Ημέρα 13η

-Ει! Αδερφούλα! Ξύπνα καλέ, θ' αργήσουμε για το σχολείο.

-Πω Φιοντορ, άσε με λίγο, έχουμε ακόμα ώρα.

-Και πότε θα φτιάξεις πρωινό; Πότε θα προλάβουμε να πάμε στην ώρα μας;

-Σιγά καημένε, μπορείς να το φτιάξεις μόνο σου το πρωινό, ούτως ή άλλως εγώ δεν πεινάω. Μόλις τελειώνεις παίρνουμε κατευθείαν την μηχανή και φύγαμε. Οκ;

-Αμαν, ρε Αλιόνα! Ξύπνα μια φορά στην ώρα σου!

-Ντάξει, ντάξει γκρινιάρη έρχομαι.

Τσίμπησα το μάγουλο του αδερφού μου, άνοιξα την ντουλάπα βρήκα δυο ρούχα κι άρχισα να ετοιμάζομαι. Δύσκολο που είναι όμως το πρωινό ξύπνημα!

Ο Φιοντόρ για καλή μου τύχη όταν βγήκα στον κήπο ήταν ήδη έτοιμος και με περίμενε να φύγουμε.

-Αλιόνα να σε ρωτήσω κάτι;, μου είπε ξαφνικά.

-Για ρώτα.

-Τι έκανες χθες όλη μέρα κλεισμένη στο δωμάτιο σου;

-Κάτι δικά μου, Φιοντορ δεν χρειάζεται να τα μαθαίνεις όλα. Κάτσε στ' αυγά σου καλύτερα.

-Κι αν δεν θέλω; Αλιόνα πιο πριν που σηκώθηκες από το κρεβάτι είδα κατι παράξενα σημάδια στα χέρια σου. Τι ήταν αυτά;

-Κάπου γρατζουνίστηκα.

-Για βγάλε την ζακέτα σου να δω!

-Φιοντορ ανέβα στην μηχανή, σε παρακαλώ!

-Θα το πω στην μαμά, κάτι γίνεται με σένα.

-Να μην ανακαυτεύεσαι! Δεν θα της πεις λέξη κι εγώ... θα σου πάρω τις σοκολάτες που μου 'λεγες χθες. Τις θες ακόμα έτσι;

-Ε...ναι. Αλήθεια θα μου τις αγοράσεις;, τα ματάκια του γέμισαν χαρά.

-Φυσικά! Αλλά... όπως είπαμε. Κουβέντα στην μαμά, οκ;

-Έγινε., μου απάντησε ενθουσιασμένος. Μπροστά στις σοκολάτες που θα έπαιρνε, αυτό δεν ήταν τίποτα. Εν ολίγοις ήταν διατεθειμένος να εξαγοραστεί και να κρατήσει το μυστικό της.

Η Αλιόνα καθυσηχασμένη που τα κατάφερε, ανέβηκε στην μηχανή.

Όλα πήγαν καλά στην διαδρομή μέχρι το σχολείο του Φιοντορ και σήμερα ένιωθε πως ήταν η μέρα της. Φίλησε τον αδερφό της, μετά εξαφανίστηκε στο λεπτό.

Δεν είχε καθυστερήσει για μια φορά, αυτό κι αν ήταν παράξενο!

Το ακόμα καλύτερο όμως ήταν ότι συνάντησε τον Ιβαν λίγο πριν μπει στο σχολείο. Πρώτος εκείνος την χαιρέτησε, μ' ένα μεγάλο χαμόγελο.

-Καλημέρα Αλιόνα. Πώς παει;

-Δεν πάει. Εσύ;

-Εγώ καλά είμαι.

Για να τον ψαρέψει σκέφτηκε να του κάνει την εξής ερώτηση:

-Ξέρεις που είναι η Άνια;

-Όχι κι ούτε με νοιάζει! Σου το 'πα έχουμε χωρίσει.

-Μάλιστα. Και τώρα έχεις άλλη κοπέλα, σωστά;

-Όχι, δεν έχω καμία. Μια χαρά είμαι και μόνος μου, προς το παρόν περνάω καλά., δεν ήξερα αν έπρεπε να χαρεί ή να λυπηθεί με την απάντηση του Ιβαν.

Εκείνος πήγε στην παρέα του κι εκείνη έψαξε να βρει την Γκαλίνα. Μα που είχε χαθεί κι αυτή; Μήπως δεν ήρθε;

Καθώς μπήκε στο σχολείο και διέσχισε τον διάδρομο, η Άνια της έκοψε τον δρόμο.

-Που πας ηλίθια;

-Τι θες;

-Ν' αφήσεις ήσυχο τον Ιβάν, αυτό θέλω.

-Εκείνος ήρθε και μου μίλησε!

-Περιμένεις να σε πιστέψω; Αφού ξέρω τι σουπιά που είσαι! Παράτα τον ήσυχο.

-Νομίζεις ότι σε θέλει ακόμα; Σ' έχει ξεχάσει Άνια., της απάντησε μ' ένα ειρωνικό χαμόγελο.

-Βρε άντε και στο διάολο! Που θα μου πεις ότι με ξέχασε... εσύ δεν έχεις καν ελπίδες γλυκιά μου! Ποιος να γυρίσει να σε κοιτάξει έτσι που είσαι; Λοιπόν άκου 'δω. Δεν θέλω να σε ξαναδώ με τον Ιβάν. Εκτός αν προτιμάς να πω στον διευθυντή για τις χαρακιές που είδα τότε! Μίλα, αυτό προτιμάς;

-Δεν θα το κάνεις...

-Ποιος στο 'πε αυτό; Φυσικά και θα το κάνω αν με προκαλέσεις.

-Γιατί μου φέρεσαι έτσι;

-Γιατί μπορώ, δεν θα το αναλύσω τώρα! Όπως είπαμε, μακριά απ' τον δικό μου αν δεν θες μπλεξίματα!

Η Άνια με τα τελευταία της λόγια, έφυγε και την παράτησε εκεί, στην μέση του διαδρόμου.

Τελικά πόσο ύπουλο μπορεί να γίνει αυτό το κορίτσι; Δεν την κάρφωσε στον διευθυντή μόνο και μόνο για να μπορεί να την απειλεί όποτε θέλει!

Η Αλιόνα μετά από αυτό βρήκε την Γκαλίνα και μπήκαν ήρεμα στην τάξη τους. Φυσικά δεν ανέφερε τίποτα στη φίλη της, δεν υπήρχε λόγος άλλωστε.

Κατά τη διάρκεια του μαθήματος η Άνια της έριχνε περίεργες ματιές ή μιλούσε με την διπλανή της και γελούσε ειρωνικά. Λες να ήξεραν και άλλα άτομα για τις χαρακιές της;

Μόλις τελείωσε το σχολείο, εξαφανίστηκε χωρίς να μιλήσει σε κανέναν. Ήξερε πολύ καλά πότε έπρεπε να εκτελέσει την αποστολή νούμερο 13, δεν χρειαζόταν να κάνει βιαστικές κινήσεις αλλά να περιμένει μέχρι να βραδιάσει, ούτως ή άλλως είχε πολύ χρόνο μπροστά της. Στην Αγία Πετρούπολη, από την τελευταία φορά που έκανε την αποστολή με την γέφυρα, ήξερε ότι χτιζόταν ένα κτίριο οχτώ ορόφων. Ο γερανός σίγουρα θα ήταν εκεί άρα...

Γύρισαν μαζί με τον Φιοντορ στο σπίτι.Είχε ήδη αρχίσει να αγχώνεται για την επόμενη αποστολή, αναρωτιόταν πως θα καταφέρει να ανέβει σ' έναν γερανό, αυτή που φοβόταν τα ύψη και που δεν είχε σκαρφαλώσει ούτε σε δέντρο. Τα δυο αδέρφια καθόντουσαν μπροστά στην τηλεόραση, έβλεπαν μια αγαπημένη τους σειρά, μόνο που η Αλιόνα απλά κοίταζε την οθόνη. Μέχρι που χτύπησε το κινητό της. Άγνωστος αριθμός.

-Παρακαλώ;

-...

-Ναι; Ποιος είναι;

-Γεια., η φωνή στην άλλη άκρη της γραμμής ήταν εντελώς άγνωστη.

-Ποιος είσαι;

-Με θυμάσαι; Στην γέφυρα είχαμε συναντηθεί, ήμουν εγώ που σε έσωσα τότε...

Η Αλιόνα κράτησε την αναπνοή της για λίγο. Μετά αποφάσισε να μιλήσει.

-Τι θέλεις; Πως βρήκες το τηλέφωνο μου;

-Δεν έχει σημασία. Αυτό που θέλω να σου πω είναι ότι... πρεπει να πας στην αστυνομία! Αυτό το παιχνίδι θα σε καταστρέψει, θα σε σκοτώσει πίστεψε με.

-Ποιο παιχνίδι;

-Μην κάνεις πως δεν ξέρεις.

-Σβήσε το τηλέφωνο μου και μην με ξαναπάρεις, σε παρακαλώ πολύ. Κατάλαβες; Μην με ξαναενοχλήσεις!

Η Αλιόνα έκλεισε το τηλέφωνο κι ένιωσε αμέσως την καρδιά της, να χτυπάει έντονα. Τι ήταν αυτό; Πως την είχε βρει εκείνος ο άγνωστος; Αν ήταν κανένας ψυχάκιας κι ηθελε να της κάνει κακό;

Ο αδερφός της, την κοιτούσε περίεργα.

-Για πες, ποιος σε πήρε τηλέφωνο; Και γιατί είσαι έτοιμη να κλάψεις;

-Άσε με Φιοντορ, δεν έχω την ορεξή σου!, η Αλιόνα πετάχτηκε πάνω και έτρεξε να κλειστεί στο δωμάτιο της. Το πρώτα πράγμα που βρέθηκε στον δρόμο της, μόλις κλείδωσε την πόρτα ήταν ένα γυάλινο μισογεμάτο ποτήρι. Από αντίδραση το πήρε και το πέταξε στον τοίχο.

Ένα επιφώνημα έκπληξης ακούστηκε από το σαλόνι, μόλις το ποτήρι έπεσε στο πάτωμα με τον γνωστό απαίσιο ήχο. Εκείνη όμως δεν έκανε καν κίνηση να μαζέψει τα σπασμένα κομμάτια.

Όταν γύρισε η μητέρα της, την βρήκε στην κουζίνα να τρώει ανόρεχτα το χθεσινό φαγητό που βρήκε στο ψυγείο.

-Αχ, Αλιόνα συγγνώμη μα δεν βρήκα χρόνο να μαγειρέψω καθόλου σήμερα. Μην ανησυχείς γλυκιά μου, αύριο θα είμαι όλη μέρα σπίτι, δεν δουλεύω τα Σάββατα και θα σας φτιάξω ότι θέλετε εσείς. Ή μπορούμε να βγούμε μια βόλτα, αν είναι καλός ο καιρός!

-...

-Τι έχει ο Φιοντορ; Γιατί κάνει μούτρα;

-Ξέρω 'γω; Από την ώρα που γύρισε από το σχολείο έτσι είναι, τι να κάνω; Ίσως του συνέβη κάτι, ίσως και όχι.

-Παιδί μου, τι έχεις πάθει;, ρώτησε η Ελίνα απευθυνόμενη στον γιο της.

-Τίποτα μαμά, με πονάει λίγο το κεφάλι μου μόνο.

-Α, αυτό είναι; Είπα κι εγώ! Θα περάσει μην ανυσηχείς, πήγαινε να ξαπλώσεις.

-Μα είναι εννιά και μισή.

-Ε και; Απ' ότι ξέρω αύριο πρωι έχεις προπόνηση στο ποδόσφαιρο, οπότε πρέπει να είσαι ξεκούραστος. Άντε μικρέ, σήκω!

Η Αλιόνα τους παρατηρούσε από την θέση της σκεπτική. Σκεφτόταν εδώ και τόση ώρα πως θα ξεγλιστήσει το βράδυ, για να πάει στην Αγία Πετρούπολη. Ήταν κοντά, μπορούσε να πάρει την μηχανή και να φτάσει σε δέκα λεπτά. Μετά έπρεπε να βρει εκείνο το καινούριο οχταόροφο κτίριο...

Θα έκλεινε την πόρτα με τα κλειδιά, δεν θα την τραβούσε για να μην κάνει θόρυβο. Ίσως και να έβαζε μαξιλάρια κάτω από το κρεβάτι της για να φαίνεται ότι κοιμάται σε περίπτωση που ξυπνούσε η Ελίνα και την έψαχνε.

-Αλιόνα, θα πάμε μαζί στην Αγία Πετρούπολη, να ψωνίσουμε έτσι;

-Τι να ψωνίσουμε;

-Ρούχα για σένα παιδί μου! Δεν μου είχες πει ότι δεν έχεις;

-Ε... ναι.

-Αχ, όπως πάντα αφηρημένη. Τέλος πάντων, πρέπει να πάμε να σου πάρουμε ένα φόρεμα καλό, γιατί αυτά που έχεις δεν κάνουν για την περίσταση.

-Ότι πεις μαμά...

                                                                                  ***

Ώρα μια και μισή μετά τα μεσάνυχτα. Η Αλιόνα περίμενε πως και πως να δείξουν οι δείκτες του ρολογιού αυτή την ώρα. Είναι η στιγμή που κοιμούνται όλοι, επικρατεί απόλυτη σιωπή και απόλυτο σκοτάδι. Το φως όμως δεν έπρεπε να το ανάψει!

Τοίχο, τοίχο προχωρούσε μέχρι να βγει από το δωμάτιο της και να πάει στο χωλ. Ρίσκαρε να φάει κυριολεκτικά το κεφάλι της, αλλά είχε συνηθίσει κάπως σε αυτό το σκοτάδι, δεν την τρόμαζε τόσο.

Πήρε τα κλειδιά από το τραπεζάκι και κατέβασε σχεδόν αθόρυβα το πόμολο. Όλα καλά μέχρις εδώ. Βγήκε έξω, στον καθαρό αέρα με όλο το σώμα της να τρέμει από αγωνία. Η μηχανή αυτή την φορά δεν το είχε αφήσει στην αποθήκη για να μην κάνει πολύ θόρυβο, αλλά ήταν παρατημένο λίγα μέτρα πιο πέρα.

Περπάτησε μέχρι που το βρήκε. Από 'κει και πέρα ήταν εύκολο να την κάνει. 

Σε δέκα λεπτά βρισκόταν ήδη στους δρόμους της Αγίας Πετρούπολης, με την αδρεναλίνη στα ύψη και το κρύο ν' αγκαλιάζει όχι μόνο το σώμα αλλά και την καρδιά της. Κάνει κρυο κι έχει σκοτάδι εδώ... σκούρα τα πράγματα.

Ευτυχώς που μαζί με τα κλειδιά και το κινητό πήρε κι έναν φακό για να βλέπει. Το κτίριο, στα τελειώματα του, έστεκε μεγαλόπρεπο μπροστά της, επιβλητικό, να της προκαλεί μια κάποια αμηχανία. Ο γερανός λίγα μέτρα πιο μπροστά. Τώρα ήταν η κατάλληλη στιγμή λοιπόν. Με την τσάντα της στην πλάτη και το κινητό στην τσέπη, άρχισε να σκαρφαλώνει με προσοχή. Το οποιοδήποτε λάθος, μπορούσε να αποβεί μοιραίο. 

Αν και οι παλάμες της είχαν ιδρώσει, τα πήγαινε σχετικά καλά. Φυσικά, δεν είχε φτάσει σε κανένα τρομακτικό ύψος, όμως αργά αργά ανέβαινε. Έβγαλε το κινητό της και πάτησε το κόκκινο κουμπί της κάμερας. Ορίστε και η φωτογραφία που στάλθηκε στον διαχειριστή. Ήταν ώρα να κατέβει...μπορεί να μην είχε φτάσει στην κορυφή, όμως το ύψος δεν θα το έλεγες και χαμηλό. Αυτό που την έκανε όμως να παγώσει ήταν η ανθρώπινη φιγούρα που εμφανίστηκε ξαφνικά μέσα από το σκοτάδι και την έκανε να παγώσει στην θέση της.

-Ει τι κάνεις εκεί πάνω! Κατέβα τώρα αμέσως, θα φωνάξω την αστυνομία!, η βαριά αντρική φωνή έφτανε σαν ηχό στ' αυτιά της, της προκάλεσε τέτοιο πανικό που καθώς κατέβαινε το ένα της πόδι γλίστρησε κάπως και βρέθηκε στο κενό. Μετά έπεσε με φόρα στο έδαφος, σαν άψυχο σώμα, σαν μια βαριά ξύλινη κούκλα. Ο ηλικιωμένος άντρας την πλησίασε ανύσηχος.

-Κόριτσι, είσαι καλά; Χτύπησες;

-Όχι, όχι, είμαι καλά., η Αλιόνα σηκώθηκε με πολύ κόπο. Είχε χτυπήσει δυνατά στο κεφάλι της, αλλά δεν ήθελε να δείξει ότι πονούσε. 

Απομακρύνθηκε με μεγάλα βήματα από τον άγνωστο και περπάτησε ως τη μηχανή της. Μόνο τότε έπιασε το σημείο που είχε χτυπήσει. Το χέρι της γέμισε αίμα, σημαδι ότι το χτύπημα στο κεφάλι δεν ήταν κάτι αμελητέο.

Παρόλα αυτά ανέβηκε στην μηχανή κι έβαλε μπροστά. Δεν ήταν ώρα να καθυστερεί, έπρεπε να γυρίσει σπίτι πριν την πάρουν χαμπάρι, πριν αρχίσουν τα τηλέφωνα ή έρθει καμία αστυνομία. Δεν ήξερε αν ο ηλικιωμένος τελικά την είχε καλέσει.

Μόλις έφτασε έξω από την μονοκατοικία τους ακούστηκε ένα κουδούνισμα, ο διαχειριστής πρέπει να ήταν αυτός που της έστειλε μήνυμα. Ψαχούλεψε πάλι το τραύμα και κατάλαβα ότι το αίμα είχε κυλήσει στον σβέρκο και πιο κάτω μέσα από τα ρούχα της. Θεέ μου. Ζαλιζόταν πολύ. Τα γράμματα του μηνύματος, χόρευαν μπροστά στα μάτια της, δεν μπορούσε να καταλάβει τι διάβαζε ακριβώς.

Πάει κι η 13η αποστολή! Μπράβο γλυκιά μου, είσαι μια άξια 'φάλαινα', έχεις θάρρος. Αλήθεια, χτύπησες πουθενά; Τα κατάφερες να ανέβεις και να κατέβεις χωρίς να πάθεις τίποτα; Αν είναι έτσι τότε πιστεύω ότι μπορείς να κάνεις κι άλλα πιο δύσκολα πράγματα! Δώσε προσοχή τώρα: στην αποστολή νούμερο 14, θέλω απλά να κόψεις τα χείλη σου, μια φωτογραφία μου αρκεί. Έχεις 24 ώρες, μπορείς να πάρεις τον χρόνο σου δεν βιάζομαι. Αρκεί να κάνεις ότι σου είπαμε, για να είμαστε όλοι καλά! Εντάξει; Καλή επιτυχία!

Στην επόμενη στιγμή η Αλιόνα βρέθηκε λιπόθυμη έξω από την πόρτα της...




Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top