Ημέρα 28η
Αυτή η αποστολή ήταν μάλλον η πιο αγχωτική απ' όλες. Επιτέλους μετά από τόσες μέρες θα συναντούσε το άτομο, που την έκανε να πονά, να υποφέρει όσο κανένας άλλος. Ποιος να ήταν άραγε; Και πως να ήταν;
Η Αλιόνα τον φανταζόταν σαν έναν νεαρό άντρα, ίσως ψηλό, σωματώδη, άγριο. Βέβαια μπορεί και να μην ήταν πολύ τρομακτικός, μπορεί να ήταν ένας άνθρωπος της διπλανής πόρτας, από αυτούς που νομίζεις ότι δεν είναι ικανοί να πειράξουν ούτε κουνούπι.
Μήπως τον γνώριζε; Σίγουρα όχι. Κανένας απ' όσους γνώριζε δεν θα μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο! Ήταν απόλυτη σε αυτό το θέμα. Άρα λοιπόν έπρεπε να περιμένει ακόμα μερικές ώρες για να μάθει...
Στο μεταξύ πήρε τηλέφωνο τον Βίκτωρ.
-Ο διαχειριστής μου είπε πως σήμερα θα συναντηθούμε. Σε λίγο θα στείλει ώρα και διεύθυνση. Έχω αγχωθεί τόσο πολύ, αλήθεια. Με σένα τι γίνεται;
-Ίδια αποστολή έχουμε Αλιόνα. Τι σκέφτεσαι να κάνεις;
-Θα πάω να τον βρω.
-Έτσι, μόνη σου; Δεν θα 'σαι καλά!
-Γιατί όχι; Λογικά θα συναντηθούμε κάπου που θα έχει κόσμο, δεν θα μπορεί να μου κάνει κάτι.
-Που το ξέρεις ότι δεν θα σε πάει σε κανένα παράξενο μέρος;
-...
-Άκου, έχω να σου προτείνω κάτι.
-Τι;
-Να πάμε μαζί στο ραντεβού. Εγώ θα κρύβομαι κάπου κι εσύ θα τον περιμένεις εκεί. Έτσι, αν δω ότι πάει να σου κάνει κάτι, θα επέμβω.
-Όχι, όχι Βίκτωρ! Μπορεί να είναι επικίνδυνος αυτός, μην ανακατευτείς.
-Σκέφτηκα κάτι ακόμα καλύτερο τώρα.
-Ωχ.
-Μπορούμε να τηλεφωνήσουμε στην αστυνομία, να τους πούμε που θα συναντηθείτε και-
-Όχι! Μην τολμήσεις, άκουσες; Θα πάω μόνη μου, τέλος.
-Κοίτα εντάξει αν δεν θες την αστυνομία αλλά δεν μπορώ να σ' αφήσω να πας έτσι μόνη σου. Ο κίνδυνος είναι μεγάλος κι εσύ είσαι ανήλικη, φοβάμαι.
-Βίκτωρ!
-Όταν στείλει μήνυμα πες το μου, να κανονίσω να πάμε μαζί. Σου ξαναλέω εγώ θα κρυφτώ κάπου, δεν θα είμαι στα πόδια σου. Το υπόσχομαι. Θέλω να προσέχεις πολύ ο τύπος είναι ψυχάκιας και δεν αποκλείεται να έχει κανένα όπλο πάνω του.
-Μη με τρομάζεις τώρα.
-Ξέρεις πως το μόνο που θέλω είναι να σε προστατέψω κι όχι να σε τρομάξω. Όταν έχεις εμένα Αλιόνα δεν θα φοβάσαι καθόλου, ακούς; Ότι και να 'ναι αυτός, σίγουρα δεν είναι ανίκητος.
-Σ' ευχαριστώ. Πραγματικά σ' ευχαριστώ με όλη τη σημασία της λέξης.
-Κι εγώ μωρό μου, θα τα πούμε σε λίγο. Να προσέχεις.
-Κι εσύ Βίκτωρ. Δεν θα τ' αντέξω αν σου κάνει κάτι κακό...
***
Πριν προλάβει να διακόψει την κλήση, η Αλιόνα άκουσε την εξώπορτα να κλείνει μ' έναν ανατριχιαστικά δυνατό ήχο. Σαν κάποιος να την είχε βροντήξει πίσω του με οργή. Τινάχτηκε αμέσως πάνω κι από καθαρή τύχη δεν βρέθηκε το κινητό της στο ξύλινο πάτωμα. Όλα την προδιέθεταν για μια νέα μπόρα, που μάλλον θα ερχόταν εκείνη τη στιγμή.
Η μητέρα είχε γυρίσει λοιπόν και ήταν πολλή θυμωμένη. Προφανώς την ενημέρωσαν για την κοπάνα της από το σχολείο. Να, σε λίγο θα ζητούσε εξηγήσεις, θα φώναζε υστερικά, θα την έπνιγε με τις απανωτές ερωτήσεις της. Η Αλιόνα είχε βαρεθεί πλέον αυτή την κατάσταση, όμως δεν της έμενε κάτι άλλο να κάνει πέρα απ' το να υποστηρίξει τον εαυτό της. Και να επιτεθεί. Η καλύτερη άμυνα είναι η επίθεση, έτσι δεν λένε;
Η μητέρα της λοιπόν ανέβηκε γρήγορα τα σκαλιά και χωρίς να χτυπήσει την πόρτα, όρμησε με φόρα στο δωμάτιο.
-Είσαι τόσο αναίσθητη Αλιόνα! Πως το σκας έτσι από το σχολείο, χωρίς να ενημερώσεις κανέναν και χωρίς να ξέρουμε που πηγαίνεις; Σε έψαχναν, κόντεψα να πεθάνω από την ανησυχία μου. Κι αυτή η χαζή η φίλη σου, που κάνατε κοπάνα μαζί, δεν ήξερε που πήγες. Τόσα τηλέφωνα σε πήρα κι εσύ το είχες στο αθόρυβο! Μου λες λίγο τι σκέφτεσαι και τα κάνεις αυτά;
-Πάρε μια ανάσα, τόσες ερωτήσεις έκανες.
-Εμένα δεν θα με ειρωνεύεσαι, ακούς; Τώρα λέγε που πήγες, γιατί θα γίνει χαμός εδώ μέσα.
Ήταν φανερό ότι η Ελίνα είχε βγει εκτός ορίων. Δεν μπορούσε να ελέγξει τη φωνή της, ούρλιαζε τώρα.
-Γιατί δεν μιλάς Αλιόνα; Κάτι σου συμβαίνει, αλλά γιατί δεν μου το λες;
-Μ' αφήνεις ήσυχη;
-Όχι μέχρι να μου πεις τι έκανες όσο δεν ήσουν στο σχολείο.
-Τίποτα, απλά ήρθα εδώ.
Η μητέρα της γέλασε ειρωνικά.
-Έκανες κοπάνα για να έρθεις στο σπίτι; Που την βλέπεις τη λογική σ΄αυτό που λες;
-Μαμά, επιτέλους! Με κούρασες, άσε με ήσυχη σε παρακαλώ. Θέλω να κάνω τα μαθήματα μου.
-Πολύ ωραία, θα σε αφήσω. Να ξέρεις όμως ότι από 'δω και πέρα κομμένες οι βόλτες! Δεν θα βγαίνεις αν δεν σου δώσω εγώ την άδεια. Και όσο για τις κοπάνες, μην νομίζεις ότι θα πάω να τις δικαιολογήσω. Κάνε όσο θες, εσύ θα μείνεις στην ίδια τάξη.
-Τώρα θ' αρχίσω να γελάω. Νομίζεις ότι μπορείς να μου απαγορεύσεις να βγαίνω; Μα εσύ τη μισή μέρα είσαι στην δουλειά σου!
-Μπορώ όμως άνετα να σε κλειδώνω μες το σπίτι όταν φεύγω. Αυτό δεν το σκέφτηκες έτσι; Κάτσε εδώ τώρα στο δωμάτιο σου, να καταλάβεις τι βλακεία πήγες κι έκανες.
Χωρίς να πει κάτι παραπάνω και με την οργή να γυαλίζει στα μάτια της η Ελίνα βρόντηξε την πόρτα. Αρκετά είχε μείνει άπραγη, τώρα ήταν η ώρα να κινητοποιηθεί αν ήθελε να σώσει την κόρη της από τον κίνδυνό που καραδοκούσε...
***
Κάτι πρέπει να κάνω., σκεφτόταν η Αλιόνα. Αυτή σίγουρα εννοεί όσα λέει και δεν πρόκειται να με αφήσει να βγω από το σπίτι. Όμως πρέπει να τα βγάλω πέρα με την 27η αποστολή, για να μην έχω πρόβλημα αργότερα.
Ήταν δύσκολο όμως γιατί η μητέρα της βρισκόταν στο σαλόνι και δεν είχε πέσει για ύπνο όπως έκανε τις προηγούμενες μέρες. Αν της ήταν αδύνατον να το σκάσει κανονικά από την εξώπορτα, τότε μάλλον θα έπρεπε να το σκάσει από κάπου αλλού.
Από το δωμάτιο της σίγουρα δεν γινόταν, το παράθυρο ήταν πολύ στενό και η υψοφοβία που είχε δεν βοηθούσε καθόλου. Άρα θα έπρεπε να πηδήξει από άλλο παράθυρο, από αυτό της κουζίνας ας πούμε. Ναι, ήταν τέλεια ιδέα. Δεν είχε πολύ ύψος και χωρούσε ν' ανέβει πάνω. Ήλπιζε μόνο η συνάντηση με τον διαχειριστή να γινόταν το απόγευμα, όταν θα έλειπε η μητέρα της από το σπίτι.
Πάνω στην ώρα το κινητό της κουδούνισε, ο διαχειριστής ασφαλώς δεν την είχε ξεχάσει.
Sennaya, έξω από την στάση του μετρό, ώρα έξι και μισή το απόγευμα. ΜΟΝΗ ΣΟΥ.
Θα χαρώ να σε δω εκεί...
Η Αλιόνα αμέσως έστειλε το μήνυμα του στον Βίκτωρ. Και πρόσθεσε:
Είπε να πάω μόνη μου. Αν καταλάβει πως είσαι εκεί, μπορεί να αγριέψει.
Αν δεν νοιάζεσαι για την ζωή σου, νοιάζομαι εγώ. Και θα έρθω ότι και να λες. Να ξέρεις θα είμαι εκεί από τις έξι για να κόψω κίνηση. Θα τα πούμε...
Αναστέναξε. Ήταν αγύριστο κεφάλι τελικά, αλλά της άρεσε αυτό. Νοιαζόταν για εκείνη και το έδειχνε με κάθε τρόπο.
Τώρα όμως έπρεπε να παίξει τον ρόλο της προσεκτικά, με πολλή μαεστρία αν ήθελε να φέρει σε πέρας την αποστολή χωρίς δυσκολίες. Άνοιξε την πόρτα και πατώντας στις μύτες των ποδιών της, έφτασε ως την κορυφή της σκάλας.
-Μαμά! Μαμά!
-Τι θέλεις;, η απάντηση ξερή και απότομη.
-Θα κοιμηθώ λίγο τώρα, μην μ' ενοχλήσεις.
-Γιατί τόσο νωρίς;
-Έχω έναν φοβερό πονοκέφαλο και είμαι τόσο κουρασμένη. Μην μ' ενοχλήσεις.
-Όπως θες...
***
Ήξερε πως η Sennaya ήταν ένα από τα πιο κακόφημα προάστια της Αγίας Πετρούπολης. Ευτυχώς που η συνάντηση δεν θα γινόταν νύχτα. Αυτό όμως ήταν μια ελάχιστη παρηγοριά για την Αλιόνα, αφού δεν είχε ιδέα τι θα συναντήσει εκεί που θα πάει. Η αγωνία της όλο και μεγάλωνε και οι δείκτες στο ρολόι του τοίχου μετακινούνταν τόσο αργά!
Περίμενε ν' ακούσει τον ήχο της εξώπορτας. Μετά τον ξερό ήχο του κλειδιού, στην κλειδαριά. Ήταν έξι, η ώρα που η μητέρα της έφευγε και πήγαινε τον Φιοντορ στο ποδόσφαιρο.
Έλα τώρα, φύγε. Δεν θέλω ν' αργήσω στην συνάντηση!
Τα δάχτυλα της Αλιόνα χτυπούσαν νευρικά το γραφείο της, είχε στήσει αυτί στην πόρτα, έτοιμη να πεταχτεί πάνω. Σαν σε όνειρο, επιτέλους ακούστηκε ο γνώριμος ήχος κι εκείνη έτρεξε στην απέναντι γωνία του δωματίου, για ν' ανοίξει την ντουλάπα.
Όταν ήταν πέντε ο μπαμπάς της είχε κάνει δώρο έναν μεγάλο καφετί αρκούδο. Ο αρκούδος είχε μια υπέροχη γούνα, η οποία μετά από αδιάκοπη κακομεταχείρηση, ήταν πια ξεσκισμένη, ταλαιπωρημένη όσο δεν πάει. Κάθε φορά που έβλεπε το δώρο, το βλέμμα της γέμιζε λύπηση και νοσταλγία. Λύπηση, για την άσχημη κατάσταση του και νοσταλγία για τον πατέρα της. Που δεν ήταν στ' αλήθεια πατέρας της, όμως εκείνη ποτέ δεν θα μπορούσε να φανταστεί κάποιον άλλον γι' αυτή την θέση.
Ακούμπησε λόιπον τον αρκούδο στο κρεβάτι και τον σκέπασε καλά καλά με τις κουβέρτες μέχρι πάνω. Αν, μια στο εκατομμύριο ερχόταν η μητέρα της εδώ, δεν θα υποψιαζόταν τίποτα. Εκτός βέβαια, αν σήκωνε τις κουβέρτες.
Εδώ ήταν το ρίσκο που έπαιρνε η Αλιόνα.
Σε ένα τέταρτο από τώρα θα βρισκόταν έξω απ' το μετρό της Sennaya. Οι παλάμες τις ήταν ήδη ιδρωμένες, η καρδιά της θύμιζε τρελό δρομέα σε αγώνα στίβου, μα είχε πρόσωπο άκαμπτο. Όταν θα αντίκρυζε για πρώτη φορά τον διαχειριστή, εκείνος δεν θα έβλεπε στα μάτια της ούτε ίχνος τρόμου ή αγωνίας. Αυτά σκεφτόταν όσο έτρεχε στους δρόμους της Αγίας Πετρούπολης.
Η Ελίνα της είχε πάρει τα κλειδιά, άρα έπρεπε πάλι να μπει απ' το παράθυρο. Άλλο ένα ρίσκο, καθώς αν έβρισκε κλειστό το παράθυρο μόλις γυρνούσε τα πράγματα θα ζόριζαν αρκετά. Ευχήθηκε να έχει την τύχη με το μέρος της. Αστείο αυτό βέβαια, αφού σε λίγο καιρό θ' αυτοκτονούσε, οπότε το θέμα 'τύχη΄ μάλλον δεν την αφορούσε καθόλου.
Είχε φτάσει λοιπόν σκόπιμα στο μέρος δέκα λεπτά πριν για να κόψει κίνηση. Κόσμος πηγαινοερχόταν, έβγαινε, έμπαινε στο σταθμό, αυτό σήμαινε πως τουλάχιστον δεν ήταν μόνη. Κάπου έπρεπε να είχε κρυφτεί και ο Βίκτωρ. Σάρωσε με το βλέμμα της τον δρόμο, αλλά δεν κατάφερε να τον εντοπίσει.
Ξαφνικά της πέρασε μια ανατριχιαστική σκέψη απ' το μυαλό. Αν ο διαχειριστής ήταν ήδη εκεί; Αν την παρακολουθούσε κι εκείνος; Μήπως περιμένε την κατάλληλη στιγμή για να κάνει την εμφάνιση του;
Στήριξε την πλάτη της σ' ένα τοίχο και προσπαθούσε να δείχνει όσο πιο χαλαρή γίνεται. Έπαιρνε βαθιές ανάσες, κοιτούσε ευθεία μπροστά, το έπαιζε γενναία. Μόνο αυτό δεν ήταν, αλλά ποιος ξένος θα το καταλάβαινε;
Ώρα έξι και μισή ακριβώς και ο διαχειριστής δεν φαινόταν πουθενά. Έκανε πως κοιτάζει απλά τους περαστικούς, πάνω στην αμηχανία της μα αυτό το κόλπο ήταν γελοίο. Δεν έβλεπε τίποτα, δεν άκουγε τίποτα. Μόνο την καρδιά της που χτυπούσε όλο και πιο δυνατά, όλο και πιο έντονα.
Ένας άντρας βγήκε ξαφνικά από τον σταθμό και κατευθύνθηκε προς το μέρος της. Ήταν αρκετά ψηλός, ξανθός, με κοστούμι και μαύρα γυαλιά ηλίου. Ωραίος τύπος, γύρω στα τριάντα, από αυτούς που προκαλούν τα βλέμματα.
Αυτός είναι., σκέφτηκε. Τώρα θα έρθει. Ω Θεέ μου, πόσο φοβάμαι.
Ο τύπος την πλησίαζε πιο πολύ τώρα. Κάθε αυτοσυγκράτηση της είχε πάει χαμένη κι ήταν έτοιμη να το βάλει αμέσως στα πόδια. Το κεφάλι του στράφηκε προς το μέρος της, σίγουρα την κοιτούσε.
Και... την προσπέρασε! Ακριβώς από πίσω του μια ξανθιά, μικροκαμωμένη κοπέλα, κάπως αδιάφορη, την προσπέρασε κι αυτή, χωρίς καν να την κοιτάξει. Η Αλιόνα είχε μείνει εκεί, χωρίς να κουνηθεί ούτε ένα εκατοστό από την θέση της, έτοιμη να καταρρεύσει.
Μα, αν ο διαχειριστής δεν ήταν αυτός ο άντρας, τότε ποιος μπορεί να ήταν; Είχε ήδη πάει εφτά παρά είκοσι πέντε. Τώρα κοιτούσε αριστερά και δεξιά, ανήσυχη προσπαθώντας να ανακαλύψει αν την παρακολουθούσε κάποιος.
Όχι. Όλα γύρω απ' τον σταθμό ήταν απολύτως φυσιολογικά. Το κινητό της κουδούνισε και την έκανε να πεταχτεί πάλι από την έκπληξη. Ήταν αυτός...
Δεν με βλέπεις; Είμαι τόσο κοντά σου.
Που είσαι; Είπες να συναντηθούμε, αλλά ακόμα δεν έχεις εμφανιστεί., του απάντησε. Το μόνο που της έμενε ήταν να περιμένει. Απάντηση στα επόμενα είκοσι λεπτά δεν είχε έρθει, ούτε και ο διαχειριστής. Μπορεί να ήταν εκεί και να την παρακολουθούσε, μπορεί να έπαιζε με τα νεύρα της. Σίγουρα είχε ανάγκη τον Βίκτωρ, πιο πολύ από κάθε άλλη φορά μάλιστα γιατί η αγωνία της χτυπούσε κόκκινο και δεν μπορούσε να ελέγξει τον εαυτό της. Από την μια ήθελε τόσο πολύ να φύγει, να γυρίσει πίσω στο σπίτι.
Από την άλλη όμως κάτι την κρατούσε εδώ... δεν ήξερε τι.
Είσαι ξανθιά, φοράς ριγέ κοντομάνικη μπλούζα, ένα σκισμένο μπλε τζιν και μαύρα παπούτσια. Κάνω λάθος;
Το μήνυμα του ήρθε στις εφτά παρά πέντε και την περιέγραφε έτσι ακριβώς όπως ήταν. Πως μπορούσε να ξέρει αυτές τις λεπτομέρειες, αν δεν βρισκόταν στον σταθμό; Εκείνη έπαιρνε το ρίσκο, να το σκάσει από το σπίτι της για να τον συναντήσει κι εκείνος κρυβόταν σαν μικρό παιδί! Ήταν τόσο γελοίο αυτό.
Θα βγεις επιτέλους;, του έστειλε.
Ίσως και να έχω ήδη βγει. Ίσως και να με γνωρίζεις. Ίσως και να είμαι άγνωστος. Ποτέ δεν ξέρεις. Ίσως και να με είδες, ίσως και όχι.
Μην παίζεις μαζί μου., σκέφτηκε. Μακάρι να μπορούσε να του το φωνάξει. Ήταν όμως σίγουρο πως δεν μπορούσε να κάτσει άλλο στον σταθμό. Μετά από μισή ώρα η υπομονή της, είχε εξαντληθεί και το κουράγιο δεν υπήρχε πια. Άρχισε να περπατάει νευρικά, με γρήγορα βήματα στον δρόμο, αδιαφορώντας για το αν την παρακολουθούσε ακόμα ο διαχειριστής. Ήθελε να παίξει με το μυαλό της; Ήθελε να σπάσει τα νεύρα της; Ναι, τα είχε καταφέρει περίφημα!
Περπατούσε γρήγορα λοιπόν, μέχρι να φτάσει στο σημείο που βρισκόταν η μηχανή της. Δεν αισθανόταν ασφαλής πλέον κι όσο πιο γρήγορα έφευγε από 'δω, τόσο πιο γρήγορα θα έφτανε στο σπίτι.
Ένα ελαφρύ χτύπημα στον ώμο, της έκοψε την ανάσα. Γύρισε αργά-αργά το κεφάλι της και τον είδε. Είδε τον Βίκτωρ.
Το σκοτεινιασμένο του βλέμμα, έλεγε πολλά. Την χτύπησε κατευθείαν σαν μαχαίρι στο στήθος.
-Δεν τον είδα. Το κάθαρμα, ξέρει καλά τι κάνει! Παίζει με τα νεύρα μας και του αρέσει αυτό.
-Κρυβόταν, Βίκτωρ. Ήταν έξω απ' το σταθμό, μου έστειλε μήνυμα και περιέγραψε ακριβώς τι φορούσα.
-Αλήθεια;, το βλέμμα του γέμισε απορία.
-Ναι. Εσύ με είδες;
-Φυσικά κρυβόμουν κι εγώ κάπου, για να μην με δει. Λες να με είδε κι εμένα;
-Ελπίζω πως όχι.
-Αλιόνα, σε μισή ώρα θα τον συναντήσω κι εγώ, στο ίδιο μέρος. Είμαι τόσο σίγουρος όμως πως δεν θα έρθει...
-Το ίδιο κι εγώ. Τζάμπα θα καθίσεις να τον περιμένεις, η αποστολή ήταν από μόνη της φιάσκο. Ήθελε απλά να μας εκνευρίσει, τίποτα άλλο. Ξέρει πως δεν τον συμφέρει ν' αποκαλυφθεί.
-Ναι. Ακούω κάτι... το κινητό σου έτσι;
-Μου ήρθε πάλι μήνυμα!
-Για πες. Τι σου γράφει ο βλάκας;
Σε ξεγέλασα! Νόμιζες ότι θα με συναντούσες τόσο εύκολα; Είσαι μάλλον περισσότερο αφελής, απ' όσο νόμιζα. Κρίμα για σένα! Στην αποστολή νούμερο 28, έχουμε ακόμα ένα κρυπτογράφημα. 9 0 1 13 0 25 15 21 18 0 5 14 4, αυτοί είναι οι αριθμοί κι εσύ καλείσαι να βρεις τις λέξεις που κρύβονται από πίσω. Έχεις 24 ώρες καλή μου, πιστεύω είναι ότι πρέπει για σένα. Εύχομαι επιτυχία!
Υ.Γ. Ελπίζω να μην έκανες καμία 'εξυπνάδα' πριν. Δεν κάλεσες την αστυνομία έτσι; Αν το έκανες θα το μάθω...
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top