5. Το Τέλειο Σχέδιο
Τίτλος: Το Τέλειο Σχέδιο
Λέξεις: 870
Περίληψη: Είναι 3ις και ο Σπύρος περιμένει τη γιαγιά του να επιστρέψει σπίτι για να της την πει. Του γυρίζει μπούμερανγκ.
----
«- και μου λέει η φουρνάρισσα, πάρα πολύ καλή κοπελίτσα παρεμπιπτόντως, αμέσως να με βοηθήσει, χωρίς κανένα κέρδος, και μου λέει: μην αγχώνεσαι για τα ελαστικά, έχει ο ξάδερφος μου το βουλκανιζατέρ δυο δρόμους παρακάτω, θα στα αλλάξει με φοβερές τιμές και θα σου φτιάξει και τα λάδια και πάνω που πάω να της πω πως εγώ ψωμί πήγα να πάρω, γυρνάει και μου κάνει: να ο ξάδερφος μου και γυρνάω προς την πόρτα Σπύρο και δεν μπορείς να φανταστείς τι βλέπω-»
«Μμ», κάνει ο Σπύρος που δεν έχει ακούσει κυριολεκτικά τίποτε. Είναι πολύ απασχολημένος να σμίγει τα φρύδια του προς το ρολόι.
«Τι βλέπω;»
«Μμμ».
«Σπύρο!» κάνει λίγο πιο δυνατά.
Το κεφάλι του πετάγεται. «Αμαλία».
«Τι βλέπω;»
«Τι βλέπεις;»
«Τον Βαγγέλη!» Ο Σπύρος κουνάει το κεφάλι του, ύστερα γυρνάει ξανά προς το ρολόι. «Θέλω να ξέρεις, την αλήθεια τώρα, σου ορκίζομαι, εγώ δεν πήγαινα για σχέση. Άσε που τώρα μετά τα καλλιστεία όλοι θα με πλησίαζαν μόνο για τη δόξα μου».
«Ποια δόξα, Αμαλία μου», κάνει ο Σπύρος, γυρνώντας τώρα για να κοιτάξει έξω από το παράθυρο. «Αφού τα παράτησες τα καλλιστεία».
«Μπορεί», συμφωνεί, «αλλά αν είχα μείνει ήταν προφανές πως θα κέρδιζα».
«Ναι», κάνει ο Σπύρος. «Προφανές».
«Αλλά ο Βαγγέλης το άλλαξε αυτό. Ένιωσα σαν σχολιαρόπαιδο και η καρδιά μου να». Βάζει την παλάμη της στην καρδιά. «Φτερούγιζε». Αναστενάζει και πέφτει πίσω στον καναπέ. «Ήταν τόσο ρομαντικός. Για πρώτο ραντεβού με πήγε στο θερινό».
«Αλήθεια;»
«Ναι», αναστενάζει πάλι η Αμαλία. «Ήταν του πατέρα του και μπήκαμε χωρίς να πληρώσουμε εισιτήρια. Απλώσαμε μια πετσετούλα χάμω επειδή δεν είχε θέσεις και καθίσαμε πίσω-πίσω».
Αυτό κάνει λίγο τον Σπύρο να ανασηκώσει το φρύδι του, αλλά δεν γυρνάει να την κοιτάξει.
«Και τι είδατε;»
«To scary movie 4», απαντάει. Μπορεί να ακούσει το χαμόγελο στη φωνή της.
Στο δρόμο, πίσω από το τζάμι, ένα ταξί σταματάει μπροστά στην είσοδο.
Επιτέλους.
«Καλό;» τη ρωτάει ο Σπύρος καθώς σηκώνετε όρθιος.
«Δεν ξέρω, δεν έβλεπα καθόλου, μόνο τις πλάτες των μπροστινών». Αναστενάζει ξανά. «Αχ, Βαγγέλη». Και ύστερα πρέπει να συνειδητοποιεί πως ο Σπύρος έχει σηκωθεί όρθιος και φοράει τη ζακέτα του επειδή μετακινείται στον καναπέ ώστε να τον κοιτάξει: «Που πας;»
«Κάτω».
«Δεν θέλεις να κάτσεις λίγο ακόμη;» ενώνει τις παλάμες της κάτω από το πιγούνι, παρακλητικά. «Να σου πω και για τη φορά που μου έκανε δώρο λιπαντικά για το αυτοκίνητο;»
«Θα ήθελα πολύ», της λέει ο Σπύρος, με ύφος ανθρώπου που δεν θα ήθελε καθόλου. «Αλλά έχει πάει 3ις η ώρα».
«Αλήθεια», λέει η Αμαλία, κοιτώντας το ρολόι. «Πότε πήγε 3ις;»
«Πήγε. Λοιπόν», της κάνει καθώς πλησιάζει προς την πόρτα. «Θα τα πούμε αύριο. Και επίσης, Αμαλία;»
«Ναι;»
«Έχουν περάσει μήνες από τότε που χωρίσατε».
Την κοιτάει να ανασηκώνει τους ώμους της και ύστερα κλείνει την πόρτα, κρατώντας κλειστό το φως καθώς κατεβαίνει τις σκάλες. Πράγματι έχει πάει 3ις η ώρα. 3ις το βράδυ. Ώρες αφότου έχει δύσει ο ήλιος. Μια ώρα που ο φυσιολογικός κόσμος είναι στα κρεβάτια του και κοιμάται. Ο φυσιολογικός κόσμος. Χα!
«Επ κορίτσια», κάνει και ανοίγει το φως.
Παρακολουθεί τη γιαγιά του και τη Θεοπούλα να πετάγονται. Η γιαγιά του έχει στο ένα χέρι το κλειδί της και το άλλο χέρι το φέρνει στην καρδιά της ταραγμένη.
«Αχ», κάνει, «Σπύρο εσύ είσαι;»
«Ποιος άλλος;» της κάνει και σταυρώνει τα χέρια του στο στήθος.
«Και τι κάνεις στις σκάλες;» λέει η γιαγιά του. «Κλειδώθηκες απέξω;»
«Σας περίμενα γιαγιά, να δω τι ώρα θα γυρίσετε», της απαντάει, με έναν τόνο που ελπίζει να περνάει το μήνυμα που θέλει να περάσει. Το μήνυμα που θέλει να περάσει είναι "δεν πάμε καλά σε αυτό το σπίτι".
«Και δεν μπορούσες να μας περιμένεις μέσα; Έπρεπε να είσαι στις σκάλες;»
«Να δεις που κλειδώθηκε και τώρα δεν θέλει να το παραδεχτεί», λέει η Θεοπούλα.
«Σπυράκο μου, δεν είναι ντροπή, αν κλειδώθηκες απέξω. Aλλά δεν έπρεπε να μείνεις στη σκάλα, θα κρυώσεις. Να πηγαίνεις στο Βασίλη πάνω ή στην Αμαλίτσα».
«Γιαγιά!» τη διακόπτει ο Σπύρος. Πως το καταφέρνουν πάντα αυτό το πράγμα: να αλλάζουν τη συζήτηση εκεί που τις συμφέρει. «Δεν κλειδώθηκα».
Βλέπει τη Θεοπούλα να σμίγει τα φρύδια της. «Κλειδώθηκες».
Ανοίγει το στόμα του. «Θεοπούλα, δεν κλειδώθηκα». Έχει αρχίσει να νιώθει το φρύδι του να τρέμει. «Και μην αλλάζετε το θέμα. Το θέμα δεν είμαι εγώ! Το θέμα είστε εσείς που για μια ακόμη φορά έρχεστε στις 3ις!»
Η Θεοπούλα δεν έχει σταματήσει να τον κοιτάει. «Κλειδώθηκες».
«Θεοπούλα, είπα, δεν κλειδώθηκα!» Βάζει το χέρι στην τσέπη για να βγάλει τα κλειδιά του. «Να κοίτα, εδώ έχω – ». Χώνει το χέρι του πιο βαθιά. «Τα – ». Το γυρνάει γύρω γύρω. Ύστερα βάζει το χέρι του στην άλλη τσέπη. Στις τσέπες του μπουφάν. Στην πίσω τσέπη του τζιν. «...κλειδιά...».
«Έλα», του κάνει η γιαγιά του και ξεκλειδώνει την πόρτα. «Είναι εντάξει, άνοιξα εγώ». Ο Σπύρος έχει μείνει να την κοιτάει. «Λοιπόν, Θεοπούλα μου, καληνύχτα», συνεχίζει η γιαγιά του. «Μην ξεχάσεις να πάρεις τα χάπια σου πριν πέσεις για ύπνο και εσύ, Σπύρο, έλα, πάμε για ύπνο. Δεν έκανες καλά που έμεινες ξύπνιος τέτοια ώρα». Μπαίνει μέσα και του κρατάει την πόρτα για να την ακολουθήσει. «Πως θα ξυπνήσεις αύριο;»
Ο Σπύρος δεν μετακινείται.
Όταν του τα επιστρέφει τα κλειδιά η Αμαλία την επόμενη μέρα, αναρωτιέται αν τους κρυφάκουσε έτσι όπως τον κοιτάει. (Δεν μπορεί να φανταστεί για κάτι άλλο).
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top