Χίλιες πλην μία ευχές
Όταν ήμουν 8 ετών ανακάλυψα ότι είχα μία μαγική δύναμη. Αν ήθελα κάτι πάρα πολύ και 'έκλεινα τα μάτια και το ευχόμουν με όλη μου την δύναμη, γινόταν πραγματικότητα. Έτσι απέκτησα πολλών λογής πράγματα όπως το αγαπημένο μου κάστρο playmobil με τον δράκο φύλακα, που ήταν πολύ ακριβό και η μαμά μου έλεγε ότι δεν υπήρχε περίπτωση να μου το αγοράσει, εκείνο το τεράστιο σπαθί που η μαμά έλεγε ότι δεν πρόκειται να το αγοράσει γιατί θα της σπάσω τα βάζα, έτσι απέκτησα και το πρώτο μου ζωάκι την Bunny αλλά και αργότερα την σκυλίτσα μου την Λίλα.
Όταν ήμουν παιδί οι μοναδικές μου επιθυμίες είχαν να κάνουν με παιχνίδια , γλυκά και βόλτες. Φτάνοντας στην εφηβεία έπειτα από ένα παράξενο όνειρο που είδα, απέκτησα έναν σχεδόν εμμονικό φόβο ότι η καλή μου τύχη κάποια στιγμή θα στέρευε. Έτσι, έγινα πιο φειδωλός και ευχόμουν μόνο για πολύ σημαντικά πράγματα. Και κυρίως στα γενέθλια μου. Κάθε χρόνο, όταν πλησίαζε ο μήνας γενεθλίων μου έβαζα τα δυνατά μου να σκεφτώ ποια θα ήταν η καλύτερη ευχή.
Στα 12 ευχήθηκα να αποκτήσω κολλητούς φίλους, στα 13 να μην διαλυθεί η οικογένεια μου, στα 14 να τα φτιάξω με το κορίτσι που μου άρεσε και στα 15 να πάρω το καλύτερο μηχανάκι.
Μεγαλώνοντας σταμάτησα να ασχολούμαι με τόσο παιδιάστικα πράγματα όπως οι ευχές. Παρόλα αυτά, κάποιες φορές έπιανα τον εαυτό μου να εύχεται άχρηστα πράγματα πάνω στην φούρια μου όπως «Μακάρι να προλάβω το λεωφορείο», «Μακάρι να μην έχει ουρά στο ταμείο του super market» , «Μακάρι να μου κάτσει η Πηνελόπη» . Απέκτησα ξανά το συνήθειο των παιδικών μου χρόνων και αφού σχεδόν όλες τις φορές η ευχή μου δούλευε, αποφάσισα να το εκμεταλλευτώ .
Έτσι, στα 25 μου, ήμουν ο νεότερος υποψήφιος συνέταιρος στην δικηγορική εταιρεία Άντερσον, είχα ένα καταπληκτικό διαμέρισμα στο κέντρο της Νέας Υόρκης, είχα όποια γυναίκα ποθούσα και μπορούσα να πω με σιγουριά ότι ζούσα μία άνετη ζωή. Όλα μου τα όνειρα είχαν γίνει πραγματικότητα και αμέσως ότι νέο κι αν σκεφτόμουν μπορούσα να το κάνω αληθινό.
Ώσπου ένα βράδυ συνάντησα την Άννα.
Ήταν ψηλή, μελαχρινή, καλοφτιαγμένη, καλλιεργημένη, έξυπνη, ετοιμόλογη και με χιούμορ. Με γοήτευσε με το πρώτο βλέμμα. Φυσικά την κέρδισα αρκετά γρήγορα αλλά όσο γρήγορα την κέρδισα, τόσο γρήγορα την έχασα.
Δεν ενδιαφερόταν απλώς να περνάει την ώρα της με κάποιον, όπως εγώ . Ήθελε σοβαρές δεσμεύσεις και εγώ δεν σκεφτόμουν καν αυτή την πιθανότητα. Χωρίσαμε σαν φίλοι , όμως με τα χρόνια οι επαφές μας αραίωσαν και τελικά χαθήκαμε.
Πλέον είχα φτάσει τα 35. Ήμουν ακόμη γοητευτικός και ευπαρουσίαστος, είχα αναλάβει την θέση που μου άρμοζε στην εταιρεία, είχα ταξιδέψει σε αρκετά μέρη του κόσμου, το διαμέρισμα μου είχε επεκταθεί σε οροφοδιαμέρισμα και είχα δίπλα μου μία διάσημη αρτίστα .
Όμως παρόλα αυτά, αισθανόμουν κενός. Δεν μπορούσα να καταλάβω τι ακριβώς ήταν αυτό που μου έλειπε. Είχα αναλογιστεί πολλές φορές την κατάσταση μου, τις επιλογές μου, την ζωή μου και πάντα κατέληγα στο ίδιο συμπέρασμα, δεν μου έλειπε τίποτα. Είχα καταφέρει όλα όσα ήθελα και ακόμη περισσότερα. Τότε γιατί δεν μπορούσα να αισθανθώ χαρούμενος;
Τα Χριστούγεννα του 2017, με βρήκαν μόνο ανάμεσα σε τουλάχιστον εκατό ανθρώπους. Όλη μου η οικογένεια, οι κοντινοί μου φίλοι και συνεργάτες είχαν έρθει να μου ευχηθούν για τους αρραβώνες μου με την Λίντια. Τα πάντα ήταν στολισμένα με τα αγαπημένα μας χρώματα, μπλε και ασημί. Οι πιατέλες με τα καλύτερα ορεκτικά και τα μπουκάλια με την καλύτερη σαμπάνια έρεαν άφθονα, η μουσική αντηχούσε απαλά στον χώρο και η Λίντια έλαμπε μέσα στο ασημί της μακρύ φόρεμα.
Όμως, μόλις έκανε την εμφάνιση του ο νέος μου συνεργάτης στο γραφείο, δεν μπορούσα να πάρω τα μάτια μου πάνω από την συνοδό του. Φορούσε μία μακριά, χαμογελαστή τουαλέτα , στο χρώμα του σμαραγδιού που άφηνε ακάλυπτους τους ώμους και αναδείκνυε το σφριγηλό της στήθος . Προφανώς κανείς από τους δύο τους δεν είχε διαβάσει την υποσημείωση για το μπλε/ασημί dress code.
Μας πλησίασαν, μας ευχήθηκαν και έπειτα χάθηκαν στον δικό τους δυαδικό κόσμο. Τους παρακολουθούσα όλο το βράδυ. Η συνοδός του συνεργάτη μου, που μας συστήθηκε ως Έμιλι, έμοιαζε τρομερά με κάποια κοπέλα που γνώριζα παλαιότερα αλλά δεν θα μπορούσε να είναι εκείνη διότι ήταν αρκετά μικρότερη σε ηλικία. Οι δυο τους δεν σταμάτησαν να ακουμπούν ο ένας τον άλλον, αλλά ο τρόπος τους δεν ήταν ούτε ερωτικός ούτε χυδαίος. Ήταν απλώς δύο πλανήτες που έμοιαζαν αναγκασμένοι να κινούνται ο ένας γύρω από την τροχιά του άλλου.
Κάποια στιγμή ο Άντριου, την άφησε μόνη για να πάει να της φέρει κάτι να φάει. Τότε την πλησίασα.
« Έμιλι σωστά;»
«Ναι, κύριε Στάμου, ολόσωστα!»
«Πώς περνάς;»
«Πολύ όμορφα! Σας ευχαριστώ που ρωτάτε».
«Γνωρίζεστε καιρό με τον Άντριου;»
«Όχι πολύ. Πέσαμε ο ένας πάνω στον άλλο στο μετρό. Εγώ έβγαινα, εκείνος στεκόταν μπροστά στην πόρτα για να μπει αλλά παραπάτησα», «γιατί τον κοιτούσα να σας πω την αλήθεια»,πρόσθεσε συνωμοτικά, «εκείνος με έπιασε και από τότε είμαστε αχώριστοι».
«Πρόκειται σύντομα να παντρευτείτε κι εσείς από ότι έμαθα;»
«Ναι! Σε δύο μήνες! Σας έχουμε καλέσει! Μην μου πείτε ότι δεν θα μπορέσετε να έρθετε; Θα στεναχωρηθεί ο Άντριου. Πάντα μου μιλά με τόσο καλά λόγια για εσάς και για την εμπιστοσύνη που του δείχνετε στην εταιρεία».
«Μην ανησυχείς! Φυσικά και θα έρθουμε. Η Λίντια έχει κανονίσει ήδη τις υποχρεώσεις της για τους επόμενους μήνες και έπρεπε να το προγραμματίσει για να μπορέσει να με συνοδεύσει».
«Τέλεια! Θα χαρώ πολύ να σας δω . Κι εσείς μέσα στο έτος δεν παντρεύεστε;»
«Η Λίντια έχει μία εμμονή με τα Χριστούγεννα. Θα παντρευτούμε ακριβώς σε ένα χρόνο από τώρα».
«Πολύ ρομαντικό!»
«Δεν ξέρω αν είναι ρομαντικό, αλλά είναι σίγουρα χρονοβόρο. Δεν μπορείς να φανταστείς πόσα νήματα κίνησα για να πραγματοποιήσω την επιθυμία της».
«Μα για αυτό δεν υπάρχουν οι διασυνδέσεις; Για να βοηθούν σε τέτοιες περιπτώσεις;»
«Ναι, σωστά. Άκου Έμιλι, από την ώρα που μπήκες μου θυμίζεις πολύ έντονα μία κοπέλα που γνώριζα παλιά, οπότε συγνώμη αλλά δεν μπορώ να μην σε ρωτήσω.. Γνωρίζεις την Άννα Στάνφορντ;»
«Φυσικά και την γνωρίζω! Είναι η αδερφή μου! Όλοι μας λένε ότι μοιάζουμε πάρα πολύ, παρόλο που έχουμε σχεδόν δέκα χρόνια διαφορά».
«Το ήξερα ότι δεν μπορεί να ήταν τυχαίο!»
«Τι είπατε;»
«Τίποτα. Τι κάνει η αδερφή σου; Ξέρεις, είμασταν πολύ φίλοι κάποτε».
«Αλήθεια; Δεν νομίζω να έχω ακούσει ποτέ για εσάς».
Αυτό το ένιωσα σαν μαχαιριά. Το μοναδικό κορίτσι που έπιανα τον εαυτό μου να σκέφτεται συχνά πυκνά από τα παλιά, ήταν η Άννα. Όμως, τα δύο κορίτσια παρόλο που έμοιαζαν αρκετά εμφανισιακά, είχαν πολλές διαφορές στην προσωπικότητα και σίγουρα μεγάλη διαφορά στην ηλικία. Ήταν αρκετά πιθανό, μέχρι να φτάσει η Έμιλι σε ηλικία να συζητάει με την αδερφή της για αγόρια, εκείνη να με είχε πια ξεχάσει.
«Λογικά θα ήσουν πολύ μικρή τότε, για να με γνωρίζεις».
«Μάλλον».
Δεν μπόρεσαν να πουν κάτι άλλο σχετικά με την Άννα. Εκείνη την ώρα επέστρεψε ο Άντριου και άρχισαν να μιλάνε για δουλειά και το θέμα φαινομενικά ξεχάστηκε.
Δύο μήνες μετά, είχε φτάσει η ώρα να ταξιδέψει για τον γάμο του αγαπημένου του φίλου πλέον Άντριου. Η Έμιλι ήταν ένα συμπαθητικό κορίτσι αλλά αρκετά μικρότερο από την Λίντια και έτσι παρόλο που δεν είχαν βρει σημεία επαφής ώστε να κάνουν παρέα και οι τέσσερις, κάποιες φορές την συναντούσε όταν βρισκόταν μαζί με τον Άντριου. Δεν αναφέρθηκαν ποτέ ξανά όλο αυτόν τον καιρό στην αδερφή της αλλά εκείνον τον κατέτρωγαν χιλιάδες ερωτήσεις που δεν μπορούσε όμως να κάνει.
Είχε προσπαθήσει πολλές φορές να χρησιμοποιήσει το χάρισμα του, ευχόμενος να στραφεί το θέμα της συζήτησης προς την Άννα αλλά τίποτα τέτοιο δεν συνέβαινε. Το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να περιμένει μέχρι τον γάμο για να την δει. Έστω κι αν εκείνη δεν τον θυμόταν πια, ήθελε να της μιλήσει και να μάθει αν είναι καλά και πώς είναι η ζωή της τώρα. Οι σκέψεις του ξεστράτιζαν ακόμη και σε ονειροπολήσεις αναζωπύρωσης της φιλίας τους. Μετά από τόσο καιρό, δεν θα είχαν κάποιον λόγο να μην μπορούν να είναι φίλοι, έτσι δεν είναι;
Η μέρα της πρόβας είχε φτάσει. Η Άννα δεν είχε κάνει ακόμη την εμφάνιση της αλλά δεν υπήρχε περίπτωση, το κορίτσι που γνώριζε να λείψει από τον γάμο της αδερφής της, για κανένα απολύτως λόγο. Έτσι, ήταν σίγουρος ότι με ευχή ή χωρίς ευχή θα την έβλεπε. Η Λίντια τελευταία στιγμή αποφάσισε ότι μία επίσκεψη στα studio της δισκογραφικής της, ήταν πιο σημαντική από το να τον συνοδέψει σε έναν γάμο που έτσι κι αλλιώς δεν συμπαθούσε τους εμπλεκόμενους. Έτσι, είχε απομείνει μόνος με μοναδική του παρέα, τους συνεργάτες από το γραφείο που ήταν επίσης καλεσμένοι.
Η ώρα που η νύφη θα ανέβαινε τα σκαλιά της εκκλησίας είχε φτάσει. Όμως η Άννα ήταν ακόμη άφαντη. Δεν γνώριζε τι είχε συμβεί και δεν μπορούσε να ρωτήσει χωρίς να φανεί παράξενη η ερώτηση του. Με βαριά καρδιά εισήλθε στον χώρο του ναού και κάθισε στην θέση του . Ενώ η νύφη περπατούσε προς το ιερό και όλοι την θαύμαζαν, η εξώπορτα άνοιξε απότομα και ο κρύος αέρας του Φεβρουαρίου πλημμύρισε την αίθουσα.
Μία φιγούρα ξεπρόβαλε στην εξώπορτα, με στραβοφορεμένο το φόρεμα της, χτένισμα σχεδόν ατημέλητο, αφού τούφες πετάγονταν εδώ κι εκεί, και αγκαλιάζοντας γρήγορα την Έμιλι κατευθύνθηκε στην θέση της μπροστά από τις υπόλοιπες παράνυμφες. Αυτή ήταν η Άννα. Πάντα ήξερε πώς να κλέψει την παράσταση! Κρυφογέλασε και ευχήθηκε να μπορέσει να της μιλήσει και κυρίως, να τον θυμάται.
Στο τραπέζι του γάμου, την βρήκε μπροστά από έναν καθρέφτη στο χωλ να προσπαθεί να συμμορφώσει την αμφίεση της. Ίσιωνε το φόρεμα της, πρόσθετε τσιμπιδάκια στις ατίθασες μπούκλες της και δεν κρατήθηκε άλλο, της μίλησε.
«Πάντα ήξερες να κάνεις εντυπωσιακές εισόδους», είπε και την είδε να γουρλώνει τα μάτια από την έκπληξη.
«Τζόνι! Τι κάνεις εδώ;», είπε και τον αγκάλιασε σφιχτά για λίγα δευτερόλεπτα που δεν του φάνηκαν αρκετά.
«Σιγά! Θα με σκάσεις!» της είπε πειρακτικά.
«Δεν έχεις ανάγκη εσύ», του είπε βγαίνοντας από την αγκαλιά του. «Τι κάνεις εδώ;»
«Με ξαναρώτησες. Εσύ τι λες; Είμαι καλεσμένος. Εσύ, τι κάνεις εδώ;»
«Η νύφη είναι αδερφή μου!»
«Δεν ήξερα ότι είχες αδερφή».
«Ούτε εγώ το ήξερα τότε».
«Τι εννοείς;»
«Είναι μεγάλη ιστορία».
Κι έτσι ξεκίνησε να του λέει πώς η μητέρα της ανακάλυψε ότι ο πατέρας της δεν είχε απλά εξωσυζυγική σχέση, όπως πίστευε αρχικά, αλλά είχε μία ολόκληρη δεύτερη οικογένεια και μάλιστα λίγα χιλιόμετρα μακριά από το σπίτι τους. Τότε ανακάλυψε ότι είχε μία αδερφή από την δεύτερη γυναίκα του πατέρα της κι έπειτα από χρόνια άγνοιας ύπαρξης της μίας για την άλλη, τελικά έγιναν αχώριστες.
Μιλούσαν όλο το βράδυ, περιγράφοντας ο ένας στον άλλον τις ζωές τους και όταν πια ξημέρωσε είχε φτάσει η ώρα να αποχωριστούν. Σε εκείνη την τελευταία αγκαλιά του αποχωρισμού τους, όπου το άγγιγμα της, το άρωμα της, η αύρα της αναστάτωναν όλο του το είναι, κατάλαβε τι ακριβώς ήταν εκείνο που του έλειπε όλα αυτά τα χρόνια και δεν μπορούσε να νιώσει πλήρης.
Για λίγα δευτερόλεπτα που το σώμα του ακούμπησε το δικό της, ένιωσε τις καρδιές τους να χτυπούν με τον ίδιο ρυθμό, τις ανάσες τους να συγχρονίζονται και όλα να μπαίνουν επιτέλους στην θέση τους μέχρι την στιγμή που έπρεπε να την αφήσει και να την δει να φεύγει προς το δωμάτιο της.
Εκείνο το βράδυ δεν κατάφερε να κοιμηθεί εύκολα. Δεν καταλάβαινε τι ήταν αυτό το συναίσθημα που του προσέφερε μία τόσο σύντομη επαφή με μία γυναίκα που είχε να δει χρόνια και που μάλιστα είχε απορρίψει στο παρελθόν.
Εκείνο το βράδυ λίγο πριν κοιμηθεί, έκανε άλλη μία ευχή, αυτή την φορά με όλη την δύναμη της ψυχής του.
«Εύχομαι να μην την είχα αφήσει ποτέ να φύγει από κοντά μου».
Και με την σκέψη αυτή αποκοιμήθηκε.
Την επόμενη μέρα, ξύπνησε απότομα ψάχνοντας το μαξιλάρι δίπλα του. Στο όνειρο του είχε δει ότι δεν έγινε τελικά συνέταιρος στην εταιρεία σε τόσο μικρή ηλικία αλλά έπειτα από σκληρή δουλειά, πέντε χρόνια αργότερα. Δεν αγόρασε ολόκληρο τον όροφο στο κτίριο που έμενε αλλά πούλησε το διαμέρισμα του και μετακόμισε στα προάστια . Δεν κατάφερε να ταξιδέψει σε όλο τον κόσμο όπως ήθελε αλλά αποταμίευσε τα χρήματα που θα ξόδευε σε αυτά τα ακριβά ταξίδια για να αγοράσει το όμορφο σπίτι του . Και το καλύτερο από όλα, δεν είχε αφήσει ποτέ την Άννα να φύγει από κοντά του αλλά είχαν παντρευτεί και τώρα περίμεναν το πρώτο τους παιδί. Στην τελευταία πράξη του ονείρου του, ήταν ξαπλωμένοι οι δυο τους σε αυτό το δωμάτιο και χάιδευε την φουσκωμένη της κοιλιά. Του είχαν φανεί τόσο φυσικά όλα αυτά, που όταν ξύπνησε χρειάστηκε αρκετά λεπτά για να αντιληφθεί πλήρως ότι ήταν μόνο ένα όνειρο και στο δωματιό του δεν υπήρχε κανείς άλλος εκτός από εκείνον.
Ένας επίμονος ήχος του τρυπούσε το κεφάλι. Χθες το βράδυ όταν επέστρεψε στο δωμάτιο του, ήπιε όλα τα ποτά που υπήρχαν στο μίνι μπαρ. Η Λίντια τον είχε καλέσει αρκετές φορές και τώρα κοιτάζοντας το κινητό του κατάλαβε από που ερχόταν ο αποτρόπαιος αυτός ήχος. Ήταν η φωνή της αρραβωνιαστικιάς του που είχε επιμείνει να χρησιμοποιεί ως ήχο κλήσης, όταν τον καλεί εκείνη.
Με μία κίνηση εκσφενδόνισε το κινητό του στον τοίχο. Αμέσως , μετάνιωσε για αυτή του την κίνηση. Δεν αναγνώριζε τον εαυτό του. Αισθανόταν προδομένος και απογοητευμένος από όσα του συνέβαιναν. Όλη του η ζωή βασιζόταν στις ευχές του και όλα όσα ήθελε του ερχόντουσαν εύκολα. Τώρα, που για πρώτη φορά ήξερε επιτέλους τι ήταν αυτό που πραγματικά ήθελε, η μοναδική ευχή που ήθελε να πιάσει, δεν έπιανε.
Κάλυψε το κεφάλι του με τα χέρια του και ξεκίνησε να επαναλαμβάνει ξανά και ξανά την ευχή του. Ήταν τόσο εξουθενωμένος από το μεθύσι , την αυπνία και τα νεύρα του που μετά από λίγη ώρα τον πήρε ξανά ο ύπνος.
Αυτή την φορά τα όνειρα του ήταν περίεργα και διαταραγμένα.
Είδε τον εαυτό του σε όλες τις φάσεις της ζωής του από μικρό παιδί που έπαιζε στο δωμάτιο του με τα παιχνίδια του, σε έφηβο με κλειστά τα μάτια μπροστά από την κάθε τούρτα γενεθλίων του, σε ενήλικα που ξεκινούσε την ζωή και την καριέρα του μακριά από την οικογένεια του και τέλος είδε τον εαυτό του να στέκεται αγναντεύοντας το τοπίο της Χριστουγεννιάτικα στολισμένης Νέας Υόρκης, εκείνο το βράδυ που αισθανόταν μόνος και ατελής, ευχήθηκε να μάθαινε επιτέλους τι ήταν αυτό που του έλειπε. Το ευχήθηκε τόσο έντονα και σοβαρά που σκέφτηκε ακόμη κι ότι θα ήταν διατεθειμένος να ανταλλάξει όλες τις παλαιότερες ευχές του για να μπορέσει μόνο να πραγματοποιηθεί αυτή.
Ξυπνώντας, ταυτόχρονα με την συνειδητοποίηση ότι τελικά έπιασε η ευχή που έκανε τα Χριστούγεννα μετά το πάρτι των αρραβώνων του με την Λίντια, θυμήθηκε σαν να σε φλας μπακ το όνειρο που είχε δει στην εφηβεία του και τον είχε κάνει να σταματήσει για λίγα χρόνια να εύχεται χωρίς λόγο και να επιλέγει πολύ προσεκτικά τις ευχές του.
«Ο αριθμός των ευχών που είχε στην διάθεση σου ήταν 1000». Δεν θυμόταν πώς και γιατί είχε καταλήξει σε αυτό το συμπέρασμα μόνο ότι μετά από αυτό το όνειρο τις μετρούσε. Με έναν πρόχειρο υπολογισμό και απολογισμό των ευχών που είχε κάνει στα σοβαρά ως τώρα, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι την νύχτα των Χριστουγέννων χρησιμοποίησε την τελευταία του ευχή!
Είχε συμπληρώσει τις 1000 ευχές. Οποιαδήποτε ευχή σημαντική ή ασήμαντη κι αν είχε κάνει μετά τα Χριστούγεννα , δεν είχε πραγματοποιηθεί ποτέ!
Αναχωρώντας από το ξενοδοχείο για να επιστρέψει στο σπίτι του, δεν ήξερε τι να πιστέψει. Πάντα είχε στο πίσω μέρος του μυαλού του ότι κάποια στιγμή θα ξέμενε από ευχές αλλά δεν περίμενε ότι θα γινόταν τόσο σύντομα και μάλιστα όταν τις χρειαζόταν περισσότερο από ποτέ.
Κοίταξε το ρολόι του. Είχε αργήσει. Πέταξε τα πράγματα του μέσα στην βαλίτσα όπως όπως και μπήκε στο πρώτο ταξί για το αεροδρόμιο. Ήταν αδύνατον να προλάβει την πτήση του με αυτή την κίνηση, παρόλα αυτά δοκίμασε να ευχηθεί να προλάβει. Φυσικά, δεν πρόλαβε και η επόμενη πτήση ήταν το άλλο πρωί.
Η μόνη του επιλογή ήταν το λεωφορείο. Είχε χρόνια να το χρησιμοποιήσει αλλά τι θα έκανε; Την επομένη είχε σοβαρή συνάντηση και ο μοναδικός άλλος άνθρωπος που ήξερε την υπόθεση και θα μπορούσε να τον καλύψει, μόλις παντρεύτηκε.
Από συνήθεια και μόνο, ευχήθηκε να προλάβει το λεωφορείο.
Μόλις έφτασε στον σταθμό είδε το λεωφορείο να περνάει από μπροστά του. Άρχισε να βρίζει και να χτυπιέται αλλά μετά από λίγο κατάλαβε ότι όσο κι αν ξεσπούσε τα γεγονότα δεν άλλαζαν. Ευτυχώς, υπήρχε δρομολόγιο σε μία ώρα.
Βρήκε ένα απομονωμένο τραπέζι που ήταν άδειο, παρήγγειλε τον καφέ του και ευχήθηκε να βρει για λίγο την ησυχία του και να σκεφτεί τι δικαιολογία θα έλεγε στην Λίντια μόλις επέστρεφε.
Λίγα λεπτά μετά, μία κυρία στεκόταν πάνω από το τραπέζι του. Ήταν καλοντυμένη, με ζεστά ρούχα και στηριζόταν σε ένα αριστοτεχνικά σκαλισμένο μπαστούνι .
«Με συγχωρείς νεαρέ μου που σε ενοχλώ, αλλά θα μπορούσες να μοιραστείς το τραπέζι σου μαζί μου; Δεν θα στο ζητούσα, έτσι απασχολημένο που σε βλέπω αλλά δυστυχώς όλα τα άλλα είναι πιασμένα».
Ήταν τόσο απορροφημένος στις σκέψεις του και στο σημειωματάριο όπου προσπαθούσε να θυμηθεί και να καταγράψει όλες του τις ευχές, που δεν είχε προσέξει ότι η καφετέρια είχε πια γεμίσει.
«Φυσικά», αποκρίθηκε και σηκώθηκε να της τραβήξει την καρέκλα.
Προσπάθησε να συμμαζέψει τα χαρτιά του και τις σκέψεις του, αλλά εκείνη πρόλαβε και είδε μερικές καταγραφές .
«Ευχές παιδιών προς τον Άγιο Βασίλη είναι αυτές;»
Εκείνος απλά ξεφύσησε και μάζεψε πιο γρήγορα τα χαρτιά του.
«Δεν ήθελα να σε φέρω σε δύσκολη θέση, συγνώμη. Απλώς αν ανήκεις σε κάποια φιλανθρωπική ομάδα, θα ήθελα να βοηθήσω».
«Δεν ανήκω σε φιλανθρωπική ομάδα. Απλώς, προσπαθούσα να θυμηθώ και να καταγράψω ότι ευχή έχω κάνει από παιδί».
«Και γιατί ένιωσες την ανάγκη να το κάνεις αυτό;» απόρησε η γυναίκα, που για κάποιο λόγο του απέπνεε εμπιστοσύνη και αποφάσισε να της πει την αλήθεια.
Έτσι, της διηγήθηκε τα πάντα. Πώς από παιδί, ότι ευχή ζητούσε πραγματοποιούνταν, και τώρα που είχε καταλάβει τι ήταν αυτό που ήθελε περισσότερο από όλα στη ζωή του, όσο και να ευχόταν δεν κατάφερνε τίποτα.
«Και σήμερα, ότι και αν ευχηθώ, συμβαίνει το αντίθετο! Σαν να τιμωρούμαι επειδή ήμουν άπληστος και έκανα πολλές ευχές».
Η γυναίκα γέλασε και πίστεψε πως τον θεώρησε τρελό, μετάνιωσε για αυτά που ξεστόμισε, όμως εκείνη του είπε:
«Γλυκέ μου, μόνο εμείς, με τη θέλησή και τις πράξεις μας μπορούμε να αλλάξουμε την τύχη μας κι όχι κάποιες τυχαίες λέξεις που μπορεί να πούμε οποιαδήποτε στιγμή της ημέρας».
«Τι εννοείτε;»
«Άκουσε με. Έρχομαι κάθε χρόνο, τέτοια μέρα σε αυτό το καφέ. Εδώ γνώρισα τον άντρα μου και το είχαμε κάτι σαν παράδοση να ερχόμαστε στο μέρος που γνωριστήκαμε σε κάθε επέτειο της γνωριμίας μας. Εκείνος με άφησε πριν λίγα χρόνια αλλά ερχόμενη εδώ τον νιώθω λίγο πιο κοντά μου. Εκείνα τα Χριστούγεννα, είχα ευχηθεί να γνωρίσω τον άντρα της ζωής μου . Δεν ξέρω αν έπαιξε κάποιο ρόλο η ευχή μου όμως, δεν πιστεύω ότι συνέβη αυτό μόνο και μόνο επειδή το ευχήθηκα. Η απόφαση μου να έρθω στον σταθμό των λεωφορείων ήταν τυχαία, είχα χάσει το αεροπλάνο και έπρεπε οπωσδήποτε να επιστρέψω στην Νέα Υόρκη αλλιώς θα έχανα μία σημαντική συνάντηση. Ίσως η ευχή που έκανα να μου έδωσε λίγο περισσότερο αυτοπεποίθηση αλλά η δύναμη να τον πλησιάσω και να του μιλήσω προήλθε από μένα ».
«Που θέλετε να καταλήξετε;»
Η γυναίκα έγειρε ελαφρώς προς το μέρος του και τον κοίταξε με τα καλοσυνάτα καστανά μάτια της.
«Δεν χρειάζεται να περιμένεις την πραγματοποίηση μιας ευχής για να κυνηγήσεις κάτι που θέλεις».
«Έχεις τη δύναμη με τις πράξεις σου να φτιάξεις μόνος σου τη μοίρα σου. Για σκέψου λίγο... Αν δεν είχες κάνει όλες αυτές τις ευχές, πόσο διαφορετική θα ήταν η ζωή σου τώρα;»
Το σκέφτηκε για λίγο και ανακάλυψε ότι όντως δεν θα ήταν και τόσο διαφορετική. Θα είχε και πάλι τους δύο κολλητούς του, για τους οποίους είχε ευχηθεί βέβαια αλλά λόγω της σιγουριάς που του έδωσε η ευχή του πήγε άνετα και τους πλησίασε, όπως ακριβώς είχε κάνει κι εκείνη η γυναίκα με τον άντρα της. Θα είχε την ίδια θέση στην εταιρεία και το σπίτι του, γιατί αυτά τα κέρδισε λόγω της σκληρής δουλειάς του και όχι επειδή ευχήθηκε για αυτά. Οι μόνες διαφορές ίσως να ήταν μικροπράγματα, όπως να έχανε μερικές φορές το τρένο ή να μην είχε σταματήσει η βροχή όταν ήθελε να βγει έξω.
Αναλογίστηκε σιωπηλά πόσο πολύ θα ήθελε να είναι μαζί με την Άννα, και ασυναίσθητα πήγε να ευχηθεί να είχε μια δεύτερη ευκαιρία μαζί της. Όμως όλη την ημέρα, ό,τι και να ευχόταν του γύριζε μπούμερανγκ και γινόταν ακριβώς το αντίθετο. Σε συνδυασμό με τα λόγια που του είπε αυτή η ευγενική κυρία μερικά μόλις δευτερόλεπτα πριν, πήρε τη μεγαλύτερη απόφαση της ζωής του: θα πήγαινε να βρει την Άννα, να της μιλήσει, να της εξομολογηθεί πόσο την αγαπούσε ακόμα και πόσο πολύ την ήθελε στη ζωή του.
Σηκώθηκε απότομα και έριξε απλώς τα χαρτιά μέσα στην βαλίτσα του.
«Σας ευχαριστώ για όλα». Είπε στην κυρία και εκείνη του ένευσε με χαμόγελο.
Βγήκε από το καφέ πιο χαρούμενος και αποφασισμένος από ποτέ.
Τέρμα πια οι ευχές! Από εδώ και στο εξής, με τις πράξεις μου θα ορίζω τη μοίρα μου.
Ώρα να αυτοσχεδιάσω σκέφτηκε και ξεκίνησε να περπατά πίσω για το ξενοδοχείο .
Ένα χρόνο μετά...
Βρίσκομαι σε ένα δωμάτιο πολυτελούς ξενοδοχείου. Ανοίγω τα μάτια μου και χαμογελάω ευτυχισμένος καθώς οι ακτίνες του πρωινού ηλίου χαϊδεύουν το πρόσωπό μου.
«Μωρό μου...» ακούω τη φωνή της Άννας. Γυρνάω και τη βλέπω να ξαπλώνει πάλι δίπλα μου και να μου χαμογελάει με αγάπη. Της χαμογελάω κι εγώ τρυφερά και απλώνω το χέρι μου για να χαϊδέψω την ακόμα επίπεδη κοιλιά της, που φιλοξενεί ήδη μέσα τον καρπό του έρωτα μας, το παιδί μας.
«Δεν ξέρεις πόσο ανυπομονώ να τη δω να φουσκώνει...» της λέω και εκείνη φέρνει μπροστά μου το πρόσωπό της και μου χαρίζει ένα από τα υπέροχα φιλιά της. Μου φαίνεται σαν όνειρο, όμως αυτή τη φορά, ξέρω ότι δεν είναι. Ξαναζω τη σκηνή που είχα δει στο όνειρο μου τότε, όμως τώρα φαντάζει πέρα για πέρα αληθινό. Είμαστε στο μήνα του μέλιτος και περιμένουμε ήδη το παιδί μας.
Μετά την εξομολόγηση μου στην Αννα, πριν από περίπου ένα χρόνο, εκείνη δέχθηκε να ξανακάνει μια νέα αρχή μαζί μου, κάνοντας με ίσως τον πιο ευτυχισμένο άντρα του κόσμου. Η Άρια με συμπάθησε και εγώ την αγαπάω σαν να είναι κι εκείνη δικό μου παιδί. Κάποια στιγμή εμφανίστηκε ο πατέρας της, ο πρώην άντρας της Άννας, και την ικευτευσε να τον συγχωρήσει και να γύρισει πίσω. Εκείνη όμως ειχε κάνει ήδη την επιλογή της... Παντρεύτηκαμε και τώρα η Άρια είναι μαζί του για λίγες μέρες όπως έχουν συμφωνήσει.
Ακόμα και τώρα, που η μεγαλύτερη ευχή μου έγινε πραγματικότητα, φοβαμαι πολλές φορές μήπως όλη αυτή η χάρη που μου δόθηκε είναι δανεική, και ότι κάποια στιγμή θα πρέπει να την επιστρέψω. Όμως μετά, σκέφτομαι ότι όλη αυτή η ευτυχία δεν μου δόθηκε επειδή το ευχήθηκα, αλλά επειδή το προκάλεσα ο ίδιος. Εγώ ο ίδιος πήγα εκείνη την ημέρα και τη βρήκα για να της πω ότι την ήθελα ξανά στη ζωή μου, αυτή τη φορά για πάντα, και ότι δεν θα την πληγωνα ποτέ ξανά.
Από εκείνη την ημέρα, που με τις πράξεις μου πραγματοποίησα ο ίδιος την ευχή που ήθελα περισσότερο από όλες να χρησιμοποιηθεί, δεν χρειάστηκε να ευχηθώ ποτέ ξανά για τίποτα.
Γιατί τώρα πια τα είχα όλα!
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top