Οι σκοτεινοι δρόμοι της πόλης
Ειμαι ευτυχισμενη. Ειμαι ευτυχισμένη . Ειμαι ευτυχισμενη.
Βγαινουμε στο σκοτεινό δρόμο έξω απο την παμπ. Η πινακίδα Happy Day με τα φωτεινα γράμματα αναβοσβήνει και διαγράφεται ανα δευτερόλεπτα η μορφη του αυτοκινητου που μας περιμενει παρκαρισμενο, καλυμμένο με κρυα παγωμένη πάχνη. Το κοιτάμε και οι δυο ακίνητοι. Ενώνω τα χέρια μου σε μια φούχτα και τα ζεσταινω με την ανάσα μου. Έχει κρυο και φυσάει αργά κάνοντας τα σαπισμένα φύλλα του δρόμου να σέρνονται με δυσκολία.
"Πέρασες όμορφα?"
"Ναι" πολύ πολύ. Αυτη την φορά αντι να φυσηξω την ζεστη ανάσα μου στις φούχτες των χεριών μου τα μυρίζω. Η μυρωδιά του αρωματος του είναι ακόμη στο χέρι μου. Μου κρατούσε το αριστερό χέρι μου για ώρα. Ίσως για λίγο. Ισως το λίγο του Γιώργου να είναι ένα μεγάλο πολύ για μένα.
"Να σε επιστρέψω σπίτι " λεει ξανά αλλά ούτε εκείνος ούτε εγώ κάνουμε έστω ένα βήμα μέσα στο σκοτάδι.
"Ναι"
Οχι. Οχι.
Σκύβει το κεφάλι καθώς τον βλέπω να θρυμματιζει σκεφτικός ένα φύλλο κάτω απο το παπούτσι του. Φοράει δερμάτινα μαυρα παπουτσια . Είναι ωραια. Και αυτος είναι ωραίος. Αν πω στα κοριτσια οτι μου κρατούσε το χέρι μέσα στο μαγαζί δεν θα το πιστευουν.
Δεν θελω να φυγουμε. Δεν θελω να πάω πουθενά. Θέλω να πάμε βόλτα και να μου κρατησει πάλι το χέρι.
"Θελεις να παμε βόλτα? μια μικρή. Θα περπατάμε γρηγορα για να μην κρυώσεις. Αν θελεις σου δίνω το πανωφόρι μου δεν κρυωνω. " ο Γιώργος σταματα να διαλύει το φύλλο και με κοιταζει. Το σκοτάδι νιώθω πως κρυβει τα χαρακτηριστικά του προσωπου μου. Τον κοιτάζω και του γνεφω θετικά. "Αλλά δεν θελω το πανωφόρι σου. Ειμαι ενταξει"
"σιγουρα?"
"ναι"
"εγω λεω να σου το δωσω και αν σκασεις μου το δίνεις πίσω"
"δεν το θελω αλήθεια. Ζεσταινομαι. Τα μαγουλα μου ειναι κοκκινα απο την ζεστη"
"απο την μπυρα είναι" μισοχαμογελα σαν να μην ήταν σωστο να χαμογελασει με αυτο.
"Πάντως δεν το θελω" του λεω λιγακι πιο ανετα. Οριστε μπορώ να κανω μια συζητηση μαζί του. Μεγάλο βήμα ε?
"Θα ντραπεις να το ζητησεις αν κρυωσεις"
"Δεν ντρεπομαι" λεω και δαγκωνω το κατω χειλος μου.
τα ματια του κατι μου λενε. Τα ματια του με κοιταζουν και μου λενε δυνατα κάτι αλλά δεν αντεχω να τα κοιταω . Η καρδια μου χτυπά σαν τρελή και το χέρι μου έχει ακόμη το αρωμα του. Το κρυβω μέσα στην τσεπη μου σαν φυλαχτό.
"Καλα" απαντα με ηρεμο υφος και αινιγματικα ματια και ξεκιναμε να περπαταμε μέσα στο σκοτάδι.
.......
Η πόλη διπλα απο το χωριο μου είναι αρκετά μεγάλη.
Εχει μια πλατεια με ενα συντριβάνι που δεν βγαζει ποτέ νερό. Και ένα άγαλμα ενος πολιτικου. Τα χριστούγεννα στολίζουν ένα μεγάλο δέντρο. Ακόμη και τώρα που μεγάλωσα, ο πατέρας μου μας παει βόλτα να το δούμε. Αλλά ο Γιώργος που καθοδηγει την βόλτα μας δεν μας παει προς τα εκεί. Περπαταμε ολοένα μακριά απο το κέντρο, προς τις εργατικές κατοικίες, που το σκοτάδι είναι πυχτο και μόνο κατα διαστήματα βλέπουμε τα λαμπάκια απο καποιο χριστουγεννιάτικο δέντρο κρυμμενο στην ζεστασια καποιου τυχαίου σπιτιου. Μου αρεσει που περπαταμε στο σκοτάδι. Μπορώ κατα διαστηματα να γυρίζω και να τον κοιτάω. Και αλλες φορες δεν γυρνα το βλέμμα του σε εμένα. Καθεται προσηλωμενος κοιτωντας ευθεια το δρόμο και αλλοτε λίγες φορές γυρίζω το βλέμμα μου και τον πιανω να με κοιτάει. και τότε πρωτη χαμογελαω αμηχανα και μετα αυτός χαμογελα αμυδρα αλλα τραβα πρωτος το βλεμμα του απο εμενα. Τα χέρια μου τα έχω στις τσεπες μου. και εκείνος τα έχει ελευθερα δεξια και αριστερα απο το σώμα του. Είναι ψηλός και έχει σιγουρο βήμα. Τα κοντοκουρεμενα μαλλια του κάθονται ακίνητα στον αέρα. Τα μαλλιά μου εμενα μπαινουν μπροστα απο το προσωπο μου . Είναι όμορφα.
"Έιχα μια καθηγητρια που συνεχεια επαναλάμβανε την φραση της ψιθυριστα. Ήταν λίγο περίεργο. Δηλαδη μπορει να έλεγε ..Παρασκευή πες μαθημα και μετα κατευθειαν το έλεγε ψιθυριστα..Παρασκευη πες μαθημα..αλλά για όλα αυτο το έκανε. Ας πουμε ..σχολιαζε τον καιρο..ελεγε κάνει ζεστη σημερα παιδια και μετα πολυ ψιθυριστα έλεγε.. κανει ζεστη σημερα παιδιά"
"Αλήθεια?"
"Ναι αλήθεια το εκανε Γιωργο"
Μου αρεσει να λεω το ονομα του.
Λεω ασχετα πραγματα, οτι μου έρχεται στο νου. Μου αρεσει που ειμαστε στο σκοτάδι. Είναι σαν να κλεισαμε τα ματια και λεμε τις σκέψεις μας. Αυτός δεν λεει πολλά. Αλλά πάντα όταν του μιλάω , οτι και να πω, μειωνει το ρυθμο του βηματος του και με κοιτα σοβαρός λες και λεω κατι σπουδαιο.
"Η καθηγητρια της χημειας λεει πως ειναι απατη αυτο το απορρυπαντικο με τους κοκκινους και πρασινους κόκκους. Εχεις δει την διαφήμιση?"
"Ναι"
"Λεει πως ολα τα απορρυπαντικα κανουν την ίδια δουλειά και πως αυτους τους κοκκους τους χρωματισανε για να κάνουν εντυπωση"
"Δεν το ήξερα."
"Ναι γιατι έτσι.. καταλαβες.. πουλανε περισσοτερα απο αυτα στο σουπερ"
Κοιταω μπροστα μου χαμογελωντας.
Ωραια βόλτα.
Σταματα το βημα του ξαφνικά .
"Τι εγινε?" κοιταω γύρω μου και μετα κοιταω εκείνον. Γυριζει το σωμα του προς εμενα αλλα δεν με κοιταζει.
"Παρασκευή" ξεφυσα και μετα με κοιταζει.
Υπηρχε σχεδιο παναγιτσα μου!
Σοβαρευω με την μια. Είμαι ανοητη και χαζη που επειδη μου επιασε το χερι πιστεψα για λίγο, ξεγελαστηκα οτι μπορει ο Γιώργος εμενα να..και τώρα ποιος ξερει τι θελει να μου πει..
"παρασκευή" ξαναλεει και νιώθω το αιμα να φευγει απο το σωμα μου. Χλωμιαζω και δεν ξερω τι να κάνω. Να δεις που με εφερε βολτα μεσα στα μαυρα τα σκοταδια για να μου πει πως παιρνει πίσω τον λόγο.
Είμαι δυστυχισμενη δυστιχισμενη δυστυ-
"ήθελα να ρωτησω...."
Τον βλεπω να μην μπορεί να ολοκληρωσει την πρόταση του, προσπαθει να επιλεξει τις σωστες λεξεις για να μην με πληγώσει. Δαγκώνω το χειλος μου δυνατα. Αν κλαψω ειλικρινα δεν θα μου το συγχωρεσω ποτέ. Φταιει η ιστορια με το απορρυπαντικο? και εγώ γιατι λεω ξαφνικά βλακειες? τι μου έχει έρθει και λεω οτι βλακεια περναει απο το μυαλό μου?
"Ε πες το" λεω κοφτα τόσο που ο Γιώργος βάζει αμηχανα τα χερια στις τσεπες του.
"Με συμπαθεις?"
"Ε?"
Τον βλέπω να σοβαρευει. Σαν να κανουμε μια πραγματικη σοβαρη συζητηση.
"Εγω αν σε συμπαθω?" δεν ξερω αν βγηκε ακρη απο την ερωτηση
Κουναει καταφατικα το κεφαλι. Συνεχιζει να με κοιτα σοβαρός.
Αυτό τωρα γιατι το ρώτησε? δεν καταλαβαίνω. Με κοροιδευει? αφού καθε φορά που τον κοιταζω τα χανω .
"Ναι..είσαι συμπαθητικος" λεω αμήχανα.
Σκύβει το κεφαλι.
"καλα" λεει και ξεφυσαει.
Ξεφυσαω κι εγώ.
Πέφτει μια αμηχανη σιωπή.
Μεγάλη σιωπή.
Τι εγινε τωρα?
"Ειχα έναν καθηγητη που φορουσε συνεχεια μαυρα. Όλη την χρονιά."
λεω με θαρρος χωρις ο Γιωργος να κινειται. Και δεν λεει να κατεβασει αυτο το βλεμμα απο τα ματια μου!
"Τον Αντωνίου?" λεει ξαφνικα εκει που δεν το περιμενω.
"Ναι! Τον ειχες και εσυ?"λεω ενθουσιασμενα και τον βλεπω να ξεκινα παλι να περπατα προς το σκοταδι.
"Ναι. Περιεργος τυπος όντως. Λενε γι αυτον διαφορες ιστοριες βασικα."
"αληθεια? όπως?"
με κοιταζει αινιγματικα χωρις να σταματησει το βήμα του. Ξεφυσαει.
"Λενε πως όταν σπούδαζε.."
Και έτσι ξεκινησαμε να μιλάμε . Για ώρα. Μου ειπε για την ομαδα ποδοσφαιρου που πήγαινε, του ειπα πως έχω δει αγωνες του πολλες φορες στο χωριο, μου ειπε για τις πρωτες μερες που καταταχτηκε και εγώ του ειπα πως η Αρτεμουλα έβαψε το δωματιο μας φραουλί και το μισώ, μου ειπε για το σπίτι που χτιζει πανω απο τους γονεις του και εγώ τον ρωτησα αν οντως αγορασαν πλυντηριο πιατων.
Ήταν ωραια βόλτα.
Το αυτοκίνητο το αφησε μερικα μετρα μακρια απο το σπίτι μου. Η ζεστη του αυτοκινητου ήταν μπερδεμενη με το αποσμητικο και το αρωμα του. Τα χνωτα μας ειχαν κρυψει το χωριο απο τα ματια μας. Δεν έλεγα να κατεβω. και δεν έλεγε να πει καληνυχτα.
"Ήταν ωραια" μου ειπε
"Ναι ήταν ωραια"
Παλι σιωπή.
"να σε παρω τηλεφωνο αυριο στις εξι?" μου λεει αποφασιστικά.
"Ναι"
"Θα..μου μιλησεις?"
"Ε ναι" λεω φυσιολογικα.
"Ωραια"
"Ωραια"
Χαμογελαμε και οι δυο, αλλα το δικο του χαμογελο σιγα σιγα σβήνει καθως τα ματια του ολισθαινουν απο τα δικα του και κοιτα τα χειλη μου.
Κοιταω αυθορμητα κι εγω τα δικά του αλλά κατευθειαν με ταχυτητα απιστευτη κοιταω τα χνωτα του παραθυρου πίσω του.
"Μαλιστα"
λεει καθαριζοντας την φωνη του. " Ειναι αργα. Καλυτερα να πας σπιτι σου. Θα σε περιμενουν οι δικοι σου"
Κι ετσι αποτομα σταματα η βραδια μας.
Γιατι με διώχνει ετσι?
"Καλα Καληνυχτα " λεω και εγώ γεματη θυμωμενη αξιοπρεπεια.
Κατεβαινω με ταχυτητα απο το αυτοκινητο και κοπαναω την πόρτα πίσω μου. Παω με γρηγορο βήμα να φύγω αλλά-
"παρασκευούλα" ο Γιωργος λαχανιασμενος με σταματα αν και δεν ετρεχε . Τεντωνει το χέρι του και πιανει αργά το δικό μου. Το αριστερο που έχει την μυρωδια του. Μενει ακίνητος και εγώ δεν ξερω τι να κάνω.
Με κραταει απο το χερι για πανω απο δεκα δευτερολεπτα , σαν τα δευτερολεπτα που κρατα ο σεισμος, και καθε δευτερο κρυβει μια μικρη αιωνιοτητα.
"Τ-τι?" ψελλιζω μεσα απο τον σεισμο που νιώθω στο σώμα μου.
"Καληνυχτα " μου λεει αργα χωρις να αφήνει το χέρι μου.
......................................................................
Την επόμενη μέρα δεν παιρνω τα κοριτσια τηλέφωνο.
Καθομαι σχεδον όλη μερα στο δωμάτιο μου και κοιταω απο το παραθυρο τα συννεφα.
Ακομη και η Αρτεμουλα που χοροπηδαει στο κρεβατι μου , την αφήνω χωρις να της πω τιποτα.
Μονο κατα το τελος του πρωινου σηκωνομαι για να παρω στα κρυφα τον Παπαγεωργιου για να ρωτησω αν θα κανουμε μαθηματα μέσα στις γιορτες. Μου λεει να παω απο το σπίτι του κατα τις πεντε μιση γιατι τοτε μονο έχει χρόνο. Δεχομαι.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top