1 #Ακόμη να χωρίσετε εσείς; Θα ξεράσω

Το ξυπνητήρι βαράει μεσάνυχτα.

Τι χειρότερο από το να ζει κανείς με έναν μεγαλύτερο αδελφό που φέρνει συνεχώς τους ατελείωτους φίλους του μέσα-έξω απ' το σπίτι λες και το έχει αγοράσει ο ίδιος; Τίποτα. Αυτό είναι ό,τι χειρότερο. Κυρίως επειδή ξεχνάει ότι δεν ζει μόνος του εδώ. Τον ακούω να φωνάζει ένα Τάκη, Μάκη-ξέρω 'γω πως τον λένε τον καημένο-από το δωμάτιο του και πετάω το μολύβι στο θρανίο μου εκνευρισμένη. Καλύτερα από το να σπάσω άλλο ένα και να ξεμείνω. Βλέπω τις σημειώσεις από το φροντιστήριο των Μαθηματικών και προσπαθώ να συγκεντρωθώ αγνοώντας την φασαρία από το πάρτι που γίνεται ακριβώς έξω από το δωμάτιο μου.

Μα τον Θεό και όλα Του τα ιερά, εδώ βρήκαν να διοργανώσουν το πάρτι; Τώρα που διαβάζω για την εξέταση αύριο;

Σηκώνομαι από την καρέκλα με σφιγμένο σώμα από τα νεύρα και κατευθύνομαι προς την πόρτα του δωματίου μου. Με όλη μου την δύναμη, κοπανάω την πόρτα κλειστή. Πάλι καλά που δεν έχω την δύναμη να την σπάσω. Εκπνέω σαν ταύρος. Παίρνω βαθιές ανάσες για να ηρεμήσω τον πονοκέφαλο. Επιστρέφω στο γραφείο με ένα ψυχωτικό χαμόγελο και συνεχίζω το διάβασμα φυσιολογικά. Αρπάζω το μολύβι μου και ακουμπώ την-μόλις-ξυσμένη μύτη του στην επιφάνεια του τετραδίου. Την στιγμή που πάω να σχηματίσω το x της εξίσωσης, μπουκάρει ο αδελφός μου μέσα. Φέρνει τα χέρια στην μέση με παράπονο και μου σηκώνει το φρύδι με υφάκι.

«Τι θες, Μάρκο;» ρωτάω όλο νεύρα που έσπασε η μύτη του μολυβιού μου.

Συγκρατιέμαι να μην του το καρφώσω στο μάτι.

«Γιατί βαράς πόρτες λες και σε βιάζουν;» ειρωνεύεται και ξεφυσώ, στριφογυρίζοντας τα μάτια.

Εγκεφαλική βλάβη από την ημέρα που μπήκε στην εφηβεία και έμαθε ότι το πουλί δεν είναι μόνο για να κατουράει.

«Διότι είμαι στο δωμάτιο μου και προσπαθώ να διαβάσω, καθυστερημένε», απαντάω και δείχνω τις σημειώσεις μου με ξεκάθαρη ενόχληση στο πρόσωπο μου.

«Μπορείς τότε να μην κάνεις τόση φασαρία; Δεν χρειάζεται να κοπανάς τις πόρτες λες και σου ανήκει το σπίτι», έχει το θράσος να ξεστομίσει και σηκώνω το φρύδι μου, με ένα τελείως νεκρό βλέμμα.

Αδελφός που να πάρει, αλλά το βλέπω να με κάνει αδελφοκτόνα.

«Τράβα ψόφα που έχεις και άποψη-»

Πριν καν προλάβω να τελειώσω την πρόταση μου, εκείνος βγαίνει από το δωμάτιο μου με μια αηδιασμένη έκφραση, αφήνοντας την πόρτα ανοιχτή πίσω του. Σηκώνομαι όρθια, γραπώνοντας το τετράδιο από τα νεύρα μου και τσαλακώνοντας τις σελίδες. Εε, δεν πάει άλλο έτσι. Το έχουμε κάνει το σπίτι ζωολογικό κήπο, τόσες μαϊμούδες και χιμπατζήδες που έχουν μαζευτεί, ο αδελφός μου ο αρχηγός τους. Βγαίνω έξω και κοιτάω τον διάδρομο εκνευρισμένη, το φρύδι μου να κάνει 'τικ'.

Πρώτο πράγμα με προσπερνά μια τύπισσα που φοράει μια κλωστή για μαγιό. Έχω δει νήμα δοντιών να καλύπτει δέρμα περισσότερο από αυτό που φοράει. Φέρνω το χέρι στο μέτωπο μου και προσπαθώ πραγματικά να μην σκάσω αυτή την στιγμή, τόσο που βράζει το αίμα μου. Επικρατεί χαμός, το μέρος γεμάτο άτομα που δεν ξέρω καν, ούτε επρόκειτο να ξαναδώ στην ζωή μου.

Φουριόζα μπουκάρω στο δωμάτιο του αδελφού μου, το οποίο δυστυχώς για μένα είναι ακριβώς δίπλα απ' το δικό μου. Βλέπω μια παρέα δέκα αγοριών να κοιτάζουν την οθόνη της τηλεόρασης σαν αποβλακωμένα. Όλοι τους είναι δίχως μπλούζες, εκτός του αδελφού μου, και βλέπουν μηχανάκια σε κάτι βουνά τόσο συγκεντρωμένοι που δεν με παρατηρούν καν. Φέρνω τα χέρια στην μέση μου. Την στιγμή που ένα μηχανάκι κάνει μια σούζα στον αέρα, αρχίζουν να γκαρίζουν σαν μαϊμούδες που τους τείνεις μπανάνες.

Και ζώα να τους πω, είναι προσβολή προς τα καημένα που υπάρχουν.

«Μάρκο», τον φωνάζω σταυρώνοντας τα χέρια στο στήθος μου το οποίο είναι καλυμμένο με τις ροζ πιτζάμες που έχω από το δημοτικό. Δεν θέλω να θυμάμαι καν πόσο μικρή έχω μείνει από τότε. «Μάρκο, σε φωνάζω. Μην κάνεις πως δεν με ακούς».

«Σσσς, σκάσε κι εσύ πια, γαμώτο σου», τσαντίζεται αποφεύγοντας να με κοιτάξει.

«Το ξέρεις ότι αύριο δίνω Μαθηματικά Κατεύθυνσης, έτσι;» του υπενθυμίζω, αλλά που πάνε οι λέξεις μου; Από την μια μπαίνουν, από την άλλη βγαίνουν. Με αγνοεί τελείως αδιάφορος. «Γράφω αύριο και πρέπει να συγκεντρωθώ. Είναι το τελευταίο μάθημα».

Αρχίζω να βράζω μέσα μου. Σφίγγω τις γροθιές μου. Δεν επιστρέφω στο δωμάτιο απόψε αν δεν έχω διώξει όποιον δεν πληρώνει νοίκι. Βγάζω την τηλεόραση από την πρίζα και αυτό ξεσηκώνει όλα τα αγόρια, οι φωνές και οι απελπισμένες τσιρίδες του να κάνουν και τους νεκρούς να θέλουν να τα μαζέψουν και να πάνε να αναπαυθούν αλλού εν ειρήνη. Ο αδελφός μου πετάγεται όρθιος, το σκοτεινό και απειλητικό βλέμμα του επάνω μου. Νομίζει ότι θα τον φοβηθώ;

«Αλίκη, είσαι τελείως μαλακισμένη-»

«Θα συμμαζέψεις τους φίλους σου που ποζάρουν ήδη για εσώρουχα και ό,τι τσουλάκι περπατά σαν πίνακας Αναγέννησης και θα τους διώξεις από το σπίτι», τον διακόπτω, σταυρώνοντας τα χέρια στο στήθος μου ξανά. Του σηκώνω το φρύδι, το βλέμμα του να σκοτεινιάζει κι άλλο. «Αλλιώς θα φροντίσω να τα πω όλα στην μαμά και στον μπαμπά. Το κάθε πάρτι. Το κάθε μπουκάλι. Το κάθε τσιγάρο-»

«Δεν τολμάς-»

«Δες με, αδελφούλη», φτύνω την τελευταία λέξη με ειρωνεία.

Οι αρθρώσεις των χεριών του Μάρκου ασπρίζουν. Σιχαίνεται όταν έχω το πάνω χέρι. Φέρνει το χέρι στο μέτωπο του. Δεν έχει άλλη επιλογή. Με ξανακοιτάει με καθαρό μίσος στα μελί του μάτια. Ξεφυσάει κοφτά.

«Έξω», γρυλίζει και η ατμόσφαιρα στο δωμάτιο του αλλάζει σιγά-σιγά. «Είπα έξω όλοι!»

Την στιγμή που συνειδητοποιούν ότι ο Μάρκος είναι όντως τσαντισμένος, τα τσιράκια του σηκώνονται και βγαίνουν έξω με τα κεφάλια κατεβασμένα. Εγώ φυσικά στέκομαι εκεί, να χαρώ με τον κάθε ξετσίπωτο που νομίζει ότι μπορεί να το θεωρεί σπίτι του. Τα πρόσωπα τους είναι γελοία, να φεύγουν σαν βρεγμένες γάτες. Ξέρουν ότι τα νεύρα του αδελφού μου δεν είναι να μπλέκει κανείς. Συνεχίζει να με κοιτάει τσαντισμένος, εγώ με ένα αυτάρεσκο χαμόγελο στα χείλη μου.

«Ελπίζω να αποτύχεις μίζερα αύριο», λέει την κάθε λέξη με καθαρό μίσος στον τόνο της φωνής του.

«Ό,τι πεις», ξεφυσάω και τινάζω το χέρι αδιάφορα. «Τελευταία φορά που ανέχομαι πάρτι. Να ξέρεις ότι θα καλέσω τους γονείς την επόμενη φορά. Δεν νομίζω να θέλουν να συμμετάσχουν σε αυτά τα γελοία και καθυστερημένα πάρτι που διοργανώνεις».

«Ορκίζομαι να κάνω την ζωή σου κόλαση αν τολμήσεις και ανοίξεις το πριγκιπικό σου στόμα-»

«Ναι, ναι, χέστηκα πάνω μου τώρα. Θα πάω να κρυφτώ κάτω από τις κουβέρτες μου», τον ειρωνεύομαι. «Να αποτύχω μίζερα; Τι είμαι; Εσύ

«Πήρες αυτό που ήθελες. Βγες έξω τώρα». Με προσπερνά, επίτηδες σπρώχνοντας με με τον αγκώνα του. Βάζει πάλι την τηλεόραση στην πρίζα. Τέτοιος εγωιστής είναι που θα συνεχίσει να βλέπει τις μαλακίες του μόνος, αδιάφορος που μόλις έδιωξε τους φίλους του. Καθίκι. «Τι στέκεσαι εκεί σαν την ηλίθια; Φύγε».

Στριφογυρίζω τα μάτια και βγαίνω έξω. Κοπανάω επίτηδες την πόρτα του κλειστή, εφόσον ξέρω πόσο μισεί όταν το κάνω αυτό. Τον ακούω που βρίζει, αλλά δεν δίνω σημασία. Στέκομαι για λίγο στον ευρύχωρο διάδρομο που οδηγεί προς το σαλόνι. Παρακολουθώ το κοπάδι από ημίγυμνους, μεθυσμένους ανθρώπους να κατευθύνεται προς την εξώπορτα. Πάλι καλά που οι φίλοι του Μάρκου είναι αρκετά ευγενικοί να τους μαζέψουν όλους από 'δω. Σίγουρα έχει διαδοθεί ήδη ότι είναι τσαντισμένος και δεν θέλουν να μπλέξουν.

Ο λόρδος Πίθηκος είναι με νεύρα και ως σωστά τσιράκια πρέπει να ακολουθήσουν τις διαταγές του.

Τους ακολουθώ μέχρι έξω, αφότου σιγουρευτώ ότι δεν έχει μείνει κανείς πίσω πεθαμένος ή λιπόθυμος. Πάλι καλά που δεν χρειάστηκε να τους πιάσω όλους έναν-έναν, να τους γυρίσω τις ρώγες και να τους πετάξω με τις κλωτσιές έξω. Αν και παίρνει λεπτά ολόκληρα, το σπίτι αδειάζει, ακόμη και η πισίνα ακριβώς απ' έξω. Η μουσική έχει σβήσει και δεν ακούγεται τίποτα πέρα από την τηλεόραση στο δωμάτιο του Μάρκου. Κλειδώνω την πόρτα για να σιγουρευτώ ότι δεν θα επιστρέψει κανείς.

Φέρνω τα χέρια στην μέση μου ευχαριστημένη. Στέκομαι για λίγο στο σαλόνι με ένα διάπλατο χαμόγελο. Η ηρεμία είναι υπέροχη και τόσο απολαυστική. Ανοίγω τα μάτια και τότε παρατηρώ τον πραγματικό τρόμο. Σκουπίδια, ρούχα, σπασμένα ποτήρια, αλκοόλ και προφυλακτικά παντού. Τίποτα δεν είναι στην θέση του. Λείπει ακόμη και το βάζο με την αποτεφρωμένη γιαγιά μας πάνω από το τζάκι. Ακουμπώ το χέρι στο μέτωπο, τέρμα τσαντισμένη.

Ηλίθιος Μάρκος και τα γελοία του πάρτι. Πότε επιτέλους θα φύγει από το σπίτι;

Το κουδούνι της πόρτας με τραβάει μακριά από τις σκέψεις μου. Οι χτύποι της καρδιάς μου αυξάνονται από τον τρόμο. Αν έχουν επιστρέψει για δεύτερο γύρο μέσα στην βραδιά, ορκίζομαι από αδελφοκτόνα να το γυρίσω σε δολοφόνος και να τους αφανίσω όλους. Δεν φτάνει που έχω μαζέψει όλο το άγχος ατελείωτων ωρών φροντιστηρίου και προσδοκιών των γονιών μου, έχω να ξεσπάσω κάτι μέρες τώρα. Δεν με νοιάζει να σπάσω κανένα δάχτυλο ή μύτη.

Ανοίγω την πόρτα με ένα απειλητικό βλέμμα, τόσο σκοτεινό και κενό που μπορεί να σκοτώσει άνθρωπο, είμαι σίγουρη. Με το που παρατηρώ ποιος είναι ο απρόσμενος επισκέπτης, μαλακώνω την έκφραση μου. Ο Αλέξανδρος γελάει αμήχανα, το χέρι στον σβέρκο του. Με κοιτάει ερωτηματικά, μάλλον επειδή δεν περίμενε πρώτο πράγμα να με έβλεπε έτσι.

«Εσύ είσαι; Νόμιζα ότι το κοπάδι ηλίθιων επέστρεψε για δεύτερο γύρο», ξεφυσάω ανακουφισμένη και αυτό αρκεί να τον κάνει να χαμογελάσει.

«Και νόμιζα ότι έκανα κάτι. Μην με τρομάζεις έτσι, Αλίκη», γελάει και κάνω στην άκρη για να μπει μέσα. Στέκεται για λίγο και τον ακούω που σφυρίζει. Τυλίγω τα χέρια μου στην μέση του και τον αγκαλιάζω στοργικά. «Που πήγε το βάζο με την αποτεφρωμένη γιαγιά σου πάνω από το τζάκι;»

«Δεν θέλω να ξέρω. Είμαι σίγουρη ότι η γιαγιά Αναστασία μάς αναθεματίζει από την άλλη πλευρά τώρα», μουρμουρίζω με ένα παράπονο. «Πως και ήρθες από 'δω; Δεν σε περίμενα».

«Με πήρε ο Χρήστος», απαντά και γυρνά το σώμα του για να έρθει αντιμέτωπος μαζί μου.

Λυγίζει στα χείλη μου και μου αφήνει ένα φιλί. Ο Αλέξανδρος είναι το αγόρι μου, ο μοναδικός φυσιολογικός άνθρωπος στην ζωή μου αυτή την στιγμή. Σε έναν μήνα κλείνουμε τα τρία χρονιά μαζί και ήδη έχω κανονίσει τις διακοπές που θα πάμε εκείνη την ημέρα ως έκπληξη. Τον λατρεύω. Είναι πανέξυπνος, πανέμορφος και απλά ο πιο ευγενικός και καλός άνθρωπος. Έχοντας μεγαλώσει με τον αδελφό μου, πάντα νόμιζα ότι όλα τα αγόρια είναι καθυστερημένα και ηλίθια. Ο Αλέξανδρος όμως είναι διαφορετικός, καμία σχέση με τον μεγάλο του αδελφό ή πόσο μάλλον τον πίθηκο δικό μου. Αποτραβιέται με ένα χαμόγελο, αμέσως να με ηρεμεί το άγγιγμα του.

«Ακόμη να χωρίσετε εσείς; Θα ξεράσω», σχολιάζει ο Μάρκος και του ρίχνω το ενοχλημένο βλέμμα. Κάθεται στον πάγκο της κουζίνας κρατώντας ένα μπουκάλι νερό. Ο Αλέξανδρος γελάει αμήχανα και αποτραβιέται από την αγκαλιά μου. Ο αδελφός μου κοιτάει αλλού, εκείνο το υφάκι του ανώτερου που έχει πάντα να με κάνει να θέλω να του σκίσω τα μούτρα. «Τι κάνεις εδώ, Άλεξ;»

«Ήρθα να πάρω τον Χρήστο. Με κάλεσε πριν λίγο μεθυσμένος» απαντάει και περνάει τα δάχτυλα στα μαύρα μαλλιά του.

Ο Αλέξανδρος μισεί να κάνουμε το ζευγάρι μπροστά στον αδελφό μου και πάντα μου λέει να μην του δίνω λόγο να μιλάει για εμάς. Ξέρει ότι ο Μάρκος δεν εγκρίνει την σχέση μας. Μπορεί και να φταίει επειδή ο Αλέξανδρος είναι ο μικρός αδελφός του κολλητού του, Χρήστου. Αν και του έχω πει ότι θα του δώσω τις μπάλες του στο χέρι αν τολμήσει να σαμποτάρει την σχέση μου με τον Αλέξανδρο, πάντα βλέπω ότι τον κοιτάει περίεργα, κάτι που φέρνει τον δικό μου σε απίστευτα δύσκολη θέση. Παίρνω μια βαθιά ανάσα.

Είναι απίστευτο πως πάντα καταφέρνει να με κάνει να θέλω να τον θάψω ζωντανό.

Ο Αλέξανδρος είναι δυο χρόνια μεγαλύτερος μου και σπουδάζει ήδη οικονομία στον Πειραιά. Δεν τον βλέπω τόσο συχνά τελευταία, εφόσον πνιγόμουν στο διάβασμα κι εκείνος έχει πιάσει δουλειά σε ένα μπαρ. Ζει μόνος του και έχουμε συμφωνήσει με το που περάσω σε κάποια σχολή να μείνουμε μαζί, έτσι να μην χρειάζεται να ασχολούμαι με τον καθυστερημένο αδελφό μου και να ευχαριστηθώ πλήρως την σχέση μου. Τον αγαπώ τόσο που με ενθουσιάζει η ιδέα να ξυπνάω και να τον βλέπω κάθε μέρα στο πλευρό μου, να μπορώ να θαυμάζω που ένα τόσο ωραίο και σέξι αγόρι είναι δικό μου.

Τα αδέρφια μας είναι σκέτες αποτυχίες. Ο αδελφός μου κοντεύει τα εικοσιπέντε και ακόμη δεν έχει τελειώσει τις σπουδές του, αυτό να είναι και λόγος να τσακώνεται κάθε μέρα με τους γονείς μας. Ο Χρήστος δεν ξέρει καν που έχει περάσει και δεν νομίζω ποτέ να ασχοληθεί έτσι όπως είναι. Ταίριαξαν τέλεια, να μεγάλωσαν παρέα από παιδιά και να έγιναν δυο απογοητεύσεις μαζί. Όταν τους βλέπω, χαίρομαι τόσο που εγώ και ο Άλεξ δεν ακολουθήσαμε τα μονοπάτια τους. Να με πάρει ο Διάολος επιτόπου αν πέσω σε τέτοια χάλια.

«Κάπου εδώ τριγύρω θα είναι. Τράβα ψάξ' τον», τον προστάζει ο Μάρκος και του ρίχνει το κενό του βλέμμα. Ο Αλέξανδρος καθαρίζει τον λαιμό του αμήχανα. «Μην αργήσεις, γιατί-ξέρεις-η Αλίκη θα πάθει υστερία αν δεν διαβάσει για την εξέταση της αύριο. Καλό θα ήταν να μην της αποσπάς την προσοχή».

«Βγάλε τον σκασμό, Μάρκο. Δεν ζήτησε κανείς την υποκρισία σου», αντιλέγω ενοχλημένη που μιλάει έτσι στο αγόρι μου.

«Δεν πειράζει, Αλίκη», με καθησυχάζει ο Άλεξ και μου χαρίζει ένα πανέμορφο χαμόγελο. «Έχει δίκιο. Πρέπει να διαβάσεις. Θα τα πούμε άλλωστε αύριο».

«Τσκ, τι εμετός για θέαμα», σκέφτεται φωναχτά ο Μάρκος και μας κοιτάει επίμονα, το ένα πόδι πάνω από το άλλο, ο αγκώνας καρφωμένος στο μπούτι του και το πηγούνι του στηριγμένο στην γροθιά του.

«Μάρκο-»

«Πάω να βρω τον Χρήστο. Δεν θα σας ενοχλήσω άλλο», με διακόπτει ο Αλέξανδρος.

Χαϊδεύει το μάγουλο μου και πάει προς τον διάδρομο για τα δωμάτια και το μπάνιο, για να ψάξει τον αδερφό του. Μένω να σφίγγω τις γροθιές μου. Ο Μάρκος τον ακολουθεί με τα μάτια και ξεφυσάει, τρίβοντας ύστερα το κατάμαυρο μαλλί του. Πόσο χαίρομαι που δεν του μοιάζω. Πόσες φορές σιχαίνομαι που συγγενεύω με αυτό το αποτυχημένο καθίκι, είμαι σίγουρη ότι τόσες δεν έχω πάει τουαλέτα σε όλη μου την ζωή. Περπατώ προς το μέρος του και εκεί που δεν το περιμένει, η γροθιά μου βρίσκει το στομάχι του με όλη μου την δύναμη.

«Τι σου έχω πει να μην μιλάς στον Αλέξανδρο, βρωμερή κατσαρίδα; Όσα φάρμακα και να σου ρίχνω, δεν ψοφάς με τίποτα», γρυλίζω τσαντισμένη, ο άλλος να έχει διπλωθεί από τον πόνο. Αρπάζω το πρόσωπο του και τον αναγκάζω να με κοιτάξει. «Θα σου κόψω την γλώσσα αν δεν μπορείς να την κρατήσεις μέσα σου μια φορά».

«Τράβα γαμήσου, Αλίκη», τσαντίζεται και σφαλιαρίζει το χέρι μου από πάνω του, κατεβαίνοντας από τον πάγκο. Μου ρίχνει τα κενά του μάτια, το ψηλό του σώμα να με επισκιάζει. «Α, ξέχασα, κρατάς την παρθενιά σου για την ημέρα που θα ζήσετε μαζί-»

Η γροθιά μου ξαναβρίσκει το στομάχι του με περισσότερη δύναμη. Τυλίγω το μπράτσο γύρω από τον λαιμό του και τον αναγκάζω να λυγίσει τα γόνατα για να έρθει στο ύψος μου. Μισώ αυτό το καθίκι για αδελφό τόσο. Είναι ο μοναδικός που καταστρέφει την ωραία και τακτοποιημένη ζωή μου με αυτές τις μαλακίες που κάνει και λέει. Είναι πιο άχρηστος και από χεσμένη πάνα. Τολμάει να κοροϊδεύει εμένα, ενώ ακόμη εξαρτιέται από τους γονείς μας σαν ψείρα και δεν μπορεί να τελειώσει τις σπουδές του. Ο μοναδικός άνθρωπος που τον συμπαθεί είναι κατεστραμμένος εγκεφαλικά, ακόμη να μην μπορεί να διακρίνει ποιο είναι αριστερά και ποιο δεξιά. Τι σκατά άποψη μπορεί να έχει αυτός για την δική μου ζωή;

«Θα σου κόψω το λαρύγγι, διαολοσταλμένε», γρυλίζω και τον σπρώχνω μακριά μου, μόνο επειδή η κοντινή επαφή μαζί του με αηδιάζει. «Μην ξαναχώσεις την μύτη σου στην ζωή μου. Μην ξανακάνεις πάρτι για όσο είμαι εδώ και κυρίως μην τολμήσεις να μιλήσεις στον Αλέξανδρο με αυτό το υφάκι. Θα φροντίσω να σου βγάλω όλα τα νύχια των ποδιών».

Ο Μάρκος χαϊδεύει τον λαιμό του ενώ βήχει. Παίρνει μια βαθιά ανάσα και ξεφυσάει από την μύτη. Σφραγίζει τα χείλη του. Κοιτάει αλλού και με ένα «τσκ», αποφασίζει να φύγει. Σαν την κότα, μαζεύει τις δυο μικρές μπίλιες που έχει για αρχίδια και απομακρύνεται από τον καυγά. Ξέρει ότι δεν μπορεί να μου κάνει κάτι. Σταυρώνω τα χέρια στο στήθος. Εκείνη την στιγμή, ο Άλεξ βγαίνει από το μπάνιο και ρίχνει το χέρι του Χρήστου στους ώμους του, το άλλο του χέρι στην μέση του αδελφού του. Ο Μάρκος πέφτει επίτηδες πάνω στον ώμο του και τον προσπερνά τσαντισμένος. Πάει στο δωμάτιο του και κλειδώνεται εκεί.

Εννοείται πως δεν θα κάτσει να καθαρίσει το μπάχαλο.

«Μην του δίνεις σημασία. Τσαντίστηκε που του χάλασα το πάρτι», λέω στον Αλέξανδρο με ένα ζορισμένο χαμόγελο.

«Δεν με επηρεάζει, Αλίκη μου». Μου αφήνει ένα φιλί στο μέτωπο, ο Χρήστος να μουγκρίζει μόνος του τόσο μεθυσμένος που είναι. Βρωμάει μέχρι εδώ ο εμετός του. Τον κοιτάω με αηδία, ο Άλεξ να γελάει ελαφρώς. «Καληνύχτα και καλή επιτυχία αύριο».

«Σε ευχαριστώ, μωράκι μου». Με γεμίζει ευτυχία να ξέρω ότι τον έχω στο πλευρό μου. «Καληνύχτα».

Του ανοίγω την πόρτα και κλειδώνω πάλι αφότου φύγει. Ξαπλώνω πίσω στην πόρτα και κλείνω για λίγο τα μάτια. Αισθάνομαι τόσο κουρασμένη, όμως πρέπει να τελειώσω τις τελευταίες επαναλήψεις. Αν δεν ήταν το ηλίθιο πάρτι του αδελφού μου, θα μπορούσα να είχα συγκεντρωθεί και να τελείωνα νωρίτερα, να ήμουν τώρα στο κρεβάτι μου και να ονειρευόμουν τις καλοκαιρινές διακοπές μου.

Σκέφτομαι τον Αλέξανδρο και χαμογελώ. Ανυπομονώ τόσο να τελειώνω με το λύκειο, να περάσω κάπου κοντά του και να μείνουμε μαζί. Θα βρω κι εγώ μια δουλειά και θα μπορούμε να ζήσουμε ανεξάρτητα οι δυο μας, μακριά από τον Μάρκο και τον κάθε Μάρκο.

Επιτέλους να βρω την ηρεμία μου και να τακτοποιήσω την ζωή μου. Ανυπομονώ...

~~~~

Παίδες, διάβαζα την παλιά εκδοχή και απλά πέθανα λίγο μέσα μου. Το αγαπώ τόσο αυτό το βιβλίο που λυπάμαι που δεν προσπάθησα να το διορθώσω νωρίτερα.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top