Κεφάλαιο 5°
°•Μια νέα αρχή, ένα νέο ξεκινημα... και πολλά χρόνια πίσω ... Καμία φορά το μέλλον αρχίζει πρώτα από το παρελθόν και οδεύει με αυτο είτε σου αρέσει, είτε οχι.... •°
"Που πήγε ο Κυριάκος;" Ο Ζήσης έριξε κάνα δυο ματιές δεξιά και αριστερά μα δε κατάφερε να τον εντοπίσει. Η Στρατούλα μιλούσε με τη Μαριάνθη απέναντι, η Δέσποινα προφανώς εκνευρισμένη από κάτι, τους είχε γυρισμένη την πλάτη , ενώ σε μια γωνιά, είδε και την Αναστασία η οποία απέφευγε ακόμα και να τον κοιτάξει. Ήταν σίγουρος πως δεν υπήρχε περίπτωση να φανούν οι Ραγιάδες και ίσως αυτός να ήταν ο λόγος που η απουσία του Κυριάκου ήταν έντονη.
"Να κεράσω άλλη μια;"
"Όχι, Δημήτρη να είσαι καλά αδερφέ! Να σου ζήσει η Μαριώ!"
"Ευχαριστώ ρε Ζήση! Μας έβγαλε τη ψυχή αλλά το παντρεψαμε το μικρό! Τώρα σε λίγους μήνες θα πάρω και εγώ σειρά!"
"Βρήκες τη νύφη;"
"Η μάνα μου επιμένει πως η Όλγα, η κόρη της Γιιωργουλας, λιώνει. Όμορφη είναι... Γιατί όχι;"
Ο Ζήσης ανασηκωσε τα φρύδια και κατέβασε τελικά τη ρακή "Καλά και θα παντρευτείς από προξενιό;"
"Γιατί πως παντρεύονται όλοι; Και μη πεις από αγάπη! Οι μισοί μισούνται και ποτέ δε παίρνουν αυτούς που αγαπούν! Πάλι καλά Μαρία πάτησε σε ουδέτερο έδαφος... Αλλά και πάλι... Από μικρά παιδάκια στο σχολείο της ζωής ήταν όλα...." αποκρίθηκε λυπημένος "Βλέπεις πουθενά το Κωσταντή και το Γιώργη; Μάλλον ήξεραν πως αν πατήσουν πόδι, θα έχουμε θέματα... Τα βαρέθηκα αυτά ρε Ζήση..."
Από τη μια δεν ήξερε και τι να πει.
Είχε δίκιο....
Σε κάθε γλέντι το χωριό ήταν χωρισμένο στα δύο ενώ οι έρωτες αν αυτοί προέκυπταν ανάμεσα στις δύο οικογένειες, όπως άνθιζαν έτσι και πέθαιναν πριν ευδοκιμήσουν.
Ο Δημήτρης του χάρισε ένα χτύπημα στη πλάτη και πήγε να συνεχίσει το χορό. Ο Ζήσης γέμισε ξανά το ποτήρι του, και το ήπιε. Από μικρός έβαλε στο μάτι την Αναστασία μα εκείνη πάντα τον αρνιόταν. Κολλημένη με τους Ραγιάδες έτρεχε πίσω από τα πόδια τους και μεγάλωσε με τον εχθρό...
Υπήρχαν τόσες απώλειες και από τις δύο πλευρές που πια είχε χαθεί το μέτρημα. Άλλοι έφυγαν στα ξένα για να αποφύγουν τα δυσάρεστα άλλοι έμειναν και κράτησαν χαμηλό προφίλ, και κάποιοι κατέληξαν βαθιά στο χώμα...
Ο πατέρας της ήταν πάντα στη μέση όσο ήταν εν ζωή και μάλιστα έχοντας πάνω από δέκα κτήματα ανεκμετάλλευτα, είχε αποφασίσει να τα δώσει μισά μισά στις δύο οικογένειες έτσι ώστε να αυξηθεί η σπορά και η παραγωγή στο τόπο. Ο Φώτης πάντοτε πίστευε ότι κάθε τι που γίνεται για το καλο του τόπου, επιβάλεται. Αφού εκείνος ήταν ανίκανος να ασχοληθεί με αυτά και αφού μετά το ατύχημα με το πόδι του, δεν είχε κουράγιο να ασχοληθεί με τις ελιές, θα έδινε τα κτήματα στους αμπελουργούς. Τους Ραγιάδες και τους Μακρήδες. Τουλάχιστον και οι δύο οικογένειες με το τρόπο τους η κάθε μία συνεισέφεραν οικονομικά. Είτε στο δήμαρχο, είτε στην εκκλησία είτε στους δρόμους... Έκαναν αρκετά...
Όταν η Αναστασία βρήκε όμως το πατέρα της, νεκρό όλα άλλαξαν.
Η μάνα της τρελάθηκε σχεδόν και εκείνη απομακρύνθηκε από όλους εκτός από τον Ορέστη και τη Λενιώ.
Ποτέ του δε κατάλαβε γιατί μέσα της απέδιδε ευθύνες στην οικογένεια του. Πως θα μπορούσαν άλλωστε να είχαν κάποια σχέση με το θάνατο του και για ποιο λόγο; Δεν εβγαζε νόημα.
Παρόλα αυτά ο Ζήσης πάντα τη θεωρούσε σαν ένα άγριο άλογο που ήθελε να δαμάσει. Τον πείραξε που απομακρύνθηκε. Πιο μικρά σαν παιδάκια είχε τύχει ακόμα και να παίζουν και μαζί στις αλάνες αδιαφορώντας για τα προβλήματα των μεγάλων και τώρα απέκτησαν όλα όσα κορόιδευαν τότε...
Μίσος , απαξίωση και κακία...
"Θέλεις να με χορέψεις;" άκουσε μια παιχνιδιάρικη φωνή και βγαίνοντας από τις σκέψεις του είδε τη Δέσποινα να του γελά
"Όχι. Άντε πάνε με τα κορίτσια..."
"Γιατί ρε Ζήση!"
"Γιατί δεν έχω όρεξη ρε Δέσποινα..."
"Μα..."
"Δεν έχει μα! Α ... Ήρθε ο Κυριάκος! Πρέπει να φύγω άλλωστε!" Το συνήθειο να κατεβάζουν τη ρακή μπαμ και κάτω ήταν καθημερινότητα. Ο Ζήσης ήπιε όσο έμεινε στο ποτήρι και βλέποντας το Κυριάκο απ' απέναντι να του κάνει νόημα, έριξε ένα βλέφαρο στη Στρατούλα για να σιγουρευτεί πως ήταν ακόμα στη θέση της, και σηκώθηκε.
**********
"Ποιος ήταν αυτός; Γιατί έφυγε τρέχοντας; Δε καταλαβαίνω τι συμβαίνει... Και γιατί να χάσει κι άλλο παιδί η μάνα του... Επίσης, μπορούσα να υπερασπιστώ τον εαυτό μου ..." Η ενόχληση της ήταν φανερή. Όχι γιατί βρέθηκε εκεί μαζί της, μα γιατί επέμενε να φύγουν αμέσως πριν της δώσει τις εξηγήσεις που η ίδια ήθελε.
"Για να καταλήξεις να σέρνεσαι πάλι με το κεφάλι στην άσφαλτο;" της είπε χωρίς όμως την ειρωνεία στη φωνή.
"Μα... Πως..;." απόρησε ενοχλημένη
"Έμπαινα σπίτι όταν το έλεγες στη μάνα σου, και έκανα μεταβολή πριν ακούσω κι άλλα..."
Για ακόμα μια φορά ο λόγος του ήταν ευθύς , κοφτός και σύντομος. "Πάμε σπίτι... Ο Γιώργης σε ψάχνει από την άλλη μεριά"
"Ορέστη περίμενε..." Η Αρετή έφερε αντίσταση σαν την έπιασε από το χέρι για να φύγουν "Αυτό που άκουσες..."
"Δεν θέλω να ξέρω την υπόλοιπη ιστορία Αρετή" της έκοψε τη φόρα "Επίσης όταν σου λέει ο Γιώργης να τον περιμένεις , σημαίνει να τον περιμένεις!"
"Μην υψώνεις το τόνο σου σε παρακαλώ!" παρατήρησε σχολιάζοντας τη φωνή του και εκείνος έκοψε το βήμα του, γύρισε ολόκληρος προς το μέρος της και τη κοίταξε σφιγμένος
"Δεν έχεις ιδέα σε τι ζούγκλα έχεις πατήσει το πόδι σου..." Ετριξε τα δόντια του "Οι νόμοι που ξέρεις δεν παίρνουν ισχύ σε αυτά τα χώματα και η απόδοση δικαιοσύνης γίνεται με διαφορετικό τρόπο. Δε θα ρισκάρω να..."
"Βρε βρε... Εβγήκε ο διαολος από το τσαρδί του και εφοβίζει τους γύρω του;" ο Ζήσης ξεπρόβαλε από την αριστερή πλευρά της εκκλησίας και η Αρετή γύρισε αμέσως προς το μέρος του. Δε τρόμαξε τόσο στην εμφάνιση του όσο όταν είδε το προηγούμενο άντρα που ήταν μαζί της, να βγαίνει από την δεξιά πλευρά μαζί με δύο ακόμα. "Αν δε κάνω λάθος, ο πατέρας μου σου δωκε τελεσίγραφο να μη πατήσεις πόδι μέσα στο χωριό..."
Ένιωσε το χέρι του Ορέστη να αγκαλιάζει απαλά τη μέση της και ύστερα το σώμα της, να μετατοπίζεται σιγά σιγά στο πλάι.
"Είσαι παιδουλι!" Εκρωξε αξαφνα ο Ορέστης και εκείνη πετάχτηκε από το φόβο ακούγοντας τη δυνατή φωνή του "Τράβα στο δρόμο σου Ζήση και φρόντισε να μαθαίνεις τα καθέκαστα καλά πριν ανοίξεις το ξερατό σου για να λαλήσεις λέξη..."
"Το παίζεις ιστορία μα εγώ δε σε φοβάμαι!" Ο Ζήσης έβαλε το χέρι πίσω από τη πλάτη και το κορμί της βρέθηκε αξαφνα πίσω του. Το μετακίνησε τόσο γρήγορα που η Αρετή, ούτε που αντιλήφθηκε την αλλαγή.
"Δε θέλω να σε πειράξω... Πάρε τα συνομιλικα σου και επέστρεψε στο γλέντι..." Η φωνή αξαφνα ημερεψε...
Ήταν μια περίεργη , τρομακτική ηρεμία που έβγαζε μια σιγουριά συνάμα. Σαν να ήξερε πως ήταν ικανός να τους ξεπαστρεψει όλους με μια κίνηση.
Η Αρετή σαστισε μόλις αντιλήφθηκε το σιδερικο που ήταν βαλμενο στη πλάτη του και εκείνος το κατάλαβε.
"Χρόνια τώρα δε βλέπω άσπρη μέρα με την ανακωχή. Και σήμερα τόλμησες να διώξεις το Κυριάκο..." Ο Ζήσης επέμενε "Εγώ τον έστειλα στη τελική, να φέρει τη ξαδέρφη μου! Ποιο το πρόβλημα σου, Ραγιά;"
"Ξαδέρφη...;" η χαμηλή φωνή της Αρετής έσκασε στη πλάτη του μα ο Ορέστης ούτε που κουνήθηκε
"Ζήση φτάνει! Κάνε μεταβολή για θα κλαψει η μάνα σου... Όχι το θάνατο σου φυσικά... Δε σκοτώνω παιδάκια... Μα θα σε αρπάξω και θα σε πετάξω σέρνοντας ως την εξώπορτα σας"
"Τον απειλείς κι όλας!" Πετάχτηκε ο Κυριάκος
"Ορέστη πάμε να φύγουμε..." Η Αρετή έπιασε στα χέρια της το ύφασμα της μπλούζας του τραβώντας το απαλά αφού ο Κυριάκος δε δίστασε να εμφανίσει το όπλο του.
"Μη φοβάσαι ξαδέρφη! Δε θα σε πειραζαμε ποτέ! Αν σε πειράξει κανείς θα του πάρω το κεφάλι! Τούτος ο σκύλος φταίει!" Συνέχισε ο Ζήσης ενώ την ίδια στιγμή, οι άντρες που είχε μαζί ο Κυριάκος, απλώθηκαν ολόγυρα "Ζητα συγνώμη Ραγιά για το θράσος που είχες να..."
"Σαν πολλά δε τα είπες;" ο Ορέστης άφησε αξαφνα την Αρετή και περπάτησε προς το μέρος του Ζήση σοβαρός. Ο Κυριάκος κοίταξε πανικόβλητος τους άντρες του, ενώ η Αρετή άρχισε να τρέμει .."Τι να κάνω;" με τρία μεγάλα βήματα ο Ορέστης έφτασε μπροστά στο Ζήση και εκείνος βγάζοντας το όπλο τον σημάδεψε "Πάτα τη ρε... Πάτα να δω τα παντελόνια που σου φόρεσε ο πατέρας σου" ήταν απίστευτα ήρεμος . Τόσο ήρεμος που φοβοσουν και μόνο που τον κοιτούσες.
Με ένα ακόμα βήμα βρέθηκε ίσα με το Ζήση και δίχως φόβο, άφησε το όπλο να κολλήσει πάνω στο στέρνο του "Πάρε τα μικρά, και δρόμο ..." του ψιθύρισε καθιστώντας αδύνατο να ακουστεί η φωνή του ακόμα και στο Κυριάκο "Κι αν τολμήσει κανείς από τους δικούς σου, να απλώσει χέρι πάνω της ξανά, όχι απλά θα τον θάψω, μα θα φροντίσω να μη τον βρίσκει ούτε η μάνα του να τόνε κλάψει..." τόνισε έχοντας ένα βλέμμα που υποδήλωνε ξεκάθαρα τις προθέσεις του "Όσο για σένα και στη τόλμη σου να βγάλεις τούτο το διάολο μπρος το μέρος μου, μόνο και μόνο για την αφέλεια της ηλικίας σου, θα κάνω πως δε το 'δα... Πες του πατέρα σου να σου μάθει, πως μπρος στα μάτια μιας γυναίκας, τούτο που κάνεις τώρα δεν είναι τιμή, μα ανανδρεία... Αν θέλεις πράγματι να λογαριάστεις επιτέλους όπως το είπες, μαζί μου, πες μέρος και ώρα, έλα εσύ και τα παντελόνια σου, και πίστεψέ με θα με βρεις εκεί... Αυτή είναι μαγκιά... Και τώρα αν δεν έχεις κάτι άλλο να πεις, κάνε μεταβολή για αρκετά με κούρασες"
"Ζήση!" ο Κυριάκος γρυλισε σαν τον είδε να κατεβάζει το όπλο ενώ σαν έστρεψε ο Ορέστης πάνω του το βλέμμα , τον κοίταξε σαστισμένος.
"Πάμε να φύγουμε. Δεν είναι η ώρα..." Μίλησε ο Ζήσης
"Εννοείται δεν είναι ώρα!" Η βαριά φωνή του Κωσταντή και το θράσος του να πλησιάσει αμέσως σαν τους είδε, δεν είχαν προηγούμενο "Καλά ρε τσουτσέκι! Μπροστά σε μια γυναίκα;!" Στη κίνηση να τον αρπάξει, ο Ορέστης τον γραπωσε και τον τράβηξε τα πίσω "Άσε με να του γαμησω ότι έχει και δεν έχει!" Ο Κωνσταντής έδρασε με το θράσος της ίδιας ηλικίας και η τρέλα του φάνηκε αμέσως.
"Κωσταντή!" στη φωνή του Ορέστη, εκείνος σφίχτηκε ολόκληρος
"Είσαι τυχερός ρε μαλακισμενο...πολύ τυχερός!" τον απείλησε με το δάχτυλο μπρος το πρόσωπο "Κανόνισε μη σε πετύχω πουθενά!" έριξε ένα βλέμμα στον Ορέστη και κάνοντας όπισθεν , κατευθύνθηκε προς την Αρετή η οποία ήταν φανερός σοκαρισμένη.
"Δε τελειώσαμε..." Ο Ζήσης έκανε νόημα στους δικούς και στα επόμενα δευτερόλεπτα, έφυγαν από μπροστά τους.
"Θα το σκοτώσω το μπασταρδο!" Εκρωξε ο Κωνσταντής
"Αρκετά!" Ο Ορέστης ξεφυσησε και πλησίασε την Αρετή. "Είσαι εντάξει;" ρωτησε μα εκείνη κούνησε απλά το κεφάλι "Ωραία. Εσύ..." Είδε δείχνοντας το Κωσταντή "Πήγαινε βρες το Γιώργη και το Σήφη και πες τους πως όλα είναι εντάξει..."
"Μα..."
"Δεν έχει μα! Δεν είναι ώρα να τους πούμε τι έγινε. Όχι όσο είναι όλοι στους δρόμους. Δώσε ραντεβού στο οινοποιείο σε καμία ωρα.."
"Εσείς;" Ρώτησε δείχνοντας την Αρετή
"Εμείς έχουμε να κάνουμε μια βόλτα και μετά θα έρθω από εκεί...."
"Καλώς..."
Μόλις έφυγε ο Κωνσταντής και έμειναν μόνοι ο Ορέστης της έδειξε το κατηφορικό δρόμο και εκείνη άρχισε να προχωρά.
"Αν θέλεις να είσαι μέρος τούτου του τόπου, τότε θα πρέπει για το καλό όλων, να μάθεις κάποια πράγματα..."
"Η μαμά είπε πως..."
"Αρετή;" Ο Ορέστης τη σταμάτησε και πιάνοντας τη από τους ώμους τη γύρισε προς το μέρος του "Η μαμά σου, ζεί ακόμα σε ένα πιο αθώο κόσμο μερικές φορές... Ή ίσως, θέλει να ζει... Αν είναι να μείνεις, έλα μαζί μου να πάμε μια βόλτα... Αν ήρθες για να φύγεις , τράβα ευθεία το δρόμο για το σπίτι..." Εκανε ένα βήμα μακριά της και άπλωσε το χέρι του προς το μέρος της. Τελικά ήθελε δεν ήθελε να μείνει, δε της άφησε περιθώρια. Έπρεπε να αποφασίσει και ευτυχώς, η Αρετή ήξερε καλά τι ήθελε πάρα τα όσα προηγήθηκαν.
Άπλωσε το χέρι της, το οποίο χάθηκε αμέσως μέσα στη τεράστια χούφτα του, και έπειτα ύψωσε το βλέμμα της στο δικό του
"Πάμε...." είπε και εκείνος σφίγγοντας το, ξεκίνησε να περπατά προς το δάσος αποκλίνοντας από το δρόμο....
*******
Το χαστούκι που του έριξε η Αθηνά δεν είχε προηγούμενο
"Αν παθαινες κάτι θα τρελαινομουν!" ούρλιαξε χωρίς να υπολογισει κανένα αφού θέλοντας και μη, τα μαντάτα έφτασαν στα αυτιά της σαν τους πήρε μάτι η Δέσποινα που ακολούθησε το Ζήση. "Πηγές και τράβηξες το όπλο στον Ορέστη το Ραγιά; Τι σκεφτόσουν!"
Ο Ζήσης χαμήλωσε το κεφάλι μπρος τη μάνα του ενώ ο Διονύσης κοιτούσε αμέτοχος. "Είχε μαζί του την Αρετή! Μια γυναίκα! Τι θα έκανες; Θα ματωνες τα χέρια σου επειδή ο Κυριάκος φέρθηκε ανώριμα; Τέτοια τιμή σου δώσαμε;" ήταν έξαλλη. Μπορεί οι σχέσεις μεταξύ τους να ήταν τεταμένες μα οι μεγαλύτεροι ηλικιακά είχαν διαφορετική εικόνα της τιμής στο κεφάλι τους και η νεολαία καμιά φορά δρούσε πιο απερίσκεπτα. Εκτός αυτού, τόσο εκείνη όσο και ο Διονύσης ήξεραν καλά τη τρέλα που δέρνει τον Ορέστη ο οποίος δε θα δίσταζε να τον σακατεψει αν ο Ζήσης επέμενε να τον στοχεύει. Αν κάτι δε φοβόταν στη ζωή εκείνος ο άντρας ήταν ο ίδιος ο θάνατος και ένας σωστός εχθρός, φροντίζει να ξέρει τα αδύναμα σημεία του αντιπάλου.
"Δικό μου ήταν το λάθος..." Πήρε θέση έχοντας κατεβασμένη ουρά και ο Κυριάκος "Την είδα και θέλησα να της μιλήσω. Δεν ήθελε και μου κακοφανηκε... Την έπιασα και..."
"Την έπιασες;" Τον ρώτησε η Αθηνά
"Λίγο το χέρι μόνο, ήθελα απλά να..."
Σαν την είδε να παίρνει βαθιά ανάσα , έκλεισε μονομιάς το στόμα του.
Η Αθηνά άρχισε να περπατά πέρα δώθε στο σαλόνι ώσπου σαν σταμάτησε τους κοίταξε αγριεμενη
"Πρέπει να πάρω την ανιψιά μου με το μέρος μου και όχι να γίνει εχθρός μου!" φώναξε "Θέλω άντρες σε αυτό το σπίτι και όχι παιδαρέλια!"
"Φτάνει Αθηνά μου... Το κατάλαβαν" Είπε την άποψη του ο Διονύσης και τράβηξε τα βλέμματα "Έμαθα από πιτσιρίκι να μη τραβάω όπλο σε μεγάλο εκτός κι αν είχα τόσο μεγάλα κοτσια και πατούσα τη σκανδάλη... Οι Ραγιάδες έχουν καταφέρει ισχυρά πλήγματα στην οικογένειά μας και εσείς σήμερα τους δώσατε τροφή για λίγα παραπάνω! Πόσο μάλλον με το Σήφη στο χωριό...
Αποφύγετε τις επαφές. Δε θέλω κάποιο φονικό ούτε να χάσω αίμα μου..."
"Μα το δικό μου αίμα χάνεται γενεές τώρα!" εκρωξε η Αθηνά "Όλοι ξέρουμε ποια φάρα έφαγε το Μάρκο!"
"Εικασίες Αθηνά! Όπως κάνουν και εκείνοι για το Φώτη! Χάσαμε ήδη τόσους πολλούς! Γιατί δεν ηρεμούμε πια; Άρρωστος άνθρωπος είμαι!"
"Γιατί όταν έπρεπε να τιναξεις τα μυαλά του Σήφη στον αέρα, τον άφησες να γλιτώσει και μείναμε με το πτώμα του Λευτέρη!"
Η κατάσταση άρχισε να ξεφεύγει και ο Ζήσης ένιωσε αμέσως το κακό που προκλήθηκε
"Το ότι ήταν εκεί δε σημαίνει πως τον έφαγε!"
"Είχανε διαφωνία στο καφενείο! Βγήκαν σουγιάδες!"
"Και ήντα θες να καμω πια! Να ποθάνω; Ε λοιπόν θα το κάνω να τελειώνουμε!" Ο Διονύσης άρπαξε τη καραμπίνα που κρεμόταν στο τοίχο του αρχοντικού και σαν έκανε να βγει, μπήκε μπροστά ο Ζήσης
"Σταμάτα πατέρα. Εγώ φταιω για όλα. Θα φροντίσω να ειμαι σωστός. Ήπια λίγο παραπάνω σήμερα..."
"Οι Ραγιάδες ήταν κατάρα σε τούτο το τόπο και μόνο δράματα σπέρνουν!" αποκρίθηκε η Αθηνά "Ούτε το θάνατο του αδερφού μου σεβάστηκε σαν τα έμπλεξε με τη Λενιώ. Έννοια τους όμως... Για όλους έχει ο Θεός!" εμφανώς θυμωμένη , τους κοίταξε καλά καλά και ανέβηκε γρήγορα τη σκάλα προς το δωμάτιο της. Μόλις άκουσαν το μπαμ, και το κρότο σαν χτύπησε τη πόρτα πίσω της, ο Ζήσης πήρε το όπλο από το πατέρα του και εκείνος επιασε αναστεναζοντας το κεφάλι του.
Βαρέθηκε να την ακούει να μιλάει για το θάνατο του πατέρα του Κυριάκου κάθε φορά που ο Σήφης πατούσε στο χωριό. Όπως βαρέθηκε να την ακούει να μιλάει και για το Μάρκο. Το μίσος είχε ριζώσει βαθιά στα σπλάχνα της και εξαιτίας της χάθηκαν παλικάρια από τη πλευρά τους ανά τα χρόνια.
"Αν δε μας πειράξουν , μη τους πειράξετε... Το καταλάβατε;" ο Διονύσης τους κοίταξε καλά καλά και ο Ζήσης χαμήλωσε το κεφάλι.
"Το ξέρεις πως θα μας πειράξουν έτσι;" του είπε ο Κυριάκος με σιγουριά
"Ελπίζω πως όχι... Αλλιώς, δε θα έχω άλλη επιλογή από το να βγω εγώ μπροστα και να ξυπνήσει ο χάρος..." Στο τελείωμα, ούτε βλέμμα δε τους έριξε...
Γύρισε τη πλάτη και έφυγε σκεπτικός...
Από την ανακωχή της βεντέτας των Κοντογιώργηδων με τους Ραγιάδες, η οικογένεια Μακρή ξεκίνησε να έχει θέματα. Σαν ενώθηκαν μεταξύ τους, μονοπώλησαν σχεδόν στο εμπόριο και ως αποτέλεσμα αυτού, ήταν πολλές μικρές οικογένειες που είχαν σαν πόρο τα κρασιά, να οδηγηθούν στην αφάνεια και στο κλείσιμο. Μια από αυτές κόντεψε να είναι και η δικιά τους. Η Αθηνά όμως σαν παντρεύτηκε το Διονύση πήρε πολύ σοβαρά το ρόλο της στη κοινωνία και άρχισε να διψάει για δύναμη και ισχύ. Όχι απλά κράτησε το επίθετο της μα με τα λεφτά του κατάφερε να ενισχύσει το οινοποιείο τους και έφτασε πλέον να κοντάροχτυπιέται με των Ραγιάδων τα τελευταία χρόνια.
Παρόλα αυτά, ήταν μια γυναίκα που ήθελε μέσα στο σπίτι της, να υπάρχει τιμή. Ο αδερφός της ήταν πρότυπο στο χωριό πολύ πριν πατήσει το πόδι του εκεί ο Ορέστης.
Πλέον, κατέληξαν να χωρίσουν ένα ολόκληρο χωριό σχεδόν στα δύο ενώ μεταλαμπαδευσε και την έχθρα της στο Διονύση που πάνω σε μια συμπλοκη στο παρελθόν, έχασε το καλύτερο του φίλο και πατέρα του Κυριάκου... Το Λευτέρη. Από τότε , προσπαθεί ο καθένας να βρίσκεται στη δική του μεριά αν και κατά καιρούς, όλο ένα και υπάρχουν ταραχές. Όσο η νέα γενιά μεγαλώνει και η παλιά χάνεται, αλλάζουν οι όροι και το παιχνίδι του μίσους αποκτάει άλλη τακτική. Εξού, και τα αποτελέσματα αυτής λίγες ώρες πριν στην εκκλησία.
"Να πάω να βρω το Λάμπρο;" ρώτησε ο Κυριάκος και ο Ζήσης κούνησε το κεφάλι
"Δεν έχει νόημα... Άσε τα πράγματα λιγάκι να ημερεψουν... Έχουμε και το γλέντι στο χωριό. Υποσχέθηκα του Αντρίκου να μη χαλάσει ο γάμος του με τη Μαριώ..."
"Ζήση;"
"Άστο ρε Κυριάκο... Άστο να πάει στα κομμάτια το σημερινό..."
"Ίσως την τράβηξα λίγο παραπάνω στην Αρετή" παραδέχθηκε "Μα δε το έκανε επίτηδες..."
"Σου είπα άστο! Τι το ανοίγεις πάλι;"
"Καλά εντάξει... Τι σου 'πε ο Ορέστης και έκανες πίσω; Μπορώ να ξέρω τουλάχιστον;"
Ο Ζήσης πήρε μια βαθιά ανάσα, άρπαξε τα κλειδιά της μηχανής και τον στραβοκοιταξε
"Όχι. Πάω ως το γεφύρι... Θα τα πούμε αύριο στο οινοποιείο" απάντησε κοφτά και έφυγε...
***********
Αν και δεν υπήρχε οπτική πηγή, ο ήχος από κάτι που έμοιαζε με καταρράκτη απλώνονταν ολόγυρα της και εκείνη κοιτούσε μαγεμένη το τοπίο. Δεν είχε ιδέα που την οδήγησε μα σίγουρα λίγοι θα είχαν τα κοτσια να μπούνε τόσο βαθιά στο δάσος. Ο δρόμος ήταν αρκετά δύσβατος μα η κακοτραχαλη διαδρομή, άξιζε του προορισμού της.
"Φτάσαμε;"
"Όπως βλέπεις..." Ο Ορέστης έριξε ένα βλέφαρο μέσα στους θάμνους και βάζοντας το χέρι του μέσα σε έναν τράβηξε μια άδεια κασα.
"Από ότι βλέπω, είναι κάτι σαν στέκι εδώ..." σχολίασε η Αρετή
"Ίσως. Κάθισε..." Γύρω τους υπήρχε μονάχα βλάστηση ενώ τα πόδια της εγλυφε απαλά το νερό από το ποταμάκι. Ίσως και μικρή λίμνη. Ήταν αρκετά σκοτεινά για να δει εντελώς το τοπίο μα το μόνο σίγουρο ήταν πως ανεδυε ηρεμία...
"Λυπάμαι αν προκάλεσα άθελά μου σήμερα κάποια ενταση..." Και ήταν αλήθεια. Σε καμία περίπτωση δεν ήθελε να προκαλέσει αναστάτωση με το φευγιο της μα δε φαντάστηκε πως το να παρακολουθήσει από μια γωνιά το γλέντι θα φέρει αυτά τα αποτελέσματα.
"Ήταν αναμενόμενο. Μην ανησυχείς..."
"Είμαι όντως ξαδέρφη με εκείνο τον άντρα;" ρώτησε δίχως περιστροφές
"Ναι. Ο πατέρας σου ήταν θείος του..." Η Αρετή έμεινε άφωνη "Βέβαια δεν έχουν πια επαφές..."
"Γιατί; Φάνηκε πως υπάρχει μίσος και ομολογώ πως... Όπλα; Ποιος βγάζει όπλο σε ένα χωριό!" αναφώνησε μπερδεμένη και ξεφυσησε ακόμα πιο απογοητευμένη με τα όσα έγιναν
"Γι αυτό σου είπα πριν γίνουν όλα, πως έπρεπε να περιμένεις το Γιώργη..."
"Δεν είμαι μωρό Ορέστη..." σοβαρεψε κοιτώντας τον
"Είσαι..."
Η Αρετή πήρε μια βαθιά ανασα "Σου είπα, δεν είμαι μωρό... Και να μην ερχόσουν θα τα έβγαζα πέρα μια χαρά!"
"Πάλι μιλάς δίχως να ξέρεις!"
"Και καλά κάνω! Αν θέλεις να ανοίξουμε κουβέντα μη με υπολογίζεις σαν παιδί!"
"Μα παιδί είσαι τη τρέλα μου! Ένα παιδί που άθελα του θα μας τίναζε στον αέρα όλους!"
"Παιδί ε; Ξέρεις κάτι;" Η Αρετή σηκώθηκε και παρά το σκοτάδι, το άγριο βλέμμα της τον κατακεραύνωσε "Όταν θα δεις πως είμαι γυναίκα και μάλιστα μια γυναικα ικανή να προστατέψει τον εαυτό της, τότε ξαναμιλαμε!"
"Κάτσε κάτω!"
"Εντολές στα παιδάκια!" ξεσπαθωσε κι ας ήταν η δεύτερη μέρα που τον γνώριζε "Πέρασα πολλά για να με θεωρεί κάποιος ξανά μωρό! Δε νομίζω να θέλω να μου εξηγήσεις κάτι... Σέβομαι πως είσαι σύντροφός της μητέρας μου και μπράβο σου αλλά δε μπορώ να ανοίξω διάλογο με κάποιον που πιστεύει πως είμαι ένα ανώριμο κοριτσάκι!"
"Αρετή να χαρείς..."
"Αυτό κανω! Χαίρομαι!" Του γύρισε τη πλάτη της, και δείχνοντας του φανερά το θυμό της, τον παράτησε και κίνησε μόνη της για να επιστρέψει πάλι πίσω.
"Θα χαθεί.." Μονολογησε ο Ορέστης ακούγοντας τη να μαλώνει με τα χόρτα "Ας χαθεί να μάθει!" συνέχισε και βγάζοντας ένα μικρό αφιλτρο από το παντελόνι, το κότσαρε στα χείλη και το άναψε... Στη πρώτη κιόλας τζούρα, την άκουσε να φωνάζει εξοργισμένη και να βρίζει τα χόρτα...
Γέλασε στη σκέψη της...
Γέλασε και εκείνα τα χείλη του, είχαν ξεχάσει να γελούν...
Σαν συνειδητοποίησε όμως ότι γέλασε, το πρόσωπο του σκοτείνιασε μονομιάς...
😏🙄😏🙄
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top