Το σπίτι δίπλα από το ποτάμι/ part 3

Οι ώρες περνούσαν και εκείνος στεκόταν έξω από το δωμάτιο κοιτάζοντας κυριολεκτικά το κενό, έχοντας μπλοκάρει επιδέξια, κάθε του σκέψη. Η νοσοκόμα που βγήκε, τον ακούμπησε ανάλαφρα στον ώμο σε ένδειξη παρηγοριάς και εκείνος τινάχτηκε απότομα, κοιτάζοντάς την ψυχρά, οδηγώντας την στην κυριολεξία να ζητήσει συγγνώμη για την ΄΄ασεβή΄΄ της πράξη.

«Συγγνώμη, κύριε, μπορείτε αν θέλετε να δείτε την κοπέλα σας. Έχει ξυπνήσει και τρώει..» πήγε να πει.

«Φίλη. Όχι κοπέλα. Ευχαριστώ» απάντησε κοφτά και λακωνικά, κάνοντας την νοσοκόμα, να φύγει με ανάλαφρα πηδηματάκια.

Ο Τζόναθαν, τέντωσε αμήχανα ένα λευκό, λινό πουκάμισο που φορούσε και άνοιξε σιγανά την πόρτα. Την στιγμή που η Ανναλίζα τον είδε, πάγωσε. Τα μάτια της γυάλισαν από δάκρυα που ήταν έτοιμα να ξεπηδήσουν, εξαιτίας του φόβου πως αυτός είχε γυρίσει για να της κάνει κακό και πως η προηγούμενη συμπεριφορά του, ήταν απλώς ένα καλοστημένο θέατρο.

«Μην τρομοκρατείσαι. Θα κάτσω σε απόσταση, δεν θα πλησιάσω» την καθησύχασε, μα εκείνη αρχικά δεν απάντησε.

«Δηλαδή, δεν το μετάνιωσες;» τον ρώτησε τρέμοντας.

«Όχι. Δεν γουστάρω να με κοροϊδεύουν και κυρίως, δεν γουστάρω τα χέρια που σηκώνονται για να χτυπήσουν ένα παιδί, αδύναμο. Λοιπόν, φεύγω» της είπε και σηκώθηκε βιαστικά.

«Στάσου!» του φώναξε εκείνη. «Υπάρχουν ορισμένα πράγματα που πρέπει να γνωρίζεις» τελείωσε και ο νεαρός, με τα λαμπερά, κυανά μάτια, στράφηκε εκ νέου προς το μέρος της καρτερώντας.

«Λοιπόν;» της είπε αφού την είδε να διστάζει.

«Υπόσχεσαι πως δεν θα γελάσεις και πως θα με πάρεις στα σοβαρά;» ρώτησε ξανά η Ανναλίζα.

«Δεν είμαι των υποσχέσεων, αλλά ούτε έχω αίσθηση του χιούμορ, επομένως λίγο δύσκολο να γελάσω. Σε ακούω» συνέχισε εκείνος και η Ανναλίζα κατσούφιασε.

«Λοιπόν, υπάρχει ένα μυστικό στο σπίτι που νοικιάζω. Είναι μία έπαυλη λίγο διαφορετική από τις άλλες, που την συνοδεύει ένα τεράστιο, οικογενειακό δράμα. Κάποτε ζούσε εκεί μία οικογένεια. Ένας πατέρας, ο Έρικ, μαζί με την γυναίκα του την Αλέξια και την κόρη τους την Άριελ. Μία μέρα αποφάσισαν να πάνε εκδρομή και τότε συνέβη το μοιραίο. Σκοτώθηκαν όλοι ακαριαία, με την διαφορά, πως η ψυχή του Έρικ δεν έφυγε ποτέ από εδώ και πως το σώμα του δεν βρέθηκε ποτέ, καθώς το αυτοκίνητο ανατινάχθηκε. Αποτέλεσμα αυτού, η ψυχή του να τριγυρνά στην έπαυλη και πίστεψέ με, καθόλου δεν θα του αρέσει που θα σε δει, καθώς δεν σε συμπάθησε ποτέ του» τελείωσε εκείνη και ο Τζόναθαν είχε μείνει στην κυριολεξία μαρμαρωμένος στη θέση του.

«Δεν γίνεται να μιλάς σοβαρά. Ώστε, αυτός ο διάσημος Έρικ, είναι νεκρός; Πρόκειται στην ουσία δηλαδή για ένα φάντασμα;»

«Ναι» απάντησε εκείνη μονολεκτικά, δυσαρεστημένη από την ειρωνική χροιά στη φωνή του νεαρού.

«Δηλαδή τον Ρόυ τον σάπισε στο ξύλο ο πεθαμένος; Μωρέ μπράβο χέρι!» συνέχισε την ειρωνεία.

«Πάψε, γιατί και εσύ θα το νιώσεις αν δεν προσέξεις. Προσπάθησε να δείξεις πως έρχεσαι με καλές προσθέσεις, αν και αμφιβάλλω για τον αν θα το χάψει. Ο Έρικ είναι ένας πολύ εύστροφος άντρας» πρόφερε περήφανα εκείνη.

«Ναι, πεθαμένος, εύστροφος άντρας, μην ξεχνιόμαστε και σταμάτα να μιλάς γι' αυτόν λες και τον έχεις ζήσει. Δεν ακούγεται φυσιολογικό» μουρμούρισε ο Τζόναθαν.

«Πάντως ακούγεται φυσιολογικότερο σε σχέση με τα όσα έχω περάσει τις τελευταίες μέρες. Τον Έρικ τον αγαπώ, είτε σου ακούγεται καλά, είτε όχι. Είναι άντρας, ακόμη και πεθαμένος, που με αγκάλιασε και με ανέστησε σαν άνθρωπο. Εσύ με διέλυσες» ξεφύσησε εκείνη.

«Σε...αγκάλιασε; Και για πες, ήταν ζεστή η αγκαλιά του; Μα, αφού δεν έχει σώμα...Μα τι στο καλό κάθομαι και συζητάω τελοσπάντων; Τελικά είσαι τρελή» αποφάνθηκε ο Τζόναθαν και γύρισε να φύγει με κατεύθυνση το σπίτι της Ανναλίζα. ΄΄Για να σε δω λοιπόν Έρικ. Το γατάκι τον Ρόυ τον τρόμαξες, αν υπάρχεις δηλαδή. Με εμένα δεν θα είναι εύκολο. Θα έρθω να περιμένουμε παρεούλα το βλήμα που θα επιστρέψει για την μικρή. Τότε, θα το μετανιώσει πολύ πικρά. Πρώτα αυτός και μετά ίσως και εσύ, αν ενοχληθώ΄΄ σκέφτηκε μουγκρίζοντας.

---------------------

Οδηγούσε σαν τρελός, παλεύοντας να φθάσει μέχρι το σημείο όπου κρατούσε κλειδωμένη την Ανναλίζα. Έχοντας κατορθώσει πλέον να μάθει τα πάντα για το παρελθόν του σπιτιού, είχε αποφασίσει για την επόμενή του κίνηση. Η Ανναλίζα, του ήταν πλέον άχρηστη, καθώς τις πληροφορίες για το πού μπορεί να βρισκόταν η Μέλανη, τις είχε πάρει. Μάλιστα, είχε στείλει τα δύο λαγωνικά του στο σπίτι της γριάς, για να την περιμένουν να επιστρέψει με ή χωρίς την μικρή. Τότε θα το μετάνιωνε και εκείνη. Για την ώρα, με τις σεξουαλικές του ορέξεις ανεβασμένες εξαιτίας της αδρεναλίνης, αλλά και την κτηνώδη φύση του να κυριαρχεί, ήταν έτοιμος να κάνει το επόμενο βήμα, αφού το ΄΄σημάδι΄΄ δεν είχε θελήσει να περάσει καλά μαζί της. Πρώτα λοιπόν θα την βίαζε και μετά θα την έκαιγε, ώστε να μην έβρισκαν ποτέ, ούτε ίχνος από το σώμα της.

Τρελαμένος από μίσος και ηδονή, με τις σκέψεις του να οργιάζουν, έφθασε μπροστά στο παράπηγμα, μόνο και μόνο για να βρει την πόρτα ανοιχτή. Η καρδιά του ξεκίνησε να βροντοχτυπά, καθώς μυριζόταν προδοσία. Τότε, η μυρωδιά του καμένου χαρτιού, τρύπησε τα ρουθούνια του. Γύρισε απότομα το κεφάλι του και βρήκε την μαύρη βαλίτσα με τα λεφτά, καρβουνιασμένη.

«Κάθαρμα! Θα μου το πληρώσεις βρωμιάρη, σημαδεμένε! Θα σου χαρακώσω και την άλλη μισή μούρη!» γρύλισε και με τα λάστιχά του σχεδόν να καίγονται από το απότομο ξεκίνημα, έβαλε μπροστά την εκδίκησή του.

Ο Τζόναθαν, οδηγούσε προσεκτικά, παλεύοντας να θυμηθεί με απόλυτη ακρίβεια, τον δρόμο που οδηγούσε στην πολυσυζητημένη έπαυλη. Ήταν αργά το απόγευμα, όταν αποφάσισε να αφήσει το αυτοκίνητό του, αρκετά μέτρα πριν από την γνωστή, χωμάτινη στροφή που οδηγούσε στο σπίτι και μάλιστα να το κρύψει ουσιαστικά μέσα στην πυκνή βλάστηση της περιοχής. Καθώς είχε βρεθεί σχεδόν δίπλα από το μικροσκοπικό, γοτθικό εκκλησάκι, όπου τριγύρω του ξετρύπωναν μακάβρια οι πέτρινοι τάφοι, ο Τζόναθαν, ξεκίνησε να περπατά ανάμεσά τους, αναζητώντας τον τάφο του Έρικ. Τότε, σε μία μικρή γωνία, είδε ένα αρκουδάκι ακουμπισμένο μπροστά από μία πέτρινη πλάκα, που θαρρείς και είχε ξεφυτρώσει από τα σπλάχνα της γης, για να αφηγηθεί την τραγική ιστορία, που αναγραφόταν πάνω της. Ο Τζόναθαν έσκυψε μπροστά και διάβασε προσεκτικά τα τρία ονόματα, βλέποντας τελευταίο, εκείνο του Έρικ. Η ατμόσφαιρα, η συνειδητοποίηση της αλήθειας με εμφανή και χειροπιαστά στοιχεία, σε συνδυασμό με ένα δροσερό, φθινοπωρινό αεράκι, τον έκανε να ανατριχιάσει και να σηκωθεί απρόθυμα, για να δει να αχνοφαίνεται στο βάθος, η σκεπή της ζοφερής έπαυλης.

Με βαριά καρδιά, έσυρε τα πόδια του στο μικρό μονοπάτι, με τα χιλιάδες πεσμένα φύλλα και την οργιώδη βλάστηση, νιώθοντας την καρδιά του να χτυπά, όλο και πιο γρήγορα. Τη στιγμή που έφθανε προς το μέρος της αυλής, άκουσε γέλια παιδικά και ένα παράξενο, ανεξήγητο, πρωτοφανές για τα δικά του δεδομένα χαμόγελο, αυλάκωσε το πρόσωπό του. Σε αυτό το σπίτι, το παιδί ήταν ευτυχισμένο. Συνέχισε να περπατά, ώσπου στάθηκε μπροστά από την μπροστινή καγκελόπορτα, για να δει ένα κοκκινομάλλικο κοριτσάκι, να παρατά με φόρα την κούνια της και να τρέχει προς το μέρος του, με βλέμμα πονηρό, αλλά και έκπληκτο. Ο Τζόναθαν, παρά την αμηχανία που αισθανόταν, μπροστά στον δυναμικό χαρακτήρα της μικρής, σχημάτισε ένα χαμόγελο που φώτισε τα ολοστρόγγυλα, κυανά του μάτια.

«Ουάου, είσαι πολύ όμορφος! Μακάρι να ήσουν ο πρίγκιπας της Σταχτοπούτας, μα μεγάλωσα πια και ξέρω πως δεν υπάρχουν πρίγκιπες» του είπε με μία εμφανή, παιδική στεναχώρια, σε σημείο που ο Τζόναθαν ένιωσε το πρόσωπό του να κοκκινίζει και κατόπιν να βάζει τα γέλια.

«Έτσι άμεσα πλησιάζεις εσύ τους άγνωστους;» την ρώτησε χαριτωμένα.

«Η φωνή σου όμως, μου είναι γνωστή. Είσαι ο φίλος που έκρυβε την μαμά. Πού είναι η μαμά μου;» τον ρώτησε σχεδόν έτοιμη να βάλει τα κλάματα.

«Η μαμά σου ένιωσε μία αδιαθεσία και την πήγα στον γιατρό. Μόλις καταφέρουμε να φύγουμε, σου υπόσχομαι να σε πάω να την δεις» της είπε και το κοριτσάκι φάνηκε να παρηγοριέται για την ώρα.

«Θα ήθελες να φας κάτι; Έχουμε πολλά μπισκότα» του είπε, μα εκείνος ένιωσε έναν κόμπο στο στομάχι, στην ιδέα και μόνο πως το εσωτερικό περιβάλλον, θα ήταν ιδιαιτέρως αφιλόξενο.

«Πες μου, πώς σε λένε;» του είπε ξανά η μικρή.

«Τζόναθαν με λένε και εσύ είσαι επίσης πολύ όμορφη» της είπε.

«Η μαμά μου έλεγε κάποτε, πως θα μπορούσα άνετα να γίνω πριγκίπισσα και πως όλες οι γυναίκες είναι πριγκίπισσες, ανεξάρτητα από την εμφάνιση ή την ηλικία τους» συνέχισε η Μέλανη και ο Τζόναθαν δεν απάντησε ποτέ. Απλώς της χαμογέλασε.

Την στιγμή που ανέβαιναν και το τελευταίο σκαλοπάτι της πόρτας, η Μέλανη την άνοιξε, βάζοντας τον Τζόναθαν μέσα. Τότε, εκείνη έκλεισε με φόρα πίσω του και ένας αέρας παγωμένος διέτρεξε τον χώρο γύρω τους.

«Αυτός είναι ο Έρικ» είπε η μικρή πρόσχαρα, όταν ακούστηκε μία άλλη αντρική φωνή.

«Μέλανη, πήγαινε στη σοφίτα και θα έρθω να σε πάρω εγώ» είπε η φωνή του Έρικ.

«Μα εγώ θέλω να παίξω με τον φίλο μου..»

«Είπα πήγαινε τώρα σε παρακαλώ» συνέχισε εκείνος σε τόνο αυστηρό, με τον Τζόναθαν να έχει αρχίσει να τρελαίνεται, καθώς ενώ άκουγε την φωνή ολοκάθαρα, δεν μπορούσε να δει απολύτως κανέναν. Μηχανικά, άρπαξε τον μικρό σουγιά που είχε πάντοτε κρυμμένο στην τσέπη του και τον έσφιξε στην ιδρωμένη του παλάμη.

Τη στιγμή που το κοριτσάκι εξαφανιζόταν, ο Τζόναθαν άκουσε το κλειδί να γυρνά απότομα στην πόρτα, ενώ ταυτόχρονα όλα τα φώτα ξεκίνησαν να τρεμοπαίζουν.

«Και τώρα οι δυο μας αλήτη» του γρύλισε ο Έρικ.

«Έρικ, πρέπει να σου μιλήσω» προσπάθησε να ξεκινήσει κάπως την κουβέντα, αλλά το μόνο που πήρε ως απάντηση, ήταν ο ήχος ενός πνιχτού, ειρωνικού γέλιου.

«Νομίζω πως δεν έγινα σαφής. Δεν θέλω να πω τίποτε μαζί σου, το μόνο που θέλω να μου πεις, είναι πού βρίσκεται η Ανναλίζα και το καλό που σου θέλω να είναι ακόμη ζωντανή. Γνωρίζω πολύ καλά ποιος είσαι και ποιο είναι το παρελθόν σου το βρώμικο. Η Ανναλίζα είναι μία εξαιρετική γυναίκα, η οποία λόγω του καλού της χαρακτήρα, εμπιστεύθηκε ένα κάθαρμα όπως εσύ. Ένα ωραίο κάθαρμα τολμώ να πω, καθώς η ομορφιά σου, έπαιξε σημαντικό ρόλο στο βρώμικο σχέδιό σου» τελείωσε ο Έρικ, με τον Τζόναθαν να ξεροκαταπίνει.

«Καταρχάς, εμφανίσου μπροστά μου. Θέλω να μπορώ να σε βλέπω και επίσης, να σου γνωστοποιήσω πως δεν φοβάμαι, ακόμη και αν ξέρω πως θα πεθάνω το επόμενο λεπτό. Δεν ήρθα ως εδώ τυχαία και ούτε θα εμφανιζόμουν με αυτόν τον τρόπο, αν κάποια πράγματα δεν είχαν αλλάξει. Η Ανναλίζα βρίσκεται στο νοσοκομείο. Εγώ την πήγα, καθώς ο Ρόυ... Είχε κάνει πολλά. Όμως, εγώ δεν την πίστεψα όταν μου είπε πως εκείνος κακομεταχειριζόταν το παιδί..» πήγε να πει, όταν μέσα από έναν καθρέπτη, είδε τη μορφή ενός άντρα.

Συνέχισε να τον κοιτά και η μορφή, σαν να ξεπήδησε μέσα από το κάτοπτρο, στάθηκε επιτέλους μπροστά του, με ανθρώπινη εμφάνιση και ένα πρόσωπο παγωμένο και οργισμένο.

«Έπρεπε από την αρχή να γνωρίζεις το ποιόν της Ανναλίζα. Δεν σε δικαιολογώ να ξέρεις» του γρύλισε.

«Νόμιζα πως είχε στερήσει από τον Ρόυ το παιδί του. Πως ο Ρόυ, νοιαζόταν για την Μέλανη...» συνέχισε ο Τζόναθαν.

«Και πως τελικά πείστηκες για το εμφανές αντίθετο;» τον ρώτησε αυστηρά ο Έρικ.

«Όταν πήρε τηλέφωνο η Μέλανη και την ρώτησα ευθέως, αν ο πατέρας της την χτυπούσε. Κανένας δεν έχει δικαίωμα να χτυπά ένα παιδί» του είπε σχεδόν σαν να μιλούσε στον εαυτό του.

«Η βία, με την οποιαδήποτε μορφή και στον οποιονδήποτε, είναι αδικαιολόγητη. Αυτό ισχύει και για τις γυναίκες και για τους άνδρες, αλλά και για τα παιδιά» συνέχισε σε τόνο απειλητικό ο Έρικ.

«Την Ανναλίζα δεν την χτύπησα ποτέ και όλο αυτό το μάθημα περί βίας, τράβα πες το στην μάνα μου την ιερόδουλη. Την μάνα που έσερνε το αγοράκι της στους πελάτες και τους άφηνε να το χτυπάνε, επειδή πεινούσε και έκλαιγε. Τράβα πες το επίσης στον πατέρα μου, που φοβήθηκε πως ήμουν ένα μπάσταρδο, προϊόν κάποιου πελάτη και με παράτησε, ενώ γνώριζε ποια ήταν η μάνα μου. Εκείνοι με σκέφτηκαν; Όχι. Τότε γιατί εγώ να σκεφτώ τους άλλους; Η ψυχή μου είναι ποτισμένη με μίσος, όμως πάρα ταύτα, εγώ δεν σήκωσα ποτέ το χέρι μου στην Ανναλίζα, γιατί μέσα στη θολούρα μου, την έβλεπα αδύναμη να αμυνθεί. Είναι η ίδια λογική με την οποία αντιμετωπίζω τα παιδιά. Αρρωστημένη, αλλά αυτή έχω. Είμαι λοιπόν εδώ, για να τελειώσω τον Ρόυ με ή χωρίς εσένα. Αν πάλι θέλεις να με σκοτώσεις, να ξέρεις πως δεν φοβάμαι τον θάνατο, ούτε εσένα και είμαι διατεθειμένος να σε αντιμετωπίσω, Έρικ» έφτυσε σχεδόν τις τελευταίες λέξεις.

Τη στιγμή που ήταν έτοιμος ο Έρικ να του απαντήσει, ένας εκκωφαντικός θόρυβος ακούστηκε ακριβώς από πίσω τους και μία τεράστια πέτρα διέλυσε το τζάμι, για να χτυπήσει λοξά στον κρόταφο τον Τζόναθαν, αφήνοντας το αίμα του να τρέξει και λερώνοντας την μπλούζα του. Πάνω στην πέτρα, ήταν πιασμένο ένα βρώμικο σημείωμα.

΄΄Δώσε μου την κόρη μου, αλλιώς θα την πάρω με το ζόρι ακόμη και νεκρή΄΄ 

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top