6. Δίπλωμα Οδήγησης

Τίτλος: Δίπλωμα Οδήγησης

Λέξεις: 1.814

Περίληψη:  character study του Σπύρου ειδικά για τη σχέση του με τη μοναξιά

---

  Είναι μια από εκείνες της μέρες που τον παίρνει τηλέφωνο μια συμφοιτήτριά του. Θέλει να του μιλήσει για τα Κοστολογικά Συστήματα στη Λήψη Αποφάσεων και για απολύτως τίποτα άλλο. Ο Σπύρος προσπαθεί να μην το αφήσει να τον επηρεάσει αλλά, όταν η συζήτηση πεθαίνει σε μια μακρόσυρτη σιωπή μέσα στην οποία την περιμένει με μια εξευτελιστική σχεδόν λαχτάρα να προεκτείνει τη συνομιλία τους σε κάτι πέρα από σημειώσεις και ύλη μαθημάτων, η σκέψη του πάει και κολλάει στους γονείς του.

   Η αλήθεια είναι αυτή: Ο Σπύρος δεν θυμάται να είναι παιδί. Οι αναμνήσεις του ξεκινάνε από τη μέρα που πέθαναν οι γονείς του και ακόμη κι αυτές οι λίγες αναμνήσεις της εφηβείας του είναι θολές και τσακισμένες στην άκρη. Με τον ήχο του τηλεφώνου να σβήνει σε ένα απαλό μπιπ μπιπ μπιπ, σκέφτεται πως ίσως να ήταν πιο εύκολο αν θυμόταν. Τι να ήταν πιο εύκολο, άραγε; Όλα. Τα παιδικά χρόνια, άλλωστε, και η σχέση με τους γονείς, είναι αυτά που βάζουν το πρώτο κομμάτι στο παζλ αυτού που αργότερα θα ονομαστεί αίσθηση ταυτότητας. Μερικές φορές στέκεται στον καθρέφτη και κοιτάει το είδωλό του. Αυτό το έχω πάρει από τη μητέρα μου, σκέφτεται και ακουμπάει το μάγουλο του, αυτό από τον πατέρα μου, και τρέχει τα δάχτυλα του στη γραμμή των μαλλιών του. Είναι τα μοναδικά που μπορεί να συγκρίνει. Το μόνο που έχει είναι φωτογραφίες.

   Έχει σημασία αυτό το κομμάτι του παζλ επειδή η ζωή είναι μια σειρά από αλλεπάλληλα γεγονότα. Το συνειδητοποιεί περισσότερο αυτό τώρα. Πότε; Όταν βρίσκεται σε έναν χώρο στη σχολή και κάποιος προσπαθεί να του πιάσει συζήτηση και ο Σπύρος απλώς παραμένει ακίνητος και αμίλητος στη θέση του να κοιτάει τις άκρες των παπουτσιών του. Την πρώτη φορά που άκουσε τη λέξη «ορφανός» στο σχολείο, αποφάσισε πως δεν ήθελε να συμμετέχει στη Διαδικασία. Δεν ήθελε να είναι μέρος της. Αποτραβήχτηκε και χώθηκε μέσα στον εαυτό του. Ύψωσε ένα ψηλό τοίχος. Το καλύτερο ψηλό τοίχος· το κενό. Χώρισε τον εαυτό του από τους άλλους με ένα τοίχος μοναξιάς. Αυτό που δεν είχε υπολογίσει με τη μοναξιά είναι πως όταν η συζήτηση φθίνει από την άλλη άκρη της γραμμής και ξαφνικά νιώθει μια τεράστια λαχτάρα, απεγνωσμένα και αγωνιωδώς, να την φουντώσει, δεν ξέρει πώς να το κάνει. Δεν έμαθε ποτέ. Η ζωή είναι πράγματι μια σειρά από αλλεπάλληλα γεγονότα και η μοναξιά οδηγεί σε μοναξιά οδηγεί σε μοναξιά οδηγεί σε μοναξιά. Ύστερα είναι και το άλλο: Είναι πιο δύσκολο να σπάσει κανείς αυτόν τον κύκλο, όταν η μόνη αρχή που θυμάται είναι το σημείο που όλα άρχισαν να πηγαίνουν κατά διαόλου.

   Δεν κατηγορεί τους γονείς του. Δεν κατηγορεί και τον εαυτό του. Δεν κατηγορεί κανέναν. Απλώς φοβάται. Μερικές φορές. Όταν ακούει το μπιπ μπιπ μπιπ.

-

«Γιαγιά!» φωνάζει, μπαίνοντας στο σαλόνι. Σηκώνει τα χαρτιά στον αέρα. «Τι είναι αυτό;»

   Η γιαγιά του κάθεται στον καναπέ. Χαμηλώνει τον ήχο της τηλεόρασης. Τον κοιτάει, καλά-καλά.

«Χαρτιά», απαντάει.

«Το βλέπω ότι είναι χαρτιά». Τα κατεβάζει στο ύψος της μέσης του. «Αλλά τι χαρτιά;»

   Είναι γελοίο. Είναι μια συζήτηση που έχει γίνει τουλάχιστον έναν τετραψήφιο αριθμό φορών στη ζωή του. Η γιαγιά του για μια ακόμη φορά επιλέγει να συμπεριφέρεται λες και δεν καταλαβαίνει.

«Τα χαρτιά μου για το δίπλωμα οδήγησης», λέει, σταθερά.

«Και τι τα θέλεις εσύ τα χαρτιά για το δίπλωμα οδήγησης;»

«Χαζός είσαι Σπυράκο μου;» Ο Σπύρος μορφάζει. «Τι να τα θέλω τα χαρτιά; Θα βγάλω δίπλωμα οδήγησης».

«Τι να το κάνεις το δίπλωμα οδήγησης;»

«Τι το κάνει συνήθως ο κόσμος;» τον ρωτάει, δήθεν λες και δεν καταλαβαίνει γιατί της μιλάει έτσι. «Εγώ για να οδηγώ αυτοκίνητο το θέλω. Τι; Έχει κι άλλες χρήσεις; Δεν το ήξερα».

   Βάζει ένα χέρι στο πρόσωπο του και αναστενάζει.

«Γιαγιά», λέει. Θα τον τρελάνει σήμερα. Θα τρελαθεί. Αλήθεια. Αυτό ήταν. «Ακούς τον εαυτό σου; Δίπλωμα οδήγησης; Στην ηλικία σου;»

«Γιατί;» του κάνει, θιγμένη. «Η Δέσποινα απέναντι καλύτερη είναι που έχει;»

«Η Δέσποινα το έχει το δίπλωμα εδώ και χρόνια και αμάν κάνουν τα παιδιά της να την πείσουν να το αφήσει. Εσύ τι να το κάνεις τώρα;»

«Ε, δεν μπορώ αγόρι μου». Κουνάει το χέρι της και μετακινείται στον καναπέ. «Είναι μεγάλη ταλαιπωρία να μην έχεις αυτοκίνητο στις μέρες μας. Άσε πόσο επικίνδυνο είναι να κυκλοφορείς στον δρόμο πεζός. Προχθές με τη Θεοπούλα πήγαν να μας πατήσουν».

«Και είπες να τους το ανταποδώσεις και να πατήσεις εσύ κάποιον την επόμενη φορά».

«Βλακείες». Τον απορρίπτει με μια κίνηση του χεριού της. «Δεν θα πατήσω κανέναν, προσέχω εγώ».

«Αν πρόσεχες». Της δείχνει τα χαρτιά. «Θα είχες προσέξει και την ηλικία που γράφει εδώ πέρα επειδή αυτή δεν είναι ηλικία για δίπλωμα οδήγησης».

«Καλά, καλά», του κάνει, «ό,τι πεις, εγώ αύριο θα πάω να γραφτώ σε σχολή οδήγησης».

«Να δούμε ποια σχολή οδήγησης θα σε δεχτεί στην ηλικία σου».

   Η γιαγιά του φυσάει λίγο αέρα. «Θα το βρω εγώ, μην αγχώνεσαι».

«Γιαγιά!»

   Η γιαγιά του αναστενάζει για μια στιγμή. Δεν έχει ακούσει απολύτως τίποτα από ό,τι της λέει τόση ώρα – από το ένα αυτί μπαίνουν, από το άλλο βγαίνουν.

«Τι σε έπιασε τώρα;» του λέει τελικά. «Μια χαρά ήρεμος ήσουν πριν που καθόσουν και διάβαζες».

«Τι να με πιάσει βρε γιαγιά». Κάνει έναν κύκλο το τραπέζι και κάθεται δίπλα της. Ακουμπάει τα χαρτιά στο τραπέζι. «Που πηγαίνω να πιώ ένα ποτήρι νερό και βλέπω αυτά τα πράγματα στο τραπέζι της κουζίνας».

«Σιγά τα πράγματα».

«Σιγά τα πράγματα μέχρι να πάθεις τίποτε», τη διορθώνει. «Έχω που έχω τα προβλήματα μου θα ανησυχώ και για εσένα που αποφάσισες να γίνεις μαχητής των δρόμων στα γεράματα».

   Μορφάζει αμέσως. Λάθος που χρησιμοποίησε αυτή την πρόταση. Την ξέρει τη γιαγιά του. Ξέρει πως, απ' όλα τα απολύτως λογικά και δικαιολογημένα πράγματα που της λέει εδώ και δέκα λεπτά, το μοναδικό από το οποίο θα πιαστεί είναι:

«Έχουν τα προβλήματα σου να κάνουν με εκείνη την κοπελίτσα που πήρε προχθές τηλέφωνο;» Και στο ενοχλημένο βλέμμα που της ρίχνει: «Γιατί βρε αγόρι μου; Στην ηλικία σου τα ερωτικά είναι τα καλύτερα προβλήματα για να έχεις».

«Δεν είναι ερωτικά», την σταματάει, έτοιμος να πνιγεί στη γλώσσα του.

   Τον κοιτάει για μια στιγμή και ύστερα ακουμπάει το μπράτσο του. «Γιατί βρε αγόρι μου; Καλή κοπελίτσα ακουγόταν».

«Δεν είναι αυτό το θέμα μας τώρα – ».

«Α, δεν είναι αυτό το θέμα μας τώρα;» του κάνει, δείχνοντας τα χαρτιά. «Με το τι κάνω εγώ να ασχολούμαστε όλη την ώρα, αλλά το να κοιτάς τι κάνεις εσύ, δεν ξέρεις πως, ε; Που κάθεσαι όλη μέρα σπίτι σαν τον μαγκούφη. Με πονάει η ψυχούλα μου να σε βλέπω έτσι. Αυτό θα κάνεις όλη σου τη ζωή; Θα είσαι όλη μέρα κλεισμένος μέσα; Να μην βγαίνεις λίγο έξω; Να μιλήσεις με καμιά κοπέλα, να γνωριστείτε;»

   Ο Σπύρος σμίγει τα φρύδια του. Σε καμιά περίπτωση αυτή δεν είναι η κατάλληλη στιγμή για να έχουν τη συγκεκριμένη συζήτηση. Δεν ξέρει, μάλλον, αν θα υπάρξει ποτέ η κατάλληλη στιγμή. Αν οι υπόλοιποι άνθρωποι θεωρούν την ντροπαλή και απόμακρη συμπεριφορά του ως κάποιο έμφυτο χαρακτηριστικό της προσωπικότητας του, ξέρει πως η γιαγιά του τον βλέπει για αυτό που ακριβώς είναι: Ένα φοβισμένο παιδί. Παιδί, ναι. Να τη πάλι η σκέψη για τους γονείς του. Εκείνη έχει αναμνήσεις από τη ζωή του πριν τον θάνατό τους. Έχει τέλος πάντων κάτι για να συγκρίνει. Ο Σπύρος ξέρει τον χαρακτήρα του μόνο μέσα από την απώλειά τους. Δεν μπορεί ούτε να φανταστεί τι άνθρωπος θα ήταν αν είχε μεγαλώσει με τη μητέρα του και τον πατέρα του ζωντανούς. Η σκέψη τον κάνει να αποστρέψει το βλέμμα του. Το γυρνάει στην καμπύλη των γονάτων του όπου έχει τις παλάμες του σφιγμένες.

   Με την άκρη του ματιού του μπορεί να τη δει να μετακινείται. Το χέρι της ακουμπάει στο μπράτσο του.

«Θέλεις να μου πεις;» τον ρωτάει.

   Ο Σπύρος ανασηκώνει τους ώμους.

   Και να άνοιγε το στόμα του να της μιλήσει, δεν ξέρει ακριβώς τι θα μπορούσε να της πει. Ή έστω, τι θα ήθελε. Είναι τόσο μπερδεμένος με όλες αυτές τις σκέψεις σκονισμένων, παιδικών αποχρώσεων. Ξέρει πως έχει περάσει όλη του τη ζωή μοναχικός – απομονωμένος, μάλλον, αποκομμένος από τον κόσμο γύρω του και αυτή η μοναξιά τρέχει τόσο βαθιά στο μεδούλι του που έχει πάρει το σχήμα από το σώμα του και κολλάει τόσο πολύ πάνω του που τις περισσότερες φορές δεν μπορεί καν να τη δει. Είναι φορές σαν και αυτή, όπως στο τηλέφωνο, με το μπιπ μπιπ μπιπ να ταράζει το τύμπανο του αυτιού του, που μπορεί, για μια στιγμή μονάχα, να ξεχωρίσει πόσο μόνος είναι και πόσο η μοναξιά αυτή τον καλύπτει. Το τρομακτικό είναι πως εκείνη τη στιγμή θα τον πιάσει μια τέτοια απελπισία που με δυσκολία θα μπορεί να αναπνεύσει. Και το ακόμη πιο τρομακτικό είναι πως όταν κλείσει το τηλέφωνο, θα κάτσει στον καναπέ και θα ανοίξει την τηλεόραση και έτσι απλώς, με μια κίνηση τόσο απλή και καθημερινή, η στιγμή αυτής της απίστευτης απελπισίας θα ξεχαστεί και θα χαθεί για μέρες ή και βδομάδες.

   Έτσι τώρα, όπως κάθεται εκεί, με το χέρι της γιαγιάς του στο δικό του, το μέγεθος αυτού του κύκλου τον ταράζει. Μπορεί μάλλον να το δει πώς κατέληξε εκεί – να πνίγεται στη μοναξιά του, να θέλει τόσο απεγνωσμένα να ξεφύγει από αυτήν και ταυτόχρονα να νιώθει τόσο άνετα σε αυτόν τον κύκλο όπου ζει τη ζωή αποκλειστικά μέσα από την τηλεόραση. Ούτε πού το κατάλαβε πόσο εύκολα η μοναξιά τού έγινε συνήθεια.

   Μένουν σιωπηλοί και οι δύο. Η ώρα περνάει. Σκέφτεται να σηκωθεί και να πάει στο δωμάτιό του. Η γιαγιά του, όμως, απλώς χαμογελάει, σαν να καταλαβαίνει, και του κάνει νόημα να πιάσει το τηλεκοντρόλ ώστε να βάλει κάτι να δουν μαζί στην τηλεόραση. Είναι μονάχα κάποια στιγμή, πολύ αργότερα, με τη Βουγιουκλάκη να τραγουδάει στην οθόνη που η γιαγιά του μιλάει ξανά, πολύ πολύ ήσυχα.

«Πρέπει να δείχνουμε εμπιστοσύνη στη ζωή», λέει. Μιλάει τόσο σιγά, που ο Σπύρος αναρωτιέται αν απευθύνεται στον ίδιο ή αν μιλάει στον εαυτό της. «Έχει τον τρόπο της. Αν είμαστε ανοιχτοί... έχει τον τρόπο της».

   Ο Σπύρος δεν ξέρει τι να πει. Δεν μπορεί να αποφασίσει αν την πιστεύει ή όχι. Με όλη του την ψυχή θέλει να πιαστεί από τις άκρες του γλυκού συναισθήματος και να φανταστεί έναν κόσμο που υπάρχει κάποιος και για τον ίδιο. Όχι απαραίτητα με τον ερωτικό τρόπο που εννοεί η γιαγιά του, απλώς έτσι – να υπάρχει κάποιος. Ένα χέρι μέσα στο κενό. Κάποιος με ενδιαφέρον για τα παζλ. Κάτι τέτοιο. Κάτι όμορφο. Κάτι που να σπάσει τον κύκλο. Μετά από όλα αυτά τα αποτυχημένα χρόνια στο σχολείο και στη σχολή, του φαίνεται σχεδόν απίστευτο.

«Αυτό δεν είναι αρκετά καλό επιχείρημα για να με πείσεις να σε αφήσω να γραφτείς σε σχολή οδηγών», λέει τελικά, με ένα απαλό χιούμορ.

   Η γιαγιά του γελάει. Ακόμη και αν αναγνωρίζει τον τρόπο του να αποφύγει τη συζήτηση, δεν φαίνεται να του κρατά κακία. «Δεν σε ρώτησα, Σπυράκο μου», του απαντάει τρυφερά, χτυπώντας μαλακά το χέρι του. «Εγώ δίπλωμα θα βγάλω».

   Ο Σπύρος δεν μπορεί να διαφωνήσει μαζί της. Μακάρι να είχε αυτή τη σιγουριά της. Δίπλωμα θα βγάλει.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top