Τα δώρα των μάγων
Θεσσαλονίκη 1942
6 Δεκεμβρίου
Η Ανδρομάχη κρατούσε στα χέρια της ένα δέμα που περιείχε ένα φόρεμα, παραγγελιά μιας πλούσιας κυρίας που ο άντρας της συνεργαζόταν με τους Γερμανούς. Αηδίαζε η ψυχή της που πατούσε σε τέτοια σπίτια που στο μυαλό της λάμβαναν τρομακτικές διαστάσεις. Στην μικρή πάνινη τσάντα, είχε μόνο ένα φθαρμένο πορτοφολάκι, τα κλειδιά του σπιτιού της μαζί με τα αγαπημένα της βιβλία που συνήθειο είχε να τα κουβαλά μαζί της παντού. Τα μαλλιά της στο χρώμα της σοκολάτας τα είχε κάνει μια πλεξούδα που έπεφτε στην πλάτη της. Ο κρύος αέρας είχε κάνει τα μάγουλα της κόκκινα και εκείνη με τον γιακά του παλτού της σηκωμένο περπατούσε προσεκτικά για να μην πέσει από τον πάγο. Καθώς έστριβε στην Πρίγκηπος Νικολάου, άκουσε ήχους από μηχανήματα και διάφορες φωνές που έφθαναν αμυδρά στα αυτιά της. Κοντοστάθηκε. Η περιέργεια δεν ήταν καλός σύμβουλος έλα όμως που την έτρωγε να μάθει τι συμβαίνει...
Τάχυνε το βήμα της και έφθασε στο σπίτι, ένα υπέροχο διώροφο νεοκλασικό σε κρεμ χρώμα με μεγάλα παράθυρα και έναν κήπο όπου άνθιζαν λευκές και κόκκινες τριανταφυλλιές. Πιο πέρα υπήρχε ένα κιόσκι με ένα μικρό στρόγγυλο γυάλινο τραπεζάκι. Έτρεξε στο μονοπάτι που οδηγούσε στην είσοδο, ανέβηκε τα τρία μεγάλα σκαλοπάτια και χτύπησε με φόρα το ρόπτρο σε σχήμα λιονταριού πάνω στην δρύινη πόρτα.
Μία γυναίκα άνοιξε σχεδόν αμέσως την πόρτα, θα υπέθετε κανείς ότι στεκόταν πίσω της . Η γυναίκα φορούσε μια μακριά πλισέ φούστα στο χρώμα της λευκής κρέμας μαζί με μια πλεκτή κόκκινη μπλούζα και δύο ολόχρυσα σκουλαρίκια έχοντας χωμένα τα πόδια της σε μαλακές κεντητές παντόφλες ενώ τα καστανά της μαλλιά έπεφταν στους λεπτούς ώμους και την πλάτη της.
««Η παραγγελία σας κυρία για την βεγγέρα με τους επίτιμους καλεσμένους σας!»» πρόφερε με μπόλικη δόση ειρωνείας κοιτώντας την ευθεία στα καστανά της μάτια.
««Ναι φυσικά, στάσου ένα λεπτό.»» ψιθύρισε. Έπειτα από λίγο, επέστρεψε στην πόρτα αφήνοντας τα χρήματα να πέσουν στην ανοιχτή της παλάμη. Η γυναίκα την παρατηρούσε καθώς άνοιγε την τσάντα της ενώ πρόσεχε τις ράχες των βιβλίων καθώς έψαχνε το πορτοφόλι της.
««Σου αρέσει να διαβάζεις κορίτσι μου?»» ρώτησε η κυρία με φιλικό τόνο. Η Ανδρομάχη την κατακεραύνωσε με το βλέμμα της ενώ στο πρόσωπο της σχηματίστηκε μια γκριμάτσα απέχθειας.
««Ναι μου αρέσει, παρόλο που αξιώθηκα να τελειώσω μόνο το δημοτικό. Είναι το μόνο πράγμα μαζί με την οικογένεια μου που με βοηθά να μην χάσω το μυαλό μου. Και ενώ ο κοσμάκης παλεύει για την επιβίωση, εσύ κάθεσαι εδώ αραχτή μέσα στην χλιδή! Ξέρεις πόσο καιρό έχω να αγοράσω καινούργια ρούχα? Ξέρεις πόσο καιρό έχω να αγοράσω καινούργια τρόφιμα, καινούργια βιβλία εγώ και η οικογένεια μου? Περνάω από τους δρόμους και μου έρχεται να πεθάνω όταν βλέπω πτώματα που μένουν άταφα, όταν βλέπω σκελετωμένους ανθρώπους στην ουρά για το συσσίτιο!»»
Ένα παραλήρημα οργής και πόνου, λόγια που χτύπησαν σαν αστροπελέκι την κυρία που τα μάτια της γέμισαν από έγνοια και στενοχώρια.
««Λυπάμαι!»»
««Σκάσε! Λυπάσαι ναι και τι κάνεις για αυτό? Κρύβεσαι κάτω από λούσα γιατί είσαι δειλή, γιατί φοβάσαι τον άντρα σου, φοβάσαι να πας κόντρα στο κατεστημένο! Είσαι μητέρα δύο κοριτσιών, έχω δει τα μικρά να παίζουν στους κήπους. Θα σου άρεσε να δεις τα παιδιά σου να λιώνουν μέρα με την μέρα μέχρι η ζωή να σβήνει ολότελα από μέσα τους, να τα κοιτάς με απόγνωση χωρίς να μπορείς να κάνεις τίποτε? Και μην τολμήσεις να ξαναπαραγγείλεις κάτι από την μαμά μου που έχει βγάλει τα μάτια της στην δουλειά! Και πάρε και τα παλιοχρήματα σου, δεν τα θέλω!Ξεφτιλισμένη! »» τσίριξε πετώντας τα κάτω μπροστά στα πόδια της με κρότο. Η γυναίκα ήταν τώρα πια έτοιμη να κλάψει καθώς έβλεπε την υπερήφανη φιγούρα της μικρής να φεύγει με νεύρο. Όμως, σαν σε επίλογο σε έγκλημα η μικρή γύρισε και την κοίταξε με το χέρι της να απλώνεται στην κοντινότερη γλάστρα ξεριζώνοντας δύο λευκά τριαντάφυλλα παρόλο που πληγώθηκε από τα αγκάθια.
Ύστερα, έτρεξε προς το μέρος που είχε ακούσει τα μηχανήματα. Είδε μια ομάδα εργατών με αξίνες, φτυάρια και εργαλεία στα χέρια να κατευθύνονται βόρεια της Βασιλίσσης Σοφίας με αρκετό κόσμο να περνά από μπροστά και πλάι της προσπαθώντας να προσπεράσει τους εργάτες. Πρόσεξε ότι κρατούσαν άδειες λινάτσες, γυάλινα μπουκάλια και ξύλινα μπαουλάκια. Η βουή του πλήθους και η ζωγραφισμένη αγωνία στα πρόσωπα τους με τον φόβο να γίνεται σχεδόν χειροπιαστός λειτούργησε σαν το τραγούδι των Σειρήνων παρασέρνοντας την να γίνει ένα με το πλήθος.
Οι περισσότεροι έστριβαν δεξιά στην Χορτατζήδων ενώ άλλοι συνέχιζαν προς το πανεπιστήμιο και το Κεντρικό Νοσοκομείο με εκείνη να ακολουθεί το ανθρώπινο κύμα. Ένα γερμανικό αυτοκίνητο με δύο κόκκινες σημαίες με την σβάστικα πάνω από τα φανάρια του, πλαισιωμένο από τέσσερις μοτοσικλέτες με στρατιώτες που ήταν οπλισμένοι ως τα δόντια πέρασαν σηκώνοντας ακόμη περισσότερες φωνές.
Λίγα βήματα πιο πέρα έφθασαν στην είσοδο του παλιού εβραϊκού νεκροταφείου που ήταν επί της Χορτατζήδων. Το θέαμα ήταν τραγικό, σαν να είχε ξεπηδήσει από την κόλαση. Τα μηχανήματα σήκωναν λευκή σκόνη ενώ οι εργάτες με τα εργαλεία τους έσπαγαν τα μνήματα με τον κρότο του μετάλλου πάνω σε μάρμαρο να αντηχεί εκκωφαντικός στα αυτιά της. Το αλλόφρων πλήθος σκορπίστηκε, πάλευε να σώσει τα οστά των αγαπημένων του που ήταν σαν να πέθαιναν για δεύτερη φορά. Θρήνοι και ουρλιαχτά, κατάρες και άνθρωποι που γονάτιζαν πάνω σε σπασμένα μάρμαρα για να περιμαζέψουν κόκαλα και χώμα.
Η Ανδρομάχη είχε σταθεί στην είσοδο, στηριγμένη στην μαρμάρινη μαύρη πόρτα νιώθοντας τα πόδια της να τρέμουν. Έκλεινε το στόμα της σοκαρισμένη και με μάτια γουρλωμένα παρακολουθούσε το σκηνικό της απόλυτης φρίκης που αν είχε την ικανότητα να ζωγραφίσει, θα το αποτύπωνε με τα πιο σκοτεινά χρώματα. Είχε σκεφτεί και τίτλο :Ο Θρίαμβος του Κακού.
««Ούτε τους νεκρούς δεν σεβάστηκαν τα τέρατα.»» ψέλλισε και ύστερα κίνησε τρεχάτη για το σπίτι της. Δεν πρόσεξε ότι τα τριαντάφυλλα είχαν πέσει από τα χέρια της, με το λευκό τους χρώμα να εξαφανίζεται από την λάσπη και το χιόνι. Ήταν Χριστούγεννα ναι, αλλά δεν χωρούσαν θαύματα στις ζωές τους πια...
22 Δεκεμβρίου
Ο χειμώνας στην Θεσσαλονίκη δεν χάριζε κάστανα. Το δριμύ ψύχος έπιανε στα κόκαλα ενώ η κρύα πούδρα είχε κατακαθίσει στις αυλές και στις στέγες των σπιτιών. Μόνο οι μεγάλοι δρόμοι ήταν ανοικτοί χάρη στα κάρα που μετέφεραν πραμάτειες και προμήθειες με το χιόνι να λιώνει και να αναμιγνύεται με το χώμα δημιουργώντας μια αηδιαστική σύνθεση. Τα πράγματα θα φαίνονταν σχεδόν φυσιολογικά, εάν δεν έβλεπε τους Γερμανούς άλλοτε με μαύρες και άλλοτε με πράσινες στολές να σουλατσάρουν καμαρωτοί στην πόλη ντυμένοι με μακριές καμπαρντίνες, μαύρα πέτσινα γάντια κοιτώντας αφ υψηλού τους διαβάτες.
Στο εσωτερικό μιας μονοκατοικίας , η Ανδρομάχη μια δεκαπεντάχρονη κοπέλα μετρίου ύψους με μαύρα σγουρά μαλλιά ως τους ώμους της, σκούρα γαλανά μάτια και πρόσωπο με λεπτά μάγουλα που έβαζαν λίγο χρώμα έπλενε τα πιάτα νιώθοντας γαλήνη από το άγγιγμα του ζεστού νερού και της σαπουνάδας ενώ παράλληλα άκουγε τον ήχο της ραπτομηχανής της μητέρας.
Η αλήθεια ήταν ότι η καθημερινή ρουτίνα του σπιτιού της πρόσφερε ηρεμία. Μα παράλληλα στενοχωριόταν γιατί πλησίαζαν Χριστούγεννα και εκείνη καμία χαρά δεν ένιωθε. Το σπίτι θα παρέμενε κλειστό •χριστουγεννιάτικο δέντρο με στολίδια δεν επρόκειτο να υπάρξει •δώρα δεν το σήκωνε η τσέπη τους να αγοράσουν •μα και να γίνονταν όλα αυτά, πάλι δεν θα μπορούσαν να σβήσουν την πραγματικότητα των περισσότερων ανθρώπων που γονατισμένοι από την πείνα περίμεναν τον θάνατο και αυτό με μια δόση γλυκιάς προσμονής.
Ο πατέρας της οικογένειας απουσίαζε στην εργασία του. Έφευγε νωρίς το πρωί και γυρνούσε κατάκοπος αργά το απόγευμα με τα πόδια του να πονούν από την πολύωρη ορθοστασία αφού εργαζόταν ως σερβιτόρος στο Αστόρια κρατώντας το στόμα του καλά σφραγισμένο. Είχε δει στρατιώτες να τρώνε τόσο πολύ που πήγαιναν στο πίσω μέρος του ξενοδοχείου και έκαναν εμετό την στιγμή που άλλοι ζητιάνευαν ή έπαιρναν συσσίτιο. Είχε δει στον δρόμο μια φορά, καθώς δύο άντρες με την μαύρη στολή των Ες-Ες πετούσαν ξεροκόμματα σε μια αγέλη πεινασμένων ξυπόλητων παιδιών και έπειτα να γελάνε με το θέαμα του καβγά για το ποιο θα προλάβαινε να πάρει το μεγαλύτερο κομμάτι. Η πείνα ροκάνιζε με γρήγορους ρυθμούς τις ανθρώπινες αναστολές και τις αξίες καθώς το ζωώδες ένστικτο της επιβίωσης με οποιοδήποτε κόστος ωθούσε σε παράτολμες πράξεις. Είχε ακουστεί ότι σε ένα παντοπωλείο της Βασιλίσσης Σοφίας, είχε σημειωθεί επίθεση αφού το πλήθος έσπασε τζάμια και ρήμαξε το βιός του πωλητή που έκλαιγε από στενοχώρια μέσα σε ένα ρημαγμένο μαγαζί. Λιγοστά καταστήματα διατηρούσαν το εμπόρευμα τους καθώς όλοι έτρεμαν τις επιθέσεις αυτές.
Βλέποντας την κατήφεια της μητέρας που η στενοχώρια είχε μαράνει το νεανικό πρόσωπο των σαράντα τριών της ετών, έπιασε έναν χαρούμενο σκοπό με επαναστατικό αέρα :
Ζηλεύουνε, δεν θέλουνε ντυμένο να με δούνε,
μπατίρη θέλουν να με δουν, για να φχαριστηθούνε.
Θα σαλτάρω, θα σαλτάρω, τη ρεζέρβα να τους πάρω.
««Σους μπρε, θα μας ακούσει και κανείς! Είναι αυτά τραγούδια τέτοιες εποχές?»» αναπήδησε τρομαγμένη η μάνα κλείνοντας με βρόντο τα παράθυρα.
Το τραγούδι αναφερόταν στους σαλταδόρους. Συμμορίες παιδιών που με κίνδυνο της ζωής τους ορμούσαν στο ανοιχτό πίσω μέρος των γερμανικών οχημάτων και πετούσαν τρόφιμα ή ό, τι άλλο έβρισκαν στους μικρούς συντρόφους τους. Μα αλίμονο! Συχνά, αυτές οι ιστορίες είχαν δυσάρεστο τέλος.
««Ποιο σκοπό θες να τραγουδήσω μπρε μάνα? Μήπως να πω το :
««Τα μάτια η πείνα εμαύρισε
Στα μάτια η μάνα μνέει
Στέκει ο Σουλιώτης ο καλός, παράμερα και κλαίει?»» ρώτησε με ειρωνική διάθεση η Ανδρομάχη συνεχίζοντας :
««Γιατί αυτή είναι η κατάσταση, μαμά! Η πείνα ταλαιπωρεί όλο τον κόσμο και όσο σκέφτομαι ότι ο μπαμπάς μου είναι μέσα στην φωλιά των φιδιών δεν μπορώ να ησυχάσω από τον φόβο μου! Μου έρχεται να μπω εκεί μέσα και να τα διαλύσω όλα!»» φώναξε εξαγριωμένη χτυπώντας το πόδι της στο σανιδένιο πάτωμα με νεύρο. Η μητέρα της την αγκάλιασε με εκείνη να ξεσπά σε κλάματα μυρίζοντας το καθησυχαστικό άρωμα του λεμονιού που ανέδιδε το σκούρο μπλε φόρεμα της με μήκος ως τον αστράγαλο ενώ το καλσόν και τα ταρλίκια που φορούσαν και οι δύο μέσα στο σπίτι που ήταν ντυμένο με φλοκάτες αποτελούσαν αναπόσπαστο κομμάτι της ένδυσης τους.
««Το ξέρω κορίτσι μου, και εμένα τρέμει η ψυχή μου μην μου πάθετε κάτι. Όμως,κοίτα τα θετικά :Εγώ ράβω, ο πατέρας σου δουλεύει και όλοι μας είμαστε καλά όσο μπορούμε, δεν πεινάμε. Μα θέλει πολύ προσοχή, κουβέντα μην πεις παραέξω για αυτό. Ο κόσμος έχει τρελαθεί. Άσχημο πράγμα η πείνα μα ακόμη πιο άσχημο ο πόλεμος. Αν δεν ήταν αυτοί οι Γερμανοί, τίποτε δεν θα είχε συμβεί. Μόνο την αξιοπρέπεια μας μάς μένει πια να διατηρήσουμε και την ψυχή μας.»»
««Άσε τα μεγάλα λόγια, μητέρα»» την έκοψε αυστηρά η μικρή. ««Γιατί στους καργιόληδες που ανοίγουν τα σπίτια τους σε Γερμανούς και συνεργάζονται μαζί τους, δεν είδα κάποιος να τους μιλά για αξιοπρέπεια ούτε να πληρώνουν συνέπειες των εγκληματικών τους πράξεων! Ούτε στις πουτάνες που τριγυρνούν μαζί τους σε κοινή θέα! Το στομάχι πεινά και οι άνθρωποι πληρώνουν βαρύ αντίτιμο για ένα κομμάτι ψωμί .»»
Την ένταση τους διέκοψε το κουδούνι της πόρτας. Η Ανδρομάχη έτρεξε να ανοίξει με την Αμαλία να σταματά την ραπτομηχανή. Στο κατώφλι, στεκόταν ένας νεαρός άνδρας λίγο μεγαλύτερος από εκείνη με άψογα σιδερωμένη γερμανική στολή. Το περιβραχιόνιο με την σβάστικα κοσμούσε το μπράτσο του ενώ τα μαλλιά του, ήταν κατάμαυρα και καλοχτενισμένα προς τα πίσω αφήνοντας να φανεί το ανταριασμένο καστανό του βλέμμα. Μάνα και κόρη απέμειναν να χάσκουν κοιτώντας μια η μία την άλλη και μια εκείνον. Είχε τύχει να γνωριστούν σε μια δεξίωση που οργάνωσε μια γνωστή της μητέρας της πριν τον πόλεμο. Μετρημένες φορές τον είχε συναντήσει στο δρόμο, μα όποτε τον έβλεπε άλλαζε κυριολεκτικά πεζοδρόμιο.
«« Να περάσω?»» ρώτησε με την Ανδρομάχη να παραμερίζει κάνοντας του χώρο να εισέλθει στο πατρικό της. Ο Ηρακλής Παπαναούμ, ο γιος του Έλληνα που έκοβε και έραβε στην Γερμανική Διοίκηση περιεργάστηκε τον χώρο. Μια σαλοκουζίνα με τους τοίχους να είναι βαμμένοι σε ένα ζωηρό κίτρινο χρώμα και ένας σκοτεινός διάδρομος που οδηγούσε στο λουτρό και στις δύο κρεβατοκάμαρες ήταν όλα τα δωμάτια του σπιτιού.
Παρόλα αυτά, ήταν ένα σπίτι που είχε το άρωμα της χλωρίνης ανάμεικτη με αυτή της λεβάντας με την ζεστασιά που ερχόταν από τα ξερά φύλλα και τα μικρά ξύλα που τα έτρωγε ηδονικά η φλόγα της μασίνας, της σόμπας δηλαδή που οι εστίες της και μια μεταλλική πόρτα χρησίμευαν και για μαγείρεμα. Ένας μακρύς ξύλινος πάγκος, ένα μεγάλο σανιδένιο τραπέζι με τέσσερις καρέκλες με ροζ καθισματάκια και καλύμματα μαζί με τα ντουλάπια αποτελούσαν την φτωχική επίπλωση της κουζίνας. Στο σαλόνι υπήρχαν μόνο δύο μεγάλοι καναπέδες σε ένα φθαρμένο κόκκινο χρώμα με καφέ ριχτάρια, ένα στρογγυλό τραπεζάκι με κεριά και άδειες φοντανιέρες στην γυάλινη επιφάνεια του , μια βιβλιοθήκη και δύο πίνακες με νεκρή φύση.
««Τι γυρεύεις εδώ, Ηρακλή?»» ρώτησε με φωνή που πάλευε να φανεί σταθερή η Ανδρομάχη σταυρώνοντας τα χέρια μπροστά από το στήθος της.
««Θα ήθελα να σου μιλήσω λίγο. Ιδιαιτέρως»» τόνισε εμφατικά κοιτώντας την μητέρα της η οποία του ανταπέδωσε θαρρετά το βλέμμα.
««Δεν έχω μυστικά από την οικογένεια μου. Οπότε πες σε παρακαλώ ό, τι θες και φύγε από το σπίτι μου!»»
««Θέλω να σε παντρευτώ, Ανδρομάχη. Μου αρέσεις πολύ και στην γειτονιά ακούγονται τα καλύτερα για εσένα. Σκέψου το... Θα με γνωρίσεις και θα με αγαπήσεις, το ξέρω. Θα έχεις ό, τι επιθυμείς στα πόδια σου. Ρούχα, λεφτά, ταξίδια, οτιδήποτε...»»
««Προτιμώ χίλιες φορές να αγκαλιάσω χταπόδια παρά έναν προδότη που κάνει τα θελήματα των συνεργατών των Γερμανών!»» δήλωσε. Το φρύδι του ανασηκώθηκε ενώ μια σκιά μετέτρεψε τα καστανά του μάτια σε μαύρα.
««Θα το μετανιώσεις!»» την απείλησε καθώς έκλεινε πίσω του την πόρτα.
««Μετανιώνω την ώρα και την στιγμή που γεννήθηκαν άνθρωποι σαν εσένα! Τυχοδιώκτες του κερατά! Αλήτη!»» ούρλιαξε έξαλλη κοιτώντας με βουρκωμένα μάτια την μαμά της η οποία την έκλεισε στην ασφάλεια της αγκαλιάς της.
««Έννοια σου κοριτσάκι μου, μην ανησυχείς. Ηρέμησε, δε θα σε ενοχλήσει κανένας. Μην φοβάσαι!»» τι να πει και αυτή η δόλια η μάνα.. Το αίμα της καρδιάς της θα το έδινε, αν ήταν να χαμογελάσει η κόρη της ξανά.
««Συγγνώμη, που σου μίλησα έτσι πριν!»» απολογήθηκε με τα μάτια της να μετατρέπονται σε δύο γαλάζιες λίμνες, έτοιμες να στάξουν το πικρό τους νερό.
««Πήγαινε να ξεκουραστείς κοριτσάκι μου!»» πρότεινε τρυφερά η Αμαλία σπρώχνοντας την μαλακά από την λιγνή της πλάτη. Η Ανδρομάχη υπάκουσε σέρνοντας τα πόδια της νιώθοντας ξαφνικά πολύ κουρασμένη, σαν να κουβαλούσε στις πλάτες της το βάρος όλου του κόσμου. Έκλεισε την πόρτα του μικρού της δωματίου και σωριάστηκε στο παλιό κρεβάτι. Ο Μορφέας στάθηκε σπλαχνικός ευεργέτης που την πήρε στα χέρια του στέλνοντας της ένα γλυκό, βαθύ, χωρίς όνειρα ύπνο.
Η Αμαλία ανασκουμπώθηκε. Άνοιξε την μπαλκονόπορτα που οδηγούσε στην μεγάλη βεράντα της συζυγικής κρεβατοκάμαρας. Προνοητική και έξυπνη γυναίκα καθώς ήταν, σαν είχε δει την φτώχεια να σφίγγει τα λουριά είχε φυτέψει σε μεγάλες γλάστρες σπόρους καλαμποκιού και πατάτες. Η μυρωδιά του βασιλικού και των υπερήφανων τριαντάφυλλων που ήταν τοποθετημένα περιμετρικά των πολύτιμων πραγμάτων μπέρδευε όποιον περνούσε όπως άλλωστε και οι μεγάλες κούτες μαζί με τα λίγα ξύλα που χρησιμοποιούσαν ως προσάναμμα. Είχε έρθει ο καιρός να τα χρησιμοποιήσει. Κοιτώντας δεξιά και αριστερά, έσκυψε ξεκινώντας να ξεθάβει τις πατάτες και τα ώριμα καλαμπόκια τοποθετώντας τα με χαμόγελο στις λινάτσες.
««Πάντα υπάρχει ο τρόπος να διορθωθούν οι καταστάσεις, αρκεί να υπάρχει θέληση .»» μονολόγησε μπαίνοντας μέσα στο σπίτι κλείνοντας με κρότο την μπαλκονόπορτα. Η Αμαλία ξεφύσηξε κοιτώντας τον εαυτό της στον ενσωματωμένο καθρέφτη της δίφυλλης ντουλάπας. Καμάρι και στολίδι της γυναικείας εμφάνισης θεωρούσε τα μακριά σπαστά μαύρα της μαλλιά που έφθαναν ως την μέση της για αυτό και αφιέρωνε αρκετό χρόνο να τα χτενίζει, να τα λούζει ακόμη και να τους μιλά σαν να ήταν ζωντανά. Τα μάτια της στο χρώμα της φουρτουνιασμένης θάλασσας, τόσο ίδια με αυτά της κόρης της είχαν αποκτήσει ήδη μια υγρή λάμψη καθώς έκοβε τα μαλλιά της αφήνοντας τα να πέσουν στην φλοκάτη του καθαρού πατώματος. Όταν ολοκλήρωσε το έργο της, τα μαλλιά της είχαν φθάσει πια στο ύψος των ώμων της. Μάζεψε ευλαβικά τις κομμένες τρίχες μέσα σε ένα σακουλάκι. Φόρεσε ένα μαύρο μακρυμάνικο φόρεμα που έπλεε πάνω στο αδυνατισμένο σώμα της με ένα λευκό γιακαδάκι γύρω από τον λαιμό. Με χέρια που έτρεμαν, με τα χείλη της να τρέμουν κατόρθωσε να βαφτεί με τα λιγοστά καλλυντικά της. Τα μαλλιά της τα τύλιξε με ένα μαύρο μαντίλι που σκίαζε τα όμορφα αλλά ταλαιπωρημένα χαρακτηριστικά του προσώπου της όπου οι γωνίες φαίνονταν έντονα. Άνοιξε το μεγάλο μπαούλο που βρισκόταν στην γωνία κάτω ακριβώς από το εικονοστάσι. Κωνσταντινάτα με ολόχρυσες αλυσίδες και φλουριά να κρέμονται, σκουλαρίκια, βαμβακερές πετσέτες με δαντέλα, κολιέ με χάντρες και πολύτιμες πέτρες. Αποτελούσαν είτε δώρα του συζύγου της είτε δώρα οικογένειας και φίλων. Κάθε πολύτιμο κομμάτι που έβαζε στην τσάντα της, ένα δάκρυ, μια ανάμνηση και ένας πικρός αποχωρισμός.
Βγήκε έξω στον κρύο αέρα τον οποίο από μέσα της ευγνωμονούσε για το πάγωμα των δακρύων της. Περπατούσε γρήγορα γιατί βιαζόταν να γυρίσει στο σπίτι της. Αισθάνθηκε κάτι κρύο να πέφτει στην μύτη της. Πυκνό χιόνι έπεφτε τώρα ακουμπώντας το πρόσωπο της σαν παρηγοριά, ενώ η ανάσα της σχημάτιζε συννεφάκια. Μολαταύτα, συνέχισε ακάθεκτη τον δρόμο της προς την σωτηρία της οικογένειας της.
Γύρω στις πέντε η ώρα το απόγευμα, ο Στράτος έμπαινε στο σπίτι βγάζοντας έναν βαθύ αναστεναγμό ανακούφισης. Ήταν πλέον στην πέμπτη δεκαετία της ζωής του. Το δέρμα του ήταν ηλιοψημένο ενώ μόνη απόδειξη του χρόνου που είχε περάσει αποτελούσαν οι γκρίζοι κρόταφοι του, μια παραφωνία σε σύγκριση με τα ξανθά μαλλιά. Φορούσε ένα γκρίζο παντελόνι και ένα απλό γαλάζιο πουκάμισο αφήνοντας την στολή του σερβιτόρου στο δωμάτιο υπηρεσίας ενώ τα γαλαζοπράσινα μάτια του φώτισαν σαν είδαν την Αμαλία να πέφτει στην αγκαλιά του παρατώντας βελόνες και πλεκτό στην άκρη του καναπέ. Άφησε κατά μέρος την τσάντα με τα δάχτυλα του να χαϊδεύουν τα μαλλιά και την σπονδυλική της στήλη.
««Μα καλά, τι έκανες στα μαλλιά σου?»» ρώτησε διακόπτοντας την αγκαλιά τους, κοιτώντας την καλά - καλά σμίγοντας τα φρύδια του.
«« Τα έκοψα μόνη μου και τα πούλησα στην Πόπη, να τα κάμει περούκες. Υπάρχουν και πιο αναγκεμένοι από εμάς, γυναίκες που πάσχουν από ανίατες ασθένειες. Εμείς δόξα τον Θεό έχουμε την υγειά μας.
Πούλησα και όλα μου τα κοσμήματα. Αγόρασα λάδι, αλάτι, σπόρους και υφάσματα. Αγόρασα και καινούργια φορέματα για την μικρή μας μαζί με παπούτσια, τα έβαλα στο δωμάτιο της στο γραφείο. Πήρα τόπια ολόκληρα από ακριβά υφάσματα, να έχω να ράβω για εσένα και για όλους μας για όσο αντέξουν τα χέρια και τα μάτια μου... Συγχώρεσε με, μα δεν είχα άλλη επιλογή. Δεν θα επιτρέψω να πεθάνουμε από την πείνα. Τα χρήματα που περίσσεψαν αρκούν για να τα πέρα βγάλουμε πολύ καιρό. »» εξομολογήθηκε η υπερήφανη γυναίκα κοιτώντας τον άντρα που από τα μάτια του είχαν περάσει όλα τα συναισθήματα μέσα σε λίγα λεπτά.
««Στο τέλος του μηνός, θα πληρωθώ. Δεν χρειαζόταν να κόψεις τα μαλλάκια σου, ούτε να πουλήσεις τα κοσμήματα όμως καταλαβαίνω ότι το έκανες για το καλό της οικογένειας μας. Όλοι μας κάνουμε θυσίες, αυτό απαιτούν οι καιροί. Να, πάρε αυτά»» είπε ο Στράτος βγάζοντας από την τσάντα εργασίας του δύο καρβέλια φρέσκου ψωμιού με την ζεστασιά να διαπερνά την σακούλα φτάνοντας στα χέρια της Αμαλίας. ««Και αυτό»» είπε βγάζοντας τρεις ολόκληρες σακούλες αλεύρι, μαζί με πέντε σοκολάτες τυλιγμένες από λευκό τριζάτο χαρτί.
««Που τα βρήκες αυτά, άνθρωπε μου?»»
««από φούρνο. Επίσης, άκουσα ότι ο Γιάννης ο Σαμαράς ανοίγει το καινούργιο του κατάστημα στην οδό Ματαπά με όλα να είναι δωρεάν, έτσι για πρώτη φορά. Τι λες, πάμε? Καιρό έχουμε άλλωστε να βγούμε έξω! »» ρώτησε με την Αμαλία να γνέφει με ενθουσιασμό.
««Ωραία, ξύπνα την μικρή και πάμε»» της είπε αφήνοντας της ένα χάδι στο μπράτσο και ύστερα την προσπέρασε για να πάει να κάνει ένα μπάνιο. Το ψέμα ήταν κάτι που σιχαινόταν και να που αυτός ο τίμιος, ο πονόψυχος που πήγαινε φαγί στον προσφυγικό συνοικισμό της Αγίας Φωτεινής κάνοντας τα παιδιά να γελούν και τις μανάδες να του φιλούν τα χέρια, έλεγε ψέματα! Το ψωμί , το αλεύρι και τις σοκολάτες τα είχε κλέψει από τις αποθήκες της κουζίνας του ξενοδοχείου. . Εκεί είχε αντικρίσει τόσα τρόφιμα που έφθαναν για να ταΐζουν επί μήνες όλους τους κατοίκους της Αθήνας, πράγμα λογικό αν σκεφτεί κανείς ότι οι Γερμανοί είχαν επιτάξει τα πάντα, πρωτοστατώντας στο εμπόριο του λαδιού, πολύτιμο και δυσεύρετο αγαθό. Ήξερε πως αν τον έπιαναν η ποινή ήταν ακαριαία . Μα αν η απώλεια της ευσυνειδησίας του και το φλερτ με τον θάνατο ήταν το τίμημα για την επιβίωση, ήταν πρόθυμος να τα πληρώσει χωρίς κανέναν δισταγμό.
Αργά το απόγευμα, η οικογένεια Μιχαηλίδη περπατούσε προς το κατάστημα του Σαμαρά. Φορώντας το βελούδινο ροζ φόρεμα της με τα μακριά μανίκια με μήκος ως τα γόνατα ,συνδυασμένο με ένα μαύρο καλσόν με την αέρινη φούστα που κυμάτιζε σε κάθε της κίνηση η Ανδρομάχη περπατούσε με τα μικρά της χέρια χωμένα μέσα στην θαλπωρή των χεριών των γονιών της . Ένα κόκκινο στεφάνι ανακατεμένο με ένα βαθύ μωβ χρώμα είχε απλωθεί στον ουρανό πάνω από τα γαλήνια παγωμένα νερά του Θερμαϊκού. Ο Στράτος φορούσε το επίσημο σκούρο μπλε σακάκι του, ένα μαύρο πουκάμισο και ίδιας απόχρωσης παντελόνι μαζί με τα σκαρπίνια που ήταν και το μοναδικό ζευγάρι καλού παπουτσιού που διέθετε ενώ η Αμαλία ένα πράσινο βαμβακερό φόρεμα με μήκος λίγο πιο κάτω από τα γόνατα, μαύρο καλσόν και τακούνια. Η Ανδρομάχη πρόσεξε την απουσία κοσμημάτων από την εμφάνιση της μητέρας της και την μελαγχολία που σκίαζε τα μάτια του πατέρα της, μα δεν μίλησε. Δεν έκανε ερωτήσεις. Μετάνιωνε πικρά για την λογομαχία με την μητέρα της. Έμαθε με τον σκληρότερο τρόπο ότι αν ήθελε να εξελίξει τον εαυτό της, έπρεπε να μετριάσει τις αντιδράσεις και τα πάθη της.
Λίγο αργότερα, ο πατέρας της ώθησε την σιδερένια πόρτα με το πολύχρωμο τζάμι και μπήκαν στο χώρο του καταστήματος. Πριν από την Κατοχή, ήταν το φημισμένο γαλακτοπωλείο που έφτιαχνε ρυζόγαλο, βουτυρόμελο, ταούκ κιοκσού. Τώρα είχε μετατραπεί σε μαγέρικο για τις ανάγκες του κοσμάκη αν έκρινε από την μυρωδιά του τσιγαρισμένου κρεμμυδιού και την ευωδιά του λαδιού, τόσο που πήρε μια βαθιά ανάσα για να ευχαριστηθεί η όσφρηση της.
Ένας άντρας με μια λερωμένη ποδιά γύρω από την μέση του, με ένα λευκό χοντρό μουστάκι να καλύπτει σχεδόν το πάνω μέρος των χειλιών του άπλωσε τις χερουκλες του σαν να ήθελε να αγκαλιάσει όλο τον κόσμο. Τα μαύρα μαλλιά του γυάλιζαν από την υπερβολική περιποίηση ενώ κάτω από τα μάτια του φαίνονταν μαύροι κύκλοι και ρυτίδες.
««Καλώς τα τα παιδιά, καλώς τους!»» βροντοφώναξε ο ιδιοκτήτης χτυπώντας φιλικά τον ώμο του Στράτου. Αλέγκρος και φιλικός όπως ήταν, το μαγαζί του συγκέντρωνε πελατεία από όλα τα κοινωνικά στρώματα που τους ένωνε η επιθυμία για το καλό φαγητό αλλά και τις λογικές τιμές καθώς χρέωνε με το πιάτο, όμως έκανε και τα στραβά μάτια σε κάποιες παρατυπίες. Το μάτι της Ανδρομάχης περιπλανήθηκε σε μια παρέα τριών εργατών που έτρωγε με όρεξη το φαγητό της, ένα καλοντυμένο ζευγάρι και δύο παρέες μάλλον φοιτητικές αν έκρινε από τα γέλια και το μπρίο τους.
«« Χαίρομαι που σε βλέπω, Γιάννη. Τι νέα παλιόγερε?»» ρώτησε ο Στράτος με χαμόγελο που φανέρωσε την άψογη λευκή οδοντοστοιχία του. Τον γνώριζε από τα παλιά. Σε αυτόν είχε εξομολογηθεί τα πρώτα του σκιρτήματα, την πρώτη του φορά στην δουλειά, την εμπειρία του στο μέτωπο ζητώντας του συμβουλές από έναν άνθρωπο που παρότι μεγαλύτερος του, ήταν πάντα παρών σε όλες τις σημαντικές στιγμές της ζωής του με την συντροφιά του αγαπημένου ποτού του Γιάννη, του τσίπουρου.
««Θα σου έλεγα τίποτε τώρα, αλλά έχε χάρη που είναι οι κυρίες μπροστά! Αντε προχωράτε να σας φιλέψω!»» είπε εκείνος δήθεν αυστηρά με την οικογένεια να βολεύεται στις καρέκλες ενός τραπεζιού στο κέντρο του καταστήματος όπου η πολύχρωμη πέτρα των τοίχων συνδυαζόταν άψογα με τα καθαρά πλακάκια στο χρώμα της άμμου. Σε λίγο, φάνηκε ο Γιάννος ισορροπώντας έναν τεράστιο δίσκο με φαγητά, ποτήρια και γυάλινα μπουκάλια. Τρία γεμάτα πιάτα με ρύζι και μικρά μπαλάκια αρακά, μια σαλάτα με χόρτα καλά βρασμένα και καθαρισμένα με λάδι και αλάτι συνδυασμένα με μαύρες ελιές, ένα πιάτο γεμάτο με κόκκινες ώριμες πιπεριές, μια πιατέλα με ψητό κρέας μαζί με αγνό ούζο για τους μεγαλύτερους και μια βυσσινάδα για την μικρότερη της παρέας. Η Ανδρομάχη περίμενε να γεμίσουν τα ποτήρια τους και αφού γέμισε το δικό της με το κόκκινο υγρό που άφριζε, τσούγκρισαν για το καλό και ήπιε. Η γεύση της ζάχαρης και του ανθρακικού ξύπνησε μεμιάς τις αισθήσεις της ενώ η γλύκα του βύσσινου κατακάθισε στην γλώσσα της.
««Σου άρεσε κορίτσι μου?»» ρώτησε με έγνοια ο Γιάννης με εκείνη να γνέφει καταφατικά.
««Να είσαστε καλά, κύριε Γιάννη εσείς και το μαγαζί σας. Μου θυμίσατε παλιές ξεχασμένες απολαύσεις.»» με εκείνον να γνέφει με κατανόηση.
Καθώς οι μεγάλοι έπαιρναν τον λόγο συζητώντας περί ανέμων και υδάτων, η Ανδρομάχη χάθηκε για άλλη μια φορά στις σκέψεις της καθώς έτρωγε με όρεξη το γεύμα. Θα αντάλλασε ευχαρίστως όλο το φαγητό του κόσμου για μια κουταλιά χάδια , ένα τσουκάλι γεμάτο με αγάπη και φιλιά, ένα πιάτο που να ξεχειλίζει από ανθρωπιά και λίγες σταγόνες ελπίδας και πίστης σε ένα καλύτερο αύριο.
Αφού κάθισαν δύο ώρες γεμάτες, η οικογένεια έφυγε από το μαγαζί και τώρα βρισκόταν στην ασφάλεια του σπιτιού τους. Η Ανδρομάχη λαγοκοιμόταν όταν άκουσε ένα παραπονιάρικο νιαούρισμα που ακουγόταν αρκετά κοντά της. Ανακάθισε, ντυμένη όπως ήταν με τις μάλλινες πιτζάμες της και αφουγκράστηκε. Πάλι αυτά τα νιαουρίσματα...
Με μια απότομη κίνηση, κατέβηκε από το κρεβάτι. Είδε την άκρη μιας ουράς κάτω ακριβώς από το γραφείο της να προεξέχει. Τράβηξε την καρέκλα και εκεί αντίκρισε... Μια μεγάλη γάτα με πορτοκαλί γούνα και λευκό μουτράκι που την κοίταζε επιφυλακτικά μα ήσυχα με τα μεγάλα πράσινα μάτια της. Το τρίχωμα της ήταν μαυρισμένο και βρώμικο, ενώ οι πατούσες της λασπωμένες. Ήταν ξαπλωμένη, με τα μικρά σώματα των τεσσάρων γατιών που φαίνονταν σε καλύτερη κατάσταση κολλημένα στο στήθος της παλεύοντας να ρουφήξουν γάλα.
««αχ μικρούλα μου... Περίμενε, θα σου φέρω φαγητό να φας να ταΐσεις τα μικρά σου»» πρόφερε τρυφερά και έφυγε στην κουζίνα. Έκοψε δύο φέτες ψωμιού κόβοντας τα σε μικρές μπουκίτσες μαζί με μεγάλα κομμάτια βρασμένης πατάτας βάζοντας τα όλα μαζί σε ένα μεγάλο βαθύ πιάτο. Γέμισε ένα μεγάλο μπολ με δροσερό νερό και το πήγε στο δωμάτιο της ακουμπώντας τα στο πάτωμα. Η γάτα με το που μύρισε το φαγητό, όρμησε καταβροχθίζοντας το μα παρατήρησε ότι ήπιε όλο της το νερό. Η Ανδρομάχη θυμήθηκε ότι πριν φύγουν από το σπίτι για την βόλτα τους, είχε ξεχάσει την μπαλκονόπορτα της ανοικτή. Όταν γύρισε το δωμάτιο ήταν παγωμένο. Μάλλον τότε βρήκε ευκαιρία η γάτα και κουβάλησε τα μικρά της σε ένα καταφύγιο από το κρύο, ίσως και από τον αρσενικό γάτο που αν συναντούσε τα μικρά, τα έπνιγε.
Τώρα πια, θήλαζε χωρίς κανένα πρόβλημα. Τα νιαουρίσματα σταμάτησαν και τα μικρά βυθίστηκαν σε ύπνο κουρασμένα από γάλα και αγάπη. Παρατήρησε με πόση στοργή η γάτα έγλειφε την γούνα των μωρών της και παρέμεινε ξαπλωμένη ζεσταίνοντας τα με το δικό της σώμα. Η τρυφερή εικόνα της έφερε συνειρμικά στο νου, την εικόνα των δυστυχισμένων μητέρων που τα στήθη τους ήταν ανίκανα να ταΐσουν τα μωρά τους εξαιτίας της πείνας. Πετάχτηκε από το κρεβάτι και με απαλά βήματα αποχώρησε από το δωμάτιο πηγαίνοντας προς τον καναπέ όπου ξεκουραζόταν η μητέρα της.
«« Μαμά?»»
««Έλα κορίτσι μου»» της είπε τρυφερά η μισοξαπλωμένη γυναικεία μορφή.
««Μαμά, στο δωμάτιο μου βρήκα μια γάτα μαζί με τα τέσσερα μικρά της. Της έδωσα φαγητό και θα ήθελα να τα κρατήσουμε. Τι λες και συ?»»
««Καλή ιδέα! Λατρεύω τις γάτες!»»
««Μαμά,η κατάσταση που την είδα με έβαλε σε σκέψεις. Η γούνα της ήταν βρώμικη ενώ πριν τους πάω φαγητό νιαουριζαν λυπημένα. Μάλλον και αυτή η οικογένεια πεινούσε όπως τόσες άλλες... Ξέρεις τι σκέφτομαι?»»
««Να κάνουμε συνασπισμό, να μαζέψουμε όλες τις αδέσποτες γάτες της γειτονιάς?»» πρότεινε πειρακτικά η Αμαλία με την Ανδρομάχη να γελά απαλά.
««Να πάμε φαγητό οπουδήποτε... Στους γείτονες, στους μαχαλάδες της προσφυγιάς. Να βάλουμε και εμείς το δικό μας λιθαράκι στη σωτηρία ζωών, να μην περιμένουμε μόνιμα να κινητοποιηθούν οι άλλοι.»»
««Αύριο, έχω σκοπό να ψήσω πίτες και να φτιάξω χυλό. Θα κάνω παραπάνω, φαΐ έχουμε πια αρκετό... Αλλά με ρέγουλα οι κινήσεις, τρέμω μην μας υποπτευθούν.»»
««Μείνε ήσυχη μάνα. Καληνύχτα»» την καθησύχασε δίνοντας της ένα φιλί στο μάγουλο. Η γυναίκα σταυροκοπήθηκε.
««Μέγας είσαι Κύριε, και θαυμαστά τα έργα Σου! Το κοριτσάκι μου αποκτά ενσυναίσθηση! Ευλογημένη η φύση με τα μαθήματα της!»» ψιθύρισε πριν παραδοθεί στην ανακούφιση του ύπνου έχοντας την αισιοδοξία ότι κάπου έπρεπε να υπάρχουν οι καλύτερες μέρες.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top