Πρόλογος

ΚΑΛΟΚΑΊΡΙ 2010

Το αγόρι με τις ανέμελες καστανές μπούκλες καθόταν αναπαυτικά στην μεταλλική καρέκλα, σε μία από τις καφετέριες του Κίνγκστον στο Λονδίνο. Τα δάχτυλα του χτυπούσαν νευρικά το γυάλινο τραπεζάκι, με αποτέλεσμα να χυθεί λίγο από το νερό της κανάτας, καθώς ήταν γεμάτο μέχρι πάνω. Αφού το πρόσεξε, έβγαλε αμέσως ένα χαρτομάντιλο από την τσέπη του σκισμένου παντελονιού του και σκούπισε αστραπιαία τα νερά που έσταζαν στο πάτωμα. Τα περίεργα βλέμματα μιας παρέας ατόμων που κάθονταν παραπέρα, καρφώθηκαν πάνω του και εκείνος γύρισε αμήχανα το κεφάλι του προς την αντίθετη μεριά. Ύστερα, έκλεισε τα μάτια του και προσπαθήσε να χαλαρώσει τους σφιγμένους μύς του.

«Καλημέρα Τρίσταν. Χαίρομαι που κατάφερες να έρθεις» ακούστηκε μία λεπτή γυναικεία φωνή και τα σκούρα μάτια του άνοιξαν απότομα.

Ήταν η ψυχολόγος του, αλλά και η στενή φίλη της μητέρας του, ονόματι Άντισον Σμίθ. Πιο συγκεκριμένα, ήταν μία σαραντάχρονη γυναίκα με μακριά καστανόξανθα μαλλιά, γυμνασμένο σώμα και αδύνατα ψηλά πόδια. Το χαμόγελο της ήταν φωτεινό και ταίριαζε απίστευτα με το σύνολο που είχε επιλέξει να φορέσει.

«Καλημέρα Άντισον» το αγόρι ψιθύρισε βαριεστημένα, καθώς κοιτούσε τριγύρω.

Το χαμόγελο της γυναίκας, που έλαμπε μέχρι τώρα, κρύφτηκε. Εκείνη τράβηξε προσεκτικά μία καρέκλα και έκατσε ακριβώς απέναντι του. Αφού φώναξε τον νεαρό σερβιτόρο και παρήγγειλε ένα χυμό πορτοκάλι, στράφηκε και πάλι στο - εδώ και τόσα χρόνια- μελαγχολικό αγόρι, που τύχαινε να γνωρίζει για μεγάλο χρονικό διάστημα.

«Πώς είσαι;» ρώτησε μετά από ένα λεπτό, με την ελπίδα ότι θα ακούσει μία διαφορετική απάντηση από την συνηθισμένη.

Ο Τρίσταν σήκωσε αργά τους ώμους του και απάντησε ένα σκέτο «Όπως πάντα». Αυτό που ήθελε να εννοηθεί ήταν, ότι παρέμεινε το ίδιο άκεφος και ανήσυχος με τις προηγούμενες μέρες. Τίποτα δεν άλλαξε στην διάθεση του και από ότι φαίνεται δεν είχε σκοπό να αλλάξει για πολύ καιρό ακόμα.

Βέβαια, η Άντισον ως ψυχολόγος του, ήταν ήδη προετοιμασμένη. Γνώριζε πολύ καλά τον γιό της αγαπημένης της φίλης και είχε πλήρη επίγνωση της υπόθεσης του. Για αυτό, άλλωστε, εδώ και χρόνια μελετά όχι μόνο την συμπεριφορά του, αλλά και την ψυχική του οργάνωση, δίχως όμως οποιοδήποτε θετικό αποτέλεσμα. Αλλά δεν τα παράτησε τόσο εύκολα. Ήταν σαν χρέος για αυτήν να τον βοηθήσει και θα το κατάφερνε μόνο με επιμονή.

«Σκέφτηκα κάτι!» το χαμόγελο της εμφανίστηκε και πάλι στο βελούδινο πρόσωπο της, καθώς ήταν ένας τρόπος για να κρατήσει το άγχος υπό έλεγχο.

«Άδικος κόπος. Αφού το ξέρεις ότι δεν υπάρχει σωτηρία για εμένα, γιατί προσπαθείς ακόμα;!» τα μάτια του έλαμψαν από θυμό και σηκώθηκε απρόοπτα από την θέση του, αλλά ένα χέρι τον άρπαξε από τον καρπό για να τον σταματήσει, πρίν κάνει την κίνηση να φύγει.

«Κάτσε κάτω, Τρίσταν! Δεν θα το κάνεις αυτό κάθε φορά. Δεν θα φεύγεις» αποκρίθηκε η αναστατωμένη γυναίκα και του έκανε νεύμα με τα μάτια, για να καθίσει πίσω στην καρέκλα του.

Ο Τρίσταν αναστέναξε ηττημένος και αφού μούγκρισε ένα σιγανό «Εντάξει» ακούμπησε και πάλι στην θέση του.

Ένα κομμάτι του εαυτού του δεν ήθελε να φύγει, γιατί η Άντισον είναι ο μοναδικός άνθρωπος που ενδιαφέρεται πραγματικά για αυτόν και δεν της αξίζει τέτοια συμπεριφορά από μέρους του. Απλά ευχόταν να έχει βρεί μία λύση, που θα τον βοηθούσε αυτή την φορά.

Ο σερβιτόρος, που είδε την σκηνή να ξεδιπλώνεται μπροστά του, πλησίασε με έντονη αμηχανία τους δύο πελάτες και στήριξε διστακτικά τον δίσκο στο τραπεζάκι, για να αφήσει το χυμό πορτοκάλι και να γεμίσει με νερό τα άδεια ποτήρια τους.

Όμως, ο Τρίσταν τον είχε εντοπίσει από μακριά, προτού έρθει κοντά τους και τον κοίταξε με περιπαικτικό ύφος.

«Ν-να σας φέρω κ-κάτι άλλο;» ο σερβιτόρος άρχισε να τραυλίζει εξαιτίας του.

Ήταν φανερά ενοχλημένος από την κακία του πρός αυτόν και αναρωτιόταν, γιατί μία τόσο γλαφυρή και φιλική γυναίκα συνόδευε τέτοιο αγόρι.

«Όχι, ευχαριστούμε πολύ» εκείνη απάντησε ευγενικά και σκούντηξε αθόρυβα τον Τρίσταν.

Εκείνος την κοίταξε περίεργα και αφού κατάλαβε την πρόθεση της,
είπε με την σειρά του «Μας φτάνουν αυτά».

Παρόλα αυτά, δεν ήταν και τόσο ευγενικό, γιατί η Άντισον τον κοίταξε αυστηρά και καθάρισε τον λαιμό της, για να περάσει το μήνυμα που ήθελε.

«Ευχαρίστουμε πάντως», πρόσθεσε μία γκριμάτσα στο τέλος και ύστερα ήπιε μία γουλιά από το παγωμένο νερό του.

Ο σερβιτόρος απομακρύνθηκε ευχαριστημένος και ταυτόχρονα ανακουφισμένος, που δεν του ζήτησαν κάτι επιπλέον και δεν θα χρειαστεί να ξανά βρεθεί αντιμέτωπος με το αγενές αγόρι.

«Είδες την φάτσα του;» ο Τρίσταν ξέσπασε σε τρανταχτά γέλια και οι μύες της κοιλιάς του συσπάστηκαν.

«Συγκεντρώσου τώρα στο θέμα μας» του απευθύνθηκε η συγκρατημένη Άντισον και έκανε μία παύση για να βάλει το καλαμάκι στον χυμό της.
«Όπως είπα και προηγουμένως, σκέφτηκα κάτι το οποίο θα σε βοηθήσει» συνέχισε και ρουφήξε με μιάς όλο το ρόφημα «Αρκεί να το θέλεις» τόνισε τις λέξεις που χρησιμοποίησε, για να δώσει έμφαση. Έπαιζε σημαντικό ρόλο η θέληση.

Τα λόγια της τον ταρακούνησαν και το πρόσωπο του ξαφνικά σοβάρεψε.

Τι ετοίμαζε, άραγε, αυτή την φορά η ψυχολόγος του; Θα δεχόταν την συμβουλή της ή θα την απέρριπτε με την πρώτη ευκαιρία; Ήταν αρκετά γενναίος, δυνατός και έτοιμος για αυτό που ακολουθούσε;

«Θα πας ταξίδι!» ανακοίνωσε μεγαλοφωνώς η Άντισον και χτύπησε παλαμάκια στον αέρα, ώσπου ο Τρίσταν πνίγηκε με το νερό που κατάπινε και αναγκάστηκε να σηκωθεί και να τον χτυπήσει απαλά στην πλάτη.

«Ορίστε;» κατάφερε να ρωτήσει, λίγο πρίν τον καταβάλει βήχας. «Τι σχέση έχει αυτό με εμένα;» ήταν τόσο μπερδεμένος.

Δεν μπορούσε να καταλάβει που το πήγαινε η ψυχολόγος του και σε καμία περίπτωση δεν περίμενε να ακουστεί κάτι τέτοιο από το στόμα της. Η ιδέα ενός ταξιδιού ήταν ριψοκίνδυνη.

«Αυτό που άκουσες νεαρέ μου» άγγιξε τρυφερά το μπράτσο του και τον διαβεβαίωσε για την ασφάλεια, αλλά και την θεραπεία του.«Το ταξίδι είναι αυτό που χρειάζεσαι» συνέχισε τον μονόλογο της, «Απλά πάρε το απόφαση! Πήγαινε σε ένα ταξιδιωτικό βιβλιοπωλείο και βρες τον προορισμό που σου ταιριάζει» τα μάτια της κοίταξαν τα δικά του, «Μην κατηγορείς πια τον εαυτό σου για όλα όσα έγιναν, σε παρακαλώ» ακούστηκε ένας λυγμός στο τέλος και δεν ήταν ο δικός της, αλλά ο δικός του.

Την ίδια στιγμή, σηκώθηκε από την καρέκλα της και έκανε τον γύρο, για να τον αγκαλιάσει. Πάντα αυτό έκανε. Τον αγκαλιάζε σαν να ήταν το δικό της παιδί.

«Κάνε το για αυτήν» του ψιθύρισε γλύκα στο αυτί για τελευταία φορά και τον άφησε να το επεξεργαστεί.

«Εντάξει» ψέλλισε ύστερα από λίγο και κατάπιε το σάλιο του. «Θα το κάνω» ανακοίνωσε την απόφαση του και άρχιζε να τρίβει μελαγχολικά το ιδρωμένο μέτωπο του.

Τουλάχιστον, θα προσπαθούσε.

• • •

Πέρασαν δεκαπέντε λεπτά, αφότου πλήρωσε για τα ροφήματα τους και αποχαιρέτησε την αγαπημένη ψυχολόγο του.

Παράλληλα, οι κάτοικοι της περιοχής διέσχιζαν την κεντρική πλατεία, για να πιούν τον κρύο καφέ τους και να κάνουν τα ψώνια τους, εφόσον ήταν καλοκαίρι και οι περισσότεροι είχαν πάρει άδεια από την δουλειά τους.

Βρισκόταν και αυτός εκεί.

Μόλις έφυγε από την καφετέρια, περπάτησε τόσο πολύ, που δεν μπόρεσε να σταθεί στα πόδια του. Επίσης, η αφόρητη ζέστη δεν τον βοήθησε καθόλου! Ευτυχώς δηλαδή, που είχε πάνω του ένα ζευγάρι μαύρα γυαλιά ηλίου.

Το πέτρινο και χυτοσίδηρο συντριβάνι ήταν ακριβώς στην μέση της πλατείας. Ο Τρίσταν, όταν το είδε, κατευθύνθηκε προς τα εκεί και ακούμπησε το κουρασμένο του κορμί πάνω στην μεγάλη, στρογγυλή, μαρμάρινη βάση. Έπειτα, βούτηξε τα χέρια του στο δροσερό νερό, που ξεκινούσε από το ψηλότερο σημείο πάνω στο κεφάλι της φιγούρας και κατέληγε πίσω στην λεκάνη.

«Είσαι καλά παλικάρι μου;» τον πλησίασε ένας ανήσυχος ηλικιωμένος άντρας, που τον είδε χλωμό, όταν σταμάτησε σε ένα περίπτερο για να αγοράσει ένα μπουκαλάκι νερό.

«Είμαι εντάξει. Ευχαριστώ» εκείνος απάντησε θετικά και πήρε μία βαθιά ανάσα, για να ηρεμήσει το μυαλό του. «Να σας ρωτήσω.. υπάρχει κανένα ταξιδιωτικό βιβλιοπωλείο εδώ κοντά;» ρώτησε ευχόμενος ότι θα γνώριζε, γιατί διαφορετικά θα έπρεπε να ξανά ζήσει το ίδιο μαρτύριο, μέχρι να το βρει.

«Είναι στα δεξιά σου, γιε μου» ο άντρας αποκρίθηκε ξαφνιασμένος που δεν το είχε παρατηρήσει και αφού τον χτύπησε φιλικά τον ώμο, προχώρησε ευθεία αφήνοντας τον πίσω.

Ο Τρίσταν γύρισε το κεφάλι του δεξιά. Ήταν όντως εκεί. Αμέσως σηκώθηκε και έσυρε τα πόδια του μέχρι την γωνία, όπου βρισκόταν το κατάστημα με μία ξύλινη ταμπέλα στην κορυφή, που έγραφε με μεγάλα και καλλιγραφικά γράμματα: Travel Bookstore.

Η εικόνα ήταν παραμυθένια.

Ένα δυόροφο κτήριο κατασκευασμένο από οικολογικά υλικά. Πάνω στην κεντρική είσοδο υπήρχε κολλημένο το ωράριο λειτουργίας και ακριβώς δίπλα μία τεράστια τζαμαρία, μέσα από την οποία μπορούσες να δεις τον εσωτερικό χώρο. Οι τοίχοι ήταν βαμμένοι με ζωντανά και ανοιχτά χρώματα, όπως το κίτρινο και το γαλάζιο, ενώ από πάνω κρέμονταν χειροποίητα διακοσμητικά και όμορφες γλάστρες που εντυπωσίαζαν με το ανθισμένο αποτέλεσμα τους.

Η διακόσμηση σίγουρα τον ενέπνευσε για την ταξιδιωτική του περιπέτεια, αλλά πολύ περισσότερο το όμορφο και χαμογελαστό κορίτσι, που καθόταν σε μία άνετη καρέκλα κοντά στο ταμείο και διάβαζε ένα βιβλίο, πίνοντας που και που, λίγο από την πήλινη κούπα της.

Και τότε, λίγο πρίν σύρει την ξύλινη πόρτα και μπεί μέσα, λίγο πρίν τον καλημερίσει με το πιο λαμπερό χαμόγελο του κόσμου, του ήρθε μία τρελή ιδέα..

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top