Ημέρα 19η
Δεν είσαι παιδί μας...
Η κουβέντα αυτή αντηχούσε μέσα στο μυαλό της, κάνοντας έναν τρομερά εκκωφαντικό θόρυβο. Που μόνο εκείνη άκουγε.
Ψέματα ήταν όλα λοιπόν; Κι η ζωή της ψέμα ήταν; Όχι, όχι αυτό δεν μπορούσε να το δεχτεί! Εκείνοι οι άνθρωποι την μεγάλωσαν με αγάπη κι ας μην ήταν κόρη τους. Ήξερε πως δεν έχει τόση σημασία το ποιος σε φέρνει στον κόσμο, αλλά το ποιος σε μεγαλώνει μα εκείνη ήθελε να μάθει για τους βιολογικούς της γονείς.
Τους βιολογικούς της γονείς... ακόμα δεν μπορούσε να το συνειδητοποιήσει.
Πίσω από την κλειστή πόρτα εκείνη υπέφερε, χωρίς να μιλά ενώ ακριβώς από κάτω βρισκόταν η 'μητέρα' της μαζί με τον αδερφό της, ήταν στο σαλόνι κι έβλεπαν τηλεόραση εντελώς αμέριμνοι.
Πάτησε το play ξανά για να ακούσει και την υπόλοιπη ηχογράφηση.
Ήταν μια περίοδος πολύ δύσκολη για μας, καθώς είμασταν παντρεμένοι έξι χρόνια κι ακόμα δεν είχαμε κάνει παιδί. Οι εξετάσεις έδειξαν ότι κανείς από τους δύο μας δεν είχε πρόβλημα, μπορούσαμε κι οι δύο να τεκνοποιήσουμε. Όμως αυτό άργησε πάρα πολύ. Βγάλαμε βιαστικά συμπεράσματα, πιστέψαμε πως ήταν θέλημα Θεού να μην κάνουμε ένα δικό μας παιδί, αλλά αυτό δυστυχώς ή ευτυχώς δεν μπορέσαμε ποτέ να το δεχτούμε. Κι έτσι αποφασίσαμε να υιοθετήσουμε ένα! Πήγαμε στην πόλη, σ' ένα ίδρυμα με παιδάκια που οι γονείς τους τα είχαν εγκαταλείψει για τον έναν ή για τον άλλον λόγο, δεν έχει σημασία. Κι εκεί...σε είδε η μαμά. Ήσουν μόλις δυο ετών. Καθόσουν μόνη σε μια γωνία, τόσο ήρεμη και όμορφη. Η υπεύθυνη του ιδρύματος μας αποκάλυψε πως μια νύχτα του χειμώνα σε άφησε στα σκαλιά η μητέρα σου, η βιολογική. Την είδε η ίδια να σε αφήνει, από το παράθυρο της και φώναξε στην γυναίκα. Όμως εκείνη εξαφανίστηκε αμέσως μέσα στη νύχτα. Ήταν πολύ νέα Αλιόνα, έτσι μας είπε η υπεύθυνη. Μάλλον γι' αυτό σε άφησε. Μην το ψάξεις περισσότερο κόρη μου, δεν θα βρεις άκρη. Μπορεί η μητέρα σου να μην είναι καν Ρωσίδα, μπορεί να είναι ξένη. Εγώ σου είπα την αλήθεια, αλλά τα βράδια δεν θέλω να τυρρανιέσαι, να το σκέφτεσαι πολύ και να ψάχνεσαι. Ασ' το απλά, προσπάθησε να το ξεχάσεις. Σ' αγαπάμε πολύ παιδί μου. Κατά βάθος φοβάμαι ότι μια μέρα θα μας παρατήσεις για να ψάξεις να βρεις τους αληθινούς σου γονείς, αλλά πάλι ξέρω ότι δεν θα μας ξεχάσεις ποτέ. Εν τέλει κάνε ότι νομίζεις δεν θα σ' εμποδίσω. Εσύ, η μητέρα σου και ο αδερφός σου θα είστε πάντα στην καρδιά μου. Όσο ζω, θα σας προσέχω....
Σ' αγαπώ πολύ!
Όσο ζω θα σας προσέχω... που να το ήξερε πως δεν θα ζήσει για πολύ. Ο καημένος.
Κάθισε στην άκρη του κρεβατιού της άδεια από συναισθήματα. Η Ελίνα δεν ήταν μητέρα της και με τον Φιοντορ δεν είχαν το ίδιο αίμα. Αλλά τι πειράζει; Μήπως δεν μεγάλωσε μαζί τους; Μήπως την ξεχώρισαν από το πραγματικό τους παιδί; Όχι...
Άρα ποιος ο λόγος να ψάξει για την μάνα που δεν νοιάστηκε ποτέ; Ποιος ο λόγος να βρει τους βιολογικούς της γονείς, όταν δεν είχαν τίποτα να της δώσουν, ούτε καν λίγη αγάπη.
Θεέ μου ήθελε χρόνο για να τα συνειδητοποιήσει όλα αυτά! Μα ο χρόνος μέχρι την επόμενη αποστολή σιγά σιγά τελείωνε...
Έπρεπε λοιπόν να κάνει κάτι που θα την πονούσε σε σημείο τρέλας, όπως έλεγε ο διαχειριστής. Λοιπόν τι θα μπορούσε να κάνει; Ιδέα δεν είχε!
Σε καμία όμως περίπτωση δεν θα χρησιμοποιούσε τον 'πατέρα' της για να πετύχει σε μια αποστολή. Άρα το cd που μόλις είχε ακούσει, μπήκε στην άκρη.
Ήταν τόσο απλό... τόσο μα τόσο απλό και τώρα ήρθε στο μυαλό της. Πόσο εύκολα μπορεί να γίνουν όλα αν σκεφτούμε και λίγο παραπέρα απ' Το συνηθισμένο τρόπο σκέψης μας;
Πήρε το κινητό της κι άρχισε να γράφει ένα μήνυμα προς τον διαχειριστή.
Νομίζεις ότι αυτά που έκανα ως τώρα, μέσα στο παιχνίδι, δεν με τρελαίνουν; Δεν με πονάνε; Όσο είμαι μια φάλαινα εξευτελίζομαι, κοιτάζω φωτογραφίες και βίντεο του εαυτού μου κι αναρωτιέμαι αν όντως είμαι εγώ. Η απόφαση να μπω στο παιχνίδι ήταν από μόνη της μια τρέλα, κάτι που με πόνεσε πολύ. Ζω τώρα ή μάλλον φυτοζωώ ποδοπατώντας τον εαυτό μου μέσα από τις αποστολές σας. Τι άλλο πιο τρελό και πιο θλιβερό θέλετε;
Έστειλε λοιπόν τη ριψοκίνδυνη απάντηση της, χωρίς να λογαριάζει τίποτε. Τώρα το αν θα τη δεχτεί ή δεν θα την δεχτεί ο διαχειριστής ήταν δικό του θέμα.
Ένα ξαφνικό χτύπημα στην πόρτα την έκανε να αναπηδήσει τρομαγμένη.
-Παιδί μου; Τι κάνεις;
-Μια εργασία για το σχολείο σου είπα.
-Μπορώ να μπω μέσα;
-Όχι ακόμα, θα σου πω εγώ πότε να 'ρθεις.
-Εντάξει. Αν θες να μας βρεις, θα είμαστε κάτω στο σαλόνι!
Λίγο περισσότερο να είχε μείνει η Ελίνα και θα άκουγε την ειδοποίηση στο κινητό της. Είχε έρθει μήνυμα από τον διαχειριστή...
Έξυπνη η απάντηση σου, γι' αυτό και είναι δεκτή. Δεν περίμενα να αντιδράσεις έτσι, αλλά εντάξει είναι κι αυτό μια άποψη. Ίσως το παιχνίδι μας να είναι η σωστή απάντηση στην αποστολή 18. Στην 19 όμως θέλω να ελέγξω πόσο μπορώ να σε εμπιστευτώ. Άρα εσύ θα πρέπει να κάνεις κάτι για μένα, δηλαδή να φτιάξεις 13 αφίσες με το λογότυπο blue whale και μια φάλαινα μπροστά μπροστά, ζωγραφισμένη. Αυτές οι 13 αφίσες, μέχρι αύριο το απόγευμα πρέπει να είναι κολλημένες στους τοίχους του σχολείου σου. Όταν πας το πρωί θα βγάλεις και μια φωτογραφία, να τις δω. Πρόσεξε: πρέπει να τις δουν και όλοι οι μαθητές του σχολείου! Καλή τύχη!
Να κολλήσει 13 αφίσες στο σχολείο χωρίς να την αντιληφθεί κανείς; Πως θα μπορούσε να το κάνει αυτό;
Μόνο το βράδυ γινόταν να πάει, μα πάντα απ' έξω υπήρχε ένας νυχτοφύλακας που πρόσεχε το σχολείο. Κι ήταν πολύ δύσκολο να του αποσπάσει την προσοχή μαζί με τα κλειδιά.
Ζύγισε κάπως τα πράγματα. Τρόπο δεν είχε βρει για να βγάλει από τη μέση τον νυχτοφύλακα, όμως δεν την ένοιαζε τόσο αυτό, κάτι θα σκεφτόταν.
Έπρεπε να γίνει σήμερα, αργά το βράδυ.
Κατέβηκε με φόρα τις σκάλες για να πάει στο σαλόνι και να μιλήσει στην Ελίνα.
-Ε, μαμά εγώ θέλω να κοιμηθώ τώρα.
Μητέρα και γιος παρακολουθούσαν μια κωμωδία και ούτε που κατάλαβαν την παρουσία της.
-Μαμά!
-Έλα παιδί μου. Θες κάτι;
-Εγώ, λέω, θα πάω να κοιμηθώ.
-Από τόσο νωρίς;
-Ναι είμαι κουρασμένη.
-Δεν θες να κάτσεις λίγο μαζί μας; Έχει πλάκα αυτή η ταινία.
-Όχι, νυστάζω. Φιοντορ φάε πιο προσεκτικά το ψωμί, πέφτουν ψίχουλα κάτω.
Η Αλιόνα πέταξε ένα 'καληνύχτα', ύστερα αποσύρθηκε στο δωμάτιο της. Όμως ακριβώς τότε παρατήρησε κάτι παράξενο: και την Ελίνα και τον Φιοντορ τους κοιτούσε με μισό μάτι, σαν να τους έβλεπε πρώτη φορά. Της φαινόταν τόσο ψεύτικη η σύντομη συζήτηση που είχε με την γυναίκα που αποκαλούσε πριν λίγα λεπτά 'μαμά'. Τώρα έμοιαζαν όλα στημένα, σαν σε θέατρο.
Ήταν ακριβώς εννιά το βράδυ, συνολικά είχε πέντε ώρες στη διάθεσή της μέχρι να φτιάξει τις 13 αφίσες και να πάει στο σχολείο.
Κλειδώνει σιγανά την πόρτα για να βεβαιωθεί ότι δεν θα την ενοχλήσει κανείς. Το τηλέφωνο κουδουνίζει στην πιο ακατάλληλη στιγμή. Ή μήπως στην πιο κατάλληλη;
Έχει έρθει μήνυμα. Στην αρχή το μάτι της πέφτει πάνω σε νούμερα που μοιάζουν με τηλέφωνο και μετά καταλαβαίνει ότι σίγουρα πρόκειται για το τηλέφωνο του Βίκτωρ.
Θα ήθελες να βρεθούμε αύριο στις έξι, στη γέφυρα; Είναι καλά τότε;
Ήθελε τόσο να τον δει, ν' ακούσει τη φωνή του ξανά. Γιατί έπρεπε να το σκεφτεί πολύ;
Του έστειλε σχεδόν αμέσως την απάντηση της.
Είναι μια χαρά. Στις έξι θα 'μαι εκεί. Καληνύχτα.
Μη μου πεις ότι θα κοιμηθείς από τώρα., ήταν η δική του απάντηση.
Θα βγω με μια φίλη τώρα. Ίσως γυρίσω πολύ αργά.
Α μάλιστα. Να περάσεις όμορφα, λοιπόν. Καληνύχτα.
Ευχαριστώ. Επίσης.
Ήρεμη τώρα πια, έψαξε στη ντουλάπα της για χαρτιά Α3 που είχαν και μετά από ένα λεπτό έβγαλε από μέσα ένα μεγάλο πράσινο πακέτο.
Η κασετίνα της με τους πολύχρωμους ανεξίτηλους μαρκαδόρους ήδη βρισκόταν πάνω στο γραφείο. Ήταν έτοιμη λοιπόν να σχεδιάσει μια αφίσα και να τυπώσει τις άλλες 12.
Ευτυχώς που στο δωμάτιο της είχε εκτυπωτή και δεν θα χρειαζόταν να κατέβει κάτω...
***
Ώρα δύο μετά τα μεσάνυχτα. Η πόλη ήσυχοι κι οι δρόμοι έρημοι. Εκείνη τι έκανε μες το σκοτάδι;
Περίμενε τόσες ώρες να αποκοιμηθούν η Ελίνα και ο Φιοντόρ για να το σκάσει από το σπίτι. Μόλις έσβησαν όλα τα φώτα και κάθε θόρυβος έσβησε πια, τότε τόλμησε να ξεμυτίσει. Στα χέρια της κρατούσες μαύρη τσάντα πλάτης, που είχε μέσα σελοτέιπ, φακό και αφίσες. Το κινητό της το είχε στη τσεπη για κάθε ενδεχόμενο.
Δεν δυσκολεύτηκε να το σκάσει από το σπίτι, ούτε να πάει στην αποθήκη για να πάρει τη μηχανή.
Τώρα τρέμοντας -και όχι από το κρύο- έτρεχε στους δρόμους της Αγίας Πετρούπολης με προορισμό το σχολείο. Ακόμα δεν είχε ιδέα πως θα αποσπάσει την προσοχή του νυχτοφύλακα!
Αλλά δεν είχε άλλη επιλογή πέρα απ' το να κάνει αυτό που της ζητούσαν. Περνούσε κι άφηνε δρόμους, μα της της φαινόταν σαν να τα έβλεπε όλα για πρώτη φορά. Ίσως επειδή είχε μάθει την αλήθεια. Εκείνη την αλήθεια που της έκρυβαν 14 χρόνια σχεδόν, από τότε που την πήραν απ' το ίδρυμα.
Ένιωθε τώρα πως δεν είχε γονείς. Λες κι ήταν παιδί του ανέμου, αυτού που την πάγωνε απόψε καθώς έτρεχε. Όλα ψέματα λοιπόν... μπορούσαν τόσο καιρό να της πουν την αλήθεια, μα όχι! Προτίμησαν να την κρατήσουν στο σκοτάδι! Φέρθηκαν τελείως εγωιστικά!
Η Αλιόνα είχε μεγάλο θυμό μέσα της, με όλους. Αλλά δεν ήταν ώρα για να αναλύσει πως ένιωθε, θα το έκανε αυτό όταν θα γυρνούσε σπίτι, στο δωμάτιο της.
Όπως έφτασε έξω από το σχολείο, είδε έναν μεγαλόσωμο άντρα έξω από την πόρτα. Αυτόν λοιπόν έπρεπε να βγάλει από τη μέση.
Ήταν γύρω στα σαράντα, ψηλός και σωματώδης. Η Αλιόνα πρέπει να είχε ακούσει τ' όνομα του μα δεν το θυμόταν καθόλου.
Ο άγνωστος κάρφωσε το βλέμμα του πάνω της...κι εκείνη τότε κατάλαβε πως ήταν αδύνατον. Ήταν αδύνατον να τον απομακρύνει από εκεί και να του αποσπάσει τα κλειδιά!
Θα μπορούσε φυσικά να τον χτυπήσει με κάτι έτσι ώστε να μείνει αναίσθητος για λίγο, όμως μετά; Μετά τι θα έκανε; Οι αφίσες που θα κολλούσε στους τοίχους, μέχρι το πρωί θα είχαν εξαφανιστεί!
Και ο διαχειριστής ήθελε να τις δουν όλοι οι μαθητές...
Έκανε επιτόπου μεταβολή απελπισμένη. Το σχέδιο της είχε ναυαγήσει πριν καν εκτελεστεί.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top