4. ἁπᾰλόσαρκος
Τίτλος: ἁπᾰλόσαρκος
Λέξεις: 1945
Σχέσεις: Σπύρος Δελόγλου / Φώτης Βουλινός
Περίληψη: το πρώτο βράδυ που έμεινε ο Φώτης στο σπίτι του Σπύρου αλλά γκέι
----
«Συγγνώμη που σε έβαλε η γιαγιά μου να φτιάξεις όλα τα ηλεκτρονικά», λέει ο Σπύρος, κλείνοντας την πόρτα πίσω του. Ξέρει πως η γιαγιά του έχει πάει εδώ και λίγη ώρα για ύπνο: εκείνος και ο Φώτης έμειναν λίγο ξύπνιοι, βλέποντας τηλεόραση και τώρα να 'τοι, στο δωμάτιο του. «Δέχτηκες με το ραδιόφωνο και μετά δεν – ».
«Είναι εντάξει», τον διακόπτει ο Φώτης που έχει ανοίξει το sleeping bag του και το στρώνει τώρα στο πάτωμα, στο χώρο ανάμεσα στο κρεβάτι του Σπύρου και τον τοίχο. «Ξέρεις πως αυτά είναι τα αγαπημένα μου. Και επίσης», συνεχίζει αφού το σκέπτεται. «είχα και παρέα».
«Άσε», τον σταματάει ο Σπύρος, «ας μην μιλήσουμε καλύτερα για αυτό». Ελπίζει μονάχα να μην της μείνει κουσούρι της Θεοπούλας και αρχίσει να τους χαλάει τα πράγματα για να τα ξαναφτιάξει. Βγάζει τις παντόφλες του και κάθεται στο κρεβάτι, κοιτώντας τον Φώτη που έχει γονατίσει στο sleeping bag για να το στρώσει. «Είσαι σίγουρος για το sleeping bag;» ρωτάει. «Δεν θέλεις να πας στον καναπέ;»
«Όχι ιδιαίτερα», κάνει ο Φώτης. «Το προτιμάω εδώ».
«Επειδή ο καναπές είναι πιο βολικός», εξηγεί ο Σπύρος. «Γι' αυτό το λέω».
«Όχι, άστο καλύτερο». Ο Φώτης γυρνάει για να τον κοιτάξει. «Είναι θέμα... μήκους».
Για μια στιγμή ο Σπύρος ανασηκώνει το φρύδι του. Δίπλα του ο Φώτης, χώνεται μέσα στο sleeping bag και ακουμπάει προσεκτικά το κεφάλι του στο μαξιλάρι. Σηκώνει, προσεκτικά, το ένα χέρι και με δυο δάχτυλα ισιώνει το τσουλούφι. Α, σκέφτεται ο Σπύρος, αυτό εννοεί θέμα μήκους.
«Δεν χαλάει ούτως ή άλλως όταν ξαπλώνεις;» ρωτάει και ο Φώτης του ρίχνει ένα τρομοκρατημένο βλέμμα, τα δάχτυλα που βρίσκονται στο τσουλούφι του μπαίνουν τώρα προστατευτικά μπροστά του και το στόμα του είναι ανοιχτό. «Καλά, μην κάνεις έτσι», του κάνει ο Σπύρος, αγανακτισμένα. «Δεν θα στο ματιάσουμε κιόλας».
Αυτό κάνει τον Φώτη να μορφάσει, αλλά δεν απαντάει καθώς παρακολουθεί τον Σπύρο να χώνεται επίσης κάτω από τα σκεπάσματα, να γυρίζει το σώμα του για να κλείσει τον διακόπτη της λάμπας. Το δωμάτιο βυθίζεται στο σκοτάδι και τα μάτια του Σπύρου χρειάζονται λίγα δευτερόλεπτα για να συνηθίσουν τις σιλουέτες των πραγμάτων. Ο Φώτης έχει γυρίσει στο πλάι του για να τον κοιτάει. Χωρίς να το σκέφτεται τον μιμείται και ύστερα λέει:
«Είσαι σίγουρος για αυτό το σχέδιο με τις κάμερες;»
Έχει συνηθίσει αρκετά στο σκοτάδι ώστε να μπορεί να παρατηρήσει το ανασήκωμα των ώμων του. Το είχαν συζητήσει πριν, στο σαλόνι, με τα θολά χρώματα της τηλεόρασης να φωτίζουν τα πρόσωπα τους. Δεν είναι κακή ιδέα, μπορεί να παραδεχτεί ο Σπύρος. Δεν είναι καθόλου κακή ιδέα.
«Απόλυτα», τον διαβεβαιώνει ο Φώτης, η φωνή του ακούγεται σιγανή. «Θα δουλέψει».
Ο Σπύρος γνέφει καταφατικά. Εδώ έχουν δουλέψει άλλα και άλλα σχέδια τους – και άλλα δεν έχουν δουλέψει βέβαια. Πάντως δεν μπορεί παρά να παραδεχτεί πως ίσως να είναι σημάδι, από το Θεό, από κάτι τέλος πάντων: δεν γίνεται να βρέθηκαν στο σωστό σημείο την κατάλληλη στιγμή, πάνω από το σπίτι των αντρών με τα μαύρα, πάνω που είχαν ξεμείνει από στοιχεία. Και όμως, να – Αναρωτιέται τι θα έκανε εκείνος στη θέση τους, αν για παράδειγμα, νοίκιαζε η Αμαλία το διαμέρισμα της και με κάποιο γύρισμα της τύχης βρίσκονταν οι δολοφόνοι στη δική του πολυκατοικία. Πως θα είχε αντιδράσει; Η σκέψη αυτή είναι ίσως που τον κάνει να καταπιεί ξερά.
«Δεν φοβάσαι;» ρωτάει και παρακολουθεί τον Φώτη να διστάζει για λίγο.
«Προφανώς και ήταν τρομακτικό», παραδέχεται, η φωνή του ένας ψίθυρος, «ειδικά στην αρχή όταν χτύπησε το κουδούνι και είδαμε... αυτόν, από το ματάκι. Αλλά. Όχι», κάνει τελικά. «Δεν φοβάμαι. Δεν νομίζω πως χρειάζεται να φοβάμαι. Δεν έχουν λόγο να μας υποψιαστούν».
«Σωστά», απαντάει ο Σπύρος. Που να το φανταστούν και αυτοί, πως τα έφερε η τύχη. Νιώθει ένα γέλιο να μαζεύεται στο στομάχι του και αντί αυτού, φυσάει λίγο αέρα από τα ρουθούνια, κάνοντας τον Φώτη να ρωτήσει:
«Τι;»
«Τίποτε», λέει. Ρίχνει το κεφάλι του πίσω στο κρεβάτι. «Απλώς σκέφτομαι. Θέλεις να σου πω κάτι;» συνεχίζει τελικά, ένα χαμόγελο τραβάει λίγο την άκρη των χειλιών του. «Ούτε εγώ φοβάμαι».
Δεν το βλέπει αλλά μπορεί να ακούσει το χαμόγελο στα χείλη του.
«Το ξέρω», λέει ο Φώτης και το λέει με τέτοια σιγουριά που τον γεμίζει υπερηφάνεια. «Μπορώ επίσης να σου πω πως ήσουν πολύ ατρόμητος σήμερα». Γελάει. «Σαν λαγός».
Ο Σπύρος σκέφτεται εκείνη τη στιγμή στην πόρτα, να πατάνε το κουδούνι και να εμφανίζεται ο ψιλός στο κατώφλι – πως του είχαν κοπεί τα πόδια. Αλλά. Είχε καταφέρει να λύσει την γλώσσα του, ακόμη και αν ιδρώτας είχε μαζευτεί σε όλο του το σώμα, και να πει το ψέμα που έπρεπε να πει. Αυτή η ανάμνηση φέρνει και μια άλλη, λίγο καιρό πριν, σε ένα γήπεδο ποδοσφαίρου.
«Λίγους μήνες νωρίτερα», λέει, «Δεν ξέρω αν θα μπορούσα να το κάνω».
Το λέει με έναν τρόπο που ελπίζει να κάνει τον Φώτη να καταλάβει: εννοεί την απαγωγή τους. Εννοεί όταν βρέθηκε ξαφνικά με όλη εκείνη την ευθύνη στα χέρια του, να τους σώσει, να διαπραγματευτεί την απελευθέρωση τους. Θυμάται την καρδιά του σε εκείνη τη συνάντηση με τον Ανδρέα, πως χτυπούσε, πως κοπανούσε καλύτερα μέσα του. Θυμάται τον τρόμο που τον είχε πιάσει όταν τον κοίταξε με αυτό το απαίσιο, βάναυσο βλέμμα. Και παρόλα αυτά. Παρόλα αυτά, τα είχε καταφέρει. Ήταν ασφαλής όλοι τους: και η Ντάλια και η Αγγέλα και ο Φώτης.
«Ξέρεις, με άλλαξε», λέει.
Βλέπει τον Φώτη να κουνάει το κεφάλι του, συμφωνεί μαζί του. Συμφωνεί και είναι περήφανος συνειδητοποιεί ο Σπύρος και η συνειδητοποίηση τον γεμίζει ζέστη. Ύστερα ο Φώτης γελάει, σαν να σκέφτηκε κάτι και λέει.
«Τώρα, με τη νέα σου γενναιότητα», λέει, «ίσως να πας να μιλήσεις και σε καμιά κοπέλα».
Ο Σπύρος του ρίχνει ένα ερωτηματικό βλέμμα. Περίμενε να ακούσει διάφορες προτάσεις, αυτή; Σίγουρα όχι.
«Ποια κοπέλα;» κάνει, ξαφνιασμένος και ο Φώτης ανασηκώνει τους ώμους.
«Δεν ξέρω», λέει, λίγο αμήχανα. «Γενικά το λέω». Ένα-δυο δευτερόλεπτα. «Πάντως η γιαγιά σου με έπιασε το μεσημέρι και με ρωτούσε αν έχω καμιά ελεύθερη φίλη να σε γνωρίσω».
Αυτό κάνει τον Σπύρο να κοκκινήσει απότομα, από το λαιμό μέχρι τις κορυφές των αυτιών του.
«Αλήθεια;» ρωτάει, λιγάκι μόνο τρομοκρατημένος. «Αχ, Φώτη, συγγνώμη».
«Μην ζητάς – ».
Αλλά ο Σπύρος δεν τον ακούει, συνεχίζει να μιλάει, περισσότερο στον εαυτό του. «Πρέπει κάποια στιγμή να καταλάβει ότι με κοπέλες, δεν...» Αναστενάζει.
«Α». Αυτό το κάνει ο Φώτης. Γυρνάει να τον κοιτάξει και συνειδητοποιεί πως τον κοιτάει πίσω, λίγο πιο έντονα. Ακούγεται λίγο αμήχανος καθώς συνεχίζει την πρόταση, μετά από το επιφώνημα, που πρέπει να του βγήκε αυθόρμητα. «Άρα», λέει, μασώντας τις λέξεις, «εξακολουθεί να ισχύει... εκείνο. Ξέρεις, εκείνο που είχες πει στην αποθήκη».
Ο Σπύρος ανασηκώνει τα φρύδια.
«Το...;» πάει να πάει να πει, αλλά μετά καταλαβαίνει τι εννοεί ο Φώτης, τι θυμήθηκε. «Α, ναι». Γιατί να μην εξακολουθεί να ισχύει; Θυμάται λίγο πως είχε αντιδράσει ο άλλος άντρας: Μη χειρότερα. Χα, σκέφτεται ο Σπύρος και ύστερα χαμογελάει. «Εσύ εξακολουθείς να μην το καταλαβαίνεις;»
Ακούει τον Φώτη να γελάει, αλλά δεν είναι πραγματικό γέλιο, είναι λίγο άβολο. «Ίσως», παραδέχεται. «Λίγο». Δεν λέει τίποτε για μια στιγμή, αφήνει το χρόνο να κάτσει αμήχανα ανάμεσα τους και μετά καθαρίζει την φωνή του. «Εννοώ... έχεις δοκιμάσει μόνο με κοπέλες». Ανάσα. «Σωστά;»
«Κοπέλα», τον διορθώνει ο Σπύρος, «ναι».
Σιωπή για μια στιγμή ακόμη. Και ύστερα ο Φώτης τον εκπλήσσει επειδή λέει:
«Και με...» καταπίνει. «άντρα;»
Αυτό κάνει τον Σπύρο να διστάσει λίγο, δεν είναι πολύ εύκολο να φύγει, όλο αυτό το χρώμα που έχει μαζευτεί στο πρόσωπο του.
«... όχι», απαντάει, πάρα πολύ σιγά.
Μπορεί να ακούσει τον Φώτη να μετακινείται μέσα στο sleeping bag του, τον ήχο από το ύφασμα που αναδεύεται.
«Και τότε» ρωτάει, «πως ξέρεις πως δεν...;»
«Υποθέτω δεν το ξέρω», απαντάει ο Σπύρος λίγο απότομα.
Για μια στιγμή πέφτει μια αμήχανη σιωπή στο δωμάτιο. Μπορεί να ακούσει μονάχα τους ήχους του δρόμου, το περιστασιακό αυτοκίνητο, το μονότονο τικ-τικ από το ρολόι τοίχου, τις ανάσες τους, να αντηχούν στο χώρο. Ο Φώτης καθαρίζει τον λαιμό του για μια ακόμη φορά και ύστερα ανασηκώνεται μέσα στο sleeping bag, ώστε να σηκώσει όρθια την πλάτη του.
«Θα ήθελες;» ρωτάει και η ανάσα του ακούγεται κοφτή. «Να δοκιμάσεις εννοώ;»
Ο Σπύρος εκπλήσσεται λίγο να ακούσει την ίδια του τη φωνή καθώς απαντάει, ένα πολύ μικρό και ήσυχο ήχο.
«Ίσως», κάνει.
Μέσα στους ήχους του δωματίου μπορεί να ακούσει και την καρδιά του τώρα, στο λαιμό, στα αυτιά του. Τυλίγει τα δάχτυλα του στο σεντόνι και σφίγγει, ελπίζοντας η κίνηση να τον γειώσει. Πετάει κάπως, ακόμη και αν είναι μόνο το στομάχι του που νιώθει τον ίλιγγο. Ακούει ξανά κίνηση από την μεριά του Φώτη και ύστερα τον νιώθει να κάθεται δίπλα του. Το κρεβάτι βουλιάζει κάτω από το σώμα του και, σχεδόν πανικόβλητος, ο Σπύρος σηκώνεται, ακουμπάει την πλάτη του στο προσκέφαλο. Δεν έχει βγάλει ακόμη τα γυαλιά του και μπορεί να ξεχωρίσει καλά τα χαρακτηριστικά του προσώπου του Φώτη αλλά, συνειδητοποιεί πως δυσκολεύεται να τον κοιτάξει. Γλύφει τα χείλη του. Τα νιώθει τόσο ξερά.
Ο Φώτης ταλαντεύεται για μια στιγμή στη θέση του και ύστερα τον κοιτάει: πρώτα το χέρι του που είναι ακουμπισμένο ανάμεσα τους, μετά το στήθος του που ανεβοκατεβαίνει με μια ταχύτατη ανάσα, μετά τα χείλη του και τέλος στα μάτια.
«Δεν», λέει σιγανά ο Φώτης, οι λέξεις ίσα που ακούγονται. «Δεν χρειάζεται, αν δεν – »
«Όχι», τον διακόπτει ο Σπύρος και δεν πιστεύει τη φωνή του. «Είναι εντάξει».
«Εντάξει», συμφωνεί ο Φώτης.
Για μερικά δευτερόλεπτα δεν συμβαίνει τίποτε και ύστερα η παλάμη του Φώτη ακουμπάει στο λαιμό του. Το δωμάτιο είναι απίστευτα ήσυχο και ο Σπύρος τώρα μπορεί να ακούσει και την καρδιά του Φώτη να χτυπάει. Ξέφρενα. Ή, ίσως, να είναι και η φαντασία του. Δεν ξέρει τι ακριβώς περιμένει, δεν – Το πρόσωπο του Φώτη πλησιάζει το δικό του, λίγο-λίγο, διστακτικά και ύστερα τον φιλάει, πολύ, απίστευτα πολύ, μαλακά. Ο Σπύρος κλείνει τα μάτια του και σφίγγει την γροθιά του στα σεντόνια. Δεν ξέρει τι ακριβώς περίμενε, αλλά το φιλί είναι απερίγραπτα τρυφερό και κρατάει μόλις μερικά δευτερόλεπτα. Μέχρι να προλάβει να το συνειδητοποιήσει ο Φώτης έχει απομακρυνθεί – όχι πολύ, αναπνέουν ακόμη τον ίδιο αέρα.
«Λοιπόν;» ψιθυρίζει ο Φώτης, ύστερα από μερικά δευτερόλεπτα ησυχίας. «Είχε διαφορά;»
Στην πραγματικότητα ο Σπύρος έχει μείνει χωρίς λέξεις. Το στόμα του είναι ακόμη λίγο ανοιχτό και νιώθει το λαιμό του άδειο καθώς λέει:
«Ίσως». Καταπίνει. «Δεν ξέρω».
Παρακολουθεί τον Φώτη να διστάζει. Ανοίγει το στόμα του και ύστερα το κλείνει ξανά. Και ύστερα σαν από όνειρο, νιώθει το χέρι να πέφτει από το σβέρκο του και ο Φώτης κάνει να ανασηκωθεί, να φύγει από το κρεβάτι. Δεν ξέρει γιατί τον ταράσσει τόσο – η προοπτική, αλλά ο Σπύρος πετάγεται, κλείνει τα δάχτυλα γύρω από τον καρπό του και, αυτή τη φορά τον φιλάει εκείνος, λίγο πιο έντονα.
Μπορεί να νιώσει τον Φώτη να χαμογελάει.
Όταν απομακρύνεται, λίγα δευτερόλεπτα αργότερα, μπορεί να ακούσει τον Φώτη να γελάει. Μαλακά. Μπορεί και ευτυχισμένα.
«Να υποθέσω», λέει και μπλέκει τα δάχτυλα τους μαζί, πάνω στο σεντόνι. «Πως τελικά έχει διαφορά για τους άντρες;»
Δεν ξέρει πως να το εξηγήσει. Όχι, δεν ξέρει. Δεν ξέρει εκείνη τη στιγμή. Δεν νομίζει πως θα αντιδρούσε έτσι για κανέναν άλλον. Νιώθει το στέρνο του να μεγαλώνει για αυτόν, να απλώνει για να τον χωρέσει. Πως μπορείς να πεις κάτι τέτοιο; Κάτι τόσο ευάλωτο, κάτι τόσο τρυφερό, που αν το πιέσεις λίγο μπορεί να σπάσει; Πως μπορείς να κοιτάξεις κάποιον και να του πεις: Είσαι εσύ. Είναι για σένα. Είναι μόνο για σένα. Οπότε δεν λέει τίποτε. Μερικά πράγματα είναι πολύ εύκολο να τα καταπιείς υποθέτει. Ειδικά όταν έχουν τόσο απαλή σάρκα.
«Δεν ξέρω αν – » πάει να πει, επειδή πρέπει να το ξεκαθαρίσει: δεν ξέρει αν –
«Είναι εντάξει», τον διακόπτει ο Φώτης. «Θα το βρούμε».
«Είπες πως δεν είσαι σίγουρος αν το καταλαβαίνεις».
«Ίσως» συμφωνεί ο Φώτης και χαμογελάει. Και ο Σπύρος ξέρει τι είναι το χαμόγελο αυτό.
Είναι υπόσχεση.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top