2. Ρομαντικές Κομεντί, Σάκοι και Άλλα Παράλογα

Τίτλος: Ρομαντικές Κομεντί, Σάκοι και Άλλα Παράλογα 

Λέξεις: 1051

Σχέσεις: Αγγέλα Ιωακειμίδου & Φώτης Βουλινός 

Περίληψη: Τι και αν η Αγγέλα δεν θυμόταν πως συμπεριφερόταν την περίοδο που είχε αμνησία;

----

«Έφερα και τα ποπ κορν», λέει καθώς πηδάει στον καναπέ δίπλα στον Φώτη. Εκείνος παραμερίζει λίγο για να της κάνει χώρο, τα γόνατα τους να χτυπάνε. Καθώς προσπαθεί να τραβήξει την άκρη από την κουβέρτα, συνειδητοποιεί πως ο Φώτης την κοιτάει.

«Τι;» ρωτάει η Αγγέλα μαζεύοντας τα πόδια της στον καναπέ.

«Τίποτα». Κουνάει το κεφάλι του. «Μου έλειψες».

   Του χαμογελάει ένα χαμόγελο όλο δόντια και προτάσσει το μπολ προς το μέρος του. «Ποπ κορν;»

   Της χαμογελάει επίσης και ρίχνει λίγα από τα προσφερόμενα ποπ κορν στο στόμα του. Το χαμόγελο κρατάει για μερικά δευτερόλεπτα επειδή ύστερα αρπάζει μια χαρτοπετσέτα από το τραπεζάκι του καφέ και τα φτύνει.

«Τι έβαλες μέσα;» κάνει, ξαφνιασμένος.

«Τίποτε!» του απαντάει η Αγγέλα, απότομα. «Αλάτι».

«Αυτό δεν είναι αλάτι», απαντάει ο Φώτης, κάνοντας τη χαρτοπετσέτα μια μπάλα.

   Η Αγγέλα ανασηκώνει τα φρύδια. Της κουνάει το μπολ μέχρι να πάρει και εκείνη λίγα ποπ κορν από μέσα και να μορφάσει.

«Αυτό δεν είναι αλάτι», συμφωνεί. Ακουμπάει το μπολ στο τραπεζάκι, λίγο πιο απότομα από το φυσιολογικό. Ο Φώτης την κοιτάει. «Έ, εντάξει», του κάνει, «πως κάνεις έτσι; Και τα δύο λευκά είναι, δεν φταίω εγώ».

«Καλά», της λέει με το ύφος ανθρώπου που δεν είναι καλά. Και ύστερα σηκώνει το τηλεκοντρόλ από δίπλα του: «Τι θα δούμε;» ρωτάει. «Επειδή εγώ έχω μια ιδέα – »

«Εγώ», τον διακόπτει η Αγγέλα με μια κάθετη κίνηση, «επεισόδιο του Μαγκάιβερ δεν βλέπω ξανά».

   Την κοιτάει. Η Αγγέλα τον κοιτάει πίσω.

«Καλά, εντάξει», της απαντάει ηττημένος και ύστερα κουνάει το τηλεκοντρόλ προς το μέρος της, να της κάνει σήμα να σηκωθεί να διαλέξει.

   Με ένα ακόμη χαμόγελο νίκης, η Αγγέλα πηγαίνει και γονατίζει δίπλα στην τηλεόραση, εκεί που έχουν τις κασέτες χωμένες σε ένα παλιό κουτί παπουτσιών. Οι κασέτες από τα επεισόδια του Μακγάιβερ πιάνουν μια ολόκληρη κούτα στην ντουλάπα.

«Φώτη», κάνει η Αγγέλα, δαγκώνοντας τα χείλη της, καθώς βγάζει τις κασέτες από το κουτί. «Τι είναι αυτά;» Γυρνάει προς το μέρος του και διαβάζει: «Αυτό που θέλουν οι γυναίκες; Η εκδίκηση της ξανθιάς; Ζητείται πιστό αρσενικό;»

   Ο Φώτης ανασηκώνει τα φρύδια.

«Εσύ τι λες;» κάνει. «Δικές μου δεν είναι πάντως».

«Τις άφησε η Αμαλία πριν φύγει;»

   Τον παρακολουθεί να ανασηκώνεται στον καναπέ.

«Η Αμαλία δεν άφησε τίποτε πριν φύγει».

«Και τότε ποιανού είναι;» Γυρνάει μια στα χέρια της. Είναι αποκρουστικά ροζ. «Τις άφησε εδώ ο Σπύρος».

«Αγγέλα», κάνει σιγανά ο Φώτης, τονίζοντας την κάθε συλλαβή. «Δεν είναι δικές μου. Δεν είναι της Αμαλίας. Δεν είναι ούτε και του Σπύρου».

   Του ρίχνει ένα ερωτηματικό βλέμμα. «Και τότε ποιανού – ».

«Αγγέλα», τη διακόπτει ο Φώτης. Έχει γείρει μπροστά, λες και μόλις του ήρθε μια σημαντική επιφοίτηση. «Να σε ρωτήσω κάτι; Τι ακριβώς θυμάσαι από την περίοδο που είχες αμνησία;»

«Τι θα έπρεπε να θυμάμαι;» τον ρωτάει, ακουμπώντας τις κασέτες στο πάτωμα. Δεν την αρέσει αυτή η συζήτηση.

«Να, για παράδειγμα», λέει ο Φώτης, απαλά. «Το σάκο με τα ρούχα μέσα, θυμάσαι τι έχει;»

«Δεν είναι δικός μου ο σάκος», του απαντάει σμίγοντας τα φρύδια.

«Α». Ο Φώτης ανοίγει το στόμα του. «Α», κάνει ξανά. «Λοιπόν».

«Δεν είναι δικός σου ο σάκος;» τον ρωτάει η Αγγέλα.

«Όχι, δεν είναι δικός μου ο σάκος. Είναι τα ρούχα που πήρες μαζί σου από το νοσοκομείο».

   Για κάποιο λόγο αυτό είναι που την κάνει να σηκωθεί από το πάτωμα. Ρομαντικές κομεντί, σάκοι με ρούχα, θα την τρελάνει αυτός ο άνθρωπος. Κάνει στροφή εκατό ογδόντα μοιρών και χωρίς να περιμένει τον Φώτη να την ακολουθήσει, δρασκελίζει μέχρι το δωμάτιο. Όταν φτάνει και εκείνος στην πόρτα έχει ήδη ανοίξει τον σάκο και περιεργάζεται το εσωτερικό του.

«Τι είναι αυτά;» ρωτάει, βγάζοντας μια μπλούζα έξω. Είναι αηδιαστική.

«Ρούχα;» απαντάει ο Φώτης. Έχει πάρει ένα ύφος σαν να έφαγε κάτι ξινό.

«Το βλέπω». Κουνάει την μπλούζα προς το μέρος του. «Αλλά γιατί είναι έτσι;»

   Μορφάζει. «Τέτοια ζήτησες», κάνει τόσο σιγανά και γρήγορα που με δυσκολία τον καταλαβαίνει.

«Τι τέτοια;» Ανοίγει καλύτερο τον σάκο και βγάζει ένα φουστάνι, εμπριμέ. «Να τα κάνω τι; Ταπετσαρίες;»

«Να τα φοράς», τη διορθώνει με το μαλακό ο Φώτης. «Αγγέλα, όταν ξύπνησες – »

«Ναι».

«Ήσουν λίγο».

«Λίγο;»

«Αλλιώς».

«Αλλιώς;» επαναλαμβάνει η Αγγέλα, πετώντας το φουστάνι στο σάκο. «Τι σημαίνει αυτό;»

   Ο Φώτης καταπίνει «Λοιπόν, θα στο πω μια και έξω», λέει και ύστερα χωρίς να περιμένει αντίδραση: «Όταν ξύπνησες από το κώμα συμπεριφερόσουν σαν ψηλομύτα κυρία της καλής κοινωνίας».

   Η Αγγέλα ανοίγει το στόμα της. Κοιτάει το σάκο. Ύστερα το κλείνει.

«Τι;»

«Έκανες παράπονα στις νοσοκόμες για το φαγητό. Φορούσες αυτά τα ρούχα». Δείχνει το σάκο. «Κάλεσες την τροχαία στον απέναντι επειδή πάρκαρε το αυτοκίνητο του έξω από το γκαράζ. Και». Παίρνει μια ανάσα. «Αυτά τα καλλυντικά και οι κρέμες προσώπου στο μπάνιο, δεν είναι δικά μου».

«Μου – »

«Στο είπα για να μην σε ταράξω».

«Και γιατί δεν θυμάμαι τίποτε;» τον ρωτάει και ακούγεται μονάχα λίγο θυμωμένη.

   Ο Φώτης ανασηκώνει τους ώμους του. «Λογικά κάποιος ψυχολογικός μηχανισμός αυτοάμυνας».

   Τον κοιτάει για λίγο, και ύστερα, σαν άνθρωπος που μόλις του είπες πως η Γη είναι επίπεδη, κάνει:

«Πες μου ότι μου κάνεις πλάκα».

   Ο Φώτης γνέφει αρνητικά. «Συγγνώμη».

«Έβλεπα και ρομαντικές κομεντί;» ρωτάει, με ένα ύφος λες και έφαγε κλωτσιά στο στομάχι.

«Από ό,τι φαίνεται», απαντάει ο Φώτης. «Ήσουν ανυπόφορη».

«Σε παρακαλώ, πες μου ότι δεν έπιασα φιλίες με τη Μαριλένα – » Και το ύφος του πρέπει να είναι αρκετό, επειδή ρίχνει τους ώμους της: «Καλά, άσε, κατάλαβα. Έπιασα φιλίες και με τη Μαριλένα».

«Μην κατηγορείς τον εαυτό σου», της κάνει, χτυπώντας την μαλακά στον ώμο. «Ήταν το ατύχημα».

«Και πάλι...» λέει η Αγγέλα. Ύστερα πολύ προσεκτικά, βάζει τα ρούχα πίσω στον σάκο και τραβάει το φερμουάρ μέχρι να σιγουρευτεί πως δεν πάει άλλο. Τον μετακινεί λίγο με το πόδι της για να σπρώξει στη γωνία. «Αυτό το πράγμα», του λέει «αύριο φεύγει από το σπίτι».

   Ο Φώτης κουνάει το κεφάλι του και ύστερα την κοιτάει λίγο ντροπαλά: «Τις κρέμες προσώπου μπορούμε να τις κρατήσουμε;» και στο βλέμμα που του ρίχνει η Αγγέλα εξηγεί: «Κάνουν πολύ μαλακό το δέρμα μου».

   Όταν επιστρέφουν στο σαλόνι κάθεται πρώτη στον καναπέ, βαριά σαν βράχος και αφού ο Φώτης κάτσει δίπλα της, ακουμπάει το κεφάλι της στον ώμο του.

«Δεν μιλάμε ποτέ ξανά για αυτό, εντάξει;»

   Ο Φώτης γνέφει καταφατικά.

«Ποτέ ξανά».

   Ησυχία για μια στιγμή και ύστερα ο Φώτης λέει:

«Τελικά τι ταινία θα δούμε;»

   Η Αγγέλα ανασηκώνει τους ώμους. Τον νιώθει να μετακινείται καθώς της λέει:

«Αυτή πριν, με την ξανθιά, πως την είπες;»

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top