Κεφάλαιο 3

Ακούστε όσο διαβάζετε:
Ed Sheeran- So

Το μικροκαμωμένο σώμα της ήταν ακόμα πεσμένο ανάσκελα στο τυρφώδες έδαφος και οι ξηροί αγκώνες της στηρίζονταν πάνω στις ποικίλες σταχτιές πέτρες, που προσέφεραν απαράμιλλη αισθητική στην φύση. Συγχρόνως, το ευδιάθετο και φιλικό σκυλάκι καθόταν πάνω στην επίπεδη κοιλιά της και κουνούσε την κοντή ουρά του με πλατιές κινήσεις, έτοιμο για παιχνίδι και διασκέδαση. Η Ολίβια άγγιξε απαλά την υγρή μαύρη μυτούλα του και εκείνο άφησε ένα στοργικό «φιλί» στο πρόσωπο της, απολαμβάνοντας την αλμυρή γεύση του δέρματος της. Ύστερα, της χαμογέλασε με ανασηκωμένα τα χείλη και δάγκωσε παιχνιδιάρικα τον καρπό της, για να τραβήξει την προσοχή της. Εκείνη υπέκυψε αμέσως στην γλυκύτητα και στην ζωηρότητα του κουταβιού, χαϊδεύοντας αργά και τρυφερά το μαλακό και λευκό τρίχωμα του.

Προηγουμένως, ο Τρίσταν καθόταν γονατισμένος στο κέντρο του γηπέδου μπάσκετ, που βρισκόταν λίγα μέτρα μακριά από την πλατεία και τριγύρω του περιφερόταν ο Ρόκι, περιμένοντας τον να ρίξει το κόκκινο πλαστικό μπαλάκι, που κρατούσε στα χέρια του. Στην συνέχεια, εκείνος το ύψωσε ψηλά στον αέρα, για δοκιμή και με μία ξαφνική κίνηση το πέταξε μακριά, με τέτοια δύναμη, που εκτοξεύθηκε πάνω από τα κάγκελα. Κατά συνέπεια, ο μικρόσωμος σκύλος κατευθύνθηκε προς την πόρτα περίφραξης και αφού ξέφυγε μέσα από μία τρύπα, έτρεξε γρήγορα ακολουθώντας το παιχνίδι του και αφήνοντας πίσω το αφεντικό του.
Εκείνος προτού σηκωθεί από το έδαφος, σφύριξε με τα δάχτυλα του και φώναξε δυνατά το όνομα του, αλλά ήταν πλέον αργά. Ο Ρόκι είχε εξαφανιστεί. Έτσι λοιπόν, για είκοσι περίπου λεπτά διέσχιζε το στενό και δύσβατο μονοπάτι, αναζητώντας από εδώ κι από εκεί το κατοικίδιο του, ανάμεσα στα πελώρια και αιωνόβια δέντρα.

«Ρόκι!» φώναξε για μία συνεχόμενη φορά, σχεδόν απελπισμένος. Οι κραυγές του αντήχησαν σε ολόκληρο το πάρκο, αλλά καμία ψυχή δεν τις άκουσε.

Ηλιοβασίλεμα. Η πιο όμορφη στιγμή για τον καυτερό και λαμπερό ήλιο, που εξάντλησε όλες τις δυνάμεις του κατά την διάρκεια της ημέρας και είναι έτοιμος να εξαφανιστεί κάτω από τον ορίζοντα, δίνοντας την άδεια στον φύλακα της νύχτας, δηλαδή το φεγγάρι, να φωτίσει αργότερα τον κόσμο. Ο ουρανός απέκτησε ένα πορτοκάλι-κόκκινο χρώμα, με μία απόχρωση του πράσινου και η τελευταία ακτίνα φωτός άστραψε μπροστά στα μάτια του και έγινε αντιληπτή ως λευκή. Παράλληλα, τα αποδημητικά πουλιά βγήκαν συγχρονισμένα από τις φωλιές τους και πέταξαν ψηλά στα ανώτερα στρώματα της ατμόσφαιρας, ξεκινώντας το μακρινό νυχτερινό ταξίδι τους.

Ο Τρίσταν αναστέναξε βαριά και συνέχισε το περπάτημα του, αλλά μία αρνητική σκέψη κυρίεψε το μυαλό του. Η ζωή του Ρόκι ίσως κινδύνευε από τα οχήματα, που έτρεχαν μανιωδώς πάνω στην σκουρόχρωμη άσφαλτο. Ήταν μόλις τριών μηνών κουτάβι και δεν θα συγχωρούσε ποτέ τον εαυτό του, αν πάθαινε κάτι τόσο τραγικό. Κακά τα ψέματα, ήταν απρόσεκτος εκείνη την στιγμή και δεν είχε προβλέψει την απόδραση του, έως τότε, πιστού φίλου του. Για αυτό, δίχως να χάσει περαιτέρω χρόνο, πήρε μία μεγάλη ανάσα και κατέβηκε γρήγορα τον μικρό λόφο, μήπως προλάβει το κακό και αποφύγει το δυσάρεστο. Κι όμως, τα κατάφερε. Μόλις έφτασε έξω από την γνωστή παιδική χαρά, το βλέμμα του εντόπισε την όψη του Ρόκι και μίας άγνωρης κοπέλας, που έπαιζε μαζί του με χαρμονή.

«Ρόκι, εδώ είσαι!» είπε λαχανιασμένος και σκούπισε με την ανοιχτή παλάμη του τον ιδρώτα στο μέτωπο του. Το σκυλάκι άκουσε την χαρακτηριστική φωνή του αφεντικού του και αμέσως έτρεξε στην ζεστή αγκαλιά του. «Κόντεψα να τρελαθώ φιλαράκο» ψιθύρισε στο αυτί του και ύστερα έπιασε στα χέρια του το μικρό προσωπάκι του. «Μην φύγεις ποτέ ξανά» τόνισε και πέρασε τον δείκτη του μπροστά στα μικροσκοπικά μάτια του, για να το εμπεδώσει και να το θυμάται την επόμενη φορά. Ύστερα, κατέβασε το μπλέ λουρί, που είχε τυλίξει γύρω από τον λαιμό του και αφού τον έδεσε σωστά, πλησίασε επιτακτικά την κοπέλα που καθόταν ακόμα στο κρύο έδαφος και παρακολουθούσε με θαυμασμό τον ουρανό.

«Σε ευχαριστώ που πρόσεξες τον σκύλο μου» της απευθύνθηκε με ευγνωμοσύνη και άγγιξε απαλά τον αριστερό ώμο της, για να την φέρει πίσω στην πραγματικότητα. Αμέσως, αισθάνθηκε μέσα του ένα γνώριμο, έντονο, ιδιαίτερο συναίσθημα και προσπάθησε να μαντέψει ποιά κρυβόταν πίσω από τα χρυσαφένια και στο χρώμα της άμμου μαλλιά. Η κοπέλα για να τον διευκολύνει, γύρισε απότομα το κεφάλι της και τα μάτια της επικεντρώθηκαν στα δικά του. Έπειτα, ένα αμυδρό χαμόγελο σκέπασε τα σαρκώδη χείλη της, μόλις αντίκρισε το πρόσωπο που φανταζόταν. «Ολίβια;» ρώτησε ξαφνιασμένος με γουρλωμένα μάτια. «Τι κάνεις εδώ;»

«Ήρθα για μία αναζωογονητική βόλτα και τελικά μία χνουδωτή μπάλα μου επιτέθηκε από το πουθενά» απάντησε σαρκαστικά και ο Τρίσταν ξέσπασε σε γέλια, πιάνοντας την κοιλιά του πότε πότε. «Μην γελάς αναίσθητε. Τρόμαξα πολύ» εκείνη μούγκρισε παραπονεμένη και αφού τον χτύπησε παιχνιδιάρικα στο γόνατο, σταύρωσε τα χέρια της μουτρωμένη. Ο Τρίσταν υποσχέθηκε ότι θα σταματήσει να την κοροϊδεύει, ώσπου η φανταστική σκηνή με τον Ρόκι και αυτήν ξεπρόβαλλε μπροστά του και άρχισε να γελάει από την αρχή, αλλά σαν υστερικός.

Μετά από λίγο σκούπισε τα δάκρυ γέλιου, που κυλούσαν σαν ρυάκι στα μάγουλα του και αποφάσισε να σοβαρευτεί, για μία φορά. «Σου ζητώ ταπεινά συγνώμη εκ μέρους του» μίλησε πρώτος με απόλυτη ειλικρίνεια και άπλωσε το χέρι του προς την μεριά της, για να την βοηθήσει να σηκωθεί από το έδαφος. Εκείνη κρατήθηκε από τα μπράτσα του, χωρίς ενδοιασμούς και μόλις στάθηκε στα πόδια της, τίναξε την σκόνη από τα ρούχα της. Ο Τρίσταν, όσο και να το ήθελε, δεν μπόρεσε να πάρει τα μάτια του από το γαλήνιο πρόσωπο της. Ήταν τόσο αγνή, απαλή και γλυκιά, ακόμα και όταν προσποιούνταν την δήθεν τσαντισμένη. Το εκλεπτυσμένο χιούμορ της, την καλή διάθεση της και πάνω από όλα την ζεστή και όμορφη καρδιά της ξεχώρισε από την πρώτη κιόλας στιγμή, όταν την αντίκρισε έξω από το ταξιδιωτικό βιβλιοπωλείο. «Έχεις κάτι στα μαλλιά σου» της είπε χαμηλόφωνα και απομάκρυνε με αργές και σταθερές κινήσεις ένα χρυσαφί άνθος, που είχε κολλήσει ανάμεσα στις ξανθές τούφες των μαλλιών της.

Η Ολίβια έκλεισε τα μάτια της σφιχτά, απολαμβάνοντας το μαλακό άγγιγμα του. Έπειτα, γύρισε προς την μεριά του και τον ευχαρίστησε με ένα αληθινό χαμόγελο, εμπνευσμένο από το δικό του. Πάντα εκτιμούσε τον σεβασμό, την καλοσύνη και την αγάπη στα μικροπράγματα, στα απλά και στα ασήμαντα. Ο Τρίσταν ήταν ένα διαφορετικό και ξεχωριστό αγόρι, από εκείνα τα σπάνια σαν διαμάντια, που δεν τα συναντάς καθημερινά, αλλά πρέπει να σκάψεις βαθιά στην γη, για να τα ανακαλύψεις. Ήταν πολύ έξυπνος, αστείος, χαμογελαστός και εκδηλωτικός. Όμως, στα μάτια του υπήρχε ένα σκοτεινό σημείο, που κάλυπτε το μελί χρώμα τους και δεν σε άφηνε να το εμπιστευτείς. Αντιθέτως, σε προειδοποιούσε για τα κρυμμένα μυστικά, το πονεμένο παρελθόν και την πληγωμένη του καρδιά. Εκείνη τα είδε όλα αυτά, αλλά επέτρεψε να την επηρεάσουν. Όλοι οι άνθρωποι έχουν δύο πλευρές, μία φωτεινή και μία σκοτεινή. Σημασία έχει όμως να διαλέξεις μία και να την συνδυάσεις με την ψυχή σου. Εκείνος είχε αναμφίβολα μία από τις ομορφότερες ψυχές και σε καμία περίπτωση δεν ταίριαζε με μία σκοτεινή.

«Κάτσε εκεί με τον Ρόκι. Επιστρέφω σε λίγα λεπτά» της έδειξε ένα ξύλινο παγκάκι πίσω από μία βεϊγκέλια και αφού τύλιξε το λουρί στον καρπό της, έφυγε βιαστικά προς την αντίθετη κατεύθυνση. Εκείνη τον κοίταξε παραξενεμένη και γέλασε πνιχτά με την περίεργη συμπεριφορά του. Ο Τρίσταν προχωρούσε πάνω κάτω, δεξιά και αριστερά, ψάχνοντας κάτι συγκεκριμένο σε ολόκληρη την πλατεία. Ήταν τόσο μπερδεμένος, που αναγκάστηκε να σταματήσει έναν περαστικό και να του ζητήσει βοήθεια. Τελικά, αφού τον χτύπησε φιλικά στην πλάτη και τον ευχαρίστησε, της χαμογέλασε πλατιά και κατέβηκε γρήγορα την μεγάλη κατηφόρα, που οδηγούσε στον κεντρικό δρόμο.

«Πάμε Ρόκι. Το αφεντικό σου τρελάθηκε» η Ολίβια ψιθύρισε στο μικρό κουτάβι, που δαγκώνε την ουρά του και κατευθύνθηκε στο παγκάκι, που της έδειξε πρωτύτερα.

Πέρασαν δέκα πέντε ολόκληρα λεπτά, αφότου έφυγε και δεν είχε εμφανιστεί ακόμα. Η Ολίβια φαντάστηκε χίλια δυό σενάρια στο μυαλό της και άρχισε να ανησυχεί για εκείνον, καθώς δεν είχε τον αριθμό του τηλεφώνου του και δεν μπορούσε να τον καλέσει, για να τον ρωτήσει που είναι και τι κάνει τόση ώρα. Για αυτό τον λόγο, αποφάσισε να σηκωθεί και να τον ψάξει μόνη της, προτού νυχτώσει. Όμως, εκείνος την πρόλαβε. Μόλις τα μάτια της συνάντησαν τα δικά του, η ανακούφιση πλημμύρισε τα πάντα μέσα της.

«Που ήσουν;» τον ρώτησε με περιέργεια και έβαλε το χέρι της πάνω από το φούτερ της, για να αγγίξει την καρδιά της, που χτυπούσε έντονα και παρατεταμένα. Ευτυχώς που επέστρεψε, σκέφτηκε.

«Ανησύχησες για 'μένα;» εκείνος αποκρίθηκε με ένα αυτάσερκο χαμόγελο και σήκωσε το ένα του φρύδι ψηλά. Του άρεσε την πειράζει με αυτό τον τρόπο και απολάμβανε κάθε φορά την αντίδραση της.

«Φυσικά και όχι! Απλά νόμιζα ότι σου επιτέθηκε και εσένα ένας σκύλος» η Ολίβια στροβίλισε τα μάτια της και έβγαλε την γλώσσα της, για να τον κοροϊδέψει, όπως έκανε και αυτός νωρίτερα.

«Πολύ αστείο» ο Τρίσταν έκανε μία γκριμάτσα και χαμογέλασε ψεύτικα. «Για παγωτό πήγα» την καθησύχασε και της έδειξε τα δύο μεγάλα χωνάκια με τις λιωμένες μπάλες παγωτού, που κρατούσε στα χέρια του.

«Παγωτό!» εκείνη χτύπησε αμέσως παλαμάκια σαν μικρό παιδί και έτρεξε κατά πάνω του, για να αρπάξει το παγωτό με τις διάφορες γεύσεις. Εκείνος, όμως, το σήκωσε ψηλά στον αέρα, διασκεδάζοντας το. «Μάζεψε τα σάλια σου πρώτα» της είπε κοροϊδευτικά. Η Ολίβια ανέβηκε στις μύτες των ποδιών της, αλλά παρά ήταν κοντή, για να το φτάσει. «Γιατί άργησες;» τον ρώτησε, αφότου κατάλαβε ότι δεν υπήρχε καμία ελπίδα να το κερδίσει με την αξία της.

«Στην αρχή, όπως είδες και μόνη σου, δεν έβρισκα το περίπτερο» τα χαχανητά της τον διέκοψαν. «Μετά δεν μπόρεσα να διαλέξω γεύση, γιατί δεν γνώριζα ποιά σου αρέσει» συνέχισε και έτριψε αμήχανα τον σβέρκο του. «Τελικά έβαλα σε ένα χωνάκι μόνο σοκολάτα και στο άλλο φράουλα με βανίλια» της ανακοίνωσε και κατέβασε τα χέρια του, τερματίζοντας την πλάκα. «Διάλεξε αυτό που σου αρέσει» άπλωσε τα χέρια του μπροστά της και της χαμογέλασε γλυκά.

Η Ολίβια άρπαξε το δεύτερο χωνάκι με την φράουλα και την βανίλια, εκείνο δηλαδή που ήθελε εξαρχής. Στην συνέχεια, κάθισε στο παγκάκι και του έκανε νόημα να έρθει δίπλα της. «Ότι και να έπαιρνες, θα το έτρωγα με μεγάλη ευχαρίστηση» του είπε ειλικρινά και τον κοίταξε στα μάτια. Της άρεσε το χρώμα τους. Αν ήταν ζωγράφος θα το χρησιμοποιούσε στην παλέτα της, για να αναπαραστήσει κάτι όμορφο, σαν κι αυτόν.

«Ολίβια..» ο Τρίσταν ψέλλισε και δάγκωσε τα χείλη του. «Έχεις λίγο παγωτό στην μύτη σου» είπε και ξεκαρδιστίστηκε στα γέλια, για δεύτερη φορά. Εκείνη τον κοίταξε ντροπιασμένη και έβγαλε το κινητό από την τσέπη της, για να δει την αντανάκλαση της. Στην πραγματικότητα είχε λερωθεί με παγωτό σε όλο το πρόσωπο, όχι μόνο στην μύτη. «Έλα θα σε σκουπίσω» εκείνος πήρε το χαρτομάντιλο, που του είχε δώσει ο πωλητής και καθάρισε τα μάγουλα της, το πιγούνι της και την μύτη της από την γλυκιά φράουλα. «Έτοιμη» φώναξε παινεμένος και πέταξε το χρησιμοποιημένο χαρτί στον κάδο.

«Σε ευχαριστώ» η Ολίβια απάντησε και τα μάγουλα της αυτομάτως κοκκίνισαν. «Όσον αφορά το ταξίδι..» πρόσθεσε, αλλά δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει την πρόταση της, γιατί ο Τρίσταν έφερε το δάχτυλο του ανάμεσα στα χείλη της, για να την κάνει να σωπάσει. «Ξέρω ξέρω» της είπε και χαμογέλασε στενάχωρα. «Απλά ξέχασε το, εντάξει;» χάιδεψε τα μαλλιά της και ύστερα απομακρύνθηκε από κοντά της.

«Θέλω να μου δώσεις προθεσμία μία ημέρα» η Ολίβια αντιμίλησε με σιγουριά και τα μάτια του έλαμψαν. «Ναι, Τρίσταν. Θα το σκεφτώ καλύτερα και θα σου στείλω μία απάντηση αύριο το βράδυ» χαμογέλασε λιγάκι και έπειτα σήκωσε το μανίκι της, για να δει την ώρα στο ρολόι χειρός της. «Πφφ, το ταχυδρομείο έκλεισε. Πρέπει να πάω σπίτι, γιατί ο μπαμπάς μου θα έχει φρικάρει!» σηκώθηκε βιαστικά από την θέση της και έκανε ένα βήμα μπροστά, αλλά εκείνος την σταμάτησε πιάνοντας την από το χέρι. «Είναι βράδυ. Δεν πρόκειται να σε αφήσω να γυρίσεις με τα πόδια. Ακολούθησε με, θα σε πάω με το αυτοκίνητο».

Σεληνόφωτος. Το φεγγάρι έλαμπε σαν μαργαριτάρι και φώτιζε τα σκοτεινά σημεία του πάρκου. Παράλληλα, τα νυχτόβια ζώα όπως οι νυχτερίδες, βγήκαν από τις σπηλιές τους και πέταξαν πάνω από τα δέντρα, για να κυνηγήσουν την τροφή τους. Το ψυχρό ρεύμα διαπέρασε τα κορμιά των δύο νέων, όσο διέσχιζαν το μικρό πάρκινγκ, που είχε κατασκευαστεί πρίν 2 χρόνια, για να διευκολύνει τους περαστικούς. Ο Τρίσταν έβγαλε τα κλειδιά της μίζας από την ζακέτα του και μόλις θυμήθηκε την διαδρομή που είχε ακολουθήσει, πλησίασε το μαύρο παρκαρισμένο αυτοκίνητο του. Έπειτα, άνοιξε την πόρτα του συνοδηγού και περίμενε την Ολίβια και τον Ρόκι να μπούν μέσα. Στην συνέχεια, αφού κάθισε στην θέση του οδηγού, έπιασε το κρύο τιμόνι στα χέρια του και άνοιξε την μηχανή του οχήματος πατώντας ακόμη ένα συγκεκριμένο κουμπί, για να ζεσταθεί η παγωμένη Ολίβια. Παρόλο που ήταν καλοκαίρι και συγκεκριμένα Ιούλιος, στο Λονδίνο οι νύχτες ήταν μεγάλες και τσουχτερές.

«Πώς απέκτησες τον Ρόκι;» ρώτησε ξαφνικά, όσο χάιδευε το κουτάβι, που ξάπλωνε στα πόδια της και έπαιζε με το κορδόνι του φούτερ της. Ήταν αξιολάτρευτος.

«Όταν ήμουν δέκα οχτώ μετακόμισα σε ένα διαμέρισμα μόνος μου» ξεκίνησε την σύντομη ιστορία του, παρειλείποντας ορισμένα σημεία. «Ήταν πολύ ψυχρό, άδειο και μοναχικό» συνέχισε, κοιτάζοντας τον δρόμο. «Το συνήθισα, αλλά δεν ήθελα να είμαι μόνος για πάντα» γύρισε το κεφάλι του και την κοίταξε για λίγα δευτερόλεπτα. «Για αυτό πήρα πρόσφατα τον Ρόκι από μία γειτόνισσα, που δεν μπορούσε να τον κρατήσει» είπε και χάιδεψε τον μικρό φίλο του. «Από τότε είναι το φιλαράκι μου» χαμογέλασε και πάτησε απότομα φρένο, για να παρκάρει έξω από το σπίτι της Ολίβια. «Φτάσαμε» ψιθύρισε και αφού έσβησε την μηχανή, βγήκε από το αυτοκίνητο, για να της ανοίξει την πόρτα.

Η Ολίβια ακούμπησε στο κάθισμα τον κοιμισμένο Ρόκι και τον κοίταξε για τελευταία φορά, ψιθυρίζοντας του γλυκά «Να τον προσέχεις». Ύστερα, βγήκε από το αυτοκίνητο και πάτησε στο τσιμεντένιο δρόμο. Ήθελε να τον ρωτήσει περισσότερα για την παιδική του ηλικία και τους γονείς του, αλλά δεν είχε αρκετό χρόνο και εκείνος σίγουρα θα προσπαθούσε να το αποφύγει. Έτσι λοιπόν, στάθηκε μπροστά του και έβαλε τα χέρια της μέσα στις τσέπες του φούτερ της. Ο Τρίσταν έκανε ακριβώς το ίδιο και την πλησίασε περισσότερο. Έμειναν έτσι, κάτω από τα αστέρια στον ουρανό, να ανταλλάζουν κρυφές ματιές. Ο χρόνος σταμάτησε να κυλά και η γη έπαψε να κουνιέται.

«Καληνύχτα» ψιθύρισαν ταυτόχρονα και χαμογέλασαν φυσικά και αυθόρμητα.


✈ Αυτό είναι το αγαπημένο μου κεφάλαιο μέχρι στιγμής. Το έγραψα με μεγάλη χαρά και ομολογώ ότι ήθελα να το συνεχίσω. Να ξέρετε ότι έχω σκεφτεί πολλά και ωραία πράγματα για την συνέχεια και ανυπομονώ να τα μοιραστώ μαζί σας! Ελπίζω να σας αρέσει αυτή η ιστορία, γιατί πάντα φροντίζω να γράφω με δημιουργικό τρόπο και να ενσωματώνω ρεαλιστικά στοιχεία. Μείνετε συντονισμένοι, γιατί σε δύο κεφάλαια από τώρα αρχίζει η περιπέτεια και τα κρυμμένα μυστικά θα βγούν στην επιφάνεια. Σας ευχαριστώ πάρα πολύ για τα views, τα votes και φυσικά τα ενθαρρυντικά σχόλια σας! Love you all.

*Βεϊγκέλια είναι ένας φυλλοβόλος θάμνος

Question: Ποιό είναι το αγαπημένο σας τραγούδι αυτή την περίοδο;

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top