Ημέρα 21η

-...

-Έλα να την κάνουμε μαζί!

-Εντάξει Βίκτωρ. Μαζί. Η πρώτη αποστολή που θα κάνουμε οι δυο μας. Έλα., του είπε.

Κάθισαν πάνω στα κάγκελα της γέφυρας, με τον ποταμό Νέβα να περνά ακριβώς κάτω από τα πόδια τους. Η θέα ήταν πανέμορφη μόνο που η Αλιόνα λόγω της υψοφοβίας της είχε αδράξει με το χέρι τα κάγκελα, τόσο δυνατά που το δέρμα της πάνιασε. Δεν ήθελε να βλέπει κάτω, γιατί αν έβλεπε θα την έπιανε αμέσως κρίση πανικού. Πήρε μια βαθιά ανάσα και τον κοίταξε.

-Όμορφα είναι εδώ. Σ' αρέσει;

-Βικτωρ, να βγάλουμε την φωτογραφία που θέλει;

-Ναι, βέβαια. Μήπως φοβάσαι;

-Εγώ τι να φοβάμαι καλέ; Μια χαρά είμαι.

Ξαφνικά ο Βίκτωρ της έπιασε το χέρι και το έσφιξε. Το δικό του ήταν τόσο παγωμένο!

Η Αλιόνα ήξερε πως αν δεν της το έπιανε, μπορούσε να χάσει την ισορροπία της και να βρεθεί ξαφνικά μέσα στα σκοτεινά και παγωμένα νερά του ποταμού. Τράβηξε μια φωτογραφία με τα πόδια της στον αέρα κι αυτή ήταν η μοναδική φορά που κοίταξε κάτω. Ζαλίστηκε.

-Ει! Φοβάσαι τα ύψη;

-Όχι!, του απάντησε απότομα και κατέβηκε από τα κάγκελα πριν εκείνος καταλάβει τον φόβο της.

-Καλά, ότι πεις. Θες να πάμε κάπου να φάμε;

-Ναι. Έστειλες την φωτογραφία στον διαχειριστή;

-Μόλις τώρα.

-Κι εγώ. Φύγαμε.

Ξαφνικά την έπιασε πάλι από το χέρι, σφιχτά, χωρίς όμως να την κοιτάξει. Η Αλιόνα δεν ήξερε τι να κάνει κι έτσι απλά άφησε το χέρι της μέσα στο δικό του.

Περπάτησαν μέχρι τον κεντρικό δρόμο της Αγίας Πετρούπολης, εκεί που είχε τα περισσότερα μαγαζιά για να κάτσουν κάπου. Ο Βίκτωρ μάλλον δεν νοιαζόταν που θα πάνε, ούτε εκείνη όμως.

Κάθισαν σε μια καφετέρια κι εκείνος επιτέλους της άφησε το χέρι. Προσπαθούσε να καταλάβει απ' το βλέμμα του πως νιώθει, Δύσκολο πράγμα να ψυχολογήσεις κάποιον κι ειδικά αυτόν.

-Μου ήρθε μήνυμα., της είπε.

-Από τον διαχειριστή;

-Ναι. Πρέπει να σου ήρθε κι εσένα.

-Κάτσε να τσεκάρω.

Και στους δυο είχε έρθει την ίδια ώρα!

Μπράβο! Περνάς λοιπόν στην αποστολή νούμερο 21. Θέλω τώρα να σταθείς στην πιο ψηλή στέγη που ξέρεις. Στην άκρη της στέγης. Κι ύστερα θα βγάλεις μια φωτογραφία, μέσα σε 24 ώρες και θα μου τη στείλεις. Βιάσου, ο χρόνος κυλά. Εύχομαι επιτυχία!

-Βίκτωρ, αυτή την αποστολή δεν την είχαμε ξανακάνει; Κάπου την θυμάμαι.

-Ναι, αλλά έχει μια διαφορά. Τώρα θα κάτσεις στην άκρη, δηλαδή γίνεται πιο δύσκολο. Αν θες, το κάνουμε μαζί. Έχεις υψοφοβία;

-Που το κατάλαβες αυτό;

-Στην γέφυρα, φαινόταν ότι φοβήθηκες.

-Ναι,ε;

-Όταν φοβάσαι σε κάποια αποστολή, πες το μου για να την κάνουμε μαζί. Δεν είναι ωραία ιδέα;

-Πολύ. Σ' ευχαριστώ Βίκτωρ.

-Για πες μου για σένα. Απ' ότι έχω καταλάβει δεν μένουμε πολύ μακριά, οπότε μπορούμε να βγαίνουμε μαζί.

-Ναι, φυσικά. Αν το θέλεις.

Συζήτησαν αρκετή ώρα για το παιχνίδι και για τη ζωή τους όμως και οι δυο απέφυγαν να αγγίξουν το πιο ευαίσθητο θέμα: τον λόγο που μπήκαν στη μπλε φάλαινα.

Δεν τον ξέρω τόσο πολύ ώστε να του ανοιχτώ..., σκεφτόταν εκείνη.

Δεν χρειάζεται να την ψυχοπλακώνω με τα δικά μου..., σκεφτόταν εκείνος.

Και κάπως έτσι η συζήτηση έφτασε στο τέλος της κι ετοιμάστηκαν να γυρίσουν στα σπίτια τους.

-Ένα πράγμα δεν μου είπες Αλιόνα.

-Τι πράγμα;

-Πότε θα σε ξαναδώ.

-Ε, δεν ξέρω, προτιμώ να τηλεφωνηθούμε καλύτερα.

-Θέλεις να με ξαναδείς;

Την κοίταξε στα μάτια μ' εκείνο το έντονο βλέμμα του κι ήταν ομολογουμένως τόσο όμορφος. Η Αλιόνα αισθανόταν να χάνει τη γη κάτω από τα πόδια της. Είχε ερωτευτεί ξανά, άραγε;

-Θέλω, πάρα πολύ. Βίκτωρ, είσαι πολύ συμπαθητικός και μου αρέσει να μιλάμε. Οπότε μάλλον θα τηλεφωνηθούμε για να κανονίσουμε, τι λες κι εσύ;

-Ωραία! Χαίρομαι. Θες μήπως να σε πάω σπίτι με τη μηχανή μου;

-Έχω έρθει με τη δική μου μηχανή το ξέχασες;

-Α, ναι! Θα γυρίσουμε στη γέφυρα, έτσι;

-Ναι.

Της έπιασε και πάλι το χέρι, σαν να γνωριζόντουσαν από παλιά και περπάτησαν μαζί ως τη γέφυρα. Για πρώτη φορά στη ζωή της, η Αλιόνα αισθάνθηκε μια σιγουριά, μια ασφάλεια που κανείς ως τώρα δεν κατάφερε να της παρέχει. Όπως έπεφτε το φως του φεγγαριού στο πρόσωπο του, γινόταν ακόμα πιο όμορφος, ακόμα πιο μυστήριος.

Ήθελε να μάθει τα πάντα γι' αυτόν.

Εκείνος όταν έφτασαν μπροστά από τη μηχανή της, την χαιδεψε τρυφερά στα μαλλιά και της χαμογέλασε. Φαινόταν σοβαρός, σε αντίθεση με τα παιδιά της ηλικίας του, ίσως δεν βιαζόταν να προχωρήσει. Κι αυτό ήταν ακόμα ένα "συν" για τον Βίκτωρ.

-Αλιόνα, χαίρομαι που τα είπαμε. Δεν βλέπω την ώρα να σε ξαναδώ! Αισθάνομαι τόσο όμορφα δίπλα σου, λες και σε ήξερα από παλιά.

-Περίεργο όμως. Μου φαίνεται περίεργο το να γνωρίζεις ανθρώπους και να αισθάνεσαι πως τους ήξερες από πάντα. Λες να συναντηθήκαμε σε προηγούμενη ζωή;

-Δεν το αποκλείω.

-Χα, για φαντάσου. Λοιπόν Βίκτωρ, πήγε αργά, είναι ώρα να γυρίσω σπίτι. Θα τα πούμε!

-Γεια, καλό σου βράδυ...

-Επίσης!

                                                                                                          ***

Ήταν χαρούμενη. Για πρώτη φορά στη ζωή της, είχε βρει έναν άνθρωπο με τον οποίο μπορούσε να ταιριάξει, έναν άνθρωπο που συζητούσε μαζί του και την καταλάβαινε. Δεν ρωτούσε πολλά, δεν μιλούσε πολύ, μα ήταν καλός ακροατής, αυτό της έφτανε. Χαμογελούσε όμορφα, ήταν ευγενικός...

Δεν μπορούσε βέβαια να μην τον συγκρίνει για μια στιγμή με τον Ιβαν. Ο Ιβαν ήταν ναι μεν ευγενικός και καλός, μα τόσο αδιάφορος. Μάλλον την έβλεπε απλά σαν φίλη.

Είχε πέσει από ώρα το σκοτάδι κι εκείνη αύξησε ταχύτητα για να φτάσει γρήγορα σπίτι. Χαμογελούσε ήταν μες την καλή χαρά.

Όσο όμως πλησίαζε στην γειτονιά της, τόσο οι χτύποι της καρδιάς αυξάνονταν σταδιακά, τόσο ένιωθε στο στήθος ένα τσίμπημα που γινόταν όλο και πιο δυνατό. Τι είχε πάθει επιτέλους;

Ήταν στην τελική ευθεία, έξω από την αποθήκη, έτοιμη ν' αφήσει την μηχανή, όταν είδε με την άκρη του ματιού της μια παράξενη σκιά έτοιμη να περάσει τον δρόμο. Γύρισε απότομα το κεφάλι για να δει καλύτερα και ξαφνικά αντίκρισε τον αδερφό της. 

Την ίδια στιγμή, από απέναντι ερχόταν ένα μεγάλο φορτηγό. Η Αλιόνα μπορούσε να το δει, ο Φιοντορ όμως γιατί όχι;

Περπατούσε με σίγουρα βήματα μπροστά, δεν έδειχνε ν' αντιλαμβάνεται τον κίνδυνο.  Όταν τον κοίταξε καλύτερα, παρατήρησε ότι τα μάτια του ήταν μισάνοιχτα κι είχε εντελώς ανέκφραστο πρόσωπο.

Ο χρόνος σταμάτησε. Η καρδιά της όμως όχι!

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top