Το σπίτι δίπλα από το ποτάμι/ part 1
Πίσω από την καθημερινή εμφάνιση ενός παραδοσιακού, επαρχιακού σπιτιού, είναι πιθανό να ελλοχεύουν απόκοσμα μυστικά. Μυστικά που ο κοινός, ανθρώπινος νους, αρνείται πεισματικά να δεχτεί. Ο Ρόυ, έχοντας σταματήσει σε μία κλινική, προκειμένου να δέσει το χέρι του και να καθαρίσει τις πληγές, αναμόχλευε στο μυαλό του, ξανά και ξανά την εικόνα αυτής της φιγούρας που είχε αντικρύσει. Η λογική του, του ούρλιαζε πως η πιθανότητα ύπαρξης ενός φαντάσματος, ήταν τυπικά αδύνατη. Εξάλλου, ποιος πίστευε στα φαντάσματα και στις παντός είδους δεισιδαιμονίες;
Τη στιγμή που έβγαινε από την κλινική και μπροστά στο θέαμα του σακατεμένου του χεριού, η οργή πλημμύρισε τη διεστραμμένη του ψυχή. Όλον αυτόν το θυμό, για την μικρή του ήττα στην πρώτη του απόπειρα να αρπάξει τα κεκτημένα του, τον έκανε να θέλει να ξεσπάσει. Φυσικά, το μόνιμο εξιλαστήριο θύμα για εκείνον, ήταν η Ανναλίζα την οποία τώρα την είχε του χεριού του, μαντρωμένη και ανήμπορη. Μπήκε στο αμάξι του και προσπάθησε να πιάσει το κινητό του για να καλέσει τον Τζόναθαν και να τον ειδοποιήσει πως έρχεται. Ωστόσο, μία αδύναμη, εσωτερική φωνούλα, του ψιθύριζε για το αντίθετο και τον παρότρυνε να τους κάνει την έκπληξη και να τον βρουν μπροστά τους. Εξάλλου, δεν επιθυμούσε να δίνει αναφορά και σε κανέναν. Ο Τζόναθαν, ήταν μονάχα ένας συνεργάτης που υπάκουγε στις εντολές του, καθώς πληρωνόταν καλά.
Φτάνοντας λοιπόν στο γνωστό παράπηγμα, το οποίο ήταν χωμένο μέσα στα δάση και δίχως να κάνει τον παραμικρό θόρυβο, άνοιξε με προσοχή την ξύλινη πόρτα, για να δει τον Τζόναθαν να κάθεται στο σμπαραλιασμένο κρεβάτι και την Ανναλίζα σιωπηλή στην καρέκλα.
«Δεν βλέπω καινούργια χτυπήματα στο γλυκό της προσωπάκι. Τι συμβαίνει Τζόναθαν; Σε έπιασε ξαφνικά η ευαισθησία σου;» του πέταξε ειρωνικά ο Ρόυ, κάνοντας τα κυανά του μάτια να λάμψουν ενοχλημένα.
«Δεν μου αρέσουν οι ειρωνείες. Εξάλλου, αν θυμάμαι καλά, μου ζητήθηκε να την κρατώ φυλακισμένη, όχι να την σπάω στο ξύλο καθημερινά» του απάντησε κοφτά ο Τζόναθαν.
«Πολύ καλά, κανένα πρόβλημα τότε. Θα το κάνω εγώ με το καλό μου χέρι. Το άλλο σακατεύτηκε εξαιτίας του βρομόσπιτου, όπου έμενε αυτή η ύαινα!» ούρλιαξε μανιασμένα ο Ρόυ, αρπάζοντας την Ανναλίζα από τα μαλλιά και τραβώντας την με δύναμη.
«Ήξερες πως θα πήγαινα να πάρω πίσω το παιδί μου και μου την είχες στημένη!» μούγκρισε στο αυτί της και εκείνη τον κοίταξε με μίσος.
«Είχα μία ελπίδα, πως ο Έρικ θα σε ξεκοίλιαζε, αλλά την γλύτωσες μπάσταρδε! Σκότωσέ με αν θέλεις, αλλά την Μέλανη δεν θα την πάρεις ποτέ. Το ακούς; Ποτέ!» του φώναξε και ένα χαστούκι δυνατό προσγειώθηκε δίπλα από το αυτί της, κάνοντάς την να ζαλιστεί.
Στο θέαμα αυτό, για κάποιον λόγο, αδιευκρίνιστο, ο Τζόναθαν αποχώρησε. Βγήκε έξω, ανάβοντας νευρικά ένα τσιγάρο. Θα την σκότωνε. Αν όχι αμέσως, η Ανναλίζα θα υπέκυπτε αργά και βασανιστικά στα τραύματά της, γιατί ήταν αδύναμη, όπως ήταν κάποτε και εκείνος. Ένα παιδί, μπροστά από τη δυνατή γροθιά ενός ενήλικα. Μία γροθιά την οποία δεν θα μπορούσε να είχε αποφύγει, δεν θα μπορούσε να είχε σταματήσει. Όλα αυτά εξαιτίας της μητέρας του, που και εκείνη ήταν ενήλικη και έπαιρνε αποφάσεις δίχως τη δική του συγκατάθεση. Θα μπορούσε να τον είχε προστατέψει, ήταν η μητέρα του εξάλλου, ήταν ο ρόλος της, αλλά δεν τον έκανε. Οι δυνατοί έπρεπε να προστατεύουν τους αδύναμους, αλλά στον κόσμο του δεν συνέβη ποτέ κάτι τέτοιο. Οι κραυγές της άτυχης κοπέλας, ηχούσαν στα αφτιά του και μετατρέπονταν σε παιδικούς λυγμούς, τους δικούς του λυγμούς.
Τότε, για κάποιον λόγο ένιωσε την ανάγκη να επέμβει, έχοντας σκεφτεί μία δικαιολογία. Δίχως καθυστέρηση, άνοιξε την πόρτα, γουρλώνοντας τα μάτια του μπροστά στο θέαμα που αντίκρυσε. Το πρόσωπο της κοπέλας είχε σχεδόν παραμορφωθεί, εξαιτίας του αίματος και των εκατοντάδων αμυχών. Στεκόταν σχεδόν ακίνητη, πιθανότατα λιπόθυμη και εκείνος την γρονθοκοπούσε δίχως έλεος.
«Ρόυ!» του φώναξε ο νεαρός, αρπάζοντάς του το χέρι απότομα και σταματώντας τον.
Μπροστά του, ήταν πολύ πιο ψηλός, εξαιτίας της ρωσικής καταγωγής του και πολύ πιο μυώδης. Ο Ρόυ κοντοστάθηκε και τον κοίταξε με βλέμμα θολό και τρελαμένο.
«Τι κάνεις εκεί ρε; Γιατί με σταμάτησες;» του ούρλιαξε με τις ματωμένες γροθιές του, να έχουν λερώσει τα ρούχα του.
«Έχεις όρεξη να την σκοτώσεις και να μας κυνηγήσει η αστυνομία; Υποτίθεται πως θέλεις να πάρεις το παιδί σου. Αν την σκοτώσεις, πως θα της αποσπάσεις τις πληροφορίες για το πού βρίσκεται η μικρή;» προσπάθησε να τον συνετίσει και ο Ρόυ, για μερικά λεπτά, φάνηκε να το σκέφτεται σοβαρά.
«Έχεις δίκιο. Δεν έχει νόημα να πάω στη φυλακή για μία αλήτισσα. Κάνε την να συνέλθει. Εγώ θα ψάξω να βρω λεπτομέρειες για την έπαυλη που νοίκιαζε. Ποιοι έμεναν εκεί πριν, ποιος της την νοίκιασε, τα πάντα. Αφού συλλέξω όλες τις απαραίτητες πληροφορίες, τότε θα αναζητήσω και την Μέλανη, καθώς υποψιάζομαι πως αυτοί που έμεναν στο σπίτι, γνωρίζουν πού βρίσκεται η μικρή και την κρύβουν. Μάλλον το στοματάκι της γυναίκας μου, κελάηδησε και γι' αυτό φρόντισαν να λάβουν τα μέτρα τους» μούγκρισε ο Ρόυ και παίρνοντας ένα λάστιχο, που βρισκόταν έξω από το δωμάτιο των βασανιστηρίων, ξέπλυνε τα χέρια του.
Μόλις ο Τζόναθαν, άκουσε τον ήχο του αυτοκινήτου που απομακρυνόταν, βγήκε έξω στην αυλή και γέμισε ένα πλαστικό μπουκάλι με λίγο νερό. Κατόπιν, πήρε στα χέρια του μία πετσέτα και την έβρεξε. Το βλέμμα του, πλανήθηκε στην αποκρουστική εικόνα της βασανισμένης κοπέλας. Τα χαρακτηριστικά της, είχαν σχεδόν αλλοιωθεί από τα χτυπήματα, τις μελανιές και το αίμα. Εκείνος την πλησίασε, έχοντας σταματήσει να αναπνέει και με την βρεγμένη πετσέτα, ξεκίνησε να σκουπίζει τα αίματα προσεκτικά.
Η κοπέλα ωστόσο, παρέμενε ανέκφραστη και ακίνητη, ίδια νεκρή. Αγχωμένος, ο Τζόναθαν, έπιασε το χέρι της, προκειμένου να δει αν ήταν παγωμένο, πράγμα που θα σήμαινε τον θάνατό της. Τη στιγμή που το άγγιζε, μία αμυδρή ζεστασιά γαργάλισε τα δάχτυλά του, σημάδι πως η Ανναλίζα ζούσε και εκείνος άφησε μία βεβιασμένη εκπνοή, νιώθοντας ανακούφιση. Στη συνειδητοποίηση αυτού του συναισθήματος, παράτησε την πετσέτα, η οποία έπεσε στο πάτωμα και βγήκε έξω πιάνοντας τα ξανθά μαλλιά του και τραβώντας τα με δύναμη. Φυσικά, καθησύχασε τον εαυτό του, ένιωθε ανακούφιση γιατί δεν πέθανε με εκείνον ως τον μοναδικό μάρτυρα και υπεύθυνο μετά να εξαφανίσει το πτώμα. Ναι, αυτό ήταν στα σίγουρα σκέφτηκε.
Μία ώρα είχε περάσει, από την αναχώρηση του Ρόυ και εκείνος, ήταν καθισμένος σε ένα λοφάκι, χαζεύοντας τα χρώματα του ορίζοντα και παίζοντας μηχανικά με έναν μικρό σουγιά. Από το απόκοσμο δωμάτιο, ακούστηκαν άξαφνα κραυγές ή λυγμοί διαπεραστικοί που κάθε τόσο κόβονταν. Αυτό σήμαινε, πως η κοπέλα είχε ξαναβρεί τις αισθήσεις της. Αμήχανος, προχώρησε προς το δωμάτιο με την Ανναλίζα να τον κοιτά οργισμένη.
«Φύγε!» του ούρλιαξε παρατεταμένα. «Φύγε ή σκότωσέ με! Αν είσαι έστω και στο ελάχιστο άνθρωπος, σκότωσέ με. Δεν θέλω να ζω άλλο. Εξάλλου, γνωρίζω την μοίρα που με περιμένει» τελείωσε.
«Εγώ έδιωξα τον Ρόυ για να μην σε σκοτώσει» της απάντησε κοφτά.
«Σώπα; Μου έκανες τέτοια χάρη, αφού τον είδες και τον απόλαυσες πρώτα να με σπάει στο ξύλο;» του πέταξε ειρωνικά και εκείνος στράφηκε απότομα προς το μέρος της, πλησιάζοντάς την.
«Για κάποιον, που θεωρεί τις γυναίκες ως την αιτία της δυστυχίας του, ναι, σου έκανα τεράστια χάρη» της απάντησε και εκείνη ίσα που ύψωσε το βλέμμα, κάτω από τα πρησμένα της βλέφαρα.
«Μιλάς συνεχώς με γρίφους. Πώς θέλεις να σε καταλάβω; Όχι πως με νοιάζει κιόλας» συνέχισε εκείνη.
«Τότε σταμάτα να σχολιάζεις» της είπε τρίβοντας ασυναίσθητα την ουλή του σαν να τον πονούσε ξαφνικά.
Η Ανναλίζα όμως, έστω και έτσι έπρεπε να συμμαχήσει με τον εχθρό και το γνώριζε. Έπρεπε να πάρει το ρίσκο.
«Το μίσος σου για τις γυναίκες, έχει να κάνει με την ουλή σου;» ρώτησε σταθερά, κάνοντας τον Τζόναθαν να στρέψει επάνω της το κυανό του βλέμμα οργισμένος.
«Δεν σου χρωστώ απαντήσεις» της είπε.
«Είναι ο μόνος τρόπος να το ξεπεράσεις, αν μιλήσεις γι'αυτό. Δεν είναι αδυναμία, αλλά δύναμη. Εδώ εμένα, με έχεις δει να ξεφτιλίζομαι και εσύ φοβάσαι να φανείς δυνατός μπροστά μου;» ρώτησε παίζοντας με την ψυχολογία του και ελπίζοντας πως θα λειτουργούσε.
Ο νεαρός φάνηκε να προβληματίζεται για λίγο.
«Σου είπα ψέματα» της είπε τελικά και εκείνη τον κοίταξε με ενδιαφέρον. «Στο καφέ, όταν με ρώτησες, σου είπα πως έπεσα πάνω στο παιχνίδι. Η αλήθεια όμως είναι, πως στη ζωή μου δεν έχω παίξει ποτέ σαν παιδί. Είχα απλώς τον ρόλο μίας μαριονέτας, που η μάνα της την έσερνε στα μπουρδέλα που δούλευε. Το σημάδι, το απέκτησα μία νύχτα, όταν ένας από τους πελάτες με χτύπησε γιατί έκλαιγα. Ήμουν μόλις τριών χρονών» τελείωσε και η κοπέλα πάγωσε.
Τα μάτια της, είχαν διασταλεί εξαιτίας της φρίκης. Η εικόνα του τώρα, έμοιαζε διαφορετική, ίσως πιο ανθρώπινη και λιγότερο τερατώδης σε σχέση με πριν. Ωστόσο, της ήταν δύσκολο να ξεχάσει το βρώμικο παιχνίδι που είχε στήσει εις βάρος της, τουλάχιστον όμως, μπορούσε τώρα πια εν μέρει να τον δικαιολογήσει. Εκείνος έστεκε απέναντί της, ψυχρός και περήφανος όπως πάντα, μολαταύτα αν παρατηρούσε κανείς με προσοχή, θα διέκρινε ένα κάποιο, έστω και απροσδιόριστο συναίσθημα, να διαπερνά τις κυανές του, φουρτουνιασμένες θάλασσες.
«Δεν σου αφηγήθηκα όλα αυτά για να με λυπηθείς» πρόλαβε να της πει.
«Δεν νιώθω οίκτο, απλώς έκπληξη και ίσως κατανόηση, αν αυτή λέξη σου αρέσει περισσότερο» του απάντησε εκείνη.
«Κατανόηση; Από εσένα; Μετά από όλα αυτά που σου έκανα; Είσαι πολύ μεγαλόψυχη από τη στιγμή που κατανόηση δεν εισέπραξα ποτέ, ούτε από την ίδια μου τη μάνα» σχολίασε ο Τζόναθαν πικρόχολα και ίσως ειρωνικά.
Με μία κίνηση του χεριού του, έσβησε το μοναδικό φως του δωματίου και έγειρε στο σμπαραλιασμένο κρεβάτι για να κοιμηθεί. Η σκιά του χώρου και η απουσία του φωτός, κάλυπταν τέλεια τα πρωτόγνωρα συναισθήματα που καθρεπτίζονταν στο πρόσωπό του. Τα φρύδια του, είχαν ενωθεί σε μία έκφραση πόνου και τα μάτια του πάλευαν να μην δακρύσουν, για μία ζωή που είχε χαθεί στα σκοτεινά σοκάκια της παρανομίας. Για ένα χάδι που ποτέ δεν ένιωσε, για μία όμορφη κουβέντα που ποτέ δεν άκουσε, για την λέξη ΄΄σ' αγαπώ΄΄ που έμεινε μετέωρη στην καρδιά του, περιμένοντας κάποιον να την προσγειώσει επιτέλους μέσα του. Για όλα τα γιατί, που ποτέ δεν βρήκαν απάντηση και για εκείνο το επειδή που η ίδια η ζωή του χρωστούσε. Έριξε μία τελευταία ματιά προς το μέρος της κοπέλας και χαμογέλασε αμυδρά. Κατόπιν σηκώθηκε και την πλησίασε με τρόπο λύνοντας τα δεσμά της.
«Κοιμήσου εσύ στο κρεβάτι. Θα είμαι έξω. Αδυνατώ να ηρεμήσω αυτή τη στιγμή»
Εκείνη δεν του απάντησε τίποτε. Ο νεαρός την σήκωσε προσεκτικά και την εναπόθεσε στο στρώμα. Έκλεισε την πόρτα πίσω του και αφέθηκε στην δροσιά της νύχτας.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top