Ημέρα 26η
Σαρκαστικός και ανισόρροπος, δύο επίθετα που χαρακτήριζαν τέλεια τον διαχειριστή. Η αποστολή νούμερο 25 το αποδείκνυε περίτρανα αυτό.
Η Αλιόνα ξεροκατάπιε. Σταδιακά, έμπαιναν σε πιο βαθιά νερά ως την τελευταία αποστολή, την πιο ακραία απ' όλες, εκεί όπου θα τερμάτιζε την ζωή της. Ήταν άνθρωπος όμως. Φοβόταν, φοβόταν όσο ποτέ. Για πρώτη φορά ο θάνατος βρισκόταν τόσο κοντά της, σχεδόν την άγγιζε και το παγωμένο του χέρι αγκάλιαζε την ψυχή της. Είχε φύγει, δεν ήταν εδώ.
Θα μπορούσε τώρα να ανοίξει την πόρτα, να μιλήσει στην μαμά. Να της τα πει όλα απ' την αρχή μέχρι το τέλος, να μην κρύψει τίποτα. Η μαμά θα ήξερε τι να κάνει, θα πήγαινε στην αστυνομία, θα τα έλεγε όλα στους αστυνομικούς κι εκείνη θα ήταν ασφαλής. Θεέ μου όμως αν το μάθαιναν στο σχολείο της και στην γειτονιά της; Αν μάθαιναν πως εκείνη είχε κολλήσει τις αφίσες στους τοίχους; Τότε δεν θα μπορούρε να κυκλοφορήσει, όλοι θα την κοιτούσαν με μισό μάτι, με λύπηση, μερικοί μάλιστα θα την χλεύαζαν για την ανοησία της!
Το θέμα θα έπαιρνε έκταση στις ειδήσεις, όλοι θα το μάθαιναν, θα την έδειχναν με το δάχτυλο και η Αλιόνα... δεν θα το άντεχε αυτό. Οπότε καλύτερα θα ήταν να ράψει το στόμα της και να περπατήσει μόνη πάνω στο μονοπάτι που η ίδια διάλεξε. Ή μάλλον όχι μόνη. Με τον Βίκτωρ!
Είσαι να πάμε μαζί στις ράγες του τρένου;, της έστειλε.
Την ίδια αποστολή σου έδωσε;
Ναι.
Να πάμε τότε. Τι ώρα λες;
Όποτε σε βολεύει.
Η Αλιόνα το σκέφτηκε. Δεν θα μπορούσε να ξεγλιστρήσει το απόγευμα από την μητέρα της, όπως έκανε τις άλλες φορές. Ούτε το πρωί την έπαιρνε να κάνει κοπάνα, γιατί είχε ήδη απουσίες από τότε που ήταν στο νοσοκομείο. Άρα έμενε μόνο μια λύση...
Θέλεις να πάμε τα ξημερώματα; Θα είσαι ξύπνιος;
Τόσο πρωί; Εντάξει, αν θέλεις τότε, θα είμαι ξύπνιος.
Κατά τις τρεις είναι καλά;
Ναι, μια χαρά.
Στην 'Μόσχα' έτσι;
Έτσι. Θα σε περιμένω.
Μόσχα ονομαζόταν ο σταθμός στην Αγία Πετρούπολη. Από εκεί έφευγαν τα τρένα για την πρωτεύουσα κι εκεί θα εκτελούσαν την επόμενη αποστολή τους. Έπρεπε όμως όλο αυτό να γίνει γρήγορα, για να μην υπάρχει κανένας κίνδυνος. Άραγε τέτοια ώρα ερχόντουσαν τρένα από την Αγία Πετρούπολη;
***
Είχε καταφέρει να το σκάσει αρκετές φορές από το σπίτι της, το βράδυ. Όμως αυτή τη φορά έπρεπε να είναι χίλιες φορές πιο προσεκτική. Και φυσικά δεν έπρεπε να την πάρει ο ύπνος.
Περίμενε λίγο, ώσπου ο ήχος της τηλεόρασης, οι φωνές του Φιοντορ και της μαμάς έπαψαν πια να ακούγονται. Όταν άνοιξε δειλά την πόρτα τα φώτα είχαν σβήσει.
Είχε βέβαια δυο ώρες στην διάθεση της, οπότε προτίμησε να ψάξει λίγο περισσότερα πράγματα στο ιντερνετ για το blue whale. Μπορεί να ήταν προετοιμασμένη για αυτά που θα αντικρίσει, όμως σίγουρα όταν εμφανίστηκαν τα αποτελέσματα στην ιστοσελίδα αναζήτησης, όλο το κουράγιο είχε πια χαθεί.
Εκατόν τριάντα έφηβοι από την Ρωσία, είχαν χάσει την ζωή τους μέχρι τώρα σε αυτό το παιχνίδι. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η Rina Palenkova, μια 17χρονη έφηβη στα τέλη του 2015, που λίγα λεπτά πριν τον θάνατο της πόσταρε μια φωτογραφία στα social media, όπου βρισκόταν σε σταθμό του τρένου. Χαμογελούσε και χαμογελούσαν και τα μάτια της ταυτόχρονα, μάλλον η ιδέα του θανάτου της έδινε την ίδια ευτυχία που δίνει στον ετοιμοθάνατο μια ελπίδα για ζωή.
Κάτω από την φωτογραφία έγραψε και μια λεζάντα. Αντίο! Ένα απλό, ξερό αντίο. Πολύ σκέτο για να περιγράψει τα συναισθήματα της. Κι ύστερα... πήδηξε μπροστά σε διερχόμενο τρένο, σαν να ήταν ένα παιχνίδι. Το παιχνίδι του θανάτου, για εκείνη και για πολλούς άλλους έφηβους παίκτες. Ο οδηγός προσπάθησε να σταματήσει το τρένο, μα δεν τα κατάφερε. Δεν πρόλαβε.
Άλλο παράδειγμα στις αρχές του 2017, η 15χρονη Yulia Konstantinova και η 16χρονη Nika Volkova, που πήδηξαν μαζί από κτήριο δεκατεσσάρων ορόφων. Η Yulia λίγο πριν τον θάνατο της ανέβασε στο Instagram την φωτογραφία μιας μπλε φάλαινας και η Nika στο προφίλ της στο *** (εφαρμογή που χρησιμοποιούσαν για να επικοινωνούν με τον διαχειριστή), έγραψε το εξής μήνυμα:
Κάθε νόημα έχει πια χαθεί...τέλος
Αυτά τα δυο παραδείγματα ανήκουν σε παιδιά σαν εκείνη. Παιδιά της καθημερινότητας, που έκρυβαν τα δικά τους προβλήματα, που ήταν πάνω κάτω στην ηλικία της, αδύναμα, αντικοινωνικά. Τα "απόβλητα" της κοινωνίας.
Άτομα που ήταν πρόθυμα να αρνηθούν το ύψιστο δώρο που τους είχε δώσει ο Θεός, δηλαδή την ζωή.
Μέσα όμως από τις πληροφορίες που άντλησε, κατέληξε σε ένα συμπέρασμα που την σόκαρε πιο πολύ απ' όλα. Ήταν εξαρτημένη, εξαρτημένη από εκείνο το απαίσιο παιχνίδι. Γούσταρε εκείνη την χαρά που έπαιρνε όταν κατάφερνε να φέρει σε πέρας κάποια επικίνδυνη αποστολή, γιατί πολύ απλά την εξιτάρει ο κίνδυνος. Και το χειρότερο ήταν ότι της άρεσε που κάποιος άνθρωπος, όπως ο διαχειριστής της έδινε συγχαρητήρια και αναγνώριζε την προσπάθεια που έκανε.
Και εν τέλει της άρεσε να φλερτάρει με την ιδέα του θανάτου. Όσο πιο κοντά έφτανε σε αυτή, τόσο πιο πολύ γοητευόταν, τόσο πιο πολύ έμοιαζε μ' εκείνα τα παιδιά που διάβασε στο ίντερνετ. Ιδιαίτερα με το κορίτσι που χαμογελούσαν τα μάτια του...
***
Η ίδια σιωπή. Το ίδιο σκοτάδι. Η ίδια διαδικασία ξανά και ξανά. Κατεβαίνει προσεκτικά κάτω, παίρνει την τσάντα της, το κινητό και τα κλειδιά της. Πρέπει να πάει στην αποθήκη, να πάρει την μηχανή για να φύγει. Αν το καλοσκεφτεί δεν είναι τόσο δύσκολο, πιθανότατα θα τα καταφέρει.
Και όντως το κάνει. Είναι τόσο σίγουρα πως δεν θα την αντιληφθούν, που τώρα πια δεν περπατάει τόσο αθόρυβα. Κινείται κανονικά, σαν να βγαίνει μια βόλτα! Βάζει το κλειδί στην μίζα της μηχανής, το κράνος το παρατάει στην αποθήκη. Αν η τύχη ήταν με το μέρος της κι αυτό το βράδυ, δεν θα συναντούσε αστυνομικούς στον δρόμο...
Αχ είναι τόσο ωραία όταν ξεφεύγεις... δεν σε νοιάζει απλά. Νιώθεις ελεύθερος, αναπνέεις έναν άλλον αέρα, είσαι ρε παιδί μου ανεξάρτητος από κάθε πλευρά. Ούτε δίνεις μια για το τι θα πουν, ούτε ακούς τους άλλους γύρω σου, όσο κι αν φωνάζουν. Εσύ θέλεις να κάνεις το δικό σου κι όσο και να λένε, πάλι το δικό σου θα κάνεις στο τέλος. Μήπως έτσι δεν είμαστε όλοι;
Η Αλιόνα λοιπόν γνωρίζει ότι θα πεθάνει, γι' αυτό αδιαφορεί. Της έχει μείνει ακόμα τόσο λίγος χρόνος που τώρα πια η λέξη "συνέπεια" είναι παρελθόν. Μόνο η ουσία απομένει. Πρέπει να ζήσει! Λίγες μέρες έχει ακόμα, ας ζήσει τουλάχιστον.
Ο Βίκτωρ την περιμένει, είναι στον σταθμό με το δειλό χαμόγελο και τα πράσινα μάτια που λάμπουν. Κουβαλάει τα δικά του ζόρια κι αυτός, η Αλιόνα όμως φοβάται να τον κοιτάξει. Πάντα στο βλέμμα του έβλεπε τον θάνατο χαραγμένο, δεν 'πα να 'χε το πιο φωτεινό, το πιο ζωηρό χαμόγελο του κόσμου; Ακόμα και το χρώμα στο δέρμα του μαρτυρούσε θάνατο. Τόσο χλωμός...
-Ήρθα!, του είπε.
-Γεια. Κεφάτη σε βλέπω.
-Και είμαι.
-Λίγο περίεργο, αν σκεφτείς ότι θα περπατήσουμε πάνω στις ράγες του τρένου τώρα.
-Ξέρεις αν φεύγει ή αν έρχεται τρένο στις τρεις;
-Όχι, το τσέκαρα όλα εντάξει δεν κινδυνεύουμε. Θα σου έστελνα αν ήταν.
-Ωραία. Νιώθω λίγο άβολα όμως τώρα.
-Γιατί; Θα περπατήσουμε μαζί, θα σε πιάσω από το χέρι και θα είσαι μια χαρά. Υπόσχομαι.
-Πάω να κάνω τρέλα τώρα, αλλά δεν γίνεται κι αλλιώς. Βίκτωρ, ας τελειώνουμε όσο πιο σύντομα μπορούμε, αυτό το μέρος σαν να με πνίγει λίγο.
-Όπως θες. Πάμε.
Με ένα βήμα πέρασαν την κίτρινη γραμμή ασφαλείας και κατέβηκαν κάτω, στις ράγες. Ο Βίκτωρ, λες και το διαισθάνθηκε πως έτρεμε, την έπιασε προστατευτικά από το χέρι. Έπρεπε να φανούν ψύχραιμοι, για να μην τους καταβάλλει το άγχος τους.
-Θέλω να σε ρωτήσω κάτι.
-Ότι θέλεις.
-Βίκτωρ, πως είχες βρει τότε το τηλέφωνο μου. Με είχες πάρει από απόρρητο πριν λίγο καιρό, το θυμάσαι;
-Α ναι, ναι! Θα σου πω. Ο αδερφός σου, ο Φιοντορ με ξέρει. Με τον ξάδερφο μου, πάνε μαζί, στην ίδια τάξη. Ε, εγώ πάω και παίρνω τον Άλεξ απ' το σχολείο. Μια μέρα θυμάμαι σας είχα δει με τον Φιοντορ, πάνω στην μηχανή και κατάλαβα πως είστε αδέρφια. Του είπα ότι είμαστε φίλοι αλλά είχα χάσει το τηλέφωνο σου. Μετά καταλαβαίνεις πως πήγε το πράγμα.
-Εκείνος στο έδωσε! Δεν το περίμενα αυτό.
-Κι όμως. Μένουμε σχετικά κοντά, ο ξάδερφος μου πάει στο σχολείο της περιοχής σου.
-Α, μάλιστα.
-...
-Πως νιώθεις τώρα;
-Σαν να χτυπάει πολύ δυνατά η καρδιά μου. Είναι σκοτάδι, έχει ησυχία, σ' έχω δίπλα μου. Παρόλ αυτά νιώθω πως κάτι θα μου συμβεί...
-Μην σκέφτεσαι έτσι. Όπως είπες είμαι εγώ δίπλα σου και θα είμαι για όσο μπορώ. Θα είμαστε μαζί.
-Αυτό είναι που θέλεις;
-Ναι. Είμαι σίγουρη ότι αυτό θέλω!
-Να βγάλουμε την φωτογραφία;
-Ναι.
Η Αλιόνα πήρε με την κάμερα τις ράγες και τα πόδια της πάνω τους. Στην στιγμή της ήρθε μια μακάβρια σκέψη. Άραγε αν περνούσε ένα τρένο εκείνη την ώρα, τι θα έκαναν; Θα προλάβαιναν να σωθούν;
-Αλιόνα, μου δίνεις χαρά. Κάθε φορά που σε κοιτάζω και κάθε φορά που σου μιλάω, χαίρομαι και ελπίζω. Ελπίζω στην ζωή, νιώθω πως έχω δικαίωμα να ζήσω για πολύ καιρό ακόμα. Κι ας διάλεξα άλλον δρόμο. Ίσως τελικά να μου βγήκε σε καλό αυτό, αφού σε γνώρισα!
-Αλήθεια το λες;
-Πιο αλήθεια δεν γίνεται. Δεν θα πω όμως περισσότερα, γιατί νομίζω είναι νωρίς. Θέλω να σε γνωρίσω κι άλλο πρώτα, να σε μάθω καλά. Αν με αφήσεις κι εσύ βέβαια...
-Έχεις το ελεύθερο από μένα.
Ήταν η ώρα. Εκείνος γύρισε και την αγκάλιασε σφιχτά, απελπισμένα σχεδόν. Δεν ήθελε να την χάσει, ούτε ήταν έτοιμος για να δώσει ένα τέλος σε όλο αυτό. Αντίθετα έψαχνε για μια ελπίδα, για μια σωτηρία που θα τον κρατούσε ακόμα στο παιχνίδι. Όχι στο παιχνίδι της μπλε φάλαινας, αλλά σ' εκείνο της ζωής.
Πάνω που πήγαινε να την φιλήσει ακούστηκε ένα ξαφνικό κουδούνισμα. Και στα δυο κινητά.
Η Αλιόνα ήταν αυτή που το άνοιξε πρώτη.
Μπράβο! Άλλος ένας στόχος που κατάφερες να κάνεις πραγματικότητα. Είδες που δεν είναι τόσο δύσκολο πια; Στο τέλος δεν θα βλέπεις την ώρα να σου αναθέσω την επόμενη αποστολή! Τώρα, στην αποστολή νούμερο 26 θέλω από σένα να κάνεις κάτι απλό, πολύ απλό. Έναν όρκο μονάχα, πρέπει να ορκιστείς πως είσαι φάλαινα. Αρκεί να μου στείλεις ένα βίντεο, να το έχω κι εγώ. Όχι κάτι το δύσκολο ε; Για σένα μάλλον είναι παιχνιδάκι. Εύχομαι να τα καταφέρεις τόσο εύκολα όπως και τώρα. Έχεις 24 ώρες, μην το ξεχνάς!
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top