Αλιόνα να την ακολουθεί απελπισμένη.
-Μαμά! Μαμά μη, σε παρακαλώ. Φοβάμαι, μην το κάνεις...
Η εξώπορτα έκλεισε με δύναμη και αμέσως διπλοκλειδώθηκε.
Από το σαλόνι μπορούσε ν' ακούσει παιδικά κλάματα, συνοδευόμενα με μια αδύναμη φωνούλα που ψέλιζε συνέχεια 'συγγνώμη'.
Ο Φιοντορ ήταν εκεί. Ξαπλωμένος πάνω στον καναπέ, διπλωμένος στα δύο σαν ένα ανθρώπινο κουβάρι. Σπάραζε στο κλάμα ο μικρός...
-Αλιόνα, συγγνώμη. Μου άρπαξε το κινητό, το έψαξε. Εγώ δεν έκανα κάτι κακό, ήθελα να παίξω μόνο..., κλαψούρισε.
-Το ξέρω γλυκέ μου. Μην ανησυχείς, δεν φταις εσύ., το χέρι της απλώθηκε και χάιδεψε τα μαλλιά του τρυφερά.
-Γιατί σου φώναζε;
-Δεν χρειάζεται να τα μαθαίνεις όλα μικρέ. Άσε καλύτερα. Θα στεναχωρηθείς πολύ αν σου πω την αλήθεια.
-Που πήγε η μαμά;
-Δεν έχω ιδέα., του είχε μόλις πει ψέματα. Χωρίς να τον κοιτάζει...
***
Τα χέρια της σταθερά στο τιμόνι. Ήταν αποφασισμένη. Αυτή η κατάσταση θα τελείωνε σήμερα, η κόρη της θα σωζόταν σήμερα.
Τώρα αναρωτιόταν γιατί είχε φερθεί τόσο ανόητα. Γιατί δεν το είχε ψάξει περισσότερο το πράγμα απ' την αρχή.
Ίσως υποσυνείδητα να το ήξερε, ήξερε ότι η Αλιόνα έκανε κάτι κακό στον εαυτό της, μα δεν ήθελε καθόλου να το παραδεχτεί. Και αυτό πλήρωνε τώρα.
Έβλεπε την κόρη της να φοράει τον τελευταίο καιρό συνέχεια μπλούζες και ζακέτες με μακρυά μανίκια, αλλά δεν έλεγε κουβέντα. Έβλεπε την κόρη της ν' αλλάζει, να κλείνεται στον εαυτό της, μα εκείνη γκρίνιαζε! Την μάλωνε κάθε φορά που γυρνούσε σπίτι. Της φερόταν άσχημα χωρίς όμως να το θέλει, μόνο και μόνο επειδή νοιαζόταν τόσο για εκείνη.
Την πήρε στα γρήγορα τηλέφωνο.
-Αλιόνα πες μου τον κωδικό του κινητού σου. Έχει κλείσει και δεν μπορώ να το ανοίξω πάλι.
-Όχι!
-Είμαι στον δρόμο τώρα, έχω πάρει το αυτοκίνητο και οδηγώ. Αν δεν μου πεις τώρα, δεν γυρνάω ξανά πίσω. Θα πεθάνω, να το ξέρεις αγάπη μου.
-Μαμά παλάβωσες;
-Δεν σ' αφήνω ν' αυτοκτονήσεις. Προτιμώ χίλιες φορές να πεθάνω εγώ..., απάντησε και η φωνή της ράγισε απ' την συγκίνηση.
-Εντάξει, εντάξει. Υποσχέσου μου όμως πως δεν θα κάνεις καμία τρέλα.
-Όχι, δεν θα κάνω. Πες μου τον κωδικό.
-Ο κωδικός μου είναι...
Τα νούμερα ήχησαν στο μυαλό της σαν ενοχλητικό καμπανάκι. Με νευρικές κινήσεις άρχισε να πληκτρολογεί πάνω στην οθόνη.
Το αστυνομικό τμήμα δεν ήταν μακριά από εδώ...
***
Ξανθά μαλλιά, γαλάζια μάτια. Και μια τρομακτική αντανάκλαση στον καθρέφτη...
Το σημάδι στον καρπό, ήταν λες και το 'χε χαράξει η ίδια η μοίρα, ένα σημάδι δεσμός με το παρελθόν. Τρομακτικό, αποκρουστικό, γοητευτικό.
Τώρα βούρτσιζε με μανία τα δόντια, σαν να ήθελε να τα ξεριζώσει. Στο τέλος ένας κόκκινος λεκές έκανε την εμφάνιση του στον λευκό νιπτήρα.
Έμεινε να κοιτάζει το αίμα με προσήλωση. Σώμα ακίνητο, δύσκαμπτο λες κι είναι φτιαγμένο από ξύλο.
-Αύριο θα πεθάνεις ηλίθια. Καλά να πάθεις..., ψιθύρισε και μ' ένα χαμόγελο ικανοποίησης κοίταξε το πτώμα της τεράστιας κατσαρίδας που μόλις είχε σκοτώσει.
Μ' ένα σφυρί... το βρήκε πρόχειρο εκείνη την στιγμή...
Έφτιαξα Instagram! Με λένε angela_lala58 και αν θέλετε μπορείτε να με ακολουθήσετε. Γράψτε στα σχόλια τα ονόματα σας να σας ακολουθήσω κι εγώ! Μικρό κεφάλαιο, μα πιστεύω αρκετά καλό. Θα τα πούμε στο επόμενο που λογικά θ' ανέβει ή Παρασκευή ή Σάββατο.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top