Ημέρα 30η-49η

Έχουν περάσει ήδη 19 μέρες. Η Αλιόνα με αργά βήματα, σαν να σέρνει τα πόδια της, προχωρά ως το παράθυρο. Τι ωραία μέρα που έχει σήμερα!

Κι είναι όμορφο να κοιτάζει την ζωή έξω από το παράθυρο, να γίνεται ένας απλός παρατηρητής της καθημερινότητας. Αύριο δυστυχώς δεν θα είχε την ευκαιρία να το κάνει αυτό... οπότε έπρεπε όσο μπορούσε σήμερα να χορτάσει τα μικρά θαύματα της φύσης και της ίδιας της ζωής που απλώνονταν με χάρη μπροστά στα μάτια της.

Ένα παιδάκι περνούσε με το ποδήλατο του μπροστά από το σπίτι. Γύρω στα εννιά, χαμογελαστό, γεμάτο υγεία και θέληση για ζωή. Κάποτε ήταν κι εκείνη έτσι... κάποτε στην ηλικία του μάλιστα, μάλωνε με τον αδερφό της, αγαπούσε πολύ την μαμά και τον μπαμπά, ζωγράφιζε πολύ, πήγαινε πάνω κάτω. Τώρα η σχέση με τον Φιοντορ ήταν ήρεμη, σχεδόν ψυχρή, ο μπαμπάς είχε πάει ψηλά στον ουρανό, οι γονείς της δεν ήταν στην πραγματικότητα οι γονείς της. Δεν ζωγράφιζε. Και κλεινόταν μέσα σ' ένα δωμάτιο.

Πως είχε αφήσει την ζωή να της φύγει μέσα από τα χέρια; Άλλοι παρακαλάνε να ζήσουν λίγο περισσότερο, να τρέξουν στον δρόμο, ν' αγαπήσουν, να παίξουν σαν παιδιά. Κι εκείνη ήθελε να πεθάνει, ενώ δεν είχε κανένα πρόβλημα υγείας. Ήταν υγιέστατη, αλλά σίγουρα θα προτιμούσε να χαρίσει την ζωή της σ' έναν ετοιμοθάνατο άνθρωπο. 

Μέσα σ' αυτές τις δεκαεννιά μέρες όλα κύλησαν φυσιολογικά. Η φίλη της η Γκαλίνα επιτέλους τα έφτιαξε με τον Αντριου, εκείνο το παράξενο παιδί που πολλοί συμπάθησαν και πολλοί μίσησαν εξαιτίας αυτού που είναι. Ο Φιοντορ είχε αλλάξει ομάδα στο ποδόσφαιρο, καθώς είχε γίνει πια πολύ καλύτερος, ίσως αύριο μεθαύριο να έκανε καριέρα ποδοσφαιριστή κιόλας. Η μαμά δούλευε γραμματέας στο γραφείο ενός δικηγόρου και περνούσε περισσότερο χρόνο μαζί τους.

Και η σχέση της με τον Βίκτωρ πήγαινε αρκετά καλά. Μόνο που.... όσο έφτανε η 50η μέρα εκείνος γινόταν όλο και πιο νευρικός. Την αγκάλιαζε πιο σφιχτά, της μιλούσε και την πρόσεχε σαν να ήταν ένα μικρό παιδί. Έβγαζε μια παράξενη τρυφερότητα που υπενθύμιζε στην Αλιόνα πως σιγά σιγά έφταναν στο τέλος. 

Εκείνος όμως ήταν πάντα εκεί, να της κρατάει το χέρι. Δεν θα τον έλεγες πολύ εκδηλωτικό... είχε τον τρόπο του να την κάνει να γελά, να ξεχνιέται. Γι' αυτό και μακριά του την έπιανε μελαγχολία. Ο Βίκτωρ ήταν ο μόνος που ήξερε, ο μόνος που την στήριζε σε όλο αυτό, ένας πολύτιμος άνθρωπος στην ίδια κατάσταση μ' εκείνη. Ένας πολύτιμος άνθρωπος που σε λίγο θα έχανε την ζωή του, ενώ είχε ακόμα τόσα πολλά να ζήσει.

Ήταν στην ίδια κατάσταση κι αυτό τους ένωνε περισσότερο απ' όλα.

Η Αλιόνα κοίταξε το καινούριο μήνυμα της φίλης της. Της είχε στείλει μια φωτογραφία με τον Αντριου έξω από τον Καθεδρικό Ναό του Αγίου Ισαάκ.

Πάτε για να παντρευτείτε;, έγραψε με μια δόση χιουμορ.

Που ξέρεις μπορεί μια μέρα να γίνει κι αυτό. Είμαι τόσο χαρούμενη Αλιόνα!

Κι εγώ χαίρομαι μαζί σου. Να περνάτε όμορφα.

Θες να 'ρθεις κι εσύ;

Μπα, θα κάτσω να διαβάσω λίγο. Αργότερα ίσως.

Έγινε. Καλό διάβασμα σπασικλάκι!

Η Αλιόνα έκλεισε το κινητό. Πάλι είχε πει ψέματα στην φίλη της, αλλά τώρα τελευταία το ψέμα της είχε γίνει τρόπος ζωής. Ψέματα στην μαμά, ψέματα στον αδερφό, ψέματα στην Γκαλίνα. Φυσικά και δεν θα καθόταν να διαβάσει.

Απλά θα περίμενε στωικά το επόμενο μήνυμα του διαχειριστή, που μάλλον ήταν και το τελευταίο. Πήρε μια βαθιά ανάσα. Τι αργά που περνάει η ώρα όταν δεν έχεις κάτι να κάνεις... για στάσου όμως. Αν περνάει αργά η ώρα, τότε πως πέρασαν τόσο γρήγορα δεκαεννιά μέρες;  Πως ετοιμάζεται τώρα για τον θανατό της; 

Μέρα με την μέρα χωρίς να το νιώθει και να το καταλαβαίνει έφτανε προς το τέλος. Τότε ήταν ψυχολογική έτοιμη. Αλλά αυτή τη στιγμή που είχε φτάσει πιο κοντά από ποτέ στον θάνατο δεν ήταν.

Αυτή την στιγμή φοβόταν, με όλη τη σημασία της λέξης...

                                                                                               ***

Έφτασε η μεγάλη μέρα! Επιτέλους. Δεν χαίρεσαι γλυκιά μου; Η επιθυμία σου αύριο,  Σάββατο 13 Μαιου, θα γίνει πραγματικότητα. Αυτή, όπως καταλαβαίνεις, είναι η τελευταία αποστολή που σου αναθέτω. Και ζητώ μονάχα μια φωτογραφία: μια φωτογραφία σου στην οροφή του πιο ψηλού κτηρίου που μπορείς να βρεις. Από εκεί θα πέσεις και θα τελειώσουν όλα. Λίγο πριν το κάνεις όμως θέλω να μου στείλεις αυτή την φωτογραφία. Μετά είσαι ελεύθερη να κάνεις αυτό που ξέρεις, δηλαδή να αυτοκτονήσεις. Λογικά εγώ θα περιμένω το δελτίο ειδήσεων, για να μάθω τα μαντάτα και να βεβαιωθώ ότι έφερες εις πέρας την αποστολή νούμερο 50. Θέλει δύναμη αυτό το ξέρω, αλλά εσύ έχεις αποδείξει σε όλες τις αποστολές ότι την έχεις. Να σου ευχηθώ επιτυχία ή μήπως καλό Παράδεισο; Χαχα. Εύχομαι και τα δύο!

Να σου ευχηθώ επιτυχία ή μήπως καλό Παράδεισο;

Πόσο άρρωστος μπορεί να είναι ένας άνθρωπος; Πόσο αποκρουστικός, πόσο διεστραμμένος και πολλά άλλα; Αν μπορούσε να πει ποτέ στην ζωή της ότι μισεί κάποιον, τότε θα ήταν αυτός! Ο διαχειριστής. Αυτόν μισούσε γιατί ήταν ο δήμιος της, κι όχι ένας απλός άνθρωπος.

Ο δήμιος λοιπόν της είχε αναθέσει με μεγάλη ευκολία και ειρωνεία, να πηδήξει από την οροφή του πιο ψηλού κτηρίου που θα βρει. Μάλιστα, περίμενε το δελτίο ειδήσεων, για να πανηγυρίσει επιτέλους την νίκη του! Γιατί ήταν τόσο χαρούμενος που κατάφερε να οδηγήσει μια έφηβη στην αυτοκτονία...

Άρρωστο έτσι;

Μέσα σ' αυτές τις δεκαεννιά μερες, ήταν πάντοτε συνεπής του έστελνε βίντεο με την ίδια να ακούει περίεργες μουσικές, να τρομάζει, να βλέπει ανατριχιαστικά πράγματα στο ίντερνετ.  Ότι της είχε πει να κάνει μέσα σ' αυτες τις δεκαεννιά μέρες, το έκανε.

Και τώρα έπρεπε ν' αυτοκτονήσει, αφού αυτή ήταν η εντολή του.

Ένα απαλό χτύπημα στην πόρτα, την έκανε να πεταχτεί έντρομη προς τα πίσω. Δεν μπορούσαν να την αφήσουν ήσυχη έστω για μια ώρα;

Ο Φιοντορ, χωρίς να περιμένει απάντηση μπήκε μέσα χαμογελαστός.

-Αλιόνα, θα μου δώσεις το κινητό σου;

-Γιατί;

-Θέλω να παίξω! Έχει μέσα μια εφαρμογή με Pokemon!

-Δεν γίνεται. Στο έχω πει εκατό φορές, τα πράγματα μου δεν θα τα πειράζεις. Να πάρεις το κινητό της μαμάς.

-Μα χθες χάλασε. Έσβησε απότομα και το πήγε να το φτιάξουν. Σε παρακαλώ αδερφούλα μόνο για λίγο θα παίξω!

-Είπα όχι. Αμάν πια.

-Ναι, όμως  εγώ τόσο καιρό σε κάλυπτα, έτσι δεν είναι; Δεν σε κάρφωσα στην μαμά που βγήκες έξω χωρίς την άδεια της χθες και τις άλλες μέρες. Και είχες πει ότι θα μου κάνεις ότι χάρη θέλω!

-Όλα τα θυμάσαι, την τύχη μου μέσα.

-Ε, μα δεν ξεχνάω εγώ. Άλλοι ξεχνάνε!, είπε με νόημα ο μικρός.

-Κατάλαβα, εμένα εννοείς. Καλά θα το δώσω το κινητό, για λίγο όμως. Μέχρι να κάνω το μπάνιο μου. Η μαμά που είναι;

-Κάτω στο σαλόνι, βλέπει μια σειρά.

-Ωραία. Άντε παρ' το.

Η Αλιόνα έβαλε τον κωδικό και έδωσε το κινητό στον Φιοντορ.

-Πρόσεχε μην το χαλάσεις γιατί θα σε πνίξω, εντάξει μικρέ;

Εκείνος κούνησε καταφατικά το κεφάλι του κι αφού πήρε αυτό που ήθελε εξαφανίστηκε από μπροστά της.

Η Αλιόνα αναστέναξε. Πόσο εύκολα μπορούσε να δωροδοκήσει κανείς αυτό το παιδί! Μπήκε στο μπάνιο και έκλεισε την πόρτα απαλά, πεποισμένη ότι κι αυτή η μέρα θα περνούσε ήρεμα. Πόσο λάθος έκανε τελικά!

                                                                                            ***

Είχε μόλις τελειώσει το μπάνιο κι έψαχνε τα ρούχα της για να ντυθεί. Όμως ξαφνικά πάγωσε. Κυριολεκτικά έμεινε ακίνητη στην θέση της, μόλις άκουσε τις φωνές. Η μαμά φώναζε και φώναζε πάρα πολύ μάλιστα.

Άρχισε να ντύνεται όσο μπορούσε πιο γρήγορα, σίγουρη πως κάτι είχε συμβεί. Μα τι κακό θα μπορούσε να γίνει μέσα σε λίγα λεπτά, τι θα μπορούσε ν' αλλάξει την ζωή της μέχρι να βγει απ' το μπάνιο; 

Όταν άνοιξε την πόρτα, βρέθηκε αντιμέτωπη με την Ελίνα. Στην αρχή δεν καταλάβαινε, ώσπου κοίταξε επιτέλους τι κρατούσες στο χέρι της. Της ξέφυγε ένα επιφώνημα έκπληξης και λίγο έλειψε να λιποθυμήσει από την ταραχή.

-Τι είναι αυτά Αλιόνα;

Η μητέρα της κρατούσε το κινητό και της έδειχνε θυμωμένη την οθόνη. 

Νόμιζε ότι μπορούσε να το κρατήσει μυστικό, νόμιζε ότι κανείς δεν θα μάθαινε τίποτα μέχρι να αυτοκτονήσει. Λάθος της...

Γύρισα πάλι με εκπλήξεις και ανατροπές. Για πείτε πως σας φαίνεται...

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top