Κεφάλαιο 8°

°•Ποσες αγάπες έχουμε στη ζωή;•°

Τυμπάκι, 21 χρόνια πριν....

Στα χέρια κρατούσε λίγα μαραμένα μούσμουλα, στα μαλλιά είχε στολίσει ένα σπασμένο κοχύλι και καθισμένη στην ακρογιαλιά, άφηνε τα δάχτυλα των  ποδιών της να παίζουν με την αμμουδιά.
Λάτρευε εκείνο το πετρώδες χώμα που σαν το άγγιζε το βρεγμένο σου κορμί, έπεφτε καταχαμα και δε κολλούσε πάνω.

Η ψαριά δε πήγε τόσο καλά. 
Ο πατέρας της μαζεύτηκε νωρίς στο σπίτι και ξέροντας πως η μάνα της θα έκανε ετοιμασίες για το γλέντι, εκείνη αποφάσισε να φύγει.
Για τη Μελιά, εκείνη η χαρά των δικών της, ήταν απλώς θάνατος. Αγόρι δε υπήρχε στην οικογένεια και ποτέ δε κατάλαβε γιατί έπρεπε εκείνη να βρεθεί στη θέση ενός πλούσιου γάμου.

Η εικόνα του Στρατή ξεπρόβαλε στα μάτια της και ανατριχιασε από τη σιχαμαρα. Προτιμούσε να πεθάνει από το να παντρευτεί εκείνο τον άντρα. Κοντός, γύρω στα τριάντα πέντε και άσχημος. Όχι πως η ομορφιά είχε σχέση, και ωραίος να ήταν πάλι δε θα τον ήθελε. Η δική της η καρδούλα ήταν αλλού δοσμένη...
Άφησε τα μούσμουλα να πέσουν παραδίπλα, ξάπλωσε προς τα πίσω και κοίταξε τον ουρανο. Από τον κουρασμένο ήλιο, κατάλαβε πως έπιανε απόγευμα.

"Επίτηδες βρίσκεσαι στα λημέρια μου συνέχεια έτσι;" Η φωνή που άκουσε συνοδεύτηκε και από ένα ζευγάρι μάτια τα οποία στάθηκαν από πάνω της και τη κοίταξαν.

"Ορέστη!" Η Μελιά αναπήδησε αμέσως και σαν ελατήριο σηκώθηκε μονομιάς και όρμησε στα χέρια του. Το κορμί της σαν να ήταν πούπουλο, έφερε δύο στροφές γύρω γύρω ώσπου πάτησε ξανά κάτω. "Που ήσουν; Μια βδομάδα έχω να σε δω..." χάιδεψε απροκάλυπτα τα ζουμερα του χείλη και ύστερα ξεκούρασε το χέρι της, στο τραχύ του μάγουλο. Ίσως δεν είχε μακριά μούσια, μα ήταν κοντοκουρεμένα και της άρεσε έτσι όπως γαργαλουσαν τη παλάμη της.

"Πήγα ως τις Μοίρες. Ξέρεις πως ο πατέρας μου, πεθαίνει Μελιά μου και ύστερα και από το θάνατο της μάνας μου, μόνο εμείς θα μείνουμε. Ήθελε να μας δείξει τα χώματα μας πριν κλείσει τα μάτια..."

"Λυπάμαι..."

"Μη λυπάσαι. Από τη μέρα που έφυγε η μάνα μου ήξερα πως δε θα αντέξει ούτε δύο μήνες... Καλύτερα να πάει να τη βρει..."

"Και θα μείνετε μόνοι με το Σήφη; Γιατί δε πάτε στους δικούς σας;"

Ο Ορέστης γέλασε ήρεμος

"Δικοί μας ομορφιά μου, είναι τα πόδια μας και τα χέρια μας... Θα βολευτουμε. Ο Σήφης αν και μικρός τα καταφέρνει καλά. Μην αγχώνεσαι... Αδά να σε 'χω κι όλα θα τα κάνω. Όσο βαστούν αυτά τα χέρια θα δουλεύω..."Η Μελιά σκοτείνιασε "Ήντα έπαθες και γέμισες νερά στα μάτια σου ξαφνικά;"

"Αποφάσισαν να με παντρέψουν..." Σαν του ανακοίνωσε τα μαντάτα ο Ορέστης έβαλε τα γέλια "Μη γελάς! Σοβαρά σου μιλάω... Πράμα δεν κατάφερα να φάω από προχθές... Έχω τρελαθεί"

"Ποιος σε παντρεύει; Μόνο ένας κουζουλος θα τολμούσε να το κάνει..."

"Ο πατέρας μου Ορέστη... Δε πάνε καλά οι δουλειές και θέλει να με δώσει στον Στρατή το χασάπη... Έχει λεφτά και..."

"Σσς..." χάιδεψε τα χείλη της και εκείνη σώπασε. Τα δάχτυλα του μπρος στο στόμα της ήταν τεράστια και εκείνη καρδιοχτυπησε "Στις δώδεκα ακριβώς να μου είσαι έτοιμη σήμερα..."

"Ορέστη μου ήντα λες!"

"Αυτό που κατάλαβες.." είπε χαμογελαστός

"Και πως..."

"Μη σε νοιάζει το πως. Δε θα αφήσω ένα μπάρμπα να σε ακουμπήσει! Άκου εκεί με το Στρατή! Σε λίγο θα πιάσει τα σαράντα και ούτε ντράπηκε να ρίξει βλέμμα σε ένα κοριτσάκι που δεν είναι ούτε δεκαοχτώ!"

"Αλήθεια θα έρθεις να με πάρεις;"

"Στο λόγο μου, Μελιά μου! Τίποτα μη πάρεις μόνο μια αλλαξά ρούχα και τα άλλα θα στα προσφέρω όλα γω!!!" της χαμογέλασε τόσο τρυφερά και εκείνη έβαλε τα κλάματα "Τώρα γιατί μου κλαίς;"
Σαν τη ρώτησε έκλαψε περισσότερο ώσπου έπιασε στις χούφτες του το προσωπάκι της και σκούπισε τα δάκρυα
"Για το Θεό, μη μου κλαίς..."

"Στο χωριό λένε πως είσαι ο αγέλαστος Ορέστης... Μα εμένα μου γελάς καμία φορά..." είπε με παράπονο και εκείνος αναστεναξε βαθιά και την αγκάλιασε σφιχτά

"Όταν μάθαμε τρία χρόνια πριν η μάνα μου έχει καρκίνο, έχασα τη ζωή μου Μελιά μου... Ξέρεις η μάνα λένε πως είναι η γυναίκα σταθμός στη ζωή κάθε άντρα πριν γνωρίσει τη γυναίκα που θα τον συγκλονίσει... Εκείνη που θα καταφέρει να σταθεί αντάξια ενός τόσο δυνατού δεσμού... Σαν μάθαμε πως πεθαίνει με τι καρδιά να στολίσω αυτά τα χείλη με χαμόγελο μου λες; Πως να γελάσει η καρδιά μου; Γελάς μόνο όταν νιώθεις βαθιά στα σωθικά εκείνο το σκίρτημα..εκείνο το τσίμπημα που δε το ορίζεις και ούτε το ελέγχεις..."

"Ίσως δε μου γελάς συχνά, μα το έχεις κάνει... Αυτό μου δίνει ελπίδα... Θα κάνω τα πάντα να επαναφέρω το χαμόγελο στο πρόσωπο σου... Είσαι τόσο γλυκός όταν γελάς μέσα στην αγριαδα σου...Θέλω να σε βλέπω να γελάς. Για όσο θα ζω, θέλω απλά να εισπράττω αυτή την εικόνα... Ότι κι αν γίνει... Ο κόσμος κι αν χαλάσει θέλω τα χείλη σου, να μου γελούν..."

"Στις δώδεκα να είσαι έτοιμη στο παραθύρι σου..." Η φωνή του ήταν σταθερή και βγάζοντας τη από την αγκαλιά του, τη κοίταξε κατευθείαν στα μάτια. Είχε ένα τρόπο να αγγίζει τη ψυχή σου το βλέμμα του... Της άφησε ένα απαλό φιλί στο μέτωπο, χαμογέλασε συγκρατημένα τούτη τη φορά και έφυγε...

*********

"Το κεφάλι μου κοντεύει να σπάσει..." Είχε περασμένη στα δάχτυλα την εσοχή από το φλιτζανακι του καφέ και η μυρωδιά του σκέτου ελληνικού, ήταν απλωμένη σε όλη τη κουζίνα. Η μάνα της από την άλλη, ήταν καθισμένη απέναντι της, και τη κοιτούσε σοβαρή.

"Μα κατεβάζεις δύο μπουκάλια Μπρούσκο;! Αμάν βρε κορίτσι μου! Αλλά δε φταίει κανείς, αυτός ο σέφτελος ο Γιώργης φταίει που νόμιζε ότι είσαι ο κυρ Σωτήρης από το καφενείο που αδειάζει το τσίπουρο σαν νεράκι!"

"Μη φωναζεις μωρέ μαμά... Μαζί πιναμε.. Δε φταίει ο Γιώργης. Απλά άκουγα και άκουγα και..." η Αρετή έκανε μια παύση και τη κοίταξε κουνώντας το κεφάλι "Πότε είχες σκοπό να με ενημερώσεις για όλα ρε μάνα; Από το πρώτο λεπτό έπρεπε να τα ξέρω..."

Η Λενιώ δεν ήξερε πόσα πρόλαβε και της είπε ο Γιώργης πριν τη πιασει το κρασί.. Του είπανε βέβαια να την ενημερώσει αλλά και πάλι, το άφησαν πάνω του γιατί ο Ορέστης πίστευε πως ήξερε καλά πως να τα πει.

"Δεν ήθελα να σε φοβισω με ιστορίες αγάπη μου... Πόσο μάλλον όταν μου είπες ότι πέρασες και εσύ δύσκολα..."

"Αυτό δεν είναι φόβος μαμά!" Η Αρετή αναστεναξε "Πως είναι δυνατόν να σου φερθηκαν με τόσο σκληρό τρόπο;"

"Ο τόπος από μόνος του, είτε σκληρός θα είναι είτε ονειρεμένος... Για το κάθε άνθρωπο λειτουργούν διαφορετικά τούτα τα χώματα κορίτσι μου..."

"Απλά μου φάνηκαν αδιανόητα τα όσα μου είπε... Σε προσέχει;" τη ρώτησε και η Λενιώ κατάλαβε αμέσως τι εννοούσε

"Για να με βλέπεις ζωντανή, ναι... Είναι ένας άντρας που πέρασε εξίσου αρκετά κόρη μου... Πάνω από όλα ανάμεσα μας υπάρχει σεβασμός και κατανόηση σε όλους τους τομείς... Και οι δύο χηρεψαμε νέοι. Και οι δύο παντρεύτηκαμε εξίσου νέοι... Γίνανε πολλά τότε και ένας θεός ξέρει πως καταλήξαμε μαζί. Μα το σίγουρο είναι ένα... Αν δεν τον γνώριζα και δεν έμπαινε στη ζωή μου, τώρα σίγουρα δε θα ήμουν στα πόδια μου..." Η Λενιώ αναστεναξε πολύ βαθιά και σηκώθηκε. "Θέλω απλά να προσέχεις. Ναι, είναι αίμα σου, αλλά πίστεψέ με μπροστά σε εξουσία και προσωπικά θέλω, τούτη η φάρα δεν υπολογίζει το αίμα..." την ακούμπησε απαλά στον ώμο και πήγε προς τη πόρτα "Πιες το καφέ σου. Θα πάω ως την εκκλησία γιατί γυρίζει σήμερα ο παπάς και θα έρθω αργότερα. Συγνώμη αν δε σε προειδοποίησα εξ αρχής μα κάλιο αργά παρά ποτέ... Ξάπλωσε να περάσει το κεφάλι σου , έχει και ζεστό νερό να πλυθείς αν θέλεις. Ο Ορέστης και οι υπόλοιποι θα έρθουν αργά. Έχουν λίγη δουλειά σήμερα"

Η Λενιώ έφυγε και η Αρετή κάθισε σκεπτική κοιτώντας το καφέ της.
Είχε άσχημη εμπειρία από τη βία γενικότερα και στην ιδέα να θέλει κάποιος να τη πλησιάσει είτε να τη βλάψει, ένιωθε το αίμα της να βράζει.
Ετριψε τους κροτάφους της απαλά και έβγαλε μια ανάσα από τα στήθη της. Κούνησε το κεφάλι να διώξει τη σκέψη του πηγαδιού και ήπιε λίγο από το καφέ της ντροπιασμένη. Έβαλε όντως το δάχτυλο της πάνω στο λαιμό του άντρα της μάνας της; αναρωτήθηκε μπερδεμένη και μόνο στη σκέψη κοκκινησε. Για κάποιο λόγο απο τη πρώτη στιγμή που τον είδε όταν την έσωσε στο έλος, η εικόνα του, δημιουργούσε ανάμεικτα συναισθήματα μέσα της. Παρόλα αυτά, μόνο ντροπή ένιωθε κατά βάθος.
Ίσως ήταν απλά οικειότητα...
Κάποτε ο καθηγητής ψυχολογίας είχε πει πως μερικοί άνθρωποι χωρίς να τους ξέρουμε μας κάνουν και νιώθουμε οικειότητα. Απέδωσε τα συναισθήματα της σε αυτό και σηκώθηκε. Τρεις μέρες τώρα ανέβαλε συνεχώς να πάρει τις φίλες της. Τη Κλάρα τουλάχιστον που ήταν και πιο κοντά...
Ίσως λίγη κουβέντα να της έκανε καλό και εκτός αυτού ήταν η μόνη που εμπιστεύονταν βαθιά.
Σηκώθηκε , έβαλε το φλιτζάνι στο νεροχύτη και κίνησε για το δωμάτιο της αδειάζοντας συνάμα το κεφάλι της από κάθε σκέψη...

********

"Ψιτ! Ει! Γιώργη..." Γύρισε το κεφάλι του και κοίταξε το γνωστό μαντήλι να αιωρείται πίσω από την ελιά που είχαν στο χωράφι. Στριφογύρισε αμέσως το βλέμμα και πλησίασε. Μόνο για αυτά δεν είχε όρεξη τη δεδομένη. Έφαγε που έφαγε κατσαδα από το πατέρα του για τα μπουκάλια που άδειασαν με την Αρετή, και το τελευταίο που ήθελε ήταν την Στρατούλα να γκρινιάζει.
"Γιώργη!" Ξαναφωναξε και εκείνος αφήνοντας κάτω το λάστιχο, έριξε ένα βλέφαρο να δει αν έρχεται ο Σήφης η ο πατέρας του και πλησίασε

"Πόσες φορές σου είπα να μην ερχεσαι στο οινοποιείο μωρέ Στρατούλα;"

"Αμάν μωρέ ! Ανησύχησα! Έχω να σε δω τρεις μέρες!"

"Λες να έπαθα κάτι και να μη το ήξερες; Τα κακά μαντάτα μαθαίνονται πρώτα!"

"Τώρα γιατί είσαι επιθετικός;" του παραπονέθηκε

"Γιατί αν σε δει κανένα μάτι εδώ θα έχουμε θέματα!"

"Εγώ παίρνω τι ρίσκο νομίζω!"

"Στρατούλα πήγαινε σε παρακαλώ... Έχω ήδη αρκετό πονοκέφαλο.."

"Γιατί;"

"Γιατί έτσι... Πονοκέφαλος είναι, έρχεται και φεύγει!"

"Μη μου μιλάς τόσο απότομα.."

Η Στρατούλα ξεπρόβαλε ολόκληρη και εκείνος πιάνοντας τη απαλά από το μπράτσο την ώθησε ξανά πίσω απ' τη τεράστια ελιά

"Τρελάθηκες; Τι βγαίνεις έτσι;"

"Απλά μου έλειψες..."

"Τι σου έκανα;"

"Αυτό που άκουσες! Κακό είναι; Θέλεις να πάμε βόλτα σήμερα με το άλογο; Μου το χρωστάς..."

"Δε μπορώ"

"Γιατί; Αφού οι δικοί σου είναι εδώ..."

"Και τι με αυτό μωρέ; Να μη βοηθήσω;"

Η Στρατούλα κατσουφιασε

"Με αποφεύγεις..." είπε σιγανα και εκείνος ξεφυσησε

"Τώρα αυτό από πού το συμπερανες και γιατί να σε αποφεύγω;"

"Δε ξέρω... Συμβαίνει κάτι;"

"Σαν τι να συμβαίνει; Μήπως το γεγονός πως ο αδερφούλης σου τριγυρίζει με τα σιδερικα και το παίζει άντρας μαζί με το Κυριάκο;" αποκρίθηκε εκνευρισμένος "Κοίτα Στρατούλα... Αν γίνει κάτι, εγώ δε θα διστάσω να τον σκοτώσω εν ψυχρώ " παραδέχθηκε και εκείνη άνοιξε διάπλατα τα μάτια της "Για αυτό σου λέω... Άστο να πάει στο διάβολο και πήγαινε σπίτι σου"

"Για την Αρετή έτσι;"

"Ποια Αρετή! Μόνο αυτή ειναι το πρόβλημα;!"

"Ναι! Αν δεν ερχόταν δε θα είχατε θέμα! Σωστά; Το είδα στο φλιτζάνι... Με ένα Άλφα παιδευεται η καρδιά σου... Μη ξεχνάς όμως πως είναι αδερφή σου!" Της ξέφυγε θυμωμένα και εκείνος κούνησε πάνω κάτω το κεφάλι

"Στρατούλα φύγε για θα με δεις όπως δε με έχεις ξαναδεί. Πηγές και σε καφετζού τώρα; Είκοσι χρονών κορτσούδι κάνεις όσα κοροϊδεύω;"

"Γιώργη εγώ δεν..."

"Άστο..." Γύρισε τη πλάτη του και απομακρύνθηκε. Ήξερε καλά ποια ήταν η καφετζού και ήταν γνωστή στο χωριό μα δε περίμενε ποτέ πως η Στρατούλα θα έπεφτε τόσο χαμηλά. Εκτός αυτού, ποτέ δε της είπε ότι τη βλέπει με διαφορετικό τρόπο. Ναι, ήταν μαζί από παιδια αλλά αυτό δε σήμαινε τίποτα. Η Στρατούλα ήταν όμορφη κοπέλα, καλή και ευγενική συγκριτικά με τις άλλες αλλά και να ήθελε να τη δει διαφορετικά υπήρχαν αρκετοί παράγοντες για να τον αποτρέψουν.
Παρόλα αυτά όμως, δεν ήξερε γιατί θύμωσε τη προκειμένη ...
Θύμωσε γιατί του είπε ότι πήγε στη Νικολέτα η θύμωσε γιατί ίσως να είχε δίκιο;

Η Αρετή ήταν αδιαμφισβήτητα πανέμορφη. Εκτός όμως από την ομορφιά της, είχε ένα σπινθηροβόλο χαρακτήρα και φάνηκε στις εκφράσεις της καθώς της μίλαγε για το παρελθόν. Ήταν τόσο παθιασμένες...
Μέχρι και ο θυμός της, έμοιαζε εκτός ελέγχου. Θαρρείς κι αν ήταν στο χέρι της θα πήγαινε στην Αθηνά και θα της έδινε ένα μάθημα. Του άρεσε αυτό πάνω της... Όλη εκείνη η ένταση έβγαζε μια γλύκα μα καταβαθος ήξερε καλά πως έπρεπε να κλείσει τούτο το παραθυράκι που άνοιξε στο μυαλό του για πολλούς λόγους εξίσου.

Έπιασε το λάστιχο και γυρίζοντας είδε τη Στρατούλα να απομακρύνεται με το κεφάλι κάτω.

"Γιώργη!" Τη προσοχή του τράβηξε ο Σήφης

"Τι είναι;"

"Δε πας να φέρεις τις εφεδρικές βαλβίδες γιατί από τη δεξιά μηχανή, μπουκωσαν; Αυτές που έχουμε εδώ σκουριασαν και οι άλλες είναι σπίτι"

"Τώρα; Δε μπορεί να περιμένει; Όπου να ναι έρχεται και ο Κωνσταντής"

"Βασικά άστο. Θα δω. Κάτσε να ξεφορτώσει ο πατέρας σου τα μπουκάλια και βλέπουμε. Θέλω και κάτι πράματα από το σπίτι.."

"Έγινε!" ο Γιώργης επέστρεψε στη δουλειά και εστίασε σε αυτή. Δεν είχε νόημα να σκέφτεται τίποτα παραπάνω τώρα... Ότι κι αν σκεφτόταν παραπάνω μόνο κακό θα έφερνε ...

*******

"Αλήθεια όλα είναι καλά. Εσύ σίγουρα δεν έχεις προβλήματα με την Αντέλα πάλι; Τι; Ναι μωρέ Κλάρα... Ίσως μάλιστα μπορέσεις να έρθεις και για διακοπές..Μόνο μη σου ξεφύγει σε κανένα τίποτα! Ούτε στη θεία μου εντάξει;" Η Αρετή περπατούσε στο δωμάτιο έχοντας το κινητό της κολλημένο στο αυτί. Έβγαζε τα ρούχα της και τελικά η σκέψη να κάνει ένα ντουζ και να πάρει τη φίλη της, ήταν η καλύτερη. "Πως; Και γιατί; Δε φταίει κανείς άλλος! Εσύ φταις! Πόσες φορές σου είπα να μη δίνεις θάρρος στο Τζέισον; Εκτός αυτού, γενικά σου είπα να προσέχεις με τα αγόρια στη κοινότητα! Δεν είδες τι έγινε με το Νίκολας;" Πήγε προς το παράθυρο για να κλείσει τη κουρτίνα όταν ξαφνικά έπιασε μια κίνηση στα δέντρα "Κλάρα μισό λεπτό..." Κατέβασε το ακουστικό και προσπάθησε να καταλάβει μα ήταν αδύνατο. Το αγροτικό έλειπε κι αν ερχόταν σίγουρα θα το άκουγε και η μάνα της είπε θα επιστρέψει αργά το απόγευμα. "Να σε πάρω σε λίγο; Τι; Όλα καλά απλά θέλω να ελέγξω κάτι... Έγινε! Και εγώ σαγαπω! Να προσέχεις!" έκλεισε το τηλέφωνο και πιάνοντας το πλυμένο γαλάζιο φόρεμα που φορούσε τη πρώτη μέρα , το πέταξε πάνω της  στα γρήγορα και φόρεσε παντόφλες. Έβγαλε τη πετσέτα από τα μαλλιά και δίχως να το πολυσκεφτει κατέβηκε κάτω. Κάποιος ήταν στη πίσω μεριά του σπιτιού και ούτε την ένοιαξε που ήταν μόνη. Ήταν τόσο θυμωμένη μέσα της που ο φόβος την απασχολούσε λιγότερο.

Κατέβηκε κάτω και πηγαίνοντας στη κουζίνα βγήκε γρήγορα από τη μπαλκονόπορτα. Στη πίσω μεριά ήταν η αποθήκη καθώς και πολλά δέντρα ολόγυρα. Υπήρχαν αρκετά παλιά εργαλεία, ένα τρακτέρ, μερικά τεράστια βαρέλια καθώς και πολλές κάσες με μπουκάλια. Έριξε ένα βλέμμα στα πιο κοντά και ύστερα μικραίνοντας τα μάτια της προσπάθησε να δει προς τα δέντρα. Ήταν σίγουρη πως είδε μια ανθρώπινη φιγούρα να τριγυρίζει και ξέροντας πως η πίσω μεριά είχε περίφραξη γιατί εβγαζε σε ρέμα, σίγουρα δεν ήταν εκεί τυχαία.

Άρχισε να περπατάει προς τα δέντρα έχοντας τα μάτια της δεκατέσσερα όταν αξαφνα έπιασε κίνηση από πίσω της.

"Ποιος είναι εκεί;!" Γύρισε αμέσως μα δεν είδε κανένα. Δεν είχε σκοπό να αφήσει κάποιον να της προκαλέσει φόβο ξανά στη ζωή της. Έσφιξε τις γροθιές της και σαν ξαναγύρισε από την άλλη, πετάχτηκε άθελά της ολόκληρη προς τα πίσω

"Δεν ήθελα να σε τρομάξω!!" Είδε δύο χέρια τεντωμένα προς το μέρος της και ένα γνώριμο πρόσωπο σαν ανακαθισε η τρομάρα.

"Τι δουλειά έχεις εδώ;"

"Χάθηκα και..."

"Χάθηκες; Σε ένα χωριό που μεγάλωσες να υποθέσω χάθηκες;" Τον ειρωνεύτηκε σοβαρή και ο Κυριάκος ανασηκωσε τα φρύδια του

"Καλά. Ίσως δε χάθηκα..."

"Φύγε αμέσως!"

"Ήρθα να ζητήσω συγνώμη... Είδα που έλειπε η μάνα σου και οι άλλοι σίγουρα είναι στα κτήματα και.."

"Δεν με ενδιαφέρει... Φύγε" ήταν κόφτη και σίγουρη στο λόγο της ενώ σαν έπιασε το βλέμμα του να χαμηλώνει στο στήθος της και κατάλαβε πως τα βρεγμένα της μαλλιά είχαν μουσκεψει το ύφασμα, έβαλε τα χέρια της μπροστά και έκανε ένα βήμα πίσω.

"Λίγο μόνο να σου μιλήσω...Με.. με παρεξηγησες..." Ο Κυριάκος προχώρησε λίγο προς το μέρος της και εκείνη οπισθοχώρησε εκ νέου. "Μη με φοβάσαι. Δε θα έκανα ποτέ κακό στη ξαδέρφη του Ζήση... Ήθελα απλά να ζητήσω συγνώμη για την απρεπη συμπεριφορά μου"

"Ωραία. Ζήτησες και τώρα φύγε"

"Έτσι;"

"Θέλεις και παράσημο μήπως για τη τόλμη σου; Φύγε σε παρακαλώ! Στο είπα ήδη τέσσερις φορές!"

"Γιατί δεν έρχεσαι να πάμε μια βόλτα να σου μιλήσω;" Άπλωσε το χέρι του προς μέρος της και εκείνη έξαλλη κατέβασε τα χέρια από το στήθος και σήκωσε το χέρι προς τα πίσω του

"Από εκεί είναι η έξοδος!" τσιριξε σχεδόν "Δε θέλω καμία σχέση μαζί σου! Αν δε φύγεις θα καλέσω τους δικούς μου!" χρησιμοποίησε κάτι που ίσως έπιανε όταν την ίδια στιγμή ακούστηκε να μαρσαρει δυνατά η μηχανή από το αγροτικό στη μπροστινή πλευρά. Το βλέμμα του Κυριάκου έπεσε αμέσως προς το δρομάκι που εβγαζε μπροστά

"Φεύγω αλλά όταν θέλω κάτι να ξέρεις το παίρνω... Πόσο μάλλον όταν αυτό το κάτι μου αντιστέκεται..." είπε σιγανα κάνοντας μερικα βήματα προς τα πίσω  "Θέλω απλά να με αφήσεις να σου δείξω πως κακώς με πήρες με στραβό μάτι και..."

"Αρετή;" στο άκουσμα της φωνής του φτερούγισαν τα μέσα της ενώ για τον Κυριάκο συνέβη το αντίστροφο. Ασπρισε ολόκληρος και κάνοντας μεταβολή έτρεξε μέσα στα δέντρα. Σαν τον είδε να φεύγει έκλεισε τα βλέφαρα της και ξεφυσησε βαθιά. Ξεχασε και το θυμό, ξέχασε και τα νεύρα , ξέχασε και το ότι την άφησε στο δασάκι. Η φωνή του και μόνο τη δεδομένη ήταν σαν μάνα εξ ουρανού.

"Πίσω είμαι Ορέστη...!" φώναξε ελαφρά ώσπου τον είδε να ξεπροβάλει από τον δρομάκι. "Εδώ!" σήκωσε το χέρι της κάνοντας του νόημα

"Τι δουλειά έχεις έξω με.." Σαν πλησίασε και την είδε έσμιξε τα φρύδια του "Γιατί είσαι μούσκεμα;" Τα χέρια της αγκαλιασαν αμέσως το στήθος από ντροπή και κοκκινησε

"Νόμιζα... Εμ, έκανα μπάνιο και... Και νόμιζα πως είδα κάτι και απλά... Δε ξέρω. Δε σκέφτηκα και απλά κατέβηκα όπως όπως.." η απόφαση να του κρύψει όσα έγιναν θεώρησε πως ήταν η καλύτερη για να αποτρέψει κάποιο καυγά. Το τελευταίο που ήθελε ήταν να ανοίξει ένας εξαιτίας της.

"Πήγαινε να αλλάξεις..."

"Ορέστη;" Η φωνή της μαλάκωσε και ένας κόμπος έφτασε στο λαιμό της "Με συγχωρείς αν εγώ νωρίτερα... Εμ..."
Ήθελε τόσο να ζητήσει συγνώμη μα ντρεπόταν ακόμα κι αυτό να κάνει έτσι όπως ήταν "Δεν ήθελα να..." ο Ορέστης έκανε δύο μεγάλα βήματα, στάθηκε μπροστά της και εκείνη όχι απλά κοκκινησε αλλά ξεπέρασε κάθε άλλη φορά. Ένιωσε πως δεν ήταν ένα από τα απλά συνηθισμένα κοκκινισματα της αλλά πως φλέγονταν εκ των έσω. Στο επόμενο βήμα του, εκείνη οπισθοχώρησε. Τρία ακόμα βήματα και τον είδε να απλώνει το χέρι και να ανοίγει τη πόρτα της κουζίνας.
Σαν αντιλήφθηκε η Αρετή πως περπατούσε απλώς προς τη πόρτα και εκείνη στεκόταν ανάμεσα ένιωσε τέρμα ηλίθια

"Μπες μέσα και άλλαξε..." της είπε ήρεμος και εκείνη κούνησε πάνω κάτω το κεφάλι. Ήταν τόσο δυναμικός ο τόνος του που δεν άφηνε περιθώρια. Όχι τώρα. Από τη πρώτη τους στιγμή ήταν τέρμα χειριστικος αλλά όχι με κακό τρόπο. Ήταν σαν οι λέξεις που σου έλεγε να έβρισκαν απευθείας στόχο και εσύ έπρεπε να κανεις αυτό ακριβώς που προσταζε. Είχαν απίστευτη επίδραση πάνω της. "Μόνη σου ήσουν;" τη ρώτησε μόλις πάτησε το πόδι της στη κουζίνα

"Ναι..." του είπε σιγανα

"Μάλιστα..." Αν και είχε πυκνά μούσια ήταν σίγουρη πως είδε τα σαγόνια του να τρίζουν.

"Ο Γιώργης θα αργήσει;"

"Γιατί ρωτάς;"

"Τίποτα ήθελα κάτι να του πω..."

"Το βράδυ"

"Καλά..." Η Αρετή ξεροκαταπιε. Σίγουρα θα το έλεγε στο Γιώργη. Εκτός αυτού εκείνος ήταν πιο δεκτικός και σίγουρα θα τη συμβούλευε αναλόγως. Σε καμία περίπτωση όμως δεν ένιωθε ότι ο Ορέστης έπρεπε να μάθει.
"Φεύγω... εγώ εννοώ πως ... Πάω πάνω ..."

Σαν απάντηση ο Ορέστης έκλεισε τη πόρτα και εκείνη γύρισε και έφυγε. Παρατηρούσε σαν γεράκι κάθε της βήμα και μόλις την είδε να ανεβαίνει τη σκάλα για τον επάνω όροφο, γύρισε και κοίταξε προς τα πίσω...
Έβαλε τα χέρια στη μέση, έκανε μερικά βήματα και έπειτα έβγαλε το κινητό του.

"Έλα... Όχι. Δε πήρα τίποτα ακόμα. Ο Κυριάκος ήταν εδώ...Δε ξέρω.  Τον είδα σαν άφησα το αμάξι. Φυσικά και όχι! Θα του τα έκοβα από τη ρίζα..." Η Αρετή είχε δίκιο. Τα σαγόνια του όχι απλά ετριζαν μα ήταν έτοιμα να σπάσουν. "Ξεκίνα με ότι έχεις... Χρωστάω μια επίσκεψη και έρχομαι" ο Ορέστης έκλεισε το κινητό στα μούτρα του Σήφη και αφήνοντας στην άκρη το λόγο για τον οποίο επέστρεψε, πήγε στο αμάξι.
Έπρεπε να θέσει κάποια όρια άμεσα πριν βγουν εκτός ελέγχου και τα δικά του παντελόνια ήταν αρκετά βαριά για να πάει κατά μέτωπο σε αυτούς...

🙄😏🙄😏

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top