Κεφάλαιο 5

Αφιερωμένο στην λατρεμένη μου Mairouboo


Το μαύρο και κλασικό ταξί διέσχιζε με γρήγορη ταχύτητα τον ίσιο, μεγάλο και άδειο δρόμο με προορισμό το κοντινότερο αεροδρόμιο του Λονδίνου. Η Ολίβια ήταν καθισμένη σε ένα από τα πλαϊνά δερμάτινα καθίσματα και άκουγε δυνατή μουσική, μέσα από τα ασύρματα ακουστικά της, παρακολουθώντας ταυτόχρονα με θαυμασμό τις χρωματικές εναλλαγές του ουρανού. Το μαγευτικό θέαμα της προκάλεσε ανατριχίλα, η οποία εμφανίστηκε αμέσως στα χέρια της. Ο ατελείωτος ουρανός από μπλέ έγινε μώβ, από μώβ κοραλλί και τελικά κατέληξε στο πορτοκαλί. Εξ όψεως έμοιαζε με έναν αληθινό παράδεισο, όχι παραμυθένιο. Ήταν έτσι ακριβώς, όπως τον είχε φανταστεί: Μαγικός. Αυτό, που έλειπε όμως, για να τελειοποιηθεί ήταν μία ακόμη πινελιά, που θα αποτύπωνε με λεπτομέρεια τα άγρια και ελεύθερα ζώα της μυστήριας φύσης.

Ο συνοφρυωμένος οδηγός του ταξί προσπέρασε επίτιδες μία ολοφάνερη κόκκινη πινακίδα, που έγραφε με μεγάλα άσπρα γράμματα stop και έστριψε στον απαγορευμένο δρόμο. Αλλά μόλις βρέθηκε αντιμέτωπος με το γιγάντιο φορτηγό μεταφοράς επίπλων, που είχε παρκάρει στην μέση του δρόμου, πάτησε εντός ολίγου το φρένο και το αυτοκίνητο σταμάτησε γλιτώνοντας έτσι το μοιραίο τρακάρισμα. Ευτυχώς, που η δεμένη ζώνη της Ολίβια την βοήθησε να αντισταθεί στην μεταβολή αυτής της κινητικής κατάστασης. Η ίδια με γουρλωμένα μάτια και κομμένη ανάσα, αμέσως την έλυσε από πάνω της και βγήκε βιαστικά από το αυτοκίνητο. Ο ηλικιωμένος άντρας είχε το θράσος να την ακολουθήσει, για να ζητήσει την αμοιβή που του χρωστούσε για την διαδρομή.

«Παραλίγο να μας σκοτώσετε!» ούρλιαξε έντρομη και έπιασε το πονεμένο κεφάλι της ανάμεσα στα χέρια της. Οι άνθρωποι που περπατούσαν εκείνη την στιγμή, άκουσαν τις φωνές και γύρισαν να παρακολουθήσουν το σκηνικό, που ξεπρόβαλλε μπροστά στα μάτια τους.

«Ανοησίες» ο άντρας απάντησε σαν να μην είχε συνειδητοποιήσει το λάθος του και έβγαλε ένα τσιγάρο από το χάρτινο πακέτο, που κρατούσε στα λερωμένα και πληγωμένα χέρια του. «Θέλω τα λεφτά μου για την διαδρομή» διέταξε με σοβαρό ύφος και τοποθέτησε την βλαβερή και καταστροφική ουσία ανάμεσα στα κιτρινισμένα δόντια του.

«Δεν σας δίνω μία!» φώναξε ακόμη πιο δυνατά και κρατήθηκε από μία μπάρα, για να μην πέσει κάτω και ξεσπάσει επί τόπου σε κλάματα. Ο κόσμος ψιθύριζε διάφορα λόγια, φανερά σοκαρισμένος από την απαράδεκτη συμπεριφορά του οδηγού. «Θα είχα σκοτωθεί εξαιτίας σας! Μπορείτε να το καταλάβετε αυτό;» ρώτησε αγανακτισμένη και έκανε ένα βήμα πίσω, καθώς εκείνος την πλησίαζε με αργές κινήσεις. «Μα τι οδηγός είστε τέλος πάντων;» συνέχισε και έσφιξε την τσάντα γύρω από τον ώμο της. Δεν μπορούσε να πιστέψει το γεγονός, ότι γλίτωσε από τα χέρια του βέβαιου θανάτου.

Εκείνος γέλασε δυνατά και σώπασε για ένα λεπτό, μέχρι να τραβήξει μία γερή τζούρα. Η κόκκινη - ύπουλη - φωτιά άναψε και η στάχτη κύλησε πάνω στα φθαρμένα ρούχα του και ύστερα ο αέρας την παρέσυρε μακριά. «Φέρε τα λεφτά μου βρωμοθήλυκο!» φύσηξε τον καπνό προς τον ουρανό και φώναξε οργισμένος. Πολλές τρομαγμένες φωνές ακούστηκαν και πολλά χέρια μπήκαν στην μέση, για να σταματήσουν τον τρελό άντρα, που όρμησε κατά πάνω της σαν θηρίο που κατασπαράζει τα θηράματα του.

«Κάνε πίσω, αλλιώς θα καλέσω την αστυνομία!» τον απείλησε ένας μεσήλικας άντρας με αξύριστο πιγούνι και στάθηκε μπροστά από την Ολίβια. Η γυναίκα του μόλις είδε την πράξη του, άφησε τις σακούλες κάτω και έσπευσε να βοηθήσει το αθώο κορίτσι, που πάλευε σκληρά με την ανάσα του. Βρισκόταν σε κρίση πανικού και σκούρο κόκκινο πηχτό αίμα έτρεχε από τις βαθιές πληγές, που άφησαν τα μυτερά νύχια του στο δέρμα της. «Ηρέμησε καλή μου» ψιθύρισε γλυκά πάνω από το αυτί της και της πρόσφερε ένα μπουκάλι με κρύο νερό. «Πιές το όλο» την παρότρυνε, χαϊδεύοντας απαλά τα μπλεγμένα μαλλιά της, προκειμένου να την καθησυχάσει.

«Θα μου το πληρώσεις!» ο οδηγός την έδειξε με το δάχτυλο του και αφού έφτυσε με αηδία στο πεζοδρόμιο, μπήκε μέσα στο αυτοκίνητο του, πατώντας δυνατά το γκάζι. «Στο διάβολο όλοι σας!» φώναξε με κακία, προσβάλλοντας για άλλη μία φορά την Ολίβια και τους υπόλοιπους ανθρώπους, που στέκονταν εκεί. Το ταξί εξαφανίστηκε από το οπτικό τους πεδίο και πήρε την κατηφόρα.

«Άντε χάσου από 'δω!» ο άντρας γρύλισε, κουνώντας τα χέρια του στον αέρα και ύστερα πλησίασε την αγαπημέν του, που φρόντιζε με στοργή την νεαρή πληγωμένη κοπέλα.«Μην ανησυχείς, θα τον πιάσουν» αποκρίθηκε με σιγουριά και έπειτα κάλυψε με ένα καθαρό χαρτομάντιλο τις ανοιχτές πληγές των χεριών της. «Υπάρχει κάποιος να έρθει να σε πάρει;» ρώτησε σιγανά, κοιτώντας μέσα στα βουρκωμένα μάτια της.

Η Ολίβια κούνησε το κεφάλι της αρνητικά και άφησε να κυλήσουν ελεύθερα τα τελευταία δάκρυα που της απέμειναν. «Υπάρχει κάποιος που με περιμένει στο αεροδρόμιο..» ψιθύρισε ανάμεσα στους λυγμούς της και έδειξε με το βλέμμα της το αεροδρόμιο Στάνσεντ, που βρισκόταν ακριβώς απέναντι τους. «Νομίζω ότι θα τα καταφέρω» σηκώθηκε από το έδαφος και προχώρησε μέχρι τον πράσινο κάδο, για να πετάξει το ματωμένο χαρτομάντιλο. «Σας ευχαριστώ πολύ και τους δύο» σκούπισε με τα δάχτυλα της το υγρό πρόσωπο της και χαμογέλασε αχνά στο ζευγάρι, που την κοιτούσε συμπονετικά. «Δεν ξέρω τι θα είχε γίνει χωρίς εσάς»

Δεν είχε πάρει την μώβ ομπρέλα μαζί της. Ο καιρός την είχε ξεγελάσει από μια πρόσκαιρη αναλαμπή. Κατά την είσοδο της στο κτήριο του αεροσταθμού, οι μικροσκοπικές σταγόνες της βροχής έμοιαζαν με κρύο ιδρώτα, που «αγκαλιάζει» το δέρμα σε μέρες αγωνίας. Τα αχτένιστα μαλλιά της ήταν βρεγμένα και κολλημένα στα χλωμά μάγουλα του προσώπου της. Ταυτόχρονα, τα ρούχα της ήταν εξίσου μουσκεμένα και κάθονταν λίγο βαριά πάνω της. Τα μάτια της, όμως, ήταν στεγνά. Δεν υπήρχε μέσα τους ούτε ένα λυπημένο δάκρυ, ούτε μία χαμένη στάλα, ούτε ένα έντονο συναίσθημα. Μονάχα επιζητούσαν εκείνον με τις καστανές μπούκλες, μέσα στο σκορπισμένο πλήθος, που έσερνε τις γεμάτες βαλίτσες του στο διάδρομο. Μα δεν τον βρήκαν πουθενά. Δεν υπήρχε πουθενά. Ξαφνικά, ένιωσε προδομένη και κυρίως ολομόναχη, παρόλο που δεν ήταν..

Ο Τρίσταν καθόταν υπομονετικά στην αίθουσα αναμονής, ξεφυλλίζοντας ένα καινούριο αθλητικό περιοδικό, που αγόρασε στο περίπτερο για να απασχολήσει με κάτι τον εαυτό του. Στην πραγματικότητα δεν τον ενδιέφερε καθόλου ο περασμένος ποδοσφαιρικός αγώνας, πόσο μάλλον η δίκη που έχασε ο πασίγνωστος ποδοσφαιριστής Νεϊμάρ, επειδή δεν πλήρωσε τα χρέη του. Μόνο εκείνη με τα γαλανά μάτια είχε σημασία γι'αυτόν, όλοι οι άλλοι του ήταν αδιάφοροι. Ένιωθε οπωσδήποτε την ανάγκη να την δει και να της εκμυστηρευτεί τα πάντα για την ζωή του. Όμως, φοβόταν, ότι μόλις μάθαινε την αλήθεια για το παρελθόν του, θα το έβαζε στα πόδια και θα έτρεχε μακριά του. Βέβαια, είχε καταλάβει από την αρχή, πώς η Ολίβια δεν ήταν τέτοιος ο άνθρωπος. Αλλά μία γυναίκα σπλαχνική, πρόσχαρη, γλυκιά και με κατανόηση. Δεν θα έκρινε ποτέ έναν άνθρωπο από το παρελθόν του, όσο σκοτεινό κι αν ήταν αυτό. Παρόλα αυτά, έτρεμε στην ιδέα να την χάσει, τώρα που την βρήκε.

Με μία κίνηση έκλεισε το περιοδικό και το ακούμπησε στην διπλανή θέση, εφόσον δεν καθόταν κανένας και ήταν άδεια. Ύστερα, κούμπωσε την ζακέτα του μέχρι πάνω, αφού έκανε λίγη ψύχρα και χαμήλωσε το κεφάλι του, για να χαλαρώσει. Όμως, δεν τα κατάφερε. Η καταρρακτώδης βροχή χτυπούσε βίαια την τζαμαρία σαν να ήθελε να την σπάσει σε χίλια κομμάτια και να τον αρπάξει με τα χέρια της. Συγχρόνως, οι φωνές των διαφόρων επιβατών πρόδιδαν την βαθιά επιθυμία τους να φύγει από εκεί, να μην επιστρέψει ποτέ πίσω, να τιμωρηθεί για όλα όσα είχε κάνει. Δεν του άξιζε η ζωή, που ζούσε. Σε εκείνη άξιζε, αλλά την έχασε.

Η τρέλα και η μελαγχολία άρχισαν να κυριαρχούν το μυαλό και την ψυχή του. Δεν μπορούσε να συγκρατήσει τον εαυτό του και να τον ηρεμήσει. Το πόδι του κινούταν νευρικά πάνω κάτω, ενώ ένιωθε ότι ανά πάσα στιγμή το κεφάλι του θα εκραγεί και όλες οι τύψεις θα ελευθερωθούν. Εκτός από αυτό, είχε άγχος και ένα πολύ κακό προαίσθημα. Η Ολίβια είχε αργήσει πάνω από μισή ώρα. Κι αν της έτυχε κάτι; Κι αν έπαθε κάτι; Δεν μπορούσε να διώξει τις κακές σκέψεις από το μυαλό του. Τον βασάνιζαν, τον πονούσαν, του λύγιζαν την καρδιά. Έπρεπε να κάνει κάτι, επειγόντως. Διαφορετικά, όχι μόνο δεν θα συγχωρούσε τον εαυτό του, αλλά θα τον καταδίκαζε με το χειρότερο τρόπο.

Κι εκείνος σηκώθηκε ευθύς από την θέση του και άρχισε να ψαχουλεύει στην τσέπη του παντελονιού του το σπασμένο κινητό του. Όταν το εντόπισε με τα δάχτυλα του και το έβγαλε προς τα έξω, πληκτρολόγησε γρήγορα τον αριθμό εκείνου του ανθρώπου, που μπορούσε να τον βοηθήσει.

Η Άντισον βρισκόταν στο γραφείο της και έπινε μικρές γουλιές από τον ζεστό καφέ, που η ίδια είχε ετοιμάσει στην μικρή κουζίνα της. Απέναντι, στην μεγάλη καφέ πολυθρόνα, καθόταν ένα θλιμμένο δεκαεξάχρονο κορίτσι, που την είχε επισκεφθεί μαζί με τους γονείς της, για να αντιμετωπίσει την μακροχρόνια της κατάθλιψη. Την στιγμή, όμως, που ήταν έτοιμη να εξακριβώσει τα αίτια και τα συμπτώματα της, η πόρτα άνοιξε και στο δωμάτιο μπήκε η γυναίκα, που είχε προσλάβει πρίν πολλά χρόνια, για να κανονίζει τα επαγγελματικά ραντεβού της.

«Δρ. Άντισον συγνώμη που διακόπτω, αλλά σας ζητάει ο Τρίσταν στο τηλέφωνο» έσκυψε προς το μέρος της και είπε χαμηλόφωνα στο αυτί της.

Αφού τα άκουσε όλα αυτά και η γυναίκα ονόματι Έλις αποχώρησε και επέστρεψε στην δουλειά της, εκείνη σηκώθηκε από την καρέκλα της και συγχώρεσε την μικρή ασθενή, για την προσωρινή διακοπή της συνεδρίασης. Ύστερα, φόρεσε το παλτό της και βγήκε στο μπαλκόνι, κλείνοντας την μπαλκονόπορτα πίσω της. Τα τηλεφωνήματα του Τρίσταν την τρόμαζαν κάθε φορά, γιατί καλούσε μόνο όταν ήταν έκτακτη ανάγκη.

«Τρίσταν;» ρώτησε με αγωνία και στήριξε τους αγκώνες της στα σιδερένια κάγκελα.

«Άντισον; Βοήθησε με» η φωνή του έτρεμε, το ίδιο και οι χτύποι της καρδιά του.

Ακόμα και από χίλια μίλια μακριά μπορούσε να ακούσει την αγανακτισμένη καρδιά του, που φώναζε, ούρλιαζε και υπέφερε από τον δυσβάσταχτο πόνο.

«Τρίσταν; Τι έγινε; Που είσαι;»

Σε τέτοιες περιπτώσεις η Άντισον έπρεπε να φερθεί όσο πιο επαγγελματικά γινόταν. Γι'αυτό πήρε μία βαθιά ανάσα και συνέχισε να του μιλά ήρεμα, διότι δεν χρειαζόταν να τον αναστατώσει περισσότερο.

«Έκανα μαλακία και δεν στο 'είπα! Συγχώρεσε με Άντισον.. είμαι τόσο βλάκας» ομολόγησε, καταπίνοντας το σάλιο του. «Έπρεπε να είναι εδώ..» συνέχισε, τραβώντας με δύναμη τα μακριά μαλλιά του. «Εγώ φταίω, πάλι!» μικρές σταγόνες άρχισαν να κυλούν σαν το ρυάκι στα μάγουλα του. Τις έδιωξε. Του θύμιζαν τόσο πολύ εκείνες τις ημέρες, που προσπαθούσε να ξεχάσει. «Γιατί το κάνω πάντα αυτό; Γιατί τους καταστρέφω όλους;» ρώτησε τον εαυτό του εντελώς απαυδισμένος.

«Σε ποιά αναφέρεσαι Τρίσταν;» προσπάθησε να κρατήσει σταθερό τον τόνο της φωνής της. Πάντα λυπόταν γι'αυτόν και την κουρασμένη του ψυχή. Μα δεν έπρεπε να το δείξει, δεν ήταν σωστό. Θα τον βοηθούσε, αρκεί εκείνος να ηρεμούσε. «Θέλω να πάρεις μία ανάσα, για ένα μονάχα λεπτό»

Έπεσε σιωπή, έκλεισε τα μάτια του και έκανε εκείνο, που του ζήτησε. «Στην Ολίβια» απάντησε, μόλις χαλάρωσε. Η φωνή του έμοιαζε με ένα κτήριο, που καταρρέει, όταν έχει σεισμό. Μόνο που εσωτερικά είχε γκρεμιστεί ήδη. «Δεν ξέρω πού είναι.. ανησυχώ για αυτήν» ψέλλισε ξανά, ενώ κοίταξε για άλλη μία φορά γύρω του.

Στεκόταν εκεί, σαν άγγελος, απέναντι του. Η πλάτη της ήταν ολότελα γυρισμένη, αλλά μπορούσε να διακρίνει την ομορφιά, που κάλυπτε το γλυκό πρόσωπο της, να αγγίξει όλα τα ψεγάδια της και να θαυμάσει την ομοιόμορφη επιδερμίδα, που έλαμπε και στα πιο σκοτεινά σημεία του χώρου. Μπορούσε να μυρίσει, ακόμα και το άρωμα της. Εκείνο με τις λουλουδένιες νότες φρέσκου πράσινου αψεντιού, έντονου ροδάκινου και φρέζια. Το άρωμα αυτό τον μάγευε, τον έλκυε, χάραζε μυστικά μονοπάτια στο χάος του, για να μπορεί πάντοτε να την αναζητεί. Ήταν ο χάρτης του και σύμφωνα με τις οδηγίες του έφτασε κοντά της.

«Ολίβια! Επιτέλους..» ψέλλισε σιγανά και ακούμπησε το χέρι του απαλά στον ώμο της. Εκείνη γύρισε το κεφάλι της και επιτέλους η καρδιά του ηρέμησε. Ήταν τόσο βρεγμένη, χλωμή και παγωμένη. «Που ήσουν;» ρώτησε ολοφάνερα περίεργος.

«Συγνώμη που άργησα.. η βροχή.. καταλαβαίνεις» απάντησε και έστρεψε τα μάτια της αλλού. Ήταν ακόμα αναστατωμένη και όσο τον κοιτούσε στα μάτια, τόσο περισσότερο λύγιζε. «Δεν ήθελα να σε ανησυχήσω».

«Φτάνει που είσαι καλά» αποκρίθηκε και χάιδεψε -διστακτικά- με το άκρο του το μάγουλο της. «Έλα φόρεσε αυτό» έβγαλε την ζακέτα του και την πέρασε πάνω από την πλάτη της. Εκείνη τον ευχαρίστησε και του πρόσφερε ένα γλυκό χαμόγελο. Έπρεπε να την ζεστάνει, μολονότι ο ίδιος κρύωνε. «Τελικά..θα έρθεις μαζί μου;» έθεσε την ερώτηση κρίσεως. Για μία στιγμή πίστεψε ότι η απάντηση της θα ήταν θετική, ώσπου παρατήρησε ότι δεν κρατούσε κανένα σακίδιο στα χέρια της..

«Τρίσταν μου..δεν μπορώ-» άρχισε να απαντά με σκυμμένο το βλέμμα, αλλά εκείνος την διέκοψε. Δεν αισθανόταν καλά.

«Σςς» έφερε τον δείκτη του ανάμεσα στα σαρκώδη χείλη της. «Το καταλαβαίνω..» ψιθύρισε, χαμογελώντας ψεύτικα. Στα αλήθεια το κατάλαβε. Αυτό που της ζήτησε ήταν εντελώς ανόητο. Τουλάχιστον, δεν θα έθετε την ζωή της σε κίνδυνο. Αλλά θα την συνέχιζε από εκεί που την άφησε, σαν να μην υπήρξε ποτέ. Σαν ένα όνειρο. «Να προσέχεις τον εαυτό σου» την αγκάλιασε σφιχτά, για μία τελευταία φορά. «Αξίζεις τα πάντα» ψιθύρισε και άφησε ένα φιλί στο μέτωπο της. Ύστερα, σήκωσε από το γυαλιστερό πάτωμα τα πράγματα του και προχώρησε ευθεία, αφήνοντας την πίσω.

Τον παρακολουθούσε με τα λυπημένα της ματιά να απομακρύνεται. Η καρδιά της φώναζε απεγνωσμένα να μην τον αφήσει να φύγει μόνος του, κι έτσι έκανε. Έτρεξε κοντά του και τον σταμάτησε, τραβώντας το μανίκι της μπλούζας του. «Δεν μπορώ να έρθω, γιατί ξέχασα την βαλίτσα μου!» ομολόγησε λαχανιασμένη και αμέσως ξέσπασαν και οι δύο σε γέλια.

Η αντίστροφη μέτρηση για τις δέκα μέρες αγάπης μόλις άρχισε.

✈ Γειά σας γλυκάκια μου. Συγνώμη που το σταμάτησα εδώ. Δυστυχώς, είμαι λίγο αρρωστούλα και δεν έχω όρεξη να γράψω. Ελπίζω να σας άρεσε. Ήταν λίγο δραματικό... Τα λέμε την επόμενη εβδομάδα, όπου θα διαβάσετε για την πρώτη μέρα του ταξιδιού. Έχετε αγωνία; Γιατί εγώ έχω! ❤ Love you all.

Ερώτηση: Ποιό χαρακτήρα συμπαθείτε περισσότερο μέχρι στιγμής και γιατί;






Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top