Κεφάλαιο 1
ΤΗΝ ΊΔΙΑ ΜΈΡΑ
Το κορίτσι με τα γαλανά μάτια ήταν ξαπλωμένο μπρούμυτα στο δροσερό και λεπτό πάπλωμα, που σκέπαζε το κρεβάτι, ενώ παράλληλα τα γυμνά και πολύ αδύνατα πόδια της αιωρούνταν στον αέρα. Η γλυκιά μελωδία της κλασσικής μουσικής αγκαλιάζε τρυφερά τα αυτιά της, την στιγμή που ξεφύλλιζε με ενδιαφέρον και προσήλωση ένα περιοδικό πολυτελών ταξιδιών.
Η Ολίβια Σκότ δεν ήταν τίποτα άλλο, παρά ένα συνηθισμένο εικοσάχρονο κορίτσι, που σπούδαζε στο τμήμα βιβλιοθηκονομίας και έτρεφε μεγάλη αγάπη για τα ταξίδια του μυαλού και της φαντασίας, αλλά ακόμα μεγαλύτερη για τα ταξίδια της πραγματικότητας. Ήταν μία κοσμοπολίτισσα, που ταξίδευε συχνά με τον πολυαγαπημένο πατέρα της στα πιο όμορφα, έως και πιο παράξενα μέρη του κόσμου. Της άρεσε όχι μόνο να γνωρίζει τόπους και ανθρώπους, αλλά να εμπνέει και να εμπνέεται. Να ζεί έντονα την κάθε στιγμή και να συνεχίζει να μαθαίνει όλη της την ζωή.
Στην γειτονιά οι άνθρωποι δεν την γνώριζαν ως Ολίβια Σκότ, αλλά ως τον θεματοφύλακα των πιο μεγάλων της ονείρων.
Η μουσική συνέχιζε να παίζει δυνατά, ώσπου ολοκλήρωσε την ανάγνωση του περιοδικού και έβγαλε τα μαύρα ακουστικά από τα αυτιά της. Ύστερα, σηκώθηκε από το άνετο μονό κρεβάτι της, έχοντας στα χέρια της ακόμα το περιοδικό και περπάτησε πάνω στο κρύο ξύλινο πάτωμα, μέχρι την γωνία του δωματίου της.
Εκεί, ήταν τοποθετημένη μία τεράστια βιβλιοθήκη γεμάτη βιβλία όλων των ειδών. Αφού έβαλε το περιοδικό πίσω στην θέση τoυ, συγκεκριμένα στην κατηγορία των περιοδικών, έσκυψε κάτω και τράβηξε από το ράφι ένα τεράστιο άλμπουμ με ριζόχαρτο και ξύλινα ζωγραφιστά διακοσμητικά. Τα δάχτυλα της χάιδεψαν απαλά το εξώφυλλο και αμέσως ένα ρίγος διαπέρασε κάθε άκρο του κορμιού της, εξαιτίας της έντονης ψυχικής της φόρτισης.
Αυτό το άλμπουμ ήταν τόσο πολύτιμο για αυτήν, διότι περιείχε τις καλύτερες αναμνήσεις της, από όλες τις εποχές. Βέβαια, όλες κατείχαν μία ξεχωριστή θέση στην καρδιά της, αλλά αυτές οι φωτογραφίες ήταν μία ζωντανή υπενθύμιση όλων όσων είχε ζήσει. Ήταν ζωντανές κρυμμένες αναμνήσεις, που ανέπνεαν τον ίδιο αέρα με αυτήν.
Την στιγμή, που γύρισε την τελευταία σελίδα με τις φωτογραφίες, από το περασμένο καλοκαίρι, ακούστηκαν χαλαροί χτύποι στην πόρτα της, που ήταν σε χρώμα καρυδιάς, και αμέσως έκλεισε ολόκληρο το άλμπουμ. Έπειτα, μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου το έβαλε πίσω, από όπου το βρήκε.
«Πέρασε» φώναξε και ταυτόχρονα ίσιωσε το τσαλακωμένο λουλουδένιο φόρεμα της.
Η πόρτα άνοιξε στο άκουσμα της λεπτής φωνής της και το χαμογελαστό πρόσωπο του πατέρα της ξεπρόβαλλε σιγά σιγά από πίσω.
Ο Φρέντ Σκότ ήταν ένας μεσήλικας άντρας με λεβέντικη κορμοστασιά, γκρί μαλλιά, πυκνά γενιά και αγγλική προφορά. Ακόμη, τα μάτια του είχαν ένα γαλάζιο χρώμα της Καραϊβικής, πράγμα που είχε κληρονομήσει η κόρη του, μαζί με την απερίγραπτη αγάπη του για τα ταξίδια.
Πράγματι. Η αγάπη αυτή ήταν εξωπραγματική και δεν μπορούσε να εκφραστεί με άλλο τρόπο, παρά με ένα ταξιδιωτικό βιβλιοπωλείο, που χτίστηκε πρίν από 10 χρόνια, δίπλα στο διαμέρισμα που ζούσαν. Ως άνθρωπος που μεγάλωσε κοντά στην θάλασσα, πάνω στα βουνά και μέσα στο δάσος, είχε την ανάγκη να μοιραστεί με τον κόσμο το πάθος, τις γνώσεις, αλλά και τις προτιμήσεις του για κάθε προορισμό. Έτσι λοιπόν, ένα βράδυ πήρε την απόφαση να το κάνει και μέχρι σήμερα δεν μετάνιωσε ποτέ για αυτήν. Το ταξιδιωτικό βιβλιοπωλείο, εκτός από δουλειά του ήταν και το δεύτερο του σπίτι.
«Καλημέρα γλυκιά μου» ψιθύρισε σιγανά και βολεύτηκε δίπλα της, πάνω στον φαρδύ καναπέ που της είχε αγοράσει.
«Καλημέρα μπαμπά» η Ολίβια ανταπέδωσε στον ίδιο τόνο και άφησε ένα τρυφερό φιλί στο μάγουλο του.
«Επιτέλους διακοπές, τι λες;» μίλησε πρώτος αρχίζοντας την κουβέντα και προσποιήθηκε ένα γελαστό μικρό παιδί, που χαιρόταν όταν τελείωνε το σχολείο και ετοίμαζε τις βαλίτσες του, για τις καλοκαιρινές διακοπές.
Οι διακοπές ήταν οι αγαπημένες της. Πώς ήταν δυνατόν να μην χαιρόταν;
«Επιτέλους! Που θα πάμε φέτος; Ανυπομονώ πολύ» αποκρίθηκε ενθουσιασμένη και στάθηκε μπροστά του, για να τον βλέπει καλύτερα.
Δεν μπορούσε να συγκρατήσει τον εαυτό της, από την αγωνία.
«Αχ, Ολίβια! Φέτος τα οικονομικά μας έχουν πάρει την κατηφόρα, αλλά δεν μπορώ να μας αφήσω έτσι. Για αυτό αποφάσισα να κάνουμε ένα ταξίδι στο Κολοράντο, σε τρεις μέρες από τώρα. Πώς σου φαίνεται;» της ανακοίνωσε ύστερα από λίγο και την κοίταξε ελαφρά αγχωμένος, περιμένοντας την απάντηση της.
Η Ολίβια μόλις άκουσε το συναρπαστικό νέο, κράτησε την αναπνοή της, για ένα λεπτό μονάχα μέχρι να το συνειδητοποιήσει, και έπειτα έπεσε με φόρα στην ζέστη αγκαλιά του, για να τον ευχαριστήσει.
Το Κολοράντο ήταν ένα από τα αγαπημένα της μέρη στον κόσμο.
Ο προορισμός που πάντα θα επέλεγε, μολονότι είχε ταξιδέψει ήδη πολλές φορές στο Telluride. Λάτρευε τις επισκέψεις στις περιοχές φυσικής ομορφιάς και άγριας ζωής, στα πράσινα πάρκα, στα μονοπάτια ποδηλασίας, καθώς και στο καλοκαιρινό φεστιβάλ, που διοργανώνει η πόλη κάθε χρόνο. Μα πάνω από όλα, λάτρευε την γιαγιά της και ήθελε τόσο πολύ να σμίξει μαζί της, μετά από τόσα χρόνια.
«Αυτό είναι υπέροχο! Σε ευχαριστώ μπαμπά. Μου έχει λείψει η πόλη και η γιαγιά, τόσο πολύ» τον ευχαρίστησε βαθιά συγκινημένη, με δάκρυα να τρέχουν στα μάγουλα της και ύστερα να πέφτουν σαν βροχή στο μανίκι της φανέλας του.
Εκείνος χάιδεψε με κυκλικές κινήσεις τις ξανθές της μπούκλες και αφού ψιθύρισε ένα σιγανό «Παρακαλώ» στο αυτί της, την άφησε να απολαύσει την στιγμή.
Μετά από λίγα λεπτά, πήρε την πρωτοβουλία να σπάσει την σιωπή, που κυριαρχούσε στο μικρό δωμάτιο, και να της ζητήσει μία τεράστια χάρη.
«Ολίβια, θα ανοίξω το βιβλιοπωλείο σε λίγο και επειδή πρέπει να πάω στο ταχυδρομείο, θα μπορούσες να εξυπηρετήσεις τους πελάτες, μέχρι να επιστρέψω;» την ρώτησε, ελπίζοντας ότι θα δεχόταν να τον βοηθήσει με την δουλειά.
Η Ολίβια χαμογέλασε αυτάρεσκα και απάντησε με ένα «Φυσικά», γιατί ήταν χαρά της να δουλέψει στο βιβλιοπωλείο ανάμεσα σε τόσα ταξιδιωτικά βιβλία.
«Σε ευχαριστώ ζουζούνι! Τώρα θα κατέβω κάτω. Μόλις ετοιμαστείς, έλα και εσύ» της είπε και αφού την φίλησε στο μέτωπο, σηκώθηκε από τον καναπέ και κατευθύνθηκε στην πόρτα.
Προτού βγεί από το δωμάτιο και την αφήσει ολομόναχη, ψιθύρισε «Μην ξεχάσεις να στείλεις γράμμα στην μητέρα σου το απόγευμα» και ύστερα εξαφανίστηκε.
Μόλις άκουσε τα λόγια, που περίμενε να ακούσει, έσκυψε το κεφάλι της και έμπλεξε τα δάχτυλα της μεταξύ τους. Εδώ και τέσσερα χρόνια, οι γονείς της ήταν χωρισμένοι και ζούσε με τον πατέρα της στο Λονδίνο. Την ημέρα που πήραν το διαζύγιο, η μητέρα της μάζεψε τα πράγματά της και αφού αποχαιρέτησε την κόρη της, έφυγε για τον Καναδά μόνιμα. Την άφησε χωρίς καμία εξήγηση και μάλιστα αγνόησε τα αμέτρητα γράμματα, που της έστελνε κάθε χρόνο με τον πατέρα της. Υπήρχε μία ανοιχτή πληγή μέσα της, που μολυνόταν μέρα με την μέρα. Από τότε δεν ήθελε καμία επαφή μαζί της, αλλά ο πατέρας της την πίεζε πολύ. Και αυτή απλά υπάκουε.
Σήκωσε το κεφάλι της ψηλά και αφού έδιωξε μία στενάχωρη ανάμνηση της μητέρας της, έσυρε τα πόδια της μέχρι το γραφείο της. Μόλις εντόπισε ένα χαρακτηριστικό μπλέ τετράδιο, το άνοιξε και έσκισε το χαρτί πάνω στο οποίο είχε γράψει, όλα όσα ήθελε να πει σε εκείνη. Στην συνέχεια, τράβηξε το συρόμενο συρτάρι και έβγαλε έναν μικρό χάρτινο φάκελο, μέσα στον οποίο και έκρυψε το γράμμα. Με έναν μαύρο υγρό στυλό έγραψε το όνομα της μητέρας της και ύστερα το παράτησε στην άκρη.
Έπειτα, στάθηκε μπροστά στον στρογγυλό καθρέφτη και χτένισε με τις άκρες των δαχτύλων της τα μπερδεμένα μαλλιά της, ψέκασε τον λαιμό της με το αγαπημένο της άρωμα φρούτων και κατέβηκε την μεγάλη σκάλα του σπιτιού.
Αφού κλείδωσε δύο φορές την πόρτα, πάτησε στο πέτρινο πεζούλι και έμεινε ακίνητη, για να μυρίσει τις λιχουδιές, που σέρβιραν τα γειτονικά εστιατόρια στους πελάτες τους. Παράλληλα, τέσσερα μικρά αγόρια την προσπέρασαν βιαστικά, για να προλάβουν τις τυχερές σακούλες στο περίπτερο. Σύμφωνα με τα λεγόμενα τους, υπήρχε ένα γρήγορο κόκκινο αυτοκινητάκι και μόνο ένας θα το έπαιρνε. Ο πιο τυχερός.
Ο καιρός παρόλο που ήταν ζεστός, παρουσίαζε λίγες νεφώσεις παροδικά αυξημένες. Η αλήθεια είναι ότι η Ολίβια δεν ήθελε να παραμείνει εκεί για το υπόλοιπο του καλοκαιριού, διότι λαχταρούσε τον καθαρό αέρα, την φύση, ακόμα και τα βουνά του Κολοράντο. Ήθελε να ξεφύγει από την καθημερινή της ζωής και αυτό έμελλε να γίνει σε λίγες μέρες.
«Ήρθα» φώναξε δυνατά, αφού έσπρωξε την βαριά πόρτα εισόδου, για να μπεί μέσα.
«Γειά σου Ολίβια» την χαιρέτησε ο πατέρας της, ενώ έκοβε απόδειξη σε μία τουρίστρια. «Αν μπορείς μάζεψε το αναγνωστήριο» πρόσθεσε και ύστερα απεύθυνε τον λόγο στην πελάτισσα, που περίμενε να ακούσει την τιμή του χάρτη, που είχε επιλέξει να αγοράσει.
«Εντάξει» η Ολίβια έγνεψε και απάντησε ψιθυριστά, για να μην τον ενοχλήσει κατά την διάρκεια της εργασίας του.
Στην συνέχεια, άφησε πάνω σε ένα σκαμνί το λογοτεχνικό βιβλίο που κρατούσε και μπήκε στο αναγνωστήριο, όπου υπήρχαν παντού σκορπισμένοι χάρτες, βιβλία προορισμού και μισογεμάτα μπουκάλια με νερό.
Αμέσως, έβγαλε από το ντουλάπι ένα καθαριστικό και μία πλαστική σακούλα μιάς χρήσεως και μάζεψε όλα τα μικρά απορρίμματα. Έπειτα, συγκέντρωσε όλους τους σκόρπιους χάρτες, τα ανοιχτά βιβλία και τα τοποθέτησε όλα μαζί στην θέση τους. Τέλος, καθάρισε με ένα κίτρινο υγρό πανί το χρωματιστό τραπεζάκι και έσυρε τις πλαστικές καρέκλες πρός τα μέσα. Αφού άνοιξε τις κουρτίνες που, στόλιζαν το παραθυράκι, έριξε μία γρήγορη ματιά στον χώρο και έφυγε ικανοποιημένη από την δουλειά της.
Τα βήματα της ακούγονταν στον διάδρομο, όσο προχωρούσε προς το ταμείο. Παράλληλα, ο Φρέντ είχε ήδη σηκωθεί από την καρέκλα του και παρακολουθούσε ένα πρόγραμμα μαγειρικής στην τηλεόραση, που κρεμόταν από πάνω του.
«Σε ευχαριστώ αγγελούδι μου» της είπε με ευγνωμοσύνη, μόλις την άκουσε να κάθεται στην καρέκλα του γραφείου. «Συγνώμη που σου ζητάω τόσα πολλά κάθε φορά» απολογίθηκε και την κοίταξε κατάματα.
«Μην ζητάς συγνώμη. Το ξέρεις ότι δεν μου είναι κόπος. Μου αρέσει να σε βοηθάω μπαμπά» αποκρίθηκε και σηκώθηκε, για να του δώσει ένα αποχαιρετιστήριο φιλί στο μάγουλο. «Άντε, πήγαινε» πρόσθεσε και γύρισε πίσω στην θέση της. Αμέσως μετά, άνοιξε το βιβλίο που είχε φέρει μαζί της και ήπιε μία γερή γουλιά από το πράσινο τσάι της.
«Καλά ντε.. Φεύγω! Μην μαλώνεις» σήκωσε τα χέρια του με αγανάκτηση και οπισθοχώρησε γελώντας.
Όμως, όταν τραβήξε το χερούλι και η πόρτα άνοιξε, ένα αγόρι στην ηλικία της Ολίβια παραπάτησε και βρέθηκε στο γυαλιστερό πάτωμα του μαγαζιού.
«Ωχ! Είσαι καλά παλικάρι μου; Δεν το ήθελα!» του απευθύνθηκε ο σοκαρισμένος Φρέντ και άπλωσε το δεξί του χέρι, για να τον βοηθήσει να σηκωθεί.
«Σώος και αβλαβής» αστειεύτηκε το αγόρι και σήκωσε από κάτω το μαύρο καπέλο του.
«Ούφ! Όχι τίποτα άλλο, αλλά δεν είχα χρόνο να σε πάω ούτε στο νοσοκομείο» είπε ο Φρέντ και ξέσπασαν και οι δύο σε γέλια. «Πέρνα μέσα. Θα σε εξυπηρετήσει η κόρη μου» τον προσκάλεσε και του έδειξε με το δάχτυλο του τον διάδρομο. «Ολίβια!» φώναξε το όνομα της και αφού ζήτησε ξανά συγνώμη, έφυγε από το βιβλιοπωλείο.
Στο μεταξύ, η Ολίβια όταν άκουσε το κάλεσμα του πατέρα της, πετάχτηκε από την θέση της και μόλις έφτασε στην είσοδο, αντίκρισε την φιγούρα ενός αγοριού. Ασυναίσθητα, τράβηξε το κοντό φόρεμα μέχρι τα γόνατα της και τον πλησίασε διστακτικά. Τα μάγουλα της ήταν κατακόκκινα, ενώ τα εκτεθειμένα πόδια της έτρεμαν, χωρίς λόγο.
«Καλήμερα» ψιθύρισε και χαμογέλασε ντροπαλά.
Εκείνος γύρισε απότομα και τα μελί μάτια του συνάντησαν τα γαλανά δικά της. Δύο χρώματα, που ταίριαζαν άψογα μαζί.
Η Ολίβια έμεινε με το στόμα άνοιχτο και κοίταξε έκπληκτη το ξένο αγόρι που στεκόταν μπροστά της.
Οι φυσικές, κοντές, καστανές μπούκλες του ήταν τραβηγμένες ελαφρώς προς τα πίσω και ένα ζευγάρι μαύρων γυαλιών ηλίου ήταν τοποθετημένο στην κορυφή του κεφαλιού του. Παράλληλα, τα ανοιχτά μελί μάτια του σηματοδοτούσαν το σθένος, την γενναιότητα και την ευγένεια του, ενώ το βλέμμα του ήταν τόσο λαμπερό και σαγηνευτικό, που την μαγνήτιζε. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου του ήταν έντονα και απαλά, αλλά ταυτόχρονα σκληρά. Η μυώδης και γεροδεμένη κορμοστασιά του διαγραφόταν εύκολα μέσα από το λευκό φανελάκι, ενώ οι φλέβες στις οποίες κυλούσε το παχύρευστο αίμα πετάγονταν στα χέρια του, καθώς κρατούσε ένα κομψό καλοκαιρινό καπέλο.
Το στόμα της είχε στεγνώσει και δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξη. Ξαφνικά, συνειδητοποιήσε ότι τον κοιτούσε εξεταστικά, για πάνω από πέντε λεπτά και ένιωσε ντροπή που αντέδρασε με τέτοιο τρόπο. Δεν το συνήθιζε ποτέ. Όμως, αυτό το αγόρι ήταν τόσο διαφορετικό και μυστήριο. Ήταν ένα εκπληκτικό δημιουργήμα του Θεού.
«Καλημέρα» το αγόρι ανταπέδωσε και έτριψε τον σβέρκο του αμήχανα.
Ήταν η σειρά του τώρα.
Το βλέμμα του καρφώθηκε πρώτα στο χαμόγελο της. Αναμφίβολα το πιο όμορφο και γοητευτικό χαμόγελο που είχε δει. Έπειτα, στα σγουρά ξανθά μαλλιά της, που έπεφταν ανέμελα πάνω από το μικρό μπούστο της. Όμως, αυτό που του κέρδισε την προσοχή ήταν η καθαρή, λεία και απαλή επιδερμίδα του προσώπου της. Δεν υπήρχε ίχνος μακιγιάζ και παρόλα αυτά ήταν πανέμορφη. Επίσης, τα μεγάλα ανοιχτόχρωμα γαλανά μάτια της πρόδιδαν τον τρυφερό, ρομαντικό και δημιουργικό χαρακτήρα της. Το λουλουδένιο φόρεμα της μπορεί να ήταν κοντό, αλλά σεμνό, κολακευτικό και αγκαλιάζε τέλεια τις καμπύλες της. Ήταν μία αθώα τέχνη.
Ένας εντυπωσιακός και πολύτιμος καμβάς, που ανήκε σε μία έκθεση ζωγραφικής και όχι σε ένα δημόσιο βιβλιοπωλείο.
«Πώς να βοηθήσω;» η Ολίβια τον ρώτησε και προσπάθησε να δείξει χαλαρή.
Ήταν απλά ένας πελάτης, σκέφτηκε.
Ένας ξεχωριστός πελάτης, διορθώσε τον εαυτό της.
Δεν είχε βρεθεί ποτέ ξανά σε μία τέτοια κατάσταση. Δεν είχε νιώσει ποτέ ξανά αμηχανία, ντροπή και άγχος μπροστά σε ένα αγόρι. Ίσως φταίει το γεγονός, ότι κανένας μέχρι τώρα δεν την είχε πλησιάσει. Έστω και για μία απλή εξυπηρέτηση. Ήταν ένα πρωτόγνωρο συναισθήμα για αυτήν. Αλλά της άρεσε. Και αυτό ήταν το χειρότερο. Της άρεσε αυτό ξένο συναίσθημα. Της άρεσε ο τρόπος που την έκανε να αισθάνεται. Όταν πήγαινε ακόμα στο λύκειο, τα αγόρια την κορόιδευαν για την εμφάνιση και τα γούστα της στην μουσική. Όμως, αυτό εδώ το αγόρι έδειχνε θαυμασμό για την ομορφιά της, αλλά δέος για την προσωπικότητα της.
«Χρειάζομαι έναν προορισμό, ένα χάρτη, οτιδήποτε» απάντησε ευγενικά και χαμογέλασε για δεύτερη συνεχόμενη φορά.
Η Ολίβια έγνεψε και αφού ψιθύρισε «Ακολούθησε με», άρχισε να βαδίζει μακριά.
Το αγόρι την ακολούθησε και μόλις έφτασαν στην βιβλιοθήκη, εκείνη άνοιξε τον φορητό υπολογιστή και κάθισε σε μία καρέκλα. Ύστερα, του έκανε νόημα να κάτσει δίπλα της. Σκόπευε να του κάνει συγκεκριμένες ερωτήσεις και με την βοήθεια του διαδικτύου να αναζητήσει διάφορα μέρη του κόσμου και τελικά να καταλήξει σε αυτό που του ταίριαζε περισσότερο.
«Λοιπόν..» είπε και άνοιξε ένα αρχείο. «Ας αρχίσουμε από τα βασικά» πρόσθεσε και κοίταξε το αποθηκευμένο ερωτηματολόγιο της. «Δεν πιστεύω να είσαι party animal;» τον ρώτησε και σήκωσε το φρύδι της.
Εκείνος την κοίταξε περίεργα και κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. Ειδικά αυτός δεν ήταν.
«Τώρα θα σου κάνω κάποιες πολύ σύντομες ερωτήσεις» τον κοίταξε στα μάτια και χαμογέλασε.
Φαίνεται ότι δεν ήταν τόσο σφιγμένη, σε σχέση με πρίν. Άλλωστε, της είχε ανατεθεί ένα καθήκον, που έπρεπε οπωσδήποτε να εκτελέσει.
«Πρώτη ερώτηση: Πώς προτιμάς να χαλαρώνεις μετά από μία κουραστική μέρα;» γύρισε την καρέκλα της, για να βλέπει το πρόσωπο του.
«Εε, όλο και κάποια ενδιαφέρουσα εκδήλωση ή έκθεση θα υπάρχει, δεν μπορεί!» το αγόρι απάντησε και σήκωσε απλά τους ώμους του.
Εκείνη συμφώνησε. Οι πολιτιστικές εκδηλώσεις ήταν πάντα στα σχέδια της.
«Δεύτερη ερώτηση: Γυρίζεις σπίτι μετά από μία πραγματικά κακή μέρα. Τι κάνεις;» αυτή η ερώτηση τον δυσκόλεψε λίγο, γιατί άργησε να απαντήσει.
«Κάνω ένα χαλαρωτικό μπάνιο» τελικά απάντησε. Πράγματι αυτό έκανε.
Η Ολίβια ήταν λίγο δυσαρεστημένη με τις απαντήσεις του, καθώς δεν της έδιναν κανένα στοιχείο για την προσωπικότητα του. Παρέμενε ένα άλυτο μυστήριο.
«Τρίτη ερώτηση: Αν αποφάσιζες στο ρεπό σου να προσφέρεις μία απόλαυση στον εαυτό σου, ποιά θα ήταν;» ήλπιζε τουλάχιστον ότι αυτή η ερώτηση θα κατέληγε κάπου.
«Η χαλάρωση και η ηρεμία, ίσως σε κάποιο δασάκι ή παραλία. Σίγουρα αυτό!» αυτή η απάντηση ήταν η διάψευση των ελπίδων της.
Μέχρι στιγμής, είχε συμπεράνει ότι αυτό το αγόρι έχει μεγάλη ανάγκη από χαλάρωση και την προβλημάτιζε σε μεγάλο βαθμό. Τι ζωή ζούσε;
«Τέταρτη ερώτηση: Πώς θα περιέγραφες την ιδανική παρέα για τα ταξίδια σου;» ήταν πιο περισσότερο μία ερώτηση κρίσεως.
«Δεν ξέρω» είπε αρχικά, αλλά μετά πρόσθεσε «Έξυπνη, όμορφη, ντροπαλή» και χαμογέλασε γλυκά.
Η Ολίβια κοκκίνισε για χιλιοστή φορά. Ήταν ο πρώτος άντρας που την κολάκευε και την φλερτάρε, αλλά με όμορφο τρόπο.
«Πέμπτη και τελευταία ερώτηση: Πώς θα περιέγραφες τις καλύτερες διακοπές που έχεις κάνει ποτέ στους φίλους σου;» δεν ήξερε τι να περιμένει. Απλά δεν ήξερε.
«Άκρως χαλαρωτικές!» αποκρίθηκε και βολεύτηκε καλύτερα στην θέση του.
Όμως, αυτό το ήξερε.
Οι ερωτήσεις είχαν τελειώσει και εκείνη δεν είχε βρει ακόμα τον προορισμό του. Άρχισε να ιδρώνει, γιατί πρώτη φορά δυσκολεύτηκε τόσο πολύ και αυτός δεν την βοήθησε καθόλου με τις απαντήσεις του! Οι απαντήσεις άλλων ανθρώπων δεν τελείωναν ποτέ, αλλά οι δικές του ήταν απότομες και σύντομες. Σαν να τον ανάγκαζε κάποιος να το κάνει.
«Νομίζω πώς είσαι ειδική περίσταση» αναστέναξε και έπιασε το κεφάλι της.
«Είναι αλήθεια» συμφώνησε και κατσούφιασε. «Συγνώμη, αλλά δεν είμαι ο τύπος των ταξιδιών» συνέχισε,
«Παρόλα αυτά, έχω την ανάγκη από ένα» και ολοκλήρωσε την απάντηση του.
Λυπόταν τόσο πολύ για το κορίτσι, γιατί προσπαθούσε να τον βοηθήσει και εκείνος δεν την άφησε. Ένιωθε πολύ άσχημα, που δεν μπορούσε να δείξει τον πραγματικό του εαυτό. Όμως, ήταν το καλύτερο για αυτήν και για όλους.
«Δώσε μου ένα λεπτό» εκείνη ψιθύρισε και δάγκωσε την άκρη του μολυβιού της. «Νομίζω πώς το βρήκα» δήλωσε και πετάχτηκε όρθια.
Αμέσως, έτρεξε γρήγορα στην βιβλιοθήκη και έψαξε ανάμεσα στους διαφορετικούς χάρτες εκείνο τον ιδανικό, τον δικό του προορισμό.
«Τον βρήκα!» φώναξε δυνατά και επέστρεψε περήφανη κρατώντας στα χέρια της έναν πολιτικό χάρτη της Ελλάδας.
«Είδες που είσαι καλή» της ψιθύρισε και εκείνη άπλωσε με χαρά τον μεγάλο χάρτη πάνω στο τραπέζι.
«Το βλέπεις αυτό;» του έδειξε ένα σημείο με το δάχτυλο της, «Είναι οι Κυκλάδες και συγκεκριμένα ένα νησιωτικό σύμπλεγμα» εξήγησε. «Νομίζω, ότι η Σίφνος είναι ο προορισμός σου».
Το αγόρι ακούγοντας την να μιλάει με τόση σιγουριά και βεβαιότητα, πείστικε και ο ίδιος ότι η Σίφνος ήταν ο προορισμός του. Ακόμα και αν ήταν ψέμα.
«Δεν έχω πάει ποτέ στην Ελλάδα, αλλά θέλω πολύ να το κάνω. Η Σίφνος ακούγεται ωραία επιλογή» εξομολογήθηκε.
«Και εγώ το ίδιο.. είναι πανέμορφα, δες!» η Ολίβια συμφώνησε μαζί του και σηκώθηκε πάλι, για να του φέρει ένα βιβλίο με εικόνες από την Σίφνο.
«Πράγματι» δήλωσε μαγεμένος από την ομορφιά του νησιού.
Ίσως να του έβγαινε σε καλό αυτό το ταξίδι. Ίσως η Σίφνος να ήταν η θεραπεία του. Ίσως..
«Μπορώ να σε πληρώσω για το βιβλίο και τον χάρτη;» την ρώτησε μετά από μερικά λεπτά. Έπρεπε να τελειώσει όλο αυτό, ακόμα και αν είχε χάλια κατάληξη.
«Έλα μαζί μου στο ταμείο» εκείνη απομακρύνθηκε από την βιβλιοθήκη και πλησίασε την ταμειακή μηχανή.
«Ολίβια» η σκληρή φωνή του ακούστηκε σαν ψίθυρος, την ώρα που πατούσε τα κουμπιά, για να κόψει την απόδειξη. «Θα ταξιδέψεις μαζί μου;» οι λέξεις βγήκαν βιαστικά από το στόμα του και πλέον ο μοναδικός ήχος που ακουγόταν ήταν αυτός του χαλασμένου μηχανήματος.
✈ Ορίστε και το πρώτο κεφάλαιο με 3000 λέξεις! Ελπίζω να σας άρεσε και να το απολαύσατε. Συγνώμη για τυχόν λάθη, αλλά προς το παρόν δεν έχω χρόνο για να τα διορθώσω. Ευχαριστώ πάρα πολύ για τα καλά λόγια. Τα λέμε την άλλη εβδομάδα με δεύτερο κεφάλαιο! Να είστε πάντα καλά. xx
Question: Τι κάνετε στον ελεύθερο σας χρόνο;
* Θα αφήνω πάντα μία ερώτηση στο τέλος κάθε κεφαλαίου, για να σας γνωρίσω καλύτερα :D
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top