Day 2: Part 3
~🌷~
Hello angels.
Προτού ξεκινήσετε την ανάγνωση αυτού του κεφαλαίου, θα ήθελα να σας ευχαριστήσω για άλλη μία φορά. Η στήριξη σας είναι η δύναμη μου, η αντοχή μου και η αγάπη μου μαζί! Δεν μπορώ να γράψω ούτε λέξη, χωρίς εσάς. Αποτελείτε μεγάλο κομμάτι της καθημερινότητάς μου και χαίρομαι πολύ, που υπάρχετε εδώ, για εμένα. Είστε υπέροχοι άνθρωποι και πραγματικά σας αξίζει μία όμορφη ζωή, όπως ακριβώς την φαντάζεστε. Εύχομαι τα καλύτερα για εσάς και τα αγαπημένα σας πρόσωπα. Να χαμογελάτε, να γελάτε και να σκορπίζεται την αγάπη σας, παντού και πάντα. All my love as always! x.
~🌷~
Η ομάδα αγκυροβολίας κατέφθασε στην πλώρη, προτού το καράβι πλησιάσει το λιμάνι και έκανε την κατάλληλη προετοιμασία, εξετάζοντας προσεκτικά την περιοχή για τυχόν προβλήματα, που ενδεχομένως εμπόδιζαν την διαδικασία στο μέλλον.
Την ίδια στιγμή, ο καπετάνιος με το μακρύ μούσι και το ναυτικό καπέλο βρισκόταν μέσα στην καμπίνα του και αξιολογούσε το αγκυροβολιό, κοιτώντας διαρκώς την θέση στην οποία επρόκειτο να ποντίσει την άγκυρα. Αφού έδωσε ιδιαίτερη σημασία στις επικρατούσες καιρικές συνθήκες και στην πλώρη των αγκυροβολημένων πλοίων στο λιμάνι, κατάφερε να προσεγγίσει τη δική του, διατάζοντας έτσι τον υποπλοίαρχο να θέσει σε λειτουργία τον μηχανισμό, ώστε να ρίξει την άγκυρα στο θαλασσινό νερό και ύστερα να επικοινωνήσει με την γέφυρα.
Τα μέλη του πληρώματος, αφότου τους δόθηκε το σήμα για αποβίβαση διέσχισαν σε σειρά το διάδρομο του κύριου καταστρώματος, κρατώντας στο ένα χέρι τις βαλίτσες τους και προσέχοντας να μην σκοντάψουν ή χτυπήσουν το κεφάλι τους σε ορισμένα εμπόδια που προεξείχαν. Φυσικά, στην άκρη της διαβάθρας που ακουμπούσε πάνω στο πλοίο, υπήρχε, έτοιμο για χρήση, ένα κυκλικό σωσίβιο με σχοινί και βέβαια δίχτυ ασφαλείας, για να προστατεύονται οι άνθρωποι από τυχόν πτώση στο κενό μεταξύ του προβλήτα και του πλοίου. Ήταν φανερό, όμως, πως με το πέρασμα του χρόνου όλα αυτά δεν παρείχαν την προαπαιτούμενη ασφάλεια.
Ο Τρίσταν και η Ολίβια, μόλις συνειδητοποίησαν, ότι μετά από τόσες ώρες ταξιδιού είχαν φτάσει στο πανέμορφο νησί τους, ξέχασαν και άφησαν επίτιδες πίσω τους όλα εκείνα τα δάκρυα, μέσα στα οποία πνίγηκαν και όλες εκείνες τις άσχημες αναμνήσεις, μέσα στις οποίες έχασαν την υπομονή τους. Μπήκαν αποφασισμένοι μέσα στην καμπίνα και ετοίμασαν τις αποσκευές τους, τοποθετώντας τις κάτω, διπλά στην πόρτα. Έπειτα, καθάρισαν το μικρό χώρο, πετώντας τα σκουπίδια σε μία μεγάλη μαύρη πλαστική σακούλα, τίναξαν στον αέρα τα λευκά σεντόνια για να εξαφανιστεί η σκόνη, συμμάζεψαν από το πάτωμα τα κεντημένα μαξιλάρια και στο τέλος κόλλησαν πάνω στον ψηφιδωτό καθρέφτη ένα ευχαριστήριο σημείωμα, που οι ίδιοι υπέγραψαν και ζωγράφισαν με ένα σκούρο μαρκαδόρο. Ολοκληρώνοντας την προσπάθεια τους άνοιξαν τα παράθυρα, που ήταν μισοκαλυμμένα από κουρτίνες και επέτρεψαν στην δροσούλα να εισβάλει μέσα. Σήκωσαν διστακτικά τις τσάντες πάνω από τους ώμους, έγειραν προς την φθαρμένη πόρτα και σιγά σιγά την έκλεισαν αθόρυβα. Πιάστηκαν χέρι-χέρι στο διάδρομο και έφυγαν σαν άνθρωποι που ήταν. Άραγε.. ποιός ξέρει που τους έβγαλε η ζωή;
Θα σας πω αμέσως εγώ.
Η ζωή τους οδήγησε στην καντίνα του πλοίου. Ως γνωστόν, δεν υπήρχε περίπτωση να φύγουν χωρίς σοκολατένιο γλυκό στο χέρι. Η Ολίβια έτρεξε αστραπιαία στο ράφι με τις σοκολάτες, ενώ ο Τρίσταν κατευθύνθηκε αργά και χαλαρά στο ψυγείο με τα αναψυκτικά. Ήταν τόσες πολλές οι σοκολάτες, που δυσκολεύτηκε να διαλέξει. Βρισκόταν σε μεγάλο δίλημμα: Της άρεσε εκείνη με την φράουλα, αλλά και εκείνη με το μπισκότο. Μόλις μπήκε στην μέση και η καραμέλα, τότε έχασε τα λογικά της. Κοίταξε την μία, κοίταξε και την άλλη, ποια να πάρω; σκέφτηκε. Τις ήθελε όλες.
«Τρίσταν, δεν ξέρω τι να πάρω!» κατσούφιασε σαν μικρό παιδί, που πάει στο σουπερμάρκετ με την μαμά του και εκείνη του επιτρέπει να αγοράσει μόνο ένα πράγμα.
«Πάρε φράουλα! Μου αρέσει πιο πολύ» χαμογέλασε χαρούμενα και άνοιξε το ψυγείο, βγάζοντας από μέσα δύο παγωμένα μπουκάλια με νερό και μία πορτοκαλάδα με ανθρακικό.
«Για εμένα την αγοράζω. Όχι για εσένα» απάντησε σαρκαστικά και κοίταξε πάλι τις σοκολάτες, που φώναζαν ασταμάτητα το όνομα της. «Σε διαλέγω!» φώναξε ενθουσιασμένη, δείχνοντας την σοκολάτα που είχε μέσα καραμέλα και μία στρώση λευκής κρέμας.
«Θα σε πάω στον καλύτερο γιατρό. Μην ανησυχείς καθόλου!» εκείνος αστειεύτηκε και πήρε από το ράφι την φράουλα για τον εαυτό του.
«Μπορούμε να την μοιραστούμε;» τα μάτια της έκαιγαν από επιθυμία για άλλη μία διαφορετική γεύση.
«Όχι βέβαια. Δεν σου φτάνει μία;» την κοίταξε απορημένος και κατευθύνθηκε προς το ταμείο, για να πληρώσει με την κάρτα του, καθώς δεν είχε πολλά χρήματα στο πορτοφόλι του.
«Δεν θα χορτάσω ποτέ» τον πλησίασε μουτρωμένη και άφησε την σοκολάτα της πάνω στον πάγκο. «Έτσι κι αλλιώς, μου χρωστάς παγωτό!» τύλιξε το χέρι της γύρω από το μπράτσο του και τον αγκάλιασε σφιχτά.
Εκείνος χαμογέλασε σαν να ήταν ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος στον κόσμο. Άλλωστε, πώς ήταν δυνατόν να μην χαμογελάσει; Αυτό το γλυκό πλάσμα θα έμενε μαζί του για δέκα ολόκληρες μέρες. Το πρωί θα ανακάλυπτε τον κόσμο μαζί της και το βράδυ θα μετρούσε τα αστέρια με την βοήθεια της. Εννοείται πώς, αν δεν λογάριαζε την υγεία της, ίσως και να υπέκυπτε στην επιθυμία της. Μάλιστα, είχε σκεφτεί να της κάνει δώρο ολόκληρο κάστρο φτιαγμένο από σοκολάτα, μόνο και μόνο, για να την δει να χαμογελάει αληθινά. Το χαμόγελο της έγινε τόσο ξαφνικά το παν του.
«Ευχαριστούμε πολύ. Καλή συνέχεια να έχετε!» ο χαμογελαστός ταμίας, επειδή τους συμπάθησε αρκετά, αποφάσισε να τους κάνει μία καλύτερη τιμή και εκείνοι αποχώρησαν από την καντίνα ευχαριστημένοι.
Στο μεταξύ, όσο περίμεναν στην ουρά για να κατέβουν από το πλοίο, πρόσεξαν μία ηλικιωμένη γυναίκα με ένα μαύρο φόρεμα και πιασμένα μαλλιά σε κότσο, γύρω στα εξήντα πέντε, η οποία κόντεψε να πέσει από την σκάλα και να βουτήξει άθελά της στην παγωμένη θάλασσα, εξαιτίας των καφέ φλατ παπουτσιών που φορούσε και γλιστρούσαν κάθε φορά, που περπατούσε. Για καλή της τύχη, όμως, ένας ψηλός και τολμηρός άντρας, μόλις αντιλήφθηκε την δυσκολία της γιαγιάς, παράτησε αμέσως τον σάκο του στο έδαφος και πρόλαβε επιτυχώς το κακό, πιάνοντας την από την μέση, λίγο πρίν την πτώση.
Άνθρωποί υπάρχουν, ακόμα και εκεί που δεν τους βλέπεις.
«Σ'ευχαριστώ παλικάρι μου» του απευθύνθηκε με το χέρι να τρέμει πάνω από την φοβισμένη καρδιά. «Να σε 'χει καλά ο Θεός, πάντα ευλογημένος να είσαι» συνέχισε τον μονόλογο της, όσο διέσχιζαν μαζί την σκάλα και εκείνος φύλαγε το χέρι της μέσα στη δική του χούφτα». «Έλα, πάρε αυτό το κουλουράκι να φας στον δρόμο» άνοιξε το τάπερ της στην μέση του δρόμου και του πρόσφερε ένα κουλουράκι με σοκολάτα, από αυτά που είχε ψήσει στον φούρνο της, νωρίτερα στο σπίτι. Εκείνος γέλασε, αλλά δέχτηκε το κέρασμα. Στην συνέχεια, η ίδια ένιωσε την ανάγκη να τον τιμήσει για την ανθρωπιά που κουβαλούσε μέσα του και να του ευχηθεί μία καλή πορεία στην ζωή του. Τον αποχαιρέτησε με τεράστια νοσταλγία σαν να ήταν δικό της παιδί και προχώρησε προς την οικογένεια της, που την περίμενε ανυπόμονα μέσα σε ένα αυτοκίνητο.
Το παραλιακό χωριό και σύγχρονως κεντρικό λιμάνι Καμάρες βρισκόταν στην μέση μιας μεγάλης αγκαλιάς από ορεινούς όγκους. Ήταν ένας ομοιόμορφος συνδυασμός άγριου ορεινού και γαλήνιου θαλασσινού τοπίου, όπου στα ανατολικά ενώνονταν σε χρώματα και σχέδια, που μόνο η φύση μπορούσε να συνδυάσει.
Προς τα βορειοανατολικά, μάλιστα, υψωνόταν καταμεσής του ουρανού το εκκλησάκι του Αγίου Συμεών, το οποίο ήταν κτισμένο με προαύλιο που χάριζε υπέροχη θέα και από εκεί οι άνθρωποι τραβούσαν τις πιο εντυπωσιακές φωτογραφίες του λιμανιού της Σίφνου και της γύρω περιοχής, ιδιαίτερα την νύχτα, που φώτιζε από ψηλά και προϊδέαζε με το θέαμα του τους τουρίστες για τον περιβαλλοντικό χώρο των Καμαρών.
Σαφώς, η Σίφνος ήταν το νησί της αρμονίας. Οι κατάλευκοι οικισμοί της έδεναν θαυμαστά με το φυσικό τοπίο, οι ακτές της ζωγράφιζαν γραφικούς ορμούς, κολπίσκους και απάνεμες αμμουδιές της, οι παλιές εκκλησίες και τα μοναστήρια συνδυάζονταν αρμονικά με το βενετσιάνικο κάστρο και τους αρχαίους πύργους της. Δεν ήταν απλά ένα νησί προικισμένο με πανέμορφη φύση. Όπως είπε και ένας ξεναγός στους τουρίστες του, όταν αποβιβάστηκαν στο λιμάνι, η ιστορία της ήταν μακραίωνη, ο πολιτισμός της αξιόλογος και η παράδοση της πνευματική, καθώς ήταν τόπος γέννησης πολλών Ελλήνων ποιητών της αρχαιότητας.
Συνεπώς, αυτοί ήταν οι τελευταίοι που κατέβηκαν από το καράβι και συγκεκριμένα οι μοναδικοί άνθρωποι στο λιμάνι, καθώς στέκονταν εκεί με τις ώρες, κάτω από τα κιτρινισμένα φύλλα ενός γερασμένου δέντρου, ψάχνοντας το δρόμο τους στο χάρτη.
«Πάω να κοιτάξω σε πόση ώρα φεύγει το transfer bus. Μην κουνηθείς» ο Τρίσταν της έδειξε ένα μπλέ λεωφορείο, που ήταν παρκαρισμένο λίγα μέτρα μακριά και αφού εγκατέλειψε τον βαρύ σάκο του δίπλα στα πόδια της, απομακρύνθηκε βιαστικά από κοντά της.
«Δεν ξέρω που βρίσκομαι, όπως και να 'χει!» η Ολίβια φώναξε γελώντας και έπειτα φόρεσε τα πλαστικά γυαλιά, που είχε κρεμασμένα στο κόψιμο της μπλούζας της, για να μην την χτυπήσουν οι καυτές ακτίνες του ηλίου στα μάτια.
Στην συνέχεια, λύγισε τα γόνατα της στις φυσικές πέτρινες πλάκες και άνοιξε την μαύρη δερμάτινη τσάντα της, βγάζοντας από την μεσαία τσέπη το πανάρχαιο Nokia κινητό της. Αμέσως, έβαλε τον κωδικό ασφαλείας και ξεκλείδωσε την μικροσκοπική οθόνη. Ένα πλήθος διασκορπισμένων μηνυμάτων και αναπάντητων κλήσεων ξεπετάχτηκε στην μαύρη επιφάνεια, πλάι στο ψηφιακό ρολόι και στο ποσοστό της μπαταρίας, το οποίο παρεμπιπτόντως
ήταν κόκκινο. Με μία κίνηση έσυρε το δάχτυλο της κατά μήκος της οθόνης και πάτησε την συλλογή, που βομβαρδιζόταν από πληθώρα μηνύματα. Μόλις αντίκρισε τον αριθμό τους και το όνομα από το οποίο είχαν σταλεί, η καρδιά της άρχισε να χτυπά σαν τρελή.
Ένα από αυτά που κατάφερε να ανοίξει, πάρα την ανησυχία της, έγραφε:
Μπαμπάς
Η Κίμ τα μαρτύρησε όλα. Πάρε τηλέφωνο στο σπίτι, μόνο όταν βρεις μία καλή δικαιολογία νεαρή μου!
08:14 π.μ
Οι παλμοί της αυξήθηκαν απότομα και ο κρύος ιδρώτας άρχισε να στάζει από το μέτωπο τη.ς Ξέχασε εντελώς τον μπαμπά της και αυτό το αντιλήφθηκε εκείνη ακριβώς την στιγμή. Τόλμησε να φύγει σε άλλη χώρα με ένα ξένο αγόρι, δίχως να του πει την παραμικρή κουβέντα. Δεν του κράτησε ποτέ μυστικό στην ζωή της. Αντιθέτως, πάντα του εκμυστηρευόταν την αλήθεια, τα κουτσομπολιά της γειτονιάς, τις περίεργες σκέψεις της μαζί με τις καθημερινές απορίες, ακόμη και τα ακατανόητα συναισθήματα της. Για πρώτη φορά στην ζωή της παραβίασε έναν τόσο σημαντικό κανόνα. Κατάφερε να σπάσει έναν δεσμό που έχτιζαν χρόνια και αυτό την πόνεσε περισσότερο. Δεν του αξίζε αυτό. Ήταν η χειρότερη κόρη στον κόσμο.
«Όχι, όχι, μη μου το κάνεις αυτό!» φώναξε εκνευρισμένη, όταν το κινητό της έκλεισε από μπαταρία. «Γιατί σε εμένα;» πάτησε ξανά το κουμπί ενεργοποίησης, αλλά επειδή δεν υπήρχε περίπτωση να ανοίξει χωρίς φόρτιση, το πέταξε κάτω αγανακτισμένη.
«Ολίβια;» ο Τρίσταν κατέφθασε τρομαγμένος, μόλις άκουσε την φωνή της. «Δικό σου είναι;» χαμήλωσε το βλέμμα του κάτω και αναγνώρισε την μικρή συσκευή ανάμεσα στις μυτερές πέτρες. «Τι συνέβη;»
«.. Πφφ, άφησα τον μπαμπά μου πίσω και έχει τρελαθεί από την αγωνία του! Είναι θυμωμένος μαζί μου και αυτό το ρημάδι το κινητό χάλασε! Τι θα κάνω τώρα..; Δεν γίνεται να τον αφήσω έτσι!» κινήθηκε κατά μήκος του πεζοδρομίου, αναλογιζόμενη τις συνέπειες των πράξεών της, καθώς και τους τρόπους επανόρθωσης. «Κοίτα! Το πλοίο δεν έφυγε ακόμα! Προλαβαίνουμε» τον τράβηξε από το μπράτσο και άρχισε να τον σέρνει πίσω στο αγκυροβολημένο πλοίο.
«Ολίβια, πρέπει να χαλαρώσεις» εκείνος σταμάτησε απότομα και έσφιξε το χέρι της με τα δάχτυλα του. «Χαλάρωσε..» πλησίασε το πρόσωπο της και ακούμπησε το κούτελο του κάνω στο δικό της. Ανάπνευσε τόσο βαθιά, κάνοντας τις ανάσες του να χτυπούν με ρυθμό τα κόκκινα μάγουλα της. «Δεν χρειάζεται να φύγουμε, ένταξει; Πάρε το δικό μου κινητό και ενημέρωσε τον πατέρα σου για την κατάσταση» έχωσε το χέρι του μέσα στην τσέπη του παντελονιού του και έβγαλε έξω ένα υπερβολικά μεγάλο κινητό αφής.
«Τι είναι τούτο;» τον ρώτησε ξαφνιασμένη.
«Σαν τι σου φαίνεται;» δεν κρατήθηκε και γέλασε με την αντίδραση της.
Αυτό το σπάνιο κορίτσι έκανε την ζωή του δυσκολότερη, αλλά αν είχε την δυνατότητα ,μαζί της θα ζούσε και την υπόλοιπη, μέχρι να να πέσει το σκοτάδι, να καλύψει ολόκληρη την γη και να κλείσει για πάντα η αυλαία..
«Δεν το λες και κινητό» έσμιξε τα φρύδια της, μόλις αντίκρισε την τεράστια οθόνη του.
«Έχεις μείνει πολύ πίσω σε αντίθεση με την τεχνολογία, αλλά δεν μας πειράζει. Πες μου τι να στείλω τώρα» άνοιξε τα μηνύματα και τοποθέτησε τα δάχτυλα του πάνω στο ψηφιακό πληκτρολόγιο.
«Εμμ..γράψε ότι είμαι καλά και θα πάρω τηλέφωνο, μόλις σκεφτώ μία πάρα πολύ καλή δικαιολογία» έτριψε το κούτελο της μελαγχολικά και προσπάθησε μέσα στα επόμενα λεπτά να σκαρφιστεί κάτι έξυπνο. «Τέλος πάντων, γράψε ότι τον αγαπάω πάρα πολύ και του ζητώ συγνώμη για την αδιαφορία μου» αναστέναξε βαριά και κοίταξε τα πουλιά που πέταξαν πάνω από το κεφάλι της.
«Στάλθηκε» εκείνος απάντησε και έκλεισε το κινητό του, κρύβοντας το ξανά στο παντελόνι του. «Έλα, μην στεναχωριέσαι» άγγιξε το χέρι της, όπως την πρώτη φορά στο βιβλιοπωλείο. «Είσαι μία υπέροχη κόρη και κατά βάθος δεν είναι θυμωμένος μαζί σου. Αν του πεις την αλήθεια, τότε θα καταλάβει»
«Ναι, έχεις δίκιο.. αν δεν του πω την αλήθεια τα πράγματα θα γίνουν χειρότερα» αμέσως σήκωσε το κινητό της από το έδαφος και το έβαλε πίσω στην τσάντα της.
«Πολύ σωστά. Τώρα προχώρα στο λεωφορείο, γιατί στο τέλος θα περάσουμε το βράδυ μας εδώ»
«Το έχουμε ξανά κάνει» σούφρωσε τα χείλη της και τον κοίταξε πονηρά.
«Αμέ, ήταν πολύ ωραία δεν αντιλέγω, όμως το κορμί μου παραπονιέται και λαχταράει ένα άνετο κρεβάτι αυτή την στιγμή!»
Το Κάστρο ήταν ένα χωριό σε απότομο βράχο της ανατολικής ακτής. Ένας παραδοσιακός οικισμός γατζωμένος σε βραχώδη λόφο, πολύ ατμοσφαιρικό και ζωντανό. Ευτυχώς δεν απείχε πολύ μακριά από το ξενοδοχείο, που είχαν κλείσει νωρίτερα για μερικές βραδιές.
Το μικρό λεωφορείο σύντομα τους άφησε έξω από το ξενοδοχείο Agnanti, το οποίο βρισκόταν μέσα σε ένα κήπο με αμπέλια και λουλούδια. Ήταν ένα τεράστιο κτήριο με πολλά δωμάτια, στενούς διαδρόμους, νυχτερινό μπαρ, καθώς και εξωτερική πισίνα με ξαπλώστρες και χρωματιστές ομπρέλες. Το προσωπικό του ξενοδοχείου αποτελούσαν επαγγελματίες άνθρωποι, οι οποίοι βρέθηκαν κοντά τους από την πρώτη στιγμή της διαμονής τους, εξασφαλίζοντας το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα. Ο κύριος Κώστας, ένας φιλόξενος και ευγενικός ιδιοκτήτης, αφού τους υποδέχτηκε πρώτος με ανοιχτή αγκαλιά και τους βοήθησε με τις βαλίτσες στο ασανσέρ, εκείνοι ήταν πλέον έτοιμοι να τακτοποιηθούν στο δωμάτιο τους, που βρισκόταν στον τρίτο όροφο.
Το δωμάτιο με τον αριθμό 420 ήταν διακοσμημένο σε μοντέρνο στυλ, με φωτεινά χρώματα, κυρίως όμως σε λευκούς και γκρι τόνους. Στην είσοδο του υπήρχε ένας μεγάλος καναπές, ενώ ακριβώς απέναντι του ήταν τοποθετημένη μία μεσαία τηλεόραση με σύνδεση στα καλύτερα κανάλια. Παράλληλα, στα δεξιά τους βρισκόταν μία άρτια εξοπλισμένη μικρή κουζίνα με τραπεζαρία και ένα μικρό ψυγείο γεμάτο φαγητό. Στο επόμενο χώρο, υπήρχαν δύο μεγάλα και άνετα κρεβάτια, τα οποία χώριζε ένα κομοδίνο, καθώς και δύο πολυθρόνες με μία στοίβα από μπόλικα μαξιλάρια δίπλα στην μπαλκονόπορτα. Το μπάνιο ήταν έτσι ακριβώς, όπως το περίμεναν. Σχετικά ευρύχωρο, πεντακάθαρο με πολλές πετσέτες σώματος και μαλλιών, λαχταριστό αφρόλουτρο με άρωμα βανίλιας, καθώς και στεγνωτήρι μαλλιών. Μα πάνω από όλα ευχαριστήθηκαν το μπαλκόνι με εντυπωσιακή θέα το φώς, που έλουζε όχι μόνο την πισίνα, αλλά και το Αιγαίο Πέλαγος.
«Σου αρέσει;» την ρώτησε ντροπαλά, τρίβοντας απαλά την κορυφή του κεφαλιού του.
«Πλάκα κάνεις; Είναι φανταστικό!» φώναξε μαγεμένη και έπεσε κατά πάνω του, αγκαλιάζοντας τον σφιχτά από την μέση. «Σε ευχαριστώ τόσο πολύ»
«Χαίρομαι τότε.. που σου αρέσει. Ξέρεις.. ήθελα κάτι καλό για εσένα» ομολόγησε, χαϊδεύοντας τις χρυσές μπούκλες της.
«Να ξέρεις ότι το εκτιμώ.. Είναι υπέροχο το νησί, το ξενοδοχείο, εσύ, όλα!» ο ενθουσιασμός την παρέσυρε και μόλις συνειδητοποίησε τα λόγια της, κόλλησε το πρόσωπο της πάνω στην φανέλα της, για να μην φανεί το κοκκίνισμα στο πρόσωπο της.
«Εγώ;» ρώτησε ξαφνιασμένος.
«Εσύ, τι..;»
«Είμαι υπέροχος;» κράτησε την ανάσα του για ένα δευτερόλεπτο και η καρδιά του χτύπησε τόσο δυνατά, που φοβήθηκε μην ακουστεί.
«Είσαι κάτι παραπάνω από αυτό» σήκωσε το κεφάλι της αργά και του χαμογέλασε, δείχνοντας τα κατάλευκα δόντια της. «Πείνασα!» ένιωσε την κοιλιά της να γουργουρίζει και σύντομα άλλαξε θέμα την κατάλληλη στιγμή.
«Στο τέλος της ιστορίας θα φας και εμένα» την κορόιδεψε για άλλη μία φορά και έπιασε το πορτοφόλι από το τραπέζι με το βυσσινί ύφασμα.
«Μην είσαι τόσο αστείος» του ανταπέδωσε και άνοιξε την πόρτα του ψυγείου, για να βγάλει κάτι φαγώσιμο. Δυστυχώς, δεν υπήρχε κάτι δελεαστικό μέσα, πέρα από τα σάπια φρούτα και τα λαχανικά.
«Άσε το ψυγείο ήσυχο. Θα σε πάω στην καλύτερη ταβέρνα, να φας κάτι ποιοτικό!» άνοιξε την πόρτα και της έκανε νόημα να βγει πρώτη.
«Μα τι τζέντλεμαν!» είπε κολακεύοντας τον και αφού τύλιξε το χέρι της γύρω από το μπράτσο του, έφυγαν μαζί από το κατάλυμα τους για να απολαύσουν ένα πλούσιο μεσημεριανό σε μία ψαροταβέρνα δίπλα από την θάλασσα.
Η ταβέρνα "Το Αποκοφτό" βρισκόταν σε μία εξαιρετική τοποθεσία, γύρω από ένα μαγευτικό περιβάλλον. Για τους κατοίκους της Σίφνου ήταν η πρώτη επιλογή, καθώς αποτελούσε σημείο ανυπέρβλητης ομορφιάς, αφού βρισκόταν σε ένα μπαλκόνι όπου η στεριά ενωνόταν με το απέραντο γαλάζιο. Η θέα του έρωτα σπάνια και μοναδική. Δεν ήταν καθόλου περίεργο που η Αφροδίτη διάλεξε το νησί αυτό για να αναδυθεί. Το φυσικό κάλλος του, τα τρεχούμενα νερά και η πλούσια βλάστηση εναλλάσσονταν αρμονικά. Ακόμη, το μενού περιελάμβανε ελληνικές συνταγές από φρέσκα και ντόπια υλικά, όπως φρέσκα θαλασσινά από τα τοπικά καΐκια αλλά και υπέροχα κρέατα από ντόπιους παραγωγούς, σε συνδυασμό με καλό κρασί, ούζο ή τσικουδιά. Με λίγα λόγια, η ταβέρνα αυτή προσέφερε απλόχερα την ελληνική κουζίνα για τους πατριώτες, αλλά και όλους τους ξένους τουρίστες που επισκέπτονταν την Σίφνο.
«Καλησπέρα και καλωσορίσατε στο νησί μας. Έχετε αποφασίσει ποιό πιάτο θα γευτείτε;» ο σερβιτόρος πλησίασε το τραπέζι τους, έχοντας μαζί του ένα λευκό σημειωματάριο και ένα μαύρο στυλό για να καταγράψει την παραγγελία τους.
«Καλησπέρα» απάντησαν ταυτόχρονα και κοίταξαν ο ένας τον άλλον. Δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή, για να παίξουν το παιχνίδι με το κόκκινο χρώμα.
«Χμμ, εγώ θα πάρω σίγουρα μία γαριδομακαρονάδα με τριμμένο τυρί και η.. εμμ.. φίλη μου.. ένα χταποδάκι ψητό με χωριάτικη σαλάτα και φυσικά ένα μπουκάλι λευκό κρασί» ο Τρίσταν αναφέρθηκε στις προτιμήσεις τους και ο σερβιτόρος αφού τους διαβεβαίωσε, ότι διάλεξαν νοστιμότατα γεύματα, βάδισε προς την εσωτερική κουζίνα του μαγαζιού.
«Γιατί κοκκίνισες;» η Ολίβια τον ρώτησε ψιθυριστά, μόλις έμειναν ολομόναχοι. «Δεν έχεις ξανά βγει με φίλη;» τόνισε την τελευταία λέξη της και ανασηκώθηκε από την καρέκλα, φέρνοντας το πρόσωπο της μπροστά στο δικό του.
«Φυσικά και έχω βγει!» ακολούθησε τις κινήσεις τγς. «Με πολλές μάλιστα..» έγλειψε τα χείλη του και την κοίταξε στα μάτια.
«Πρέπει να είχες πολλές κατακτήσεις..» άρχισε να ζαλίζεται από την μυρωδιά της φρέσκιας μέντας, που μασούσε στο στόμα του.
«Αν σκεφτείς ότι οι γυναίκες θέλουν ένα συγκεκριμένο πράγμα από τον άντρα και αυτό δεν είναι η αγάπη» ομολόγησε σκεπτικός και κάθισε κανονικά στην καρέκλα του.
«Να 'σαι καλά» απάντησε πολύ απότομα και γύρισε το κεφάλι της, για να μην τον βλέπει.
«Oh.. Ολίβια κοίταξε με» σηκώθηκε ευθύς και γονάτισε μπροστά της. «Το ξέρω ότι δεν είσαι μία από αυτές. Το ξέρω από την πρώτη μέρα που σε γνώρισα. Είσαι ξεχωριστή σαν το λευκό τριαντάφυλλο, που λίγοι ψάχνουν στο ανθοπωλείο και δεν βρίσκουν. Σου αξίζει όλη η αγάπη του κόσμου και εύχομαι μία ηλιόλουστη μέρα να συναντήσεις τον κατάλληλο άντρα, που θα σε αγαπήσει με όλο του το είναι. Θέλω να ζήσεις μία ευτυχισμένη ζωή, πλάι σε έναν άνθρωπο που θα σε σέβεται και θα σε κάνει να χαμογελάς αληθινά. Μόνο τότε θα είμαι πραγματικά χαρούμενος» χάιδεψε το χέρι της τρυφερά και εκείνη χαμογέλασε ασυναίσθητα. «Λοιπόν..μην τρομάξεις, αλλά ο κόσμος μας κοιτάει και νομίζει ότι θα σου κάνω πρόταση γάμου ανά πάσα στιγμή. Γύρνα σαν κυρία και φάε το χταπόδι σου κανονικά. Υπόσχομαι να σε πάω για παγωτό μετά» της είπε χαμηλόφωνα και εκείνη όρμηξε σαν θηρίο πάνω στο πιάτο, που σέρβιρε πριν από λίγα λεπτά ένας υπάλληλος. «Η νύφη πεινάει!» εκείνος στράφηκε στον κόσμο, που τους κοιτούσε συγκινημένος και επέστρεψε στην θέση του.
Μέσα σε λίγα λεπτά καταβρόχθισαν το φαί τους και ένιωσαν τις κοιλιές τους να φουσκώνουν. Όμως, έπρεπε να δοκιμάσουν και το κρασί. Έτσι, γέμισαν τα γυάλινα ποτήρια τους μέχρι πάνω, τα τσούγκρισαν μεταξύ τους και έπειτα κατέβασαν όλο το υγρό στο λαιμό τιυς. Το ίδιο επανέλαβαν πολλές φορές, ώσπου το μπουκάλι άδειασε και αναγκάστηκαν να σταματήσουν. Ο σερβιτόρος τους πλησίασε χαμογελαστός και τους ρώτησε αν χρειάζονταν άλλο ένα, αλλά εκείνοι αρνήθηκαν και του ζήτησαν τον λογαριασμό. Αφού πλήρωσαν αυτή την φορά με μετρητά και ευχαρίστησαν τον ιδιοκτήτη της μικρής ψαροταβέρνας, έφυγαν σχεδόν μεθυσμένοι, για να αγοράσουν παγωτό και ύστερα να κάνουν μία απογευματινή βόλτα στην παραλία.
Το ζαχαροπλαστείο Θεοδώρου ήταν το πιο διαδεδομένο εργαστήριο γλυκών στην Σίφνο και ευρύτερα στην Ελλάδα, καθώς η παρουσία του αποτελούσε την πιο ευρηματική ιστορία γλυκιάς τέχνης, μέσα από τις μοντέρνες και προσεγμένες δημιουργίες του. Μικροί και μεγάλοι λαχταρούσαν έστω και ένα λουκούμι του, μία μπάλα παγωτού και ιδιαίτερα τα χειροποίητα γλυκά, τα οποία φτιάχνονταν από παλιές παραδοσιακές συνταγές. Ο Τρίσταν είχε ενημερωθεί πρωτύτερα για το κατάστημα αυτό και φρόντισε να το επισκεφθεί με την μεγαλύτερη fan της σοκολάτας.
«Να μου δώσετε το καλύτερο γλυκό που έχετε και ένα χωνάκι με τρείς μπάλες παγωτό» ο Τρίσταν απευθύνθηκε στον ταμία, όσο η Ολίβια παρατηρούσε την βιτρίνα με τις γιγάντιες τούρτες γενεθλίων.
«Όριστε το παγωτό σου. Φάε το κλέφτρα» το έβαλε μπροστά της και καταλάθος πασάλειψε με σοκολάτα την μύτη της. «Oops» άρχισε να γελάει σαν υστερικός και αναγκάστηκαν να φύγουν από το μαγαζί, αφού όλα τα βλέμματα στράφηκαν πάνω τους. «Να σε σκουπίσω τουλάχιστον;» την παρότρυνε, αλλά εκείνη συνέχισε να βαδίζει μόνη το μονοπάτι, έχοντας ακόμα λερωμένη την μύτη της. «Αχ, μην κάνεις σαν μωρό!» γκρίνιαξε και εκείνη αποφάσισε να σταματήσει στην μέση του δρόμου. Μόλις ακούμπησε το χέρι του πάνω στην πλάτη της, το σώμα της γύρισε απροειδοποίητα προς την μεριά του και ξαφνικά όλο το παγωτό προσγειώθηκε στο πρόσωπο του. «Αν σε πιάσω δεν ξέρω τι θα σου κάνω» μούγκρισε δυνατά και εκείνη άρχισε να τρέχει ουρλιάζοντας, προς την παραλία Φάρος.
Κατέφθασαν γρήγορα και έπαιξαν κυνηγητό για δέκα λεπτά γύρω από τα αλμυρίκια, που προσέφεραν σκιά σε ημέρες με πολύ ήλιο και με την φασαρία που έκαναν, κατάφεραν να διώξουν όλα τα ζευγάρια που παρευρίσκονταν εκεί. Όταν πια ένιωσαν εξαντλημένοι, κάθισαν πάνω στην καθαρή χρυσοκέντητη αμμουδιά και άπλωσαν τα πόδια τους πάνω στα λεπτά λευκά βότσαλα, έτσι ώστε το κρυστάλλινο νερό να βρέχει τα πέλματα τους και να τα δροσίζει. Έπειτα, άνοιξαν την σακούλα και έβγαλαν από μέσα το πλαστικό κουτί με την σοκολατόπιτα που αγόρασαν προηγουμένως. Έπιασαν με τα δάχτυλα τους τα κουτάλια και άρχισαν να γεύονται το παραδεισένιο γλυκό, κοιτώντας πρώτα τον βυθό και ύστερα τα πανύψηλα βουνά που έγνεφαν προς αυτούς από μακριά.
«Πες μου κάτι για 'σένα, πέρα από το γεγονός ότι λατρεύεις τα γλυκά» μίλησε πρώτος και σηκώθηκε για να πετάξει ένα χαλίκι μέσα στην θάλασσα.
«Χμμ.. λοιπόν, έχεις την τιμή να είσαι ο πρώτος που μαθαίνει ότι ζωγραφίζω!»
«Όπα, κάτσε. Θες να μου πεις ότι δημιουργείς τέχνη;» παράτησε την πέτρα που κρατούσε και γύρισε προς το μέρος της.
«Κατά κάποιο τρόπο.. γιατί σου φαίνεται παράξενο;»
«Δεν μου φαίνεται καθόλου παράξενο. Από την αρχή κατάλαβα ότι είσαι καλλιτέχνης. Σε πρόδωσε το βλέμμα σου. Πάντα κοιτάς την ζωή σαν να είναι μεγαλείο και αυτό είναι εντυπωσιακό»
«Και εσύ είσαι ποιητής.»
«Πώς το ξέρεις;»
«Νομίζεις ότι δεν διαβάζω τα χείλη σου; ή ότι δεν σε ακούω όταν μιλάς; Είσαι σκέτη ποίηση»
«Μου επιτρέπεις να κάνω κάτι;»
«Σαν τι;»
«Κλείσε τα μάτια σου και θα δεις» την σήκωσε στην αγκαλιά του, έτσι ώστε τα πόδια της αιωρούνται στον αέρα και διέσχισε ξυπόλητος την αφρισμένη θάλασσα, μέχρι το μανιασμένο νερό να καλύψει κάθε άκρο των κορμιών τους. «Μπορείς να τα ανοίξεις. Βλέπεις την τέχνη; Την δική μας τέχνη;»
.. Κάποιος μου είπε ότι η τέχνη αναδεικνύει τα πιο ωραία στοιχεία που έχει ο άνθρωπος. Είχε απόλυτο δίκιο. Εγώ ο Τρίσταν Χίλλ, κρατώντας το ημίγυμνο κορμί σου με τα δύο μου χέρια κάτω από το νερό, βλέπω την λάμψη του κατάχλωμου φεγγαριού στα σμαραγδένια μάτια σου και αισθάνομαι την αγνότητα της καρδιάς σου να βαραίνει τον ωκεανό. Σε βλέπω, όπως δεν σε έχω ξαναδεί. Φταίει η φύση; Δεν ξέρω.. Αλλά αυτό ακριβώς κάνει η τέχνη. Αυτό που σου είπα. Πρέπει να ξέρεις ότι κόσμος αποτελεί μία τέχνη και μέσα σε αυτόν είμαστε μόνο εγώ κι εσύ. Επιπλέουμε στην ακτή και τα θαλάσσια πλάσματα χορεύουν γύρω μας. Εγώ ένας δύστυχος ναυαγός και εσύ μία πανέμορφη γοργόνα. Μου τραγουδάς στο αυτί και εγώ μαγεύομαι από τις νότες της φωνής σου. Η απέραντη θάλασσα μας ένωσε αγάπη μου, γιατί η τέχνη της ψιθύρισε να το κάνει. Τα ορμητικά κύματα μας έδεσαν με σχοινιά, γιατί ήταν γραφτό να είμαστε μαζί, έστω και παγιδευμένοι στην άβυσσο.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top