Ημέρα 16η

Όλα καλά; Αναρρώνεις; Λοιπόν ήρθε η ώρα για την 16η αποστολή, ελπίζω να είσαι έτοιμη. Θέλω απλά να πάρεις μια βελόνα και να κόψεις πολλές φορές το χέρι σου με αυτήν. Δεν είναι κατι δύσκολο για σένα, το έχεις κανει και με ξυραφάκι. Ξέρεις τώρα, έχεις 24 ώρες για να μου στείλεις μια φωτογραφία. Καλή τύχη και καλή δύναμη!

Υ.Γ. Μένουν ακόμα 34 μέρες, μέχρι την τελευταία σου αποστολή. Έχεις 34 μέρες ώσπου να φτάσεις στο τέλος, στον θάνατο σου. Συνέχισε έτσι.

Είχε ξημερώσει πια κι ήταν η μέρα που θα έβγαινε από το νοσοκομείο. Ήταν η μέρα που θα γυρνούσε ξανά στο σπίτι της και στην κανονική της ζωή. Ένας Θεός ήξερε όμως πόσο δεν το ήθελε αυτό, πόσο ήθελε να μείνει κλεισμένη εκεί μέσα. Τώρα θα έπρεπε να αντιμετωπίσει την πραγματικότητα όπως έχει, δεν υπήρχε άλλη επιλογή, το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να συνεχίσει τις αποστολές. Στο σπίτι σίγουρα θα έβρισκε την βελόνα που χρειάζεται.

Για να ξεφύγει λίγο από αυτή τη σκέψη αποφάσισε να μπει στο μεσσεντζερ (εφαρμογή του Facebook για όσους δεν ξέρουν), για να τσεκάρει τα μηνύματα της. Μόλις είδε το μήνυμα του Ιβαν, πάτησε αμέσως πάνω για να το δει.

Η Γκαλίνα μας είπε ότι είσαι στο νοσοκομείο. Εύχομαι να αναρρώσεις γρήγορα και να επιστρέψεις στο σχολείο, γιατί ήδη μας λείπεις. Σιδερένια Αλιόνα! Σε περιμένω πως και πως.

Ένα μεγάλο χαμόγελο εμφανίστηκε στο πρόσωπο της. Ο Ιβαν ήθελε να την δει, του είχε λείψει! Ίσως και να...α, μπα με τίποτα. Ο Ιβάν σίγουρα την έβλεπε σαν φίλη του κι όχι κάτι παραπάνω, το ήξερε αυτό.

Προχώρησε κάτω και βρήκε ένα άλλο μήνυμα... ήταν από την Άνια. Το άνοιξε όλο περιέργεια, χωρίς να μπορεί να φανταστεί τι θα ακολουθούσε

Αυτό το μήνυμα είχε σταλεί προχθές, αργά το βράδυ όταν εκείνη ήταν στην αποστολή με τον γερανό όμως είχε πατήσει διακοπή ειδοποιήσεων και το είδε δυο μέρες μετά. Μόλις το άνοιξε έμεινε να κοιτάζει έκπληκτη την οθόνη, με το χέρι της να τρέμει. Το κινητό παραλίγο να βρεθεί στο πάτωμα.

Ήταν μια φωτογραφία. Μια δικιά της φωτογραφία, ή μάλλον όχι ακριβώς. Το σώμα δεν άνηκε σε αυτήν, αλλά σε μια κοπέλα-μοντέλο που φορούσε ένα μικροσκοπικό μαγιό. Προφανώς κάποιος είχε κόψει το κεφάλι και είχε βάλει το δικό της! Θεέ μου. Αυτή η τσούλα, η σκρόφα του σχολείου της έκανε τόσο κακό, έστειλε αυτή τη φωτογραφία, ενώ εκείνη έτρεχε στο νοσοκομείο τραυματισμένη! Πόση κακία μπορεί να κρύβει στην ψυχή του ένας άνθρωπος και γιατί να τα κάνει όλα αυτά;

Κάτω από την φωτογραφία υπήρχε κι άλλο ένα μήνυμα.

Την έχω στείλει παντού...

Ένιωσε να τρελαίνεται. Τα χέρια της έτρεμαν τόσο ανεξέλεγκτα πια, που αναγκάστηκε να αφήσει το κινητό στο κρεβάτι. Άθελα της δάγκωσε με μανία τα χείλη, έβγαλε μια ανατριχιαστική κραυγή όταν ένιωσε τον πόνο να την σκίζει στα δυο. Το αίμα είχε ήδη αρχίσει να κυλάει πάλι, το έπιανε με τα δάχτυλα της.

Με λίγο χαρτί προσπάθησε να σταματήσει την αιμορραγία, ενώ ταυτόχρονα άφηνε τα δάκρυα της, να μουσκεύουν το λευκό σεντόνι. Αυτό πια πήγαινε πολύ, έπρεπε επιτέλους να πάρει θέση και να βάλει την Άνια στην δικιά της. Δεν θα μπορούσε να κυκλοφορήσει στο σχολείο, από τη στιγμή που όλοι θα την κοίταζαν παράξενα και θα γελούσαν μπροστά της.

Γιατί;, ήταν το μήνυμα που έστειλε στην Άνια.

Πέρασαν πέντε λεπτά χωρίς να πάρει απάντηση κι αναγκάστηκε να κλείσει βιαστικά το κινητό της, όταν άκουσε την φωνή της Ελίνα.

-Γλυκιά μου, ετοιμάσου φεύγουμε σήμερα.

-Ναι, μαμά περίμενε κι έρχομαι!

Προσπαθώντας να φροντίσει κάπως την πληγή, που είχε ανοίξει πάλι η Αλιόνα σηκώθηκε με κόπο, φόρεσε ένα φόρεμα που κρεμόταν στην καρέκλα και βγήκε με σκυμμένο το κεφάλι. Όμως η μητέρα της κάτι κατάλαβε.

-Παιδί μου, πάλι ανοίξανε τα χείλη σου; Τι θα κάνουμε τώρα, μου λες;

-Αχ μαμά, να χαρείς μην αρχίζεις πάλι.

-Να πάμε στον γιατρό; Νομίζω είναι στο γραφείο του.

-Όχι, όχι ασ' τον, πάμε να φύγουμε.

Με τα πολλά η Αλιόνα την κατάφερε, μπήκαν σ' ένα ταξί και γύρισαν οι τρεις τους στο σπίτι. Σε όλο τον δρόμο δεν μιλούσε, μονάχα κοίταζε από το παράθυρο, έξω. Όμορφη μέρα ήταν, αλλά δυστυχώς τίποτα γύρω της δεν φάνταζε όμορφο, όλα ήταν μουντά, ανούσια, μαύρα σχεδόν. Αυτός ο τόπος την πονούσε, μα είχε κι άλλη λύση πέρα από το να 'ξεφύγει'. Μπα, καμία. Ή τουλάχιστον έτσι πίστευε.

Ήταν ο αδερφός της που είδε πρώτος την Γκαλίνα, μόλις έφτασαν στο σπίτι. Κρατούσε ένα μπουκέτο με λουλούδια κι είχε ένα χαμόγελο μέχρι τ' αυτιά. Μόλις είδε την φίλη της έτρεξε να την αγκαλιάσει.

-Καλώς όρισες, φιλενάδα. Χαίρομαι τόσο μα τόσο πολύ που γύρισες!

-Γεια σου Γκαλίνα.

-Θεέ μου είσαι καλά, τι έχουν τα χείλη σου;

-Τίποτα, δεν είναι τίποτα.

-Κορίτσια ελάτε να περάσετε μέσα στο σπίτι, να τα πούμε εκεί, κάνει λίγο κρύο έξω., φώναξε η Ελίνα.

-Γκαλίνα πάμε πάνω, θέλω να σου πω κάτι;

-Τι;

-Έλα και θα μιλήσουμε.

Τα δυο κορίτσια ανέβηκαν τα σκαλιά και μπήκαν στο δωμάτιο της Αλιόνα. Στάθηκαν η μια απέναντι στην άλλη και η Αλιόνα έβγαλε το κινητό της.

-Σου έστειλαν αυτή τη φωτογραφία;

-...

Η φίλη της δεν μιλούσε. Απλά ξεροκατάπιε και κάθισε στο κρεβάτι. Κοιτούσε το πάτωμα γιατί δεν τολμούσε να την κοιτάξει στα μάτια.

-Πες μου, σου έστειλαν αυτή τη φωτογραφία;, αυτή τη φορά ο τόνος της φωνής της είχε ανέβει επικίνδυνα.

-Ναι, μου την έστειλαν.

-Γιατί δεν το είπατε σ' εμένα; Γιατί έπρεπε να το μάθω από τη σκρόφα την Άνια;

-Τι ήθελες κι εσύ μωρέ; Στο νοσοκομείο ήσουν, δεν είχα λόγο να σε ταράξω.

-Βλακείες! Από τη στιγμή που έλαβες αυτό το μήνυμα, έπρεπε αμέσως να μου το στείλεις. Τώρα έχω γίνει ρεζίλι παντού, δεν ξέρω πως θα κυκλοφορήσω στο σχολείο.

-Όπως κάνεις πάντα, μην δίνεις σημασία στις κακίες τους, Αλιόνα.

-Κακίες; Απλά κακίες; Δεν έγινες εσύ ρεζίλι σε όλους με αυτή τη φωτογραφία, εγώ έγινα γι' αυτό μη μιλάς!

-Ησύχασε, θα σ' ακούσει η μητέρα σου.

-Κουράστηκα πραγματικά να τα βάζω με όλους, δεν γουστάρω άλλους τσακωμούς μόνο να ηρεμήσουν κάπως τα πράγματα. Ζητάω πολλά;

-Όχι, αλλά το ξέρεις κι εσύ πως αύριο μεθαύριο αυτό θα ξεχαστεί. Έτσι είναι τις πρώτες μέρες, μετά δεν θα θυμάται κανείς τίποτα!

-Το λες για να με καθησυχάσεις! Κοίτα, άσε με να δω πως θα το χειριστώ το θέμα. Θέλω να σκεφτώ λίγο, της έχω στείλει και μήνυμα. Θεέ μου όσο σκέφτομαι πως αυτή τη φωτογραφία την έχει δει ο Ιβάν...

-Έλα 'δω., είπε η Γκαλίνα και προσπάθησε να την αγκαλιάσει μα εκείνη τραβήχτηκε και κάθισε στο κρεβάτι της.

-Καλύτερα να φύγεις, δεν έχω καθόλου όρεξη σήμερα. Μετά απ' όσα έγιναν προτιμώ να μείνω στο σπίτι μου και να μη ξαναβγώ ποτέ, ακούς;

-Μη λες βλακείες Αλιόνα, φυσικά και θα ξαναβγεις, θα τα αντιμετωπίσεις όλα αυτά, για να τους δείξεις πως ΕΣΥ είσαι η δυνατή.

-Αυτό είναι μια κουβέντα φιλενάδα, στην πράξη να δω πως γίνεται.

-Θα δεις, όλα θα πάνε καλά. Κι αν θες μπορώ να την βάλω κι εγώ στην θέση της την ηλίθια!

-Όχι, όχι ασ' το. Εντάξει Γκαλίνα, θα σκεφτώ τι θα κάνω.

-Θέλεις να φύγω;

-Αν δεν σε πειράζει, είμαι πολύ κουρασμένη.

-Εντάξει. Σ' αγαπάω πολύ, να ξέρεις Αλιόνα κι ότι και να γίνει θα σε υποστηρίξω. Μη φοβάσαι για τίποτα. Μια ανόητη κοπέλα, μια ανόητη φωτογραφία δεν θα σου καταστρέψει και τη ζωή.

Η Αλιόνα απλώς κοιτούσε το ταβάνι χωρίς να απαντά. Την άφησε να φύγει, χωρίς να την σταματήσει, χωρίς ποτέ να της πει πως ακριβώς νιώθει, γιατί σε όλη της τη ζωή τις λύπες και τα πραγματικά μυστικά, τα κρατούσε πάντα στη ψυχή της. Ένα συνήθειο ήταν κι αυτό.

Γιατί;

Γιατί μπορώ να το κάνω. Γιατί θέλω να σταματήσεις να έχεις αυτό το υφάκι, να σταματήσεις να νομίζεις ότι είσαι ανώτερη. Εμένα, δεν με ξεπερνάς, δεν μπορείς να με ανταγωνιστείς. Κατάλαβε το.

Αυτή ήταν η απάντηση που της έδωσε η Άνια. Καμία δικαιολογία, μόνο ένας ηλίθιος εγωισμός. Πόσο την εκνεύριζαν τα άτομα που ενεργούσαν και συμπεριφέρονταν με εγωισμό. Πόσο λανθασμένα είχαν χτίσει τη ζωή τους και πόσο λανθασμένα την συνέχιζαν.

Και πάλι όμως...ποιοι είμαστε για να κρίνουμε το σωστό και το λάθος;

Καθώς έβγαινε απ' το δωμάτιο για να πάει στο μπάνιο έπεσε πάνω στη μητέρα της. Ατυχία.

-Δεν μου λες, τι είπες στο κορίτσι κι έφυγε τρέχωντας; Εγώ την είδα πολύ στεναχωρημένη!

-Άσε με μαμά σε παρακαλώ, δεν είμαι καλά αλήθεια. Θέλω να ηρεμήσω.

Την προσπέρασε, σχεδόν αδιάφορα. Ήταν τρέλα αυτό που πήγαινε να κάνει, αλλά είχε φτάσει σ' ένα στάδιο, στο στάδιο της παράνοιας, της αδιαφορίας. Δεν την ένοιαζε πια για τους ανθρώπους της, αλλά για το πως θα ολοκληρώσει την κάθε αποστολή. Ήταν προσηλωμένη αποκλειστικά σε αυτό!

Ήξερε πως το μπάνιο υπήρχε το κουτί με τις βελόνες. Δεν θα έχανε λοιπόν χρόνο.

Κατέβασε το καπάκι της τουαλέτας και κάθισε από πάνω, με την καρδιά της να βαρά όλο και πιο έντονα. Ξαφνικά μια σκέψη την έκανε να παγώσει για λίγο.

Πόσο ωραία θα ήταν αν μπορούσε ο καθένας μας να κοιμηθεί και να ξυπνήσει έχοντας δίπλα του όσα θέλει; Πόσο ωραία θα ήταν αν κάποιος πέσει τώρα για ύπνο και την επόμενη μέρα, μόλις ξυπνήσει, μόλις κοιτάξει τον εαυτό του στον καθρέφτη, αντικρύσει έναν άλλον άνθρωπο, πιο όμορφο, πιο... ιδανικό; Τι ευτυχισμένοι που θα ήμασταν όλοι, αν γινόταν πραγματικότητα αυτή η σκέψη!

Αλλά γιατί η Αλιόνα βασίζει τη ζωή της πάνω σε ουτοπίες;

Πήρε την πρώτη βελόνα που βρήκε μπροστά της. Έσφιξε το αριστερό χέρι σε γροθιά και έκλεισε τα μάτια στον πόνο. Δεν μπορούσε να δαγκώσει τα χείλη της, δεν μπορούσε να ουρλιάξει, δεν επιτρεπόταν να απελπιστεί, το μόνο που της επέβαλλαν κάθε μέρα ήταν να φοβάται! Να φοβάται. Κι εκείνη τους άφηνε να της επιβάλλουν πράγματα, να κάνουν ότι θέλουν γιατί η ίδια είχε παραιτηθεί απ' τη ζωή.

Ο πόνος όμως ήταν πιο δυνατός, δυστυχώς την επανέφερε στην πραγματικότητα. Πέθαινε ενόσω το αίμα της κυλούσε παντού, όσο κι αν προσπαθούσε να επιβληθεί στον εαυτό της δεν τα κατάφερνε. Το ουρλιαχτό της αντήχησε σε όλο το σπίτι, τρόμαξε τόσο πολύ την Ελίνα που σχεδόν αμέσως της έπεσε ένα πιάτο στο πάτωμα. Ο ήχος που έκανε καθώς έσπαγε ήταν κάτι παραπάνω απο τρομακτικός.

Ανέβηκε όσο πιο γρήγορα μπορούσε τα σκαλιά, για να φτάσει στο μπάνιο. Άρχισε να χτυπάει υστερικά την πόρτα την ίδια στιγμή που ο Φιοντορ έβγαινε απ' το δωμάτιο του τρομοκρατημένος. Την ακολούθουσε, έχοντας τον πανικό χαραγμένο στο πρόσωπο του.

-Αλιόνα άνοιξε μου τώρα αμέσως! Τι κάνεις παιδί μου εκεί μέσα, άνοιξε σε παρακαλώ την πόρτα! Αλιόνα, μ' ακούς;

...





Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top