Πορεία μετά θάνατον/ part 4

Η Ανναλίζα, είχε αργήσει να επιστρέψει εκείνη την ημέρα. Παραδόξως είχε περάσει όμορφα με εκείνον τον νεαρό και μυστικοπαθή συνάδελφο. Η Μέλανη βρισκόταν ήδη στο δωμάτιό της και διάβαζε. Την είχε γυρίσει στο σπίτι η μητέρα της Πέννη. Ο Έρικ από την άλλη, στεκόταν ολομόναχος στο σαλόνι, κοιτώντας ελαφρώς εμμονικά την ώρα. Στην ουσία ανησυχούσε για την Ανναλίζα. Μετά το δυστύχημα, η αγωνία του απέναντι στα πρόσωπα που αγαπούσε, είχε επιδεινωθεί. Σαν άκουσε το κλειδί να γυρνά, μετακίνησε το χέρι του στο στήθος, λες και πάλευε να αφουγκραστεί τους δυνατούς χτύπους μίας ανύπαρκτης καρδιάς.

«Επιτέλους» ήταν η μόνη κουβέντα που της είπε μόλις την είδε να εισέρχεται.

«Γεια και σε εσένα Έρικ» του απάντησε κάπως ξαφνιασμένη.

«Λοιπόν, νομίζω πως στη δουλειά, θα πρέπει να απαιτήσεις να πληρώνεσαι υπερωρία. Το κανονικό σου ωράριο, έχει λήξει εδώ και τρείς ώρες» συνέχισε εκείνος πιέζοντάς την.

Τότε, γύρισε και τον κοίταξε στα μάτια, με μία κάποια αμηχανία, την οποία αδυνατούσε να εξηγήσει. Είχε βρεθεί από το πουθενά και αδίκως υπόλογη απέναντι σε έναν άγνωστο στην ουσία άνδρα.

«Για την ακρίβεια σχόλασα κανονικά. Απλώς, είχα πάει μία βόλτα» του απάντησε τελικά.

«Μονάχη σου;» πρόφερε σχεδόν μουγκρίζοντας ο Έρικ.

«Εμ, ναι» του ήρθε η απάντηση, η οποία για κάποιον λόγο τον εξόργισε, αλλά για καλή του τύχη, κατόρθωσε εντέχνως να το κρύψει.

«Δεν ξέρεις να λες καλά ψέματα» της γρύλισε ξανά «Το βλέπω στα μάτια σου, το νιώθω στη θερμοκρασία του σώματός σου. Ανναλίζα, κάπου εκεί έξω υπάρχει ένας άντρας που σε αναζητά και εσύ κόβεις βόλτες με άγνωστους;»

Εκείνη πάγωσε καθώς ξαφνικά ένιωσε σαν ένα μικρό παιδί που του έβαζαν τις φωνές. Μονάχα που σιχαινόταν τις φωνές. Δεν τις άντεχε και ο Έρικ την πίεζε. Δεν είχε κανένα δικαίωμα να της επιβάλλει το οτιδήποτε. Η ζωή ήταν δική της και είχε μάθει να είναι μαχήτρια και να ανταπεξέρχεται ρωμαλέα στις αντιξοότητες. Από την άλλη όμως, είχε απωθήσει την ύπαρξη του Ρόυ σχεδόν στο ασυνείδητο, ώστε πράγματι κάποιες φορές αντιδρούσε απερίσκεπτα. Καταβάθος, ο Έρικ είχε δίκιο. Δεν ήταν ο σωστός καιρός να δείχνει εμπιστοσύνη σε άγνωστους.

«Πράγματι, δεν υπήρξα ποτέ καλή στα ψέματα. Από την άλλη ωστόσο, δεν έχω ανάγκη από επόπτες στη ζωή μου» ανταπάντησε.

«Ούτε εγώ συμπαθώ τα ψέματα, επομένως θα είμαι ειλικρινής μαζί σου. Σε είδα με τον συνεργάτη σου, εντελώς τυχαία» έφτυσε σχεδόν τις λέξεις.

Η Ανναλίζα, ένιωσε το πρόσωπό της να κοκκινίζει, είτε από ντροπή, είτε από θυμό.

«Και λοιπόν;» ρώτησε απλά.

«Λοιπόν, είναι άγνωστος» της απάντησε.

«Και εσύ το ίδιο, κύριε Άντριου» ήρθε και η τελική απάντηση, ενώ αποφάσισε να του γυρίσει την πλάτη επιδεικτικά, ξεκινώντας να κατευθύνεται στον επάνω όροφο.

«Όταν σου μιλώ, να με κοιτάζεις σε παρακαλώ» της φώναξε απότομα και άξαφνα πετάχτηκε μπροστά της με εκπληκτική ταχύτητα, αρπάζοντάς της τον καρπό. ΄΄Ένα από τα καλά του να είσαι πεθαμένος. Γίνεσαι ταχύτερος΄΄ σκέφτηκε, μα η κοπέλα έμοιαζε να βρίσκεται σε κατάσταση σοκ.

Τότε, συνειδητοποίησε το λάθος του, καθώς προ στιγμήν, είχε ξεχάσει πως η Ανναλίζα, πίσω από τη μάσκα της δυναμικότητας, έκρυβε φόβο και ένα ματωμένο παρελθόν γεμάτο βία. Μπροστά στη φοβισμένη εικόνα της, χαλάρωσε τη λαβή του και το βλέμμα του μαλάκωσε, όταν την είδε να δακρύζει βουβά.

«Όση ώρα ήμουν στη δουλειά, κοιτούσα συχνά το ρολόι του τοίχου. Το μόνο που ήθελα, ήταν να επιστρέψω στο σπίτι. Μετά από τόσα χρόνια, ένιωσα αυτήν την ανάγκη να με αγκαλιάσει η θαλπωρή του και η σιγουριά του. Η σιγουριά που με έκανες εσύ να νιώσω»

«Ανναλίζα» της είπε σχεδόν ψιθυριστά «και εγώ κοιτούσα το ρολόι μου περιμένοντας να γυρίσεις. Είχα βγει μία βόλτα, ύστερα από ένα χρόνο, μόνο και μόνο για να αντικρύσω ξανά τους συναδέλφους μου. Τους συναδέλφους που πάλευαν πάντοτε δίπλα μου, προκειμένου να σώσουν ανθρώπινες ζωές. Έπειτα, τυχαία πέρασα από το σημείο της δουλειάς σου και σε είδα, με εκείνον τον άντρα, ωστόσο, όταν καθυστέρησες φοβήθηκα και άρχισα να σκέφτομαι διάφορα. Δεν σε ρώτησα για να σε ελέγξω, μα από ειλικρινές ενδιαφέρον και ίσως...» πήγε να πει μα κρατήθηκε.

«Δεν χρειάζεται να ανησυχείς τόσο. Δεν σημαίνει πως όποιος είναι ξένος, είναι και ύποπτος. Έννοια σου και ποτέ μου δεν ξέχασα την όψη του Ρόυ. Θα τον αναγνώριζα από χιλιόμετρα. Το μόνο που προσπαθώ να κάνω, είναι να μοιάζει η ζωή μου λίγο πιο φυσιολογική. Να αποβάλω τους φόβους που με κρατούν δέσμια. Δεν το κάνω μονάχα για εμένα, αλλά και για το παιδί μου που το έχει ανάγκη» τελείωσε.

«Και εγώ αυτό προσπαθώ να κάνω» της απάντησε και έκανε ακόμη ένα δειλό βήμα προς το μέρος της. «Προσπαθώ να αποφύγω την ιδέα του θανάτου. Ξέρεις, το να βρίσκομαι παγιδευμένος ανάμεσα σε δύο ζωές, εκείνη που υφίσταται και εκείνη που δεν υφίσταται, μοιάζει αφόρητο. Είμαι εδώ, σε βλέπω και για κάποιον λόγο με βλέπεις και εσύ. Ωστόσο, το σωστό θα ήταν να μην βρίσκομαι εδώ. Όλο αυτό με τρελαίνει. Τότε, σε είδα με εκείνον τον άγνωστο άντρα και συνειδητοποίησα πως είμαι καταδικασμένος να μην μπορώ να συνεχίσω τη ζωή μου. Να μην μπορώ να σου προσφέρω ούτε εσένα πράγματα, πέραν της θλιβερής μου ανυπαρξίας στην ύπαρξη» η φωνή του τώρα έκρυβε το δίχως άλλο μία μελαγχολία.

«Έρικ, σε παρακαλώ, σταμάτα να σκέφτεσαι έτσι..» τον προέτρεψε μελαγχολικά η Ανναλίζα.

«Ανναλίζα, θέλω να είμαι ζωντανός. Θέλω να μπορεί το σώμα μου να εκπέμπει εκείνη τη θερμότητα της ζωής, όπως τότε. Η οικογένειά μου έφυγε και δεν θα ξαναγυρίσει, χάθηκε. Τη στιγμή λοιπόν που το συνειδητοποιώ και προσπαθώ να προχωρήσω με αυτή τη σκέψη σαν δεδομένο, έρχεται ο θάνατος και με βαστά πίσω. Μου υπενθυμίζει πως είμαι ψυχρός, τα χέρια μου είναι παγωμένα και έχω αυτήν την αύρα του αποθανόντα ολόγυρά μου. Δεν θέλω να την έχω και πάντοτε θα υστερώ σε σχέση με κάθε άλλον φυσιολογικό άνθρωπο» συνέχισε πιο αποφασιστικά αυτή τη φορά.

«Μα, Έρικ γιατί..»

«Γιατί θέλω να σε φιλήσω αυτή τη στιγμή και θέλω να μπορείς να νιώσεις τη θερμότητα που απορρέει από αυτό» της είπε και εκμηδενίζοντας την απόσταση που τους χώριζε, ακούμπησε τα χείλη του στα δικά της. 



Μικρό βγήκε, αλλά δεν είχα υπολογίσει πόσο μου είχε περισέψει από το προηγούμενο κομμάτι του κεφαλαίου! Το επόμενο θα είναι μεγαλύτερο!

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top