Κεφάλαιο 4
• Αφιερωμένο στην sofakinik •
Εκείνο το βράδυ η Ολίβια, αφότου αποχαιρέτησε τον Τρίσταν, ανέβηκε την εξωτερική μεταλλική σκάλα της παλιάς μονοκατοικίας, όπου διέμενε τα τελευταία χρόνια. Τα μονίμως κρύα χέρια της έτρεμαν συνεχώς, με αποτέλεσμα τα πληθώρα κλειδιά να γλιστράνε από την μικρή παλάμη της και να πέφτουν κάτω στο σκληρό έδαφος. Την ίδια στιγμή, μικρές σταγόνες νερού προσγειώθηκαν στην μύτη της και εκείνη σήκωσε αυθόρμητα το κεφάλι της ψηλά στον σκοτεινό ουρανό σκουπίζοντας ταυτόχρονα με το μανίκι της εκείνα τα σημεία του προσώπου της, που είχε στοχεύσει η καθαρή και ήρεμη βροχή. Από μικρό παιδί της άρεσε να βρέχεται έξω στην μυστική αυλή του κτηρίου και να πλατσουρίζει στις μεγάλες λακκούβες με τις κόκκινες γαλότσες της. Τώρα, όμως, είχε μεγαλώσει και ένιωθε πολύ εξαντλημένη, για να το επαναλάβει. Για αυτό, έκλεισε τα γαλανά μάτια της σφιχτά και άφησε την βροχή να «αγκαλιάσει» κάθε άκρο της. Κατά αυτό τον τρόπο το κουρασμένο της κορμί χαλάρωσε, αντίστοιχα και τα παγωμένα της χέρια έπαψαν να τρέμουν. Ύστερα, χαμογέλασε πλατιά στα αστέρια, που την πρόσεχαν από μακριά και έβαλε με ευκολία το κατάλληλο κλειδί στην κλειδαριά. Μόλις άνοιξε η μεγάλη πόρτα ασφαλείας, σκούπισε αρχικά τα παπούτσια της στο μαύρο πατάκι και έπειτα την έκλεισε αθόρυβα πίσω της.
Η Ολίβια υποδέχθηκε ένα σκοτεινό, άδειο και κρύο διαμέρισμα. Όλα τα φώτα ήταν κλειστά και κάθε φορά που έκανε ένα βήμα μπροστά, σκόνταφτε σε κάποιο έπιπλο. Αν ήταν εδώ ο Τρίσταν και με έβλεπε, σίγουρα θα με κορόιδευε για τα χάλια μου, σκέφτηκε. Αμέσως, ακούμπησε στα τυφλά, τα χέρια της στον μουντό τοίχο και πάτησε τον διακόπτη, όταν τον εντόπισε. Ξαφνικά, ο χώρος φωτίστηκε και όλα ήταν πλέον αντιληπτά με το μάτι. Μόλις είδε το ασύρματο τηλέφωνο, που ήταν πάνω στο κομοδίνο με τις γυάλινες και χρυσές κορνίζες, το πήρε στα χέρια της και ξάπλωσε ανέμελα πάνω στον αναπαυτικό καναπέ του σαλονιού. Έπειτα, πληκτρολόγησε με τα δάχτυλα της τον αριθμό του πατέρα της και το έφερε κοντά στο αυτί της, περιμένοντας να απαντήσει στην κλήση της. Συνήθως τέτοια ώρα ήταν στο σπίτι και διάβαζε μία εφημερίδα στην πολυθρόνα, βλέποντας ταυτόχρονα τις ειδήσεις στην τηλεόραση. Εκείνο το βράδυ, όμως, δεν ήταν εκεί και για αυτό η Ολίβια σκέφτηκε να τον καλέσει, για να τον ρωτήσει που είναι. Τελικά, μετά από λίγα δευτερόλεπτα, η βαριά φωνή του ακούστηκε μέσα από το σταθερό τηλέφωνο και εκείνη σηκώθηκε απότομα από την θέση της, απαντώντας του.
«Μπαμπά; Που είσαι;» ρώτησε με περιέργεια, καθώς πάτησε σε έναν από τους πιο δημιουργικούς χώρους του σπιτιού, δηλαδή την μικρή κουζίνα, για να πιεί λίγο νερό προτού ξαπλώσει να κοιμηθεί.
«Είμαι στο μαγαζί και θα γυρίσω σε λίγο, μην με περιμένεις γλυκιά μου» από την χροιά και τον τόνο της φωνής του κατάλαβε, ότι ήταν πολύ απασχολημένος στην δουλειά και κυρίως κουρασμένος από τις καθημερινές υποχρεώσεις.
«Εντάξει, μπαμπά μου. Θα τα πούμε το πρωί..καληνύχτα» ψιθύρισε στοργικά και αφού τερμάτισε την κλήση με το ειδικό κουμπί, γέμισε κάτω από την βρύση με χλιαρό νερό το αγαπημένο της πλαστικό ποτήρι. Ύστερα, εφόσον το ήπιε όλο, το άφησε δίπλα στον νιπτήρα, μήπως και διψάσει αργότερα.
Στην συνέχεια, τράβηξε το εντυπωσιακό κουρτινάκι με τα στολίδια, που είχε τοποθετήσει ως πόρτα με την βοήθεια τιυ πατέρα της και κατευθύνθηκε με αργούς ρυθμούς πρός τις ξύλινες σκάλες. Μόλις εισχώρησε μέσα στο υπνοδωμάτιο της, έβγαλε τα λερωμένα ρούχα από πάνω της και τα έβαλε μέσα στον κάδο με τα άπλυτα. Έπειτα, φόρεσε το άνετο δαντελωτό νυχτικό της και αφού χτένισε τα μαλλιά της σε έναν ατημέλητο κότσο, ξάπλωσε στο κρεβάτι της, κάτω από τα παγωμένα ροζ σκεπάσματα. Εκείνη την στιγμή, θυμήθηκε το απόγευμα, που πέρασε με τον Τρίσταν και το χαριτωμένο σκυλάκι του. Παρόλο που την «πείραζε» την περισσότερη ώρα, της άρεσε πολύ η παρέα του. Βαθιά μέσα της ήθελε να το επαναλάβει, να βρεθεί ξανά μαζί του, όσο κι αν αρνιόταν το μυαλό της. Η καρδιά της φανταζόταν εκείνο το ταξίδι στην Σίφνο, ως μία μοναδική εμπειρία ζωής, που ήθελε πολύ να ζήσει. Όμως, υπήρχαν πολλά εμπόδια στον δρόμο αυτό, τα οποία έπρεπε να προσπεράσει ή απλά να αγνοήσει. Η νύχτα σαφώς ήταν μεγάλη, αλλά δεν έφτανε ούτε λίγο, για να καταλήξει κάπου και να πάρει την τελική απόφαση. Άλλωστε, μετά από λίγο τα βλέφαρα της έκλεισαν και η ίδια βυθίστηκε σε έναν γλυκό ύπνο, όπου όλα είναι εύκολα και δυνατά.
Ο Τρίσταν, αφού επιβεβαίωσε ότι η Ολίβια έφτασε ασφαλής στο σπίτι της, κατέβηκε γρήγορα από το πεζοδρόμιο και μπήκε μέσα στο παρκαρισμένο αυτοκίνητο του. Κάθισε εκεί, για λίγα λεπτά, σκεπτόμενος το κορίτσι που μόλις είχε γνωρίσει πρίν από λίγες ώρες. Το μυαλό του είχε μετατραπεί σε ένα χάος, το οποίο δεν μπορούσε να συμμαζέψει. Από την μία πλευρά άκουγε την φωνή της ψυχολόγου του και από την άλλη την φωνή της καρδιάς του. Όμως, σε αυτό τον διάλογο εντάχθηκε άλλη μία βαριά και σκληρή φωνή. Εκείνη, που προερχόταν από ένα σκοτεινό και βασανισμένο μέρος του εαυτού του. Η φωνή αυτή γνώριζε πολύ καλά ποιό ήταν το αδύναμο σημείο του και εκεί κάρφωνε με δύναμη ένα στιλέτο. Οι πληγές του ήταν πάντα βαθιές και έσταζαν παχύρευστο κόκκινο αίμα, μα δεν τις κάλυψε ποτέ. Δεν ήξερε πώς, για αυτό τις άφησε ανοιχτές, για να τις βλέπει ο κόσμος και να σκέφτεται τι άνθρωπος είναι πραγματικά. Γιατί, αυτό που έκανε τότε, ήταν πέρα για πέρα ασυγχώρητο.
«Να πάρει!» μουρμούρισε και χτύπησε δυνατά τα χέρια του στο τιμόνι, με αποτέλεσμα να ακουστεί ο χαρακτηριστικός ήχος της κόρνας. Αμέσως, έβγαλε τα κλειδιά από την μίζα και άνοιξε μία σκουρόχρωμη θήκη, βγάζοντας από μέσα ένα μεσαίου μεγέθους δώρο. Αφού το τοποθέτησε ανάμεσα στις μασχάλες του και κλείδωσε το αυτοκίνητο του, προχώρησε προς το γνωστό, πλέον, ταξιδιωτικό βιβλιοπωλείο. «Ηρέμησε Τρίσταν..» ψιθύρισε στον εαυτό του και ακούμπησε στα κρυφά το κεφάλι του στην βιτρίνα, για να καταλάβει αν βρίσκεται κάποιος μέσα. Μόλις είδε στο βάθος ένα αναμμένο φώς, άνοιξε με θάρρος την πόρτα και μπήκε μέσα αποφασισμένος, για αυτό που επρόκειτο να κάνει. Ήταν πράγματι εγωιστής;
«Μη μου πεις ότι έχεις διάσειση!» φώναξε από μέσα ο Κύριος Φρεντ, μόλις αντίκρισε το νεαρό αγόρι, που είχε χτυπήσει καταλάθος το πρωί. Μπορεί εν μέρει να αστειευόταν, αλλά στην πραγματικότητα του φαινόταν πολύ παράξενο, που επέστρεψε πίσω, ειδικά τέτοια ώρα. «Συμβαίνει κάτι άλλο;» ρώτησε ανήσυχος και φόρεσε τα στρογγυλά γυαλιά μειωπίας του, για να τον βλέπει καλύτερα.
«Όχι, όχι» ο Τρίσταν γέλασε, καθώς θυμήθηκε εκείνη την ανάμνηση με την πόρτα. «Ήρθα για να αφήσω κάτι που ξέχασα» απάντησε με συντομία και άφησε το τυλιγμένο δώρο πάνω στο γραφείο. «Μπορείτε να το δώσετε στην Ολίβια, αν δεν σας κάνει κόπο;» ρώτησε ευγενικά και χαμογέλασε όσο πιο αληθινά μπορούσε.
«Φυσικά, εκτός κι αν είναι τυλιγμένη μία εκρηκτική βόμβα» δέχτηκε με χαρά, αλλά τον κοίταξε με προειδοποιητικό ύφος. Έπειτα, πήρε στα χέρια του το δώρο και αφού το κοίταξε εξεταστικά, το έβαλε μέσα στο πρώτο ξύλινο συρτάρι του γραφείου, για να μην το μπερδέψει με τις άλλες συσκευασίες, που είχε τοποθετημένες μπροστά του.
«Μην ανησυχείτε! Αν όντως ήταν, θα είχα φροντίσει να την κρύψω κάπου εδώ μέσα» είπε σαρκαστικά και του ανοιγόκλεισε το μάτι. Τελικά, συμπάθησε αρκετά τον πατέρα της, γιατί ήταν πολύ χαρούμενος, αστείος και χαλαρός άνθρωπος. Ευχόταν να ήταν κι ο δικός του έτσι. «Καλό σας βράδυ και συγνώμη για την ενόχληση» ψιθύρισε με ζεστή φωνή και προχώρησε μέχρι την έξοδο αφήνοντας τον κύριο Φρεντ με χίλιες δυό απορίες τις οποίες ήλπιζε, ότι θα του έλυνε η κόρη του στο σπίτι.
Το επόμενο πρωί οι ζεστές ακτίνες του ηλίου πέρασαν με ευκολία μέσα από τις μοντέρνες κουρτίνες, που στόλιζαν το παράθυρο του δωματίου της και η έντονη μυρωδιά της ομελέτας με τις τηγανιτές πατάτες, που ετοίμαζε ο πατέρας της στον κάτω όροφο, τρύπησε τα μικρά ρουθούνια της. Η Ολίβια σηκώθηκε ευθύς από το αγαπημένο της κρεβάτι, τρίβοντας ταυτόχρονα τα νυσταγμένα ματιά της. Στην συνέχεια, έπιασε προσεκτικά το ανθοδοχείο από το κομοδίνο της και μύρισε την υπέροχη μυρωδιά, που απελευθέρωσαν τα μπουμπούκια τριαντάφυλλου, κατά την διάρκεια του ύπνου της. Η οσμή τους προσέφερε ένα είδος γαλήνης στην ψυχή της. Τα λουλούδια έκαναν ομορφότερη όχι μόνο την ημέρα της, αλλά και την ζωή της. Κάθε φορά που ένα λουλούδι φύτρωνε στο χώμα, η ζωή της αποκτούσε πνοή και τα πάντα ένα όμορφο χρώμα.
Τα μάτια της περιπλανήθηκαν για λίγο στο χώρο, ώσπου εντόπισαν τυχαία ένα ξένο δέμα πάνω στο γραφείο και επικεντρώθηκαν σ'αυτό. Η Ολίβια με περιέργεια διέσχισε διστακτικά το δωμάτιο της και μόλις έφτασε μπροστά από το γραφείο της, κάθισε στην καρέκλα με τις ρόδες και τράβηξε την χάρτινη συσκευασία στα χέρια της. Πάνω στα αριστερά δεν υπήρχαν γραμμένα τα στοιχεία του αποστολέα, ενώ κάτω στα αριστερά υπήρχαν αυτά του παραλήπτη, πράγμα που σήμαινε ότι δεν το έφερε ο ταχυδρόμος. Διάφορες σκέψεις πέρασαν από το μυαλό της και για να τις επιβεβαιώσει, τράβηξε με τόλμη την μικρή κορδέλα και έσκισε με προσοχή το περιτύλιγμα. Αμέσως, κάλυψε με την παλάμη το στόμα της και άφησε ελεύθερα ένα χαμόγελο να σχηματιστεί στο συγκινημένο πρόσωπο της. Μέσα κρυβόταν ένα από τα αγαπημένα της βιβλία στον κόσμο. Στις χάρτινες σελίδες της Περηφάνιας και Προκατάληψης, η Ολίβια είδε πόσο μπορεί να αλλάξει ένας άνθρωπος εξαιτίας του έρωτα, να αφήσει την περηφάνια στην άκρη, για να κερδίσει αυτήν που αγαπάει. Δεν θα ξεχνούσε ποτέ την πρώτη φορά, που το διάβασε στην βιβλιοθήκη της σχολής της, μέσα σε λίγες ώρες. Τα δάκρυα κυλούσαν τότε ασταμάτητα στα μάγουλα της και γύρισε στο σπίτι της, ελπίζοντας ότι κάποτε θα έβρισκε τον δικό της λατρεμένο κύριο Ντάρσυ.
Με τις άκρες των δαχτύλων της άνοιξε την πρώτη σελίδα και μόλις διάβασε ψιθυριστά την αφιέρωση με τα ωραία καλλιγραφικά γράμματα, τα δάκρυα συγκίνησης δεν άργησαν να εμφανιστούν ξανά:
ΟΛΊΒΙΑ, ελπίζω η ζωή σου να είναι πάντα άνοιξη, όλα τα λουλούδια να ανοίγουν για σένα. Και να θυμάσαι από εδώ και πέρα, ότι η αγάπη αντέχει τα πάντα. Ελπίζει τα πάντα. Πιστεύει τα πάντα. Η πραγματική αγάπη δεν πεθαίνει ποτέ. Ο Ντάρσυ και η Ελίζαμπεθ δεν πέθαναν ποτέ.
Σου εύχομαι ότι καλύτερο μέσα από την καρδιά μου.
Με αγάπη, Τρίσταν.
Υστερόγραφο: Όποια κι αν είναι η απόφαση σου, συνάντησε με στο αεροδρόμιο, πρίν δύσει ο ήλιος.
Με μία κίνηση άρπαξε ένα χρωματιστό στυλό από την μολυβοθήκη της και ζωγράφισε μία μικρή καρδιά και ένα λουλούδι σαν σύμβολα, κάτω από τα λόγια που της έγραψε. Ήταν πολύ γλυκό εκ μέρους του, που της έκανε ένα τόσο όμορφο και ξεχωριστό δώρο. Ακόμα κι αν δεν πήγαινε ταξίδι μαζί του δεν θα τον ξεχνούσε ποτέ, γιατί πλέον ζούσε στην μνήμη της και δεν θα πέθαινε ποτέ.
«Κίμι; Σε χρειάζομαι!» μίλησε βραχνιασμένη στο τηλέφωνο και μόλις συνεννοήθηκε με την φίλη της, κάθισε καλύτερα στην θέση της και άρχισε να δαγκώνει με μανία τα νύχια της, διαβάζοντας ξανά και ξανά την αφιέρωση.
Δέκα λεπτά αργότερα, η Κίμ βρισκόταν οκλαδόν στο κρύο πάτωμα πλάι στην καλύτερη της φίλη, που αγκάλιαζε μελαγχολικά ένα λούτρινο αρκουδάκι.
«Μην το σκέφτεσαι τόσο ρε Όλι» την συμβούλεψε χτυπώντας την μαλακά στον ώμο. «Είναι απλά τα πράγματα» είπε και σταύρωσε τα χέρια της. «Θα ταξιδέψεις απόψε μαζί του, αλλά δεν θα κάτσεις πάνω από τέσσερις μέρες στο νησί. Μόλις επιστρέψεις θα πας στο Κολοράντο, για να δεις την γιαγιά σου» εξήγησε το σχέδιο της και χαμογέλασε σαν να ήταν ιδιοφυία.
Η Ολίβια ακούμπησε με αγανάκτηση το μέτωπο της. «Δεν ξέρω Κίμι..» ψιθύρισε και τύλιξε στο δάχτυλο της μία τούφα από τα ξανθά μαλλιά της. Δεν ήταν καθόλου απλά τα πράγματα. Μόνο για την Κίμ που θα έπεφτε ακόμα και από τον γκρεμό, αν της το ζητούσε ένας άγνωστος. Προτού προλάβει τελικά να σκεφτεί και να προτείνει μία καλύτερη λύση, η οθόνη του κινητού της αναβόσβησε και η χαρούμενη μελωδία, που είχε ορίσει ως ήχο κλήσης, αντήχησε δυνατά. Αμέσως, σε κλάσματα δευτερολέπτου, έσυρε με το δάχτυλο της το πράσινο πλαίσιο, που εμφανίστηκε μαζί με την άγνωστη κλήση.
«Παρακαλώ;» ρώτησε με την λεπτή φωνή της και σηκώθηκε από το πάτωμα, για να τεντώσει τους πιασμένους μύς της. «Γειά σου Μάξ» συνέχισε να κουβεντιάζει με τον συμφοιτητή της. «Φυσικά και μπορώ! Σε μισή ώρα στην γνωστή καφετέρια;» πρότεινε, ανοίγοντας ταυτόχρονα την ντουλάπα της. «Εντάξει, τα λέμε εκεί» απάντησε γλυκά και έπειτα έκλεισε το τηλέφωνο.
«Για που το έβαλες;» η Κίμ την σταμάτησε, λίγο πρίν μπεί και κλειστεί στο μπάνιο, για να ετοιμαστεί με την ησυχία της.
«Ο Μάξ από την σχολή θέλει να του φέρω εκείνες τις πληροφορίες, που βρήκα για την εργασία μας» η Ολίβια απάντησε βιαστικά και έβγαλε από την μεγάλη ντουλάπα της ένα κοντομάνικο μπλουζάκι με μία στάμπα, μαζί με το μαύρο skinny παντελόνι της και ένα ζευγάρι άσπρες κάλτσες.
«Με τον Τρίσταν τι θα γίνει;» εκείνη φώναξε πίσω από την πόρτα, καθώς η φίλη της φορούσε τα ρούχα, που επέλεξε και χτένιζε τα μαλλιά της σε μία πλεξούδα. «Δεν έχεις χρόνο. Το ξέρεις, έτσι;» την ρώτησε με σοβαρότητα. Δεν της είχε απομείνει στα αλήθεια πολύς χρόνος.
«Το ξέρω! Μην ανησυχείς, θα το σκεφτώ στον δρόμο» η Ολίβια βγήκε έτοιμη από το μπάνιο και άρπαξε από το μικρό τραπεζάκι τα κλειδιά, το μαύρο πορτοφόλι και τον μπλε φάκελο της. «Θα σου τηλεφωνήσω αργότερα» είπε και έδωσε ένα πεταχτό φιλί στο μάγουλο της Κίμ, η οποία μάλιστα έμεινε ακίνητη στην μέση του δωματίου και άφωνη με την αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά της καλύτερης φίλης της.
Η Ολίβια βγήκε έξω στην πόλη εγκαταλείποντας το διαμέρισμα της. Πρίν συναντήσει τον φίλο της, σκέφτηκε να περάσει από το ταξιδιωτικό βιβλιοπωλείο, για να χαιρετήσει τον πατέρα της, που τόσο πολύ αγαπούσε. Κι έτσι λοιπόν έκανε. Ύστερα, περπάτησε στο πεζοδρόμιο και διέσχισε την απότομη κατηφόρα σιγοτραγουδώντας ένα τραγούδι, που είχε ακούσει μία φορά στο ραδιόφωνο. Μόλις έφτασε στην κεντρική πλατεία της περιοχής, προσπάθησε να εντοπίσει ανάμεσα στο πλήθος την συγκεκριμένη καφετέρια.
«Ολίβια!!» ο Μάξ φώναξε το όνομα της υψώνοντας το χέρι του στον αέρα, για να δει ότι την περίμενε καθισμένος σε μία από τις κοινές μοντέρνες μπορντό πολυθρόνες της καφετέριας Caffè Nero.
Εκείνη άκουσε από μακριά την σκληρή φωνή του και αμέσως γύρισε προς το μέρος του. «Γειά» χαμογέλασε λοξά και κάθισε σε μία θέση απέναντι του. Ο Μάξ ανταπέδωσε στον χαιρετισμό δίνοντας της ένα φιλικό φιλί στο μάγουλο. Έπειτα, η Ολίβια άπλωσε τον φάκελο στο ξύλινο τραπέζι με μαύρη βάση και παρήγγειλε από τον σερβιτόρο μία κρύα σοκολάτα με σαντιγί. «Αυτές είναι οι πληροφορίες που βρήκα για τις τεχνολογικές εξελίξεις στον τομέα διαχείρισης των πληροφοριών» μπήκε στο θέμα και του έδειξε τα συμπληρωμένα χαρτιά. «Νομίζω, ότι καλό θα ήταν να τις παραδώσουμε αύριο. Μπορείς να τις στείλεις μέσω φαξ στον καθηγητή Τζόουνς;» τον ρώτησε και σήκωσε το κεφάλι της κοιτώντας τον στα μάτια.
Ο Μάξ ήταν ένα πανύψηλο αγόρι με ξανθά κοντά μαλλιά και σκούρα πράσινα μάτια. Το σώμα του ήταν αρκετά γερό και γυμνασμένο, εφόσον έπαιζε σε μία από τις καλύτερες ομάδες καλαθοσφαίρισης της Αγγλίας. Η Ολίβια τον πρωτογνώρισε στην σχολή της, όταν έκατσε να φάει το μεσημεριανό φαγητό με την παρέα της. Στην αρχή δεν τον συμπάθησε και πολύ, γιατί της φάνηκε σχετικά αγενής και ανώριμος. Όμως, όταν άρχισαν να συχνάζουν μαζί τα απογεύματα, κατάφερε να σχηματίσει μία καλύτερη άποψη γι'αυτόν. Ο Μάξ Ντέιβις ήταν επισήμως το πολυσυζητημένο αγόρι της σχολής, το όνειρο κάθε κοπέλας και ο εφιάλτης κάθε καθηγητή, ένας πιστός φίλος, και με έλλειψη αίσθησης του χιούμορ.
«Ναι, φυσικά» δέχτηκε πρόθυμος, με ένα φωτεινό χαμόγελο να καλύπτει το πρόσωπο του και συμμάζεψε το σκορπισμένο υλικό, που βρήκε με κόπο τις τελευταίες μέρες η Ολίβια. «Ξέρω ότι έχεις πολλά να κάνεις, αλλά θα ήθελες να ξανά βρεθούμε; Για μπόουλινγκ ίσως;» την ρώτησε τρίβοντας διαρκώς τον αυχένα του. Ήθελε να την ξαναδεί, γιατί του άρεσε όλο αυτό τον καιρό. Η εργασία που τους ανέθεσε ο καθηγητής Τζόουνς, ήταν μία ευκαιρία για την πλησιάσει και να την ζητήσει σε ραντεβού.
«Δεν ξέρω αν μπορώ» απάντησε, δίχως να το σκεφτεί καλά. «Απόψε ταξιδεύω» πρόσθεσε, για να δικαιολογήσει την ξαφνική απόρριψη της. Αν δεν ταξίδευε, ίσως και να δεχόταν την πρόταση του, παρόλο που εκείνος επιθυμούσε κάτι παραπάνω. «Τώρα που το λέμε, πρέπει να φύγω!» φώναξε αναστατωμένη, όταν το μάτι της έπεσε στο στρογγυλό με σχέδια ρολόι, που κρεμόταν πάνω στον τοίχο απέναντι της.
«Αα» είπε φανερά ενοχλημένος και ήπιε μία γουλιά από τον καφέ του, ώστε να αποφύγει την αμήχανη στιγμή. Το ίδιο έκανε και η Ολίβια με την σοκολάτα της, μόνο που η ίδια έπρεπε να την τελειώσει, για να φύγει. «Τότε σου εύχομαι καλό ταξίδι και να περάσεις όμορφα εκεί που θα πας, με όποιον πας» τόνισε τις τελευταίες του λέξεις και σηκώθηκε από την καρέκλα του, για να την αποχαιρετήσει. Με μία κίνηση την τράβηξε στην αγκαλιά του και χάιδεψε τρυφερά την πλάτη της. «Να προσέχεις» ψιθύρισε στο αυτί της και χαμογέλασε γλυκά. «Πάρε με τηλέφωνο όταν επιστρέψεις, αν έχεις χρόνο» πρόσθεσε και την ελευθέρωσε από την λαβή του.
«Σε ευχαριστώ πολύ, και για την εργασία» η Ολίβια απάντησε και μάζεψε τα πράγματά της από το τραπέζι. «Θα σε πάρω κάποια στιγμή, για να το κανονίσουμε» του είπε, καθησυχάζοντας την καρδιά του, που χτυπούσε με ανυπομονησία. Έπειτα, του χαμογέλασε πλατιά και προχώρησε μέχρι την έξοδο της καφετέριας. «Καλές διακοπές Μάξ» ψιθύρισε και σήκωσε ψηλά το δεξί της χέρι, αποχαιρετώντας τον.
Η Ολίβια έπιασε το μικρό ασημένιο πόμολο και την στιγμή που πάτησε με τα πόδια της στο κράσπεδο του δρόμου, η βαριά μεταλλική πόρτα του μαγαζιού έκλεισε πίσω της. Ένα απαλό και δροσερό αεράκι φύσηξε το πρόσωπο της και ήταν αρκετό, για να την ξυπνήσει από τον λήθαργο, που είχε πέσει. Όσο ο ήλιος έδυε μπροστά στα μάτια της, τόσο περισσότερο οι ανάσες της γίνονταν γρήγορες και κοφτές. Η ώρα για την συνάντηση πλησίαζε και έπρεπε να πάρει μία απόφαση, έστω και την τελευταία στιγμή. Η μουσική αγωνίας έπαιζε στο πλάνο και όλοι περίμεναν με αδημονία την συνέχεια. Ώσπου, έβαλε το χέρι της πάνω από την καρδιά της και άκουσε τους χτύπους της, τα λόγια της, που την ενθάρρυναν και την συμβούλευαν. Τότε ήξερε τι να κάνει. Αφού εισέπνευσε όλο τον αέρα και συγκέντρωσε όλη την ψυχική δύναμη, που της είχε απομείνει, έτρεξε γρήγορα μέχρι τον σταθμό, για να προλάβει το πρώτο ταξί. «Στο αεροδρόμιο» απευθύνθηκε λαχανιασμένη στον οδηγό του αυτοκινήτου και έδεσε γύρω της την μακριά ζώνη, προστατεύοντας τον εαυτό της από τις πικρές και ανυπόφορες συμφορές της ζωής.
✈ Το κεφάλαιο ανέβηκε με μία μικρή καθυστέρηση. Ελπίζω, όμως, να σας αρέσει. Το επόμενο θα είναι καλύτερο και σας διαβεβαιώνω ότι θα λυθούν όλες οι απορίες σας! Πρίν ολοκληρώσω, θα ήθελα να μου γράψετε στα σχόλια την άποψη σας για τον Μάξ. ❤
Ερώτηση: Ποιό είναι το αγαπημένο σας βιβλίο/ταινία;
Σε αυτό το σημείο σας προτείνω ένα καταπληκτικό ρομαντικό βιβλίο, που με συναρπάζει κάθε φορά! Ο τίτλος του είναι Our future is our past και μπορείτε να το βρείτε εδώ στο wattpad, από την καταπληκτική Mairouboo. Αυτό το κορίτσι είναι τόσο ταλαντούχο και της αξίζει η υποστήριξη σας. Δώστε μία ευκαιρία και δεν θα σας απογοητεύσει. ❤
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top