Παγιδευμένη/ part 3

Η ώρα περνούσε βασανιστικά αργά, με τις σκιές έξω από το παράθυρο, να αλλάζουν κάθε τόσο θέση, σαν να παρακολουθούσε ένα θέατρο. Ένα τραγικό θέατρο. Ο Τζόναθαν είχε κλείσει τα μάτια του, ίσως και να κοιμόταν και η κοπέλα, ξεκίνησε να χτενίζει κυριολεκτικά τον χώρο με τη ματιά της, προσπαθώντας μέσα στο μισοσκόταδο να διακρίνει κάποιο αιχμηρό αντικείμενο, το οποίο πιθανότατα να της φαινόταν χρήσιμο. Τότε, σε ένα ξεχαρβαλωμένο, ξύλινο κομοδίνο, δίπλα από το εξίσου ξεχαρβαλωμένο κρεβάτι, ήταν ακουμπισμένο ένα μικρό σχετικά, μα κοφτερό μαχαίρι. Με όση δύναμη της απέμενε και παρά την διαμαρτυρία του πονεμένου της σώματος, προσπάθησε να δώσει βάρος στα πόδια της και ώθηση, για να σηκώσει την καρέκλα από το πάτωμα, ώστε να κατευθυνθεί αργά και αθόρυβα, προς το μέρος του αντικειμένου. Φυσικά, αυτό αποδείχτηκε μία τραγικά άσχημη ιδέα, καθώς όπως ήταν αναμενόμενο, τα κυανά μάτια του Τζόναθαν, ευθύς άνοιξαν διάπλατα, κάνοντάς την να σταματήσει στα μισά της διαδρομής.

Απότομα, γύρισε το κεφάλι του προς το μέρος του μαχαιριού και άφησε ένα συριχτό γέλιο.

«Πολλές αστυνομικές ταινίες βλέπεις. Ωστόσο, στη δική σου την περίπτωση, δεν αποτελείς εκείνη τη δυναμική πρωταγωνίστρια, η οποίο κατορθώνει έξυπνα να ξεγελάσει τον μανιακό φρουρό της» πρόφερε και πιάνοντάς την από τα μαλλιά, έφτασε τα χείλη του μία ανάσα από το αυτί της. «Έγινα κατανοητός; Και μην προσπαθήσεις να κουνηθείς ξανά, γιατί ειλικρινά θα προβώ σε ενέργειες, που διόλου δεν θα σου αρέσουν» τελείωσε ωστόσο εκείνη δεν επιθυμούσε να δώσει το παραμικρό σημάδι αδυναμίας. Συνέχισε να τον κοιτάζει περήφανα μέσα στα μάτια.

«Δεν σε φοβάμαι. Ωστόσο, ακόμη και αν σου είναι δύσκολο να το πιστέψεις, είμαι και εγώ άνθρωπος και πρέπει να φάω κάτι, να πιώ ή ακόμη και να κάνω την ανάγκη μου» πρόφερε προσπαθώντας να κρύψει, όσο αυτό ήταν δυνατόν, την νευρικότητά της.

«Εδώ δεν είμαστε πεντάστερο ξενοδοχείο» απάντησε ο Τζόναθαν κοφτά. «Ή μήπως πιστεύεις πως θα σε αφήσω μονάχη σου να βγεις έξω; Θα σε ακολουθήσω παντού και εσύ καλά θα κάνεις να φερθείς φυσιολογικά, ώστε να μην κινήσουμε τις υποψίες»

«Και πώς ακριβώς θα δικαιολογήσεις τα χάλια της εμφάνισής μου;» του γρύλισε εκείνη.

«Ω, μα είναι πολύ απλό. Μας συνέβη ένα φριχτό τροχαίο και προτού σε πάω στο νοσοκομείο, περάσαμε να αγοράσουμε κάτι να φας και να πιείς, για να σου περάσει το σοκ» απάντησε εκείνος με την Ανναλίζα να καταριέται σιωπηλά.

Ήξερε, πως αν η ίδια πάθαινε κάτι, το κοριτσάκι της θα έμενε ορφανό. Ίσως λοιπόν, να έπρεπε να συνεργαστεί με τις προσταγές αυτού του καθάρματος, μέχρι να βρει το αδύναμο σημείο του. Τουλάχιστον, θα προσπαθούσε να μην τον εξοργίζει με την αντίδρασή της. Μόνο έτσι, είχε μία κάποια ελπίδα να μην φθάσει στα χέρια του Ρόυ. Έπρεπε να τον ξεσκεπάσει και να πατήσει πάνω στα ψέματά του. Με βαριά καρδιά και με κοφτές ανάσες, καθώς το στήθος της πονούσε, άφησε τον Τζόναθαν να την ελευθερώσει, δίχως να προβάλει την παραμικρή αντίσταση. Εξάλλου, σωματικά και μόνο, δεν είχε καμία απολύτως ελπίδα απέναντί του.

Τη στιγμή που τα χέρια της ελευθερώθηκαν, εκείνη τα τέντωσε μηχανικά για να ξεμουδιάσουν. Κοίταξε τον νεαρό που την περίμενε σιωπηλός στην πόρτα. Τότε, από την τσέπη της, έβγαλε ένα τσαλακωμένο χαρτί, μία μικρή φωτογραφία. Το προσωπάκι της Μέλανη, την κοιτούσε χαμογελαστά. Το έφερε στα χείλη της, το φίλησε απαλά και ξεκίνησε να κινεί τα πόδια της προς την έξοδο. Ο Τζόναθαν το πρόσεξε. Για δευτερόλεπτα, η ματιά του μαλάκωσε σαν να του είχε γεννηθεί μία ελπίδα ενδόμυχα, πως ίσως εκεί έξω να υπήρχαν πράγματι μητέρες που αγαπούσαν τα παιδιά τους. Δεν της είπε τίποτε απολύτως. Την άφησε να πλησιάσει και βγαίνοντας, έκλεισε απλώς την πόρτα πίσω τους.

----------------------------

Έχοντας στο πλάι του, ακόμη δύο άντρες του υπόκοσμου, ο Ρόυ κατευθυνόταν αργά προς την έπαυλη, περνώντας τώρα, ανάμεσα από τα πυκνά δάση και φυσικά διαλέγοντας την κατάλληλη ώρα, ώστε να μην κινήσουν τυχόν υποψίες. Από μακριά, διέκριναν πως τα φώτα ήταν σβηστά, επομένως, ατυχώς υπέθεσαν πως ίσως η Μέλανη να κοιμόταν, με την συντροφιά ενός ακόμη ενήλικα. Ωστόσο, δεν είχαν ιδέα ούτε για το είδος της συντροφιάς, αλλά ούτε και για τον ενήλικα.

«Αφεντικό, γνωρίζεις πως αυτό το σπίτι θεωρείται καταραμένο;» ρώτησε ο ένας με μία τραχιά φωνή.

Ο Ρόυ, τον κοίταξε με αηδία.

«Σε λίγο θα μου πεις, πως πιστεύεις και στα φαντάσματα» συνέχισε εκνευρισμένος, βλέποντας όμως τον άλλο να κοντοστέκεται μπροστά του.

«Αυτό με τα φαντάσματα, ομολογουμένως δεν το είχα σκεφτεί» έκανε ο συνεργάτης του, υιοθετώντας ταυτόχρονα ένα βλέμμα, που ταίριαζε γάντι σε εκείνο ενός χρυσόψαρου. «Μήπως θα ήταν καλύτερα να μην πάμε;» τελείωσε, ώσπου μία δυνατή σφαλιάρα, τον επανάφερε στην πραγματικότητα.

«Ειλικρινά, ώρες ώρες, θεωρώ πως τα λεφτά μου πήγαν χαμένα με την δική σου πρόσληψη. Ποια φαντάσματα ρε ηλίθιε; Τώρα, σκάσε και προχώρα, προτού φθάσεις στο σημείο να με εξοργίσεις και πίστεψέ με, δεν θέλεις να με δεις να χάνω την ψυχραιμία μου» του γρύλισε ο Ρόυ και ο άντρας, με το βλέμμα του στραμμένο στη γη, συνέχισε το βάδισμα, μέχρι που άνοιξαν την καγκελόπορτα. Για κακή τους όμως τύχη, κανείς δεν πρόσεξε, μία παγωμένη και οργισμένη μορφή που τους κοιτούσε από το παράθυρο της σοφίτας.

Όπως ήταν φυσικό, η πόρτα του σπιτιού ήταν κλειδωμένη και οι ίδιοι, συνηθισμένοι στις διαρρήξεις, ξεκίνησαν τις προσπάθειες για να την ξεκλειδώσουν, με ιδιαίτερη μαεστρία. Τη στιγμή που τελικά υποχωρούσε τρίζοντας, ένα ψυχρό ρεύμα αέρα, τους έκανε να ανατριχιάσουν, χτυπώντας ταυτόχρονα την πόρτα πίσω τους. Οι τρείς άντρες αναπήδησαν ελαφρώς ξαφνιασμένοι, ωστόσο, το τρελαμένο βλέμμα του Ρόυ, ήταν η απόδειξη πως ο ίδιος, ήταν αποφασισμένος να το φθάσει μέχρι το τέλος. Ψάχνοντας στα τυφλά, άναψε ένα πορτατίφ, που κοσμούσε ένα ξύλινο, σκαλιστό, κλασσικό τραπεζάκι, πλάι από τον καναπέ του σαλονιού. Το εσωτερικό απέπνεε μία απειλή ανείπωτη, ενώ θα ορκίζονταν πως παράξενες σκιές σέρνονταν στους τοίχους γύρω τους. Τα γυμνά κλαδιά των δέντρων της αυλής πρόσδιδαν στο σκηνικό μία επιπλέον δόση ανατριχίλας. Κατευθυνόμενοι από το φως του πορτατίφ, ετοιμάστηκαν να ανέβουν τη σκάλα, όταν άξαφνα όλα σκοτείνιασαν. Οι ίδιοι, προσπαθώντας να μην χάσουν την ψυχραιμία τους, δοκίμασαν πολλές φορές να ανάψουν τα υπόλοιπα φώτα του σπιτιού, δίχως όμως το παραμικρό αποτέλεσμα. Έτσι, αρκέστηκαν σε φακούς που κουβαλούσαν, προκειμένου να συνεχίσουν την πορεία τους. Τη στιγμή όμως, που ήταν έτοιμοι να ξεκινήσουν την εξερεύνηση του χώρου, ένας δυνατός ήχος, τους έκανε να στρέψουν ταυτόχρονα το βλέμμα τους προς την πόρτα, η οποία είχε μόλις κλειδώσει από μόνη της.

«Αφεντικό, μήπως να το ξανασκεφτούμε;» ήχησε για ακόμη μία φορά η ασταθής φωνή του συνεργάτη του.

«Είπα σκάσε και προχώρα. Ο αέρας θα ήταν» συνέχισε ο Ρόυ ακάθεκτος.

Οι τρείς τους, αποφάσισαν να χωριστούν και να ψάξουν τα δωμάτια, υποθέτοντας πως οι κρεβατοκάμαρες, ήταν στον επάνω όροφο. Εκεί λογικά, θα έπρεπε να κοιμόταν και η μικρή, ωστόσο, είχαν στο μυαλό τους πως λογικά βρισκόταν μαζί της και κάποιος ενήλικας. Στη σκέψη και μόνο, πως η Ανναλίζα θα μπορούσε να έχει προχωρήσει τη ζωή της, ο Ρόυ άφριζε. Ο ίδιος, ανέλαβε αρχικά τον κάτω όροφο, προς αναζήτηση στοιχείων, ενώ τα δύο λαμπρά του παλικάρια, ανέλαβαν τους επάνω.

Η σκάλα των ορόφων έτριζε, σε κάθε τους βήμα και οι δύο άντρες βάδιζαν με προσοχή, ακροβατώντας εν αγνοία τους πλάι από τον κίνδυνο. Είχαν φθάσει σχεδόν στη μέση, όταν ο ένας, έστρεψε το βλέμμα του αργά, προς το μέρος ενός καθρέπτη που ήταν κρεμασμένος στον τοίχο. Ο διπλανός του, ένιωσε άξαφνα το κορμί του να τεντώνεται και τις αντιδράσεις του να αδρανοποιούνται εξαιτίας του τρόμου.

«Ρικ..» μουρμούρισε ο ένας άνδρας στον άλλο «κοίταξε αυτό» τον προέτρεψε και όταν και ο δεύτερος γύρισε απηυδισμένος, προς την μεριά του καθρέπτη, πάγωσε.

Μία ημιδιάφανη, αντρική φιγούρα, τους κοιτούσε με οργή, ενώ στο πρόσωπό της διαγραφόταν ένα σατανικό χαμόγελο.

«Ρικ, πάμε να φύγουμε» τραύλισε ο ένας.

«Μην είσαι ανόητος. Το αφεντικό θα μας σκοτώσει, εξάλλου αν ισχύουν οι φήμες περί φαντασμάτων, έχουμε μαζί μας αλάτι»

«Τι να μας κάνει το αλάτι;» ρώτησε ο Τόνυ.

«Παγιδεύει τα πνεύματα ηλίθιε» ανταπάντησε ο Ρικ.

«Μα, Ρικ το είδες όμως και εσύ πως ήταν θυμωμένο..» πήγε να πει ο Τόνυ, όπως ήταν το όνομα του δεύτερου άντρα, όταν η φιγούρα πετάχτηκε σαν την γαλακτερή σκιά έξω από το κάτοπτρο και βρέθηκε να στέκεται μπροστά τους. Οι άνδρες πάγωσαν στην θέα μίας ομίχλης να κόβει κύκλους γύρω τους.

Έχοντας σαστίσει, οι δύο κακοποιοί, ξεκίνησαν να κατεβαίνουν τα σκαλιά τρέχοντας, γλιστρώντας στο προτελευταίο και πέφτοντας ο ένας πάνω στον άλλο.

«Είστε τρελοί;» φώναξε από το βάθος ο Ρόυ ψιθυριστά.

«Α-αφεντικό, το σπίτι είναι στοιχειωμένο» πρόφερε ο Τόνυ με δυσκολία.

«Το σπίτι δεν είναι στοιχειωμένο, απλά εσύ είσαι ηλίθιος» συνέχισε ο Ρόυ και κατόπιν, πλησιάζοντάς τους, τους έσπρωξε και πέρασε φουρκισμένος ανάμεσά τους.

«Θα πάω εγώ επάνω. Εσάς, δεν σας χρειάζομαι άλλο. Μπορείτε να φύγετε» μούγκρισε με θυμό και οι δύο τρομοκρατημένοι άνδρες, προσπάθησαν να ανοίξουν με μανία την πόρτα, όταν άξαφνα, ένας ήχος, σαν να σκιζόταν ο αέρας στα δύο, έφθασε στα αυτιά τους και ένα μαχαίρι καρφώθηκε στην ξύλινη πόρτα με δύναμη και ταχύτητα. Σε κατάσταση πανικού, οι δύο έψαχναν μανιωδώς τρόπο διαφυγής, όταν ο Ρικ κλώτσησε το παράθυρο και μαζί με τον Τόνυ πήδηξαν έξω, με τα χέρια και τα πόδια τους να σκίζονται από τα κομμένα γυαλιά. Καθώς έστρεφαν το βλέμμα τους προς τα πίσω για μία τελευταία φορά, πρόσεξαν την απόκοσμη, ημιδιάφανη φιγούρα, να τους κοιτάζει ικανοποιημένη από το τελευταίο παράθυρο του σπιτιού. Οι δυο τους, καθώς έφευγαν, πέταξαν μία γερή δόση αλατιού μπροστά από την αυλόπορτα, προκειμένου να κρατήσουν το πνεύμα εντός της οικίας. Διόλου τους απασχόλησε η τύχη του Ρόυ, ο οποίος συνέχισε την διαδρομή του προς τις κρεβατοκάμαρες, έχοντας βαθιά μέσα του αναστατωθεί από τους προηγούμενους δυνατούς θορύβους και τις φωνές. Καθώς όμως, δεν είχε υπάρξει ούτε ένα δείγμα ζωής μέσα σε αυτό το σπίτι, παρά τη φασαρία και τις φωνές, τον έκανε να ξεκινήσει να σκέφτεται πως ίσως είχε πέσει σε μία καλοστημένη παγίδα.

Κάποιος είχε πιθανότατα προβλέψει, πως ο ίδιος θα ερχόταν και τον περίμενε.

«Εμφανίσου!» ούρλιαξε σχεδόν σίγουρος πια, πως επρόκειτο για κάποιον άνδρα, πιθανή νέα σχέση της Ανναλίζα. Ο ίδιος κινούταν αμήχανα και προσεκτικά στον διάδρομο, ώσπου άνοιξε την πόρτα του μπάνιου και προσπάθησε να ρίξει φως με τον φακό. Τότε, στον καθρέπτη απέναντί του, φάνηκε η μορφή ενός άνδρα. Ο Ρόυ σάστισε για λίγο, μα όταν έστρεψε το κεφάλι του, για να τον αντικρύσει, διαπίστωσε πως κανένας απολύτως δεν βρισκόταν πίσω του.

Το άγχος, είχε αρχίσει να τον καταβάλει, όταν ο φακός που κρατούσε, τρεμόπαιξε μερικές, τελευταίες φορές, μέχρι που έσβησε εντελώς. Ο Ρόυ ανατρίχιασε καθώς ένιωσε στον σβέρκο του, μία παγωμένη ανάσα, ενώ μέσα στο μυαλό του, άκουσε ένα ψιθυριστό, σατανικό γέλιο. Τη στιγμή εκείνη, ένιωσε να πνίγεται. Σαν να είχαν δημιουργηθεί γύρω από τον λαιμό του δύο δαγκάνες που ολοένα και τον έσφιγγαν. Εν συνεχεία, ένιωσε ένα δυνατό χτύπημα στο κεφάλι και κατόπιν ακόμη ένα.

«Αν είσαι άντρας, φανερώσου μπροστά μου!» ούρλιαζε ξανά και ξανά, παλεύοντας να αποφύγει στα τυφλά τα χτυπήματα.

«Ο άντρας, εμφανίζεται στους άντρες, όχι στα σκουλήκια» ακούστηκε μία ήρεμη, σαρκαστική φωνή. «Και εσύ συγκαταλέγεσαι στη δεύτερη κατηγορία»

Ο Ρόυ, νιώθοντας το καυτό αίμα να κυλά τόσο από το κεφάλι του, όσο και από το στόμα του, σηκώθηκε απότομα με όση δύναμη είχε και ενστικτωδώς, έτρεξε προς τα κάτω, αναζητώντας την έξοδο. Ο παγωμένος αέρας τον ακολουθούσε παντού, με αποτέλεσμα εκείνος, πάνω στην απόγνωσή του για να σώσει τη ζωή του, να πηδήξει εξίσου από το σπασμένο παράθυρο, τραυματίζοντας σοβαρά τα χέρια του. Γυρνώντας πίσω το βλέμμα του, είδε μία ημιδιάφανη φιγούρα να οδεύει γοργά προς το μέρος του, σαν δαίμονας, σαν αερικό και εκείνος ξεκίνησε να τρέχει με όλη του τη δύναμη.

«Θα γυρίσω!» ούρλιαξε καθώςέτρεχε μουσκεμένος στο αίμα. «Θα γυρίσω τόσο για εσένα, όσο και για τογυναικάκι μου που από ότι φάνηκε σου έκατσε και εσένα!» φώναξε ξανά, μα καμίααπάντηση δεν ακούστηκε. Το αλάτι, είχε δυστυχώς κάνει τη δουλειά του, σώζονταςτην άθλια ζωή του.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top