Κεφάλαιο 24°
"Ακόμα δε μπορώ να πιστέψω πως είσαι εδώ..." το σπίτι μοσχομυριζε φαγητό, η Νανά με την Λενιώ ήταν στη κουζίνα και η Αρετή ήταν καθισμένη μαζί της στη κούνια. Μισή ώρα πριν δεν ήθελε να κατέβει από το δωμάτιο της μα σε μια και μόνο στιγμή ένιωσε τόσο δυνατή που κάθε πρόβλημα φάνηκε να σβήνει. Μεγάλωσαν μαζί από παιδια. Έτσι κάνουν τα περισσότερα ελληνόπουλα στο εξωτερικό μα αυτές οι δύο παρέμειναν μαζί και μετέπειτα.
Έζησαν και πέρασαν πολλές καταστάσεις και ανάμεσα τους τίποτα κρυφό δε μπορούσε να ρίξει τη σκιά του.
"Ξέρεις τι πέρασα για να έρθω; Η μάνα μου έλεγε ότι φύγαμε πια από την Ελλάδα και πως ο γυρισμος είναι ανώφελος και πως είναι ένα χάλι μαύρο και , και και και.... Βαρέθηκα να την ακούω μέχρι να έρθει το αεροπλάνο.
Πάντως είναι τόσο διαφορετικά εδώ από ότι στις φωτογραφίες!"
"Εδώ είναι χωριό δεν είναι η Πάτρα που μεγάλωσαν οι δικοί σου. Ώρες ώρες νιώθω πως είμαστε σε άλλο πλανήτη όχι απλά άλλη χώρα... Πόσο θα μείνεις;"
"Έβγαλα εισιτήριο για μια εβδομάδα..." Την ενημέρωσε και η Αρετή κατσουφιασε αμέσως
"Τρελάθηκες; Σε ικετεύω, μείνε λιγάκι ακόμα..." παρακάλεσε
"Δεν είσαι καλά... Δείχνεις ευτυχισμένη αλλά σε ταλαιπωρούν αρκετά έτσι;" Η Κλάρα την κατάλαβε αμέσως. Πάντα όταν δεν ήταν καλά όσο και να προσπαθούσε να το κρύψει ήταν μάταιο από εκείνη
Η Αρετή αναστεναξε
"Γι αυτό σε θέλω εδώ... Θα μείνεις;"
Παραδέχθηκε χωρίς όμως να μπει σε λεπτομέρειες
"Δε περνάει από το χέρι μου. Δεν έφερα και πολλά λεφτά για να τη βγάλω άσε που δε βρίσκω ούτε ξενοδοχείο. Πως είναι δυνατόν να μην υπάρχει ένα;"
Η Αρετή γέλασε
"Σου είπα είναι άλλος πλανήτης. Όσο για το ξενοδοχείο θα μείνεις εδώ εννοείται. Δε νομίζω να έχει πρόβλημα η μαμά. Ίσως όχι εδώ εδώ, γιατί δεν έχει άλλο δωμάτιο μα υπάρχει στο οινοποιείο ένα σπίτι ολόκληρο στο πίσω μέρος! Είναι ακατοίκητο. Κάποτε έμεναν εκεί εργάτες μου είπε ο Γιώργης μα τώρα πια δεν τους χρειαζόντουσαν..."
"Ο Γιώργης; Καλά, έχω μείνει τόσο πίσω!"απόρησε αφού μίλησαν ελάχιστες φορές και ποτέ δεν τον ανέφερε
"Συγνώμη... Σαν ήρθα εδώ ούτε η καρδιά μου δεν άντεχε να πιάνει εκείνο το ρημαδι στα χέρια... Ξέρεις πόσο διαφορετική είναι η ζωή χωρίς κινητά και χωρίς ίντερνετ ή πλατφόρμες επικοινωνίας... Μαθαίνεις να ζεις Κλάρα..."
"Δεν υπάρχει περίπτωση να αποχωριστώ το κινητό μου!" Δήλωσε σθεναρά
"Εννοείται θα το κάνεις! Ήρθες εδώ να περάσουμε όμορφα και θα σου δείξω ένα διαφορετικό τρόπο ζωής..."
"Ναι, τον είδα το τρόπο ζωής σαν πάτησα το πόδι στη πλατεία. Ένας ηλίθιος πέταξε ένα μαχαίρι σε ένα παιδί που προσπάθησε να με βοηθήσει! Τέτοιους έχετε εδώ;" Ρώτησε τσατισμενη
"Δυστυχώς η νεολαία του χωριού είναι κάπως χωρισμένη..."
"Μαχαίρι πέταξε Αρετή! Δε πέταξε πλαστικές σφαίρες! Έχεις συναίσθηση τι θα γινόταν;"
"Ποιος ήταν;"
"Δε ξέρω. Ήμουν τόσο εκνευρισμένη που ούτε το όνομα του θυμάμαι. Νομίζω Γιάννης... Αλλά όπως και να χει στο τέλος μάλωσαν μεταξύ τους και τους παράτησα!"
"Και καλά έκανες!"
Η Κλάρα άλλαξε ύφος και ανοίγοντας διάπλατα τα χέρια την τράβηξε στην αγκαλιά της "Μου έλειψες ρε... Μου έλειψες τόσο πολύ!"
Η Αρετή ανταποκρίθηκε αμέσως και την έσφιξε εξίσου δυνατά
"Εμένα να δεις... Δε φαντάζεσαι πόσα έχουν γίνει και πόσα έχω ανάγκη να σου πω... Αυτά όμως όταν θα είμαστε μόνες και ήρεμες. Θα φάμε και μετά θα τηλεφωνήσω του Γιώργη να μας πάει στο σπιτάκι του οινοποιείου! Αν έχει χώρο γιατί δε θυμάμαι πως ήταν θα μείνω μαζί σου!"
"Μακριά είναι;"
"Όχι ιδιαίτερα. Μπορούμε να πάμε και με τα πόδια αλλά το μεσημέρι έχει πολύ ζέστη... Όπως και να έχει, σπίτι υπάρχει, φαγητό υπάρχει, αγάπη υπάρχει..."
"Έφυγα ξορκίζοντας τη μάνα μου να μη πει λέξη..." Ενημέρωσε χωρίς να τη ρωτήσει και η Αρετή συννεφιασε
"Ακόμα με ψάχνει;"
"Προς το παρόν καλοπερναει με τη Σίλβια μα κάτι μου λέει σύντομα θα κάνει πάλι κίνηση. Έφυγες και τα ρημαξε όλα... Πάλι καλά που δεν είπες τη θεία σου που είσαι ..."
"Ξέρει ότι ήρθα Ελλάδα... Δε γινόταν να φύγω έτσι. Είμαι σίγουρη βασικά πως το ξέρει... Εύχομαι να μίλησε το αίμα... Δε θέλω να σκεφτώ τι περίπτωση να τους πει που είμαι"
"Αν έρθει και σε βρει θα σε σκοτώσει Αρετή... Τρέμω και στην ιδέα!"
Ένα ξαφνικό δυνατό γέλιο έσκασε από πίσω τους και γυρίζοντας είδανε μια μελαχρινή κοπέλα με μακριά μαλλιά να γελάει πλησιάζοντας
"Αναστασία!!!" Η Αρετή πετάχτηκε αμέσως και έτρεξε κοντά της "Που έχεις χαθεί εσύ; Είχες πει κάποτε θα ερχόσουν να με έπαιρνες... Ακόμα περιμένω!"
"Σου έλειψα; Κάτι πήρε το αυτί μου για κάποιον που θέλει να σε σκοτώσει; Να φανταστώ αστείο έτσι;" Η Αρετή σοβαρεψε και η Κλάρα πλησίασε από πίσω
"Βλακείες, πλάκα κάναμε. Από εδώ η φίλη μου η Κλάρα!" τις σύστησε αμέσως "Πως και από δω; Ότι θα ετοιμάζαμε τραπέζι. Γυναικοφαγητο έχει σήμερα! Από ότι άκουσα όλοι θα μείνουν στα αμπέλια. Θα έρθει ο Γιώργης να φορτώσει φαγητό και θα φύγει. Έπρεπε να είχε έρθει αλλά όπως πάντα καθυστέρησε. Θα μείνεις;"
"Βασικά, ήρθα απλά να πάρω κάτι και θα φύγω"
"Να πάρεις; Ήρθες εδώ και ξέχασες κάτι;"
"Όχι όχι! Νομίζω μου έπεσε κάπου στα κοντά το τηλέφωνο μου και δε το βρίσκω..."
"Πότε σου έπεσε; Δε σε είδα στα κοντά ;" Ρώτησε περίεργα
"Είχα αποφασίσει να έρθω προχθές και ήρθα στη πίσω μεριά γιατί περπατούσα από τον άλλο δρόμο και με πήρε η μάνα μου και καταλαβαίνεις... Θα μου έπεσε σαν πήγα να το βάλω ξανά στη τσέπη"
"Καλέ αυτή λέει ψέματα!" πετάχτηκε η Κλάρα γελώντας "Έχετε κανέναν άντρα εδώ γύρω; Δε βλέπεις τα ρουφηγματα πίσω στο λαιμό της;"
Η Αρετή κοίταξε έκπληκτη ενώ η Αναστασία την αγριοκοίταξε
"Ο Γιώργης!" Αναφώνησε "Καλά δε ντρέπεσαι; Βασικά και εσύ και εκείνος να μου κρατήσετε κάτι τέτοιο κρυφό;" Αναφώνησε η Αρετή
"Σσς! Ποιος Γιώργης τρελάθηκες;" Τη μάλωσε κοιτώντας ολόγυρα για τυχόν αδιάκριτα βλέμματα
"Μα δεν εχουμε άλλον"
"Η φίλη σου παρεξήγησε. Λοιπόν, πάω να κοιτάξω λιγάκι πίσω και ίσως κάποια στιγμή, πάμε εκείνη βόλτα"
"Για περίμενε..." Η Αρετή τη σταμάτησε κοιτωντας τη καλά καλά από πάνω μέχρι κάτω και η Αναστασία για πρώτη φορά ένιωσε άβολα. "Μη μου πεις αυτό που σκέφτομαι γιατί θα τρελαθώ ...."
"Δε καταλαβαίνω..."
"Πίσω κήπος, σπιτάκι... Μελανιές... Θεέ!"
"Σσς! Ήξερα πως δεν έπρεπε να έρθω από μπροστά γαμωτο!" γρυλισε και η Κλάρα γέλασε
"Το είπα εγώ!"
"Εσένα δε σε συμπαθώ καθόλου!" Πετάχτηκε η Αναστασία
"Με το Σήφη;" Η Αρετή συνέχισε εκεί από όπου έμεινε και η Αναστασία ανασηκωσε τους ώμους
"Μεγάλη ιστορία... Μπορείς σε παρακαλώ να ..."
"Σε κανέναν! Αυτό δεν έπρεπε καν να το ρωτήσεις..."
"Έτυχε... Δεν είναι κάτι που το περιμένεις. Δε ξέρω πως να το εξηγήσω αλλά..."
"Πόσο καιρό;"
"Πάνω από μήνα..."
"Γι'αυτό ο Σήφης ολοένα και χάνεται έτσι;"
"Ποιος είναι ο Σήφης;" πήρε θέση και η Κλάρα και η Αρετή χαμογέλασε
"Θα σου τα πω αναλυτικά εσένα σε λιγάκι. Λοιπόν θα έρθεις για φαγητό;" Ξαναγύρισε στην Αναστασία "Και μετά μπορούμε να πάμε μια βόλτα να σε γνωρίσω και στη Κλάρα καλύτερα"
"Τη μικρή σουπιά; Να μου λείπει! Μέντιουμ είναι;"
"Όχι φυσικα! Κοσμογυρισμενη ίσως...! Έξυπνη επίσης, διαλλακτική... Νοήμων! Κι άλλα τέτοια παρόμοια!" σχολίασε με κοροϊδευτικο τόνο και η Αρετή τη σκουντηξε
"Μη της δίνεις σημασία καταβαθος είναι γυναίκα μάλαμα!"
"Όπως και να έχει δε με πειράζει. Δε θα έμενε για πολύ κρυφό άλλωστε. Απλά το πάμε σιγα σιγά... Ξέρεις πως είναι αυτά σωστά;"
"Εγώ; Τι εννοείς;"
"Τίποτα. Δεν είναι της παρούσης. Ξέρετε κάτι; Νομίζω ένα ζεστό πιάτο φαγητό δε θα ήταν άσχημη ιδέα!"
"Επιτέλους! Πάμε;"
Τα κορίτσια αλληλοκοιταχθηκαν, χαμογέλασαν και μπήκαν στο σπίτι.
Ίσως η κατάσταση ήταν περίεργη, ίσως τα βλέμματα σε εκείνο το σπίτι να έγιναν πιο έντονα από το συνηθισμένο αλλά λίγη καλή παρέα δεν έβλαψε ποτέ κανένα... Πόσο μάλλον της Αναστασίας που αποδείχθηκε εξ αρχής, το ποιόν της...
Το πρωί που πέρασε μέχρι και που έφτασε η Κλάρα ήταν εξωφρενικά περίεργο και αμήχανο από κάθε οπτική. Η Νανά είχε βγει εσκεμμένα έξω για να τους δώσει λίγο χώρο και χρόνο και η Λενιώ από τη πλευρά της, έδειχνε ιδιαίτερα μη ομιλητική.
Η Αρετή υποσχέθηκε με το πρωινό καφέ να μιλήσουν μα όσα άκουσε δε της άρεσαν καθόλου. Όχι γιατί παρουσίαζαν μια κακή εν κατακλείδι εικόνα αλλά γιατί στη τελική, έκατσαν σαν αγκάθι μέσα της...
Λίγες ώρες πριν....
"Καλημέρα μαμά..." Έπιασε ένα φλιτζανακι κοιτάζοντας τη Λενιώ με δισταγμό ενώ εκείνη είχε ήδη φτιάξει ένα καφέ ο οποίος ήταν μισοτελειωμενος.
"Καλημέρα κόρη μου, κάθισε... Η θεία πήγε μέχρι την πλατεία να πάρει κάτι πράγματα και θα γυρίσει σε καμία ωρίτσα..." το γεγονός πως την ενημέρωνε εν μεσως πλην σαφώς έδειχνε ότι η ώρα για να μιλήσουν είχε πια φτάσει
Η Αρετή γύρισε λιγάκι το κουμπί από το γκαζακι αυξάνοντας τη φλόγα και ο καφές αμέσως άρχισε να παφλαζει στο μπρίκι. Ήθελε να τελειώνει αλλά απο την άλλη δεν ήξερε ούτε πως να αρχίσει.
Σέρβιρε το καφέ της, τράβηξε τη καρέκλα απέναντι από τη μητέρα της και κάθισε
"Θέλεις να φας κάτι;'
"Όχι μαμά είμαι εντάξει..." αποκρίθηκε βγάζοντας έναν αναστεναγμό "Πρέπει να μιλήσουμε"
"Το ξέρω κορίτσι μου... Νομίζω σου χρωστώ εξηγήσεις.." συμφώνησε αμέσως η Λενιώ "Θέλεις να με ρωτήσεις κάτι πρώτη; Έχεις να μου εξομολογηθείς κάτι;" η Αρετή δίστασε στις ερωτήσεις της
"Καλύτερα πες μου όσα έχεις να μου πεις και ύστερα θα σου πω και εγώ"
"Καλώς..." Η Λενιώ έπιασε ένα κουλουράκι στα δάχτυλα και βάζοντας στο πιατακι άρχισε σιγά σιγά να τρίβει τις άκρες του "Όταν ήσουν πολύ μικρούλα, βίωσα τη βία από το πατέρα σου σε κάθε βαθμίδα... Από ξύλο, μέχρι βιασμό..." Από τις πρώτες κι όλας κουβέντες η Αρετή σαστισε "Αποφάσισα ύστερα από πολύ σκέψη να σε στείλω έξω. Σου έδωσα και το επίθετο μου γιατί δεν ήθελα να έχεις καμία σχέση με δαυτους... Ο δήμαρχος βλέπεις και ο κάθε δήμαρχος σε αυτά τα χωριά καθώς και η διοίκηση, λειτουργούν με δικούς μας νόμους..." Η Λενιώ έκανε μια παύση συνεχίζονται να θρυμματίζει το μπισκότο αμήχανα "Σε έστειλα έξω μια μέρα αφότου πέθανε... Ήμουν καιρό προετοιμασμένη για μια έξοδο αλλά τελικά έμεινα πίσω. Τουλάχιστον εσύ ήσουν ασφαλής..."
"Πως πέθανε;"
"Τον σκότωσαν" είπε ψυχρά
"Θεέ..."
"Άσε το Θεό ήσυχο Αρετή μου... Στο διάολο πήγε και του άξιζε πίστεψέ με..." έσπευσε να την ενημερώσει "Αυτός ο άντρας ήταν ότι πιο μοχθηρό έχω συναντήσει μετά την αδερφή του. Τη θεία σου δηλαδή την Αθηνά.." Η Λενιώ τη κοίταξε και αφού βεβαιώθηκε πως ήταν έτοιμη για τη συνέχεια, ξεκίνησε πάλι "Μετά το θάνατο του, με θεώρησαν κτήμα τους και τότε ήταν που στη ζωή μου μπήκε ο Ορέστης... Είχε χηρέψει και εκείνος και σαν δεύτερο κεφάλι σε τούτο το τόπο, ενωθηκαμε..." Η Αρετή έχασε ένα χτύπο μα η Λενιώ είχε σκυμμένο το κεφάλι για να το προσέξει "Ο Γιώργης είχε ανάγκη από μια μάνα και εγώ από ένα σύμμαχο ενάντια στους Μακρήδες. Δεν ήθελα τη περιουσία τους. Δεν ήθελα τίποτα... Ότι είχα.με τον Ορέστη εξ αρχής ήταν πλατωνικό και δε το ήξερε κανένας... Μια συμφωνία ας το πούμε.... Εγώ θα ήμουν μάνα για το γιο και εκείνος στήριγμα και προστασία ενάντια στο κακό αυτού του τόπου..."
"Μα γιατί τόση κακία; Αφού ήταν τόσο επιθετικός γιατί η Αθηνά δε στάθηκε πλάι σου σαν γυναίκα;"
"Γιατί είναι φτιαγμένη από τα ίδια σκατα..." είπε δίχως ενδοιασμούς "Είχαν οικονομικό όφελος από εμένα εξ αρχής για αυτό άλλωστε και με πάντρεψαν μαζί του...Σε κάθε περίπτωση , πήρα όσα είχα και απλά έφυγα. Δεν ήταν πολλά... Λίγα χωράφια που ακόμα ήταν στο όνομα μου...και όσα ρούχα είχα"
Η Αρετή άνοιξε τα χείλη να μιλήσει μα η Λενιώ, συνέχισε την αφήγηση της έχοντας μια τεράστια θλίψη τούτη τη φορά στο βλέμμα "Τον αγάπησα όμως..." είπε κόβοντας της το αίμα "Με τα χρόνια, θέλοντας και μη τα συναισθήματα ξεφύτρωσαν και είμαι σίγουρη πως ίσως και εκείνος δε το παραδέχεται αλλά κάτι αισθάνεται. Δε γίνεται να μην νιώθει... Γυναίκα είσαι, ξέρεις πως είναι αυτά..." η Αρετή ξεροκαταπιε και σέρνοντας το φλιτζάνι στα χείλη απέφυγε την απάντηση "Προσπάθησα βέβαια να έρθω πιο κοντά του, αλλά πιστεύω ότι με αρνήθηκε γιατί θεωρεί ότι μετά από τόσα χρόνια, δεν είναι σωστό. Πως με σέβεται... Αλλά μόνος αυτός μόνη και εγώ, νομίζω η αγάπη είναι κάτι φυσιολογικό που απλά πρέπει να αποδεχθεί... Και να μη το κάνει όμως, εγώ θα τον αγαπάω. Του χρωστάω τη ζωή μου κόρη μου..." τα λόγια της τσάκισαν μονομιάς κάθε θέληση να μιλήσει και η Αρετή μαζεύτηκε σιωπηλή "Τώρα ξέρεις... Εσύ; Εσύ γιατί έφυγες; Που εξαφανίστηκες; Έχεις ιδέα τους κινδύνους που καραδοκούν; Έχουν τόσο μίσος μέσα τους τούτοι οι άνθρωποι που ποτέ δε ξέρεις Αρετή μου... Μείνε μακριά τους να χαρείς... Συγνώμη αν με είδες να ενθουσιάζομαι γενικά με την ιδέα ενός άντρα στο πλευρό σου, αλλά ένιωθα αμήχανα. Τώρα που ξέρεις όλη την αλήθεια θα είμαι πλάι σου σε ότι θελήσεις..."
Η Αρετή κούνησε απλώς το κεφάλι
"Ήθελα λίγο να μείνω μόνη" αρκέστηκε να πει για τη φυγή της
"Γιατί αργήσατε να γυρίσετε; Τρόμαξα.."
"Δε θέλω να το συζητήσω..."
"Σεβαστό. Όταν όμως θελήσεις θα έρθεις να μου μιλήσεις;"
"Εντάξει μαμά..." η Αρετή σηκώθηκε και έβαλε το φλιτζάνι στο νεροχύτη "Τον αγαπάς πολύ;" ρώτησε με γυρισμένη πλάτη και άκουσε τη Λενιώ να αναστεναζει
"Δε ξέρω πως μετριέται πια η αγάπη... Έχω χρόνια να νιώσω το σκίρτημα της τρελής εκείνης αίσθησης. Μα τον αγαπάω... Ζήσαμε πολλά χρόνια μαζί. Δε μπορώ να πω ψέματα στον εαυτό μου Αρετή... Μακάρι να ήταν αυτός ο πατέρας σου" Η Αρετή σφίχτηκε ολόκληρη και γυρίζοντας προς το μέρος της καρφιτσωσε στα χείλη ένα σφιγμένο χαμόγελο και τη κοίταξε
"Νομίζω άκουσα τη θεία... Πάω λιγάκι μέχρι επάνω και θα κατέβω. Ευχαριστώ που μου ανοιχτηκες..." είπε σιγανά και έφυγε χωρίς περιστροφές έχοντας την αίσθηση του πνιγμού καρφωμένη στο λαιμό...
************
"Πως και από δω;" το μισάνοιχτο βλέμμα της τον κοίταξε στραβά και εκείνος αδιαφόρησε
"Δεν ήρθα για σένα... Θέλω να πω δυο κουβέντες του Διονύση για τα κτήματα. Επέστρεψα και θέλω να αναλάβω και να εργαστώ"
"Τότε ήρθες στο σωστό και λάθος άνθρωπο Παυλή" του είπε κοιτάζοντας τον πια κατάματα "Ο Διονύσης έχει λίγες μέρες που αποφάσισε να αφήσει το άγχος και ανέλαβα εγώ τα βασικά. Τα πάμε όμως μια χαρά"
"Δε φτάνουν τα χέρια. Ο Ζήσης δε ξέρει καλά τη δουλειά, ο Κυριάκος όλο και φεύγει και οι εργάτες είναι στο κόσμο τους. Έχεις πάει ποτέ για έλεγχο;"
"Έχω εμπιστοσύνη στα αγόρια μου"
"Σκατα εμπιστοσύνη έχεις!"
"Παυλή τι στα κομμάτια θες; Ήρθες για να το παίξεις ξαφνικά άντρας του σπιτιού; Εχασες το προνόμιο χρόνια πριν!"
"Ήρθα γιατί πέθανε η Ολυμπία και τίποτα πια δε με κρατουσε πίσω! Ήμουν ελεύθερος πια! Ακούς;" Αγριεψε αφού πια ήταν ολομόναχοι σε ένα δωμάτιο και οι μάσκες ήταν περιττές ανάμεσα τους "Ίσως αν δεν έβαζες και εσύ το χεράκι σου να μην χρειαζόταν να φύγω!"
"Τι είναι αυτά που λες; Δε θα το γυρίσεις σε μένα! Εσύ μας παρατησες! Άφησες τη Λενιώ απροστάτευτη και εξαφανίστηκες εν μια νυκτί! Για να μην αναφέρω και όσα έμαθα που μόνο ντροπή σπέρνουν στο διάβα σου!"
"Μη μου κάνεις εμένα πως δε καταλαβαίνεις! Εχυσες το δηλητήριο σου και έκανες καλά τη δουλειά σου!"
"Δε ξέρεις τι λες!"
"Νομίζεις ξέχασα όσα έλεγες;"
"Σαν τι να πω και σε ποιον;" Η Αθηνά άρχισε να ανεβάζει τόνους "Σαν βλάκας έπεσες στις παγίδες του αδερφού σου και όπως πάντα πήρε και μένα η μπάλα! Σας σιχαθηκα! Και εσένα και αυτό το ρεμαλι που εύχομαι να σαπίσει στη κόλαση!"
"Πως τολμάς και μιλάς έτσι; Σου δώσαμε όνομα! Φαγητό! Σπίτι! Στέγη ! Σου δώσαμε αξία και τώρα τολμάς και το γυρίζεις;"
"ΔΕ ΤΑ ΖΗΤΗΣΑ!" τσιριξε μέσα στα μούτρα του "ΣΤΑ ΤΣΑΚΙΔΙΑ ΚΑΙ Η ΑΞΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΚΑΙ ΟΛΑ! ΜΙΑ ΔΟΥΛΕΙΑ ΗΜΟΥΝ ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ!"
"Πάψε!"
"Α μπα; Τόσα χρόνια στο λαιμό σαν αγκάθι κάθεται! Το φτωχό κοριτσάκι που η μάνα του έκανε τρεις δουλειές για να θρέψει και το πούλησε σε ένα μάτσο φραγκοφονιαδες για να έχει η οικογένειά σας ένα θηλυκό για πούλημα! Αυτό ήμουν! Ένα θηλυκό για να παντρεψετε με κάποιον λεφτά και να κάνετε εσείς τη ζωή σας! Μου χρωστάτε όλοι! Ακούς;! Όλοι! Κι αν κάποιος εδώ μέσα είναι άξιος και έχει το μεγαλύτερο μερίδιο είμαι εγώ! Εγώ τα αγόρασα όλα πουλώντας το κορμί μου για να μπορείς εσύ και ο κάθε εσύ να απολαύσει τα λεφτά του Διονύση και να έχει τα κτήματα! Μη μου λες εμένα λοιπόν εξυπνάδες!" φώναξε έξαλλη
"Με συγχωρείς..." ο Παυλής αναστεναξε πιάνοντας το κεφάλι του και εκείνη τον κοίταξε γεμάτη νεύρο
"Μίσησα πολλούς ανθρώπους στο διάβα μου Παυλή... Ήσουν ένας από αυτούς ...
Σαν κοριτσάκι πίστευα πως είχες ιδανικά αλλά εσύ τα πέταξες όλα σε μια μέρα και άφησες εκείνο το κτήνος υπεύθυνο να μας κάνει τη ζωή κόλαση... Καμία φορά, λυπάμαι που δε τον σκότωσα εγώ... Λυπάμαι που έπρεπε να κρατήσω τότε μια βεντέτα και να χτίσω ένα μίσος για τον δολοφόνο του που ποτέ δεν μάθαμε και ποιος ήταν! Αλλά βέβαια! Τι θα έλεγε ο κόσμος άραγε αν η Αθηνά, η αδερφή του Μάρκου, αντί να κυνηγήσει τον ένοχο τον χρυσωνε από πάνω μέχρι κάτω για την αξια πράξη του; Πόση ντροπή πια... Πόση;"
"Δεν είχα ιδέα ότι σε άγγιξε Αθηνά..." της είπε σιγανα και εκείνη έτριξε τα σαγόνια της "Το έμαθα το βράδυ που έφυγα... Έφυγα ντροπιασμένος γιατί δεν είχα τα παντελόνια να την αντικρίσω μετά από όσα έκανα...Ούτε εκείνη ούτε εσένα. Ήταν αργά όμως για όλα..."
Η Αθηνά τον κοίταξε δίχως λύπη στα μάτια
"Αργά ήταν για μένα... Όχι για εσάς ... Για μένα που από μικρό παιδί έπρεπε να φοράω τη μάσκα του μίσους! Έπρεπε να ανέχομαι τα χυδαία και βρώμικα χέρια του πάνω μου! Έπρεπε να γεννήσω ένα παιδί και να το φορτώσω σε άλλο άντρα! Αυτά είναι όλα τα δικά μου ΑΡΓΑ! Μια ζωή που άλλοι επέλεξαν και εγώ σαν μαριονέτα έκανα ότι ζητούσαν!"
"Μα..." Ο Παυλής ήταν έκπληκτος
"Δεν έχει μα... Γιατί νομίζεις με πάντρεψαν ακόμα πιο νωρίς;" είπε γελώντας πικρά "Όπως και να έχει ζήσαμε μέσα στη σαπιλα και καταλήξαμε να σαπιζουμε κι εμείς..."
"Γι αυτό τη μισείς;"
Η Αθηνά γέλασε
"Δε τη μισούσα... Μα ύστερα από το θάνατο του Μάρκου αντί να μείνει και να παλέψουμε να βρούμε τις αξίες μας εκείνη έριξε τον εαυτό της στον Ραγιά... Έστειλε τη μικρή μακριά ενώ τη παρακάλεσα να μείνει μαζί μας... Ίσως δεν ήταν αίμα μου ούτε και ανιψιά μου μα πλέον μείναμε οι γυναίκες. Μπορούσαμε να κάνουμε ένα καλύτερο τόπο γύρω μας... Αλλά όχι ... Εκείνη επέλεξε να πλαγιάσει μαζί του και να διώξει μακριά την Αρετή" Η Αθηνά άναψε ένα τσιγάρο και κάθισε κοιτώντας έξω από το παράθυρο σκεπτική "Τον Ορέστη τον αγάπησα πριν φύγει... Πριν καν με παντρέψουν με τον Διονύση και πριν με πάρουν για κόρη οι Μακρήδες... Παιδουλα ήμουν σαν τον έβλεπα στα χωράφια... Η Λενιώ ήταν η καλύτερη μου φίλη και το ήξερε Παυλή... Ποτέ δε θα καταλάβω γιατί τόλμησε και έπραξε τα δέοντα... Αλλά ναι... Τη μίσησα και τη μισώ και τους μισώ όλους!" ανέβασε το τόνο της και σηκώθηκε. "Κάνε ότι θες στα χωράφια. Κουράστηκα πια..."
"Αθηνά περίμενε!" Έπιασε το μπράτσο της να τη σταματήσει μα εκείνη το τράβηξε προς τα πίσω ενοχλημένη
"Δεν έχουμε τίποτα άλλο να πούμε..." αποκρίθηκε γεμάτη νεύρο και κίνησε για τη σκαλα μα πριν ανέβει σταμάτησε και γέλασε με τη πλάτη γυρισμένη "Μην τρέφεις τον εαυτό σου με φρούδες ελπίδες Παυλή... Δε θα σε ξανακοιταξει ποτέ ξανά..." Είπε θέλοντας να τον πατήσει εκεί ακριβώς που πονούσε "Αν σε αγαπούσε, θα έφερνε πίσω την Αρετή χρόνια τώρα και θα φρόντιζε να την ενημερώσει ότι ο πατέρας της ζει..." είπε με σαρκασμό
"Τι είπες Αθηνά;" Απόρησε σαστισμένος ενώ το χρώμα του άλλαξε αμεσως
"Τι είπα;" έκανε την ανηξερη και εξακολουθώντας να έχει τη πλάτη γυρισμένη ξεκίνησε να ανεβαίνει τα σκαλιά "Ο καθένας πορεύεται με τις αμαρτίες του. Καλώς ήρθες και επίσημα πίσω στο χωριό αδερφέ!" συνέχισε στάζοντας ειρωνεία και έφυγε....
*********
"Μάνα!" Η φωνή του τράβηξε τη προσοχή τους και η Λενιώ πετάχτηκε αμέσως. Είχε να τον ακούσει να τη φωνάζει έτσι καιρό και κάτι μέσα της σκιρτησε πολύ δυνατά "Ήρθα να πάρω τα..." Η μορφή ακολούθησε τη φωνή του και μπαίνοντας μέσα έμεινε κάγκελο κοιτάζοντας το τραπέζι
"Άργησες αγόρι μου..." η Λενιώ ήταν συγκινημένη γιατί ήξερε πως ο Γιώργης γνώριζε πια την αλήθεια αλλά παρόλα αυτά τη προσφώνησε με τη συγκεκριμένη λέξη "Έχω έτοιμα τα ταπερακια στη κουζίνα..."
"Κλάρα από δω ο Γιώργης που σου έλεγα!" Ακούστηκε η Αρετή
"Ο τραμπούκος!" την διόρθωσε
"Τι δουλειά έχει αυτή εδώ;" ο Γιώργης πέρασε στην αντεπίθεση αμέσως ενώ τόσο η Νανά όσο και η Λενιώ κοιτούσαν γεμάτες απορία
"Αυτή..." Τόνισε η Αρετή "Είναι η φίλη μου!" τον ενημέρωσε ενώ τόσο εκείνος όσο και η Κλάρα δεν έπαψαν να κοιτάζουν ο ένας τον άλλο
"Ειδύλλιο μυρίζει..." Έσκυψε και είπε σιγανα η Νανά στην Λενιώ χαχανιζοντας
"Τι να καταλάβει ένα γουρούνι που έχει σαν χόμπι να πετάει μαχαίρια από δω και από εκεί!"
"Γιώργη τι έκανες;'' πετάχτηκε τρελαμενη η Λενιώ άλλα σημασια δε της έδωσε
"Αυτός είναι ο....;" ρώτησε η Αρετή
"Αυτός! Ο χαζός που νόμιζε ότι κάτι κάνει!"
"Πολλά δε λες;'"
"Γιώργη τι τρόποι είναι αυτοί;!" η Λενιώ έχασε πάσα ιδέα ενώ η ατμόσφαιρα μύριζε μπαρούτι "Σε ποιον πέταξες μαχαίρι; Τι είναι αυτά που ακούω;"
"Λέω όσα πρέπει να πω!" Η Κλάρα συνέχιζε αδιαφορώντας για τη Λενιώ και εκείνος το ίδιο
"Ίσως έπρεπε να βουλώσω το δικό σου στόμα στη τελική να τελειώνουμε! Κι εσύ!" Είπε προς την Αρετή "Τέτοιες δήθεν έξυπνες φίλες έχεις;!"
"Γιώργη!!!" Τσιριξε αδυνατώντας να καταλάβει την έκρηξη
"Μη φωνάζεις Αρετή... Δε περίμενα κάτι λιγότερο από αυτό τον άξεστο τραμπούκο!" τη καθησύχασε η Κλάρα
"Κλείσε το στόμα σου γιατί δε θα τα πάμε καλά!"
"Αχ ναι!" Πετάχτηκε ενθουσιασμένη η Νανά και εισέπραξε απευθείας οχτώ άγρια μάτια πάνω της.
"Εμάς μας συγχωρείτε λιγάκι..." Η Αρετή σηκώθηκε, έπιασε το Γιώργη και τον τράβηξε έξω από το σπίτι. Μόλις βγήκαν και αφού βεβαιώθηκε ότι τον απομάκρυνε, στάθηκε εξαγριωμένη μπροστά του "Τι συμπεριφορά είναι αυτή; Πας καλά;"
"Αυτη ξεκίνησε!"
"Γιώργη!"
"Δε φτάνει που μάλωσα με το μαλάκα το Ζήση πρωί πρωί για χάρη της, εκείνη σηκώθηκε και έφυγε αφού πρώτα ξεκίνησε τις προσβολές!"
"Και είναι τρόπος αυτός;"
"Αρετή άσε με να χαρείς και είχα πολύ δύσκολο πρωινό..."
"Είσαι καλά;" Η Αρετή αλλαξε το τόνο της και η ερώτηση της έβγαλε κάτι διαφορετικό από τη μέχρι πρότινος στάση της
"Δε ξέρω..." Παραδέχθηκε βγαζοντας έναν αναστεναγμό "Ίσως υπερβάλλω λιγάκι... Τα νεύρα μου δεν είναι εντάξει..."
"Το κατάλαβα.. Δεν είσαι εσύ αυτός... Τι έγινε; Αν πρόκειται για κάτι που ..."
"Όχι" τη διέκοψε. Αν και η Αρετή δε γνώριζε για το ξεκαθάρισμα που έκανε με τον Ορέστη , ο Γιώργης δε θέλησε να την ενημερώσει πως ήξερε. Στη τελική δεν είχε πρόβλημα... "Ο Κωσταντής" Συνέχισε καλύπτοντας την ερώτηση της "Παραλίγο να διώξει τη Μαριάνθη... Του γύρισε το μάτι... Πρέπει να πάω και όλα εδώ είναι ένα χάλι και η Μαριάνθη δεν έχει που να μείνει και απλά..." Έπιασε το κεφάλι του και ξεφυσησε δυνατά
"Ηρέμησε..." Η Αρετή κράτησε τα χέρια του στις χούφτες της και κατεβάζοντας τα χαμηλά τον κοίταξε τρυφερά "Κι εγώ νιώθω χαμένη μέρες τώρα..." παραδέχθηκε "Αλλά όλα θα πάνε καλά εντάξει;"
"Πως...;" ρώτησε λυπημένος
"Απλά θα πάνε. Πρέπει να πάνε... Ο Κωσταντής είναι έξυπνος. Καλός. Θα δει... Όσο για τη Μαριάνθη δε ξέρω τι συνέβη μα το σπίτι μας είναι ανοιχτό για όλους. Στη τελική θα μείνει στου Σήφη και εκείνος κάπου αλλού. Κάτι θα κάνουμε... Εντάξει;"
"Απλά αισθάνομαι πως από παντού σκάνε όλα τόσο απότομα και χάνω τον έλεγχο..."
"Ήταν ένα ξέσπασμα που έπρεπε να γίνει και το καταλαβαίνω... Αλλά μη σκέφτεσαι αρνητικά"
"Θα πάω από πίσω να πάρω το φαγητό... Δεν είμαι σε θέση να έρθω σε επαφή και με τη φίλη σου..."
Η Αρετή συνοφρυωθηκε
"Βασικά θα έρθεις..." του είπε διστακτικά
"Γιατί;"
"Γιατί θα μας πας στο σπίτι στο κτήμα ..."
"Πες μου ότι δε θα..."
"Έλα μωρέ Γιώργη... Δεν έχει που να μείνει και..."
"Και μετά λες ότι δε γίνονται όλα στραβά!" τη διέκοψε και εκείνη μουτρωσε
"Αφού κανένας δε μένει εκεί!"
"Ναι αλλά είμαστε όλη μέρα στα χωράφια! Τι θα κάνει μόνη της εκεί;"
"Θα πάω και εγώ..."
"Εντάξει... Νομίζω το έχουμε χάσει εντελώς..."
"Βρε Γιώργη... Ας μη δημιουργήσουμε παραπάνω θέματα εντάξει;"
"Πιστεύεις αλήθεια πως εγώ τα δημιουργώ;" της είπε κοιτάζοντας τη κατάματα έχοντας όμως ένα διαφορετικό ύφος. Ένα ύφος που φανέρωνε στην Αρετή πως πέρα από τη πλάκα , κάποια πράγματα ήταν σοβαρά "Σκεφτόμουν να πάω εγώ εκεί... Πίστευα πως η κατάσταση σπίτι ίσως ήταν περίεργη και..." παραδέχθηκε πιο ήρεμα πια και εκείνη κατάλαβε αμέσως πως ο Ορέστης του μίλησε "Ξέρω Αρετή. Μη με κοιτάζεις έτσι να χαρείς... Ξέρω και ειλικρινά δεν έχω πρόβλημα. Ίσως να είχα αν πίστευα πως η μητέρα σου είχε σχέσεις μαζί του αλλά..."
"Ότι κι αν ξεκίνησε θα σταματήσει" Του είπε σοβαρή και εκείνος έσμιξε τα φρύδια σχεδόν τρομαγμένος "Ήταν ένα λάθος Γιώργη. Ένα λάθος που σήμερα το πρωί για μένα τελείωσε..." ήταν αρκετά σοβαρή και δε του άφησε περιθώρια συζήτησης "Πήγαινε να ετοιμάσεις το αμάξι. Θα έρθουμε μαζί"συνέχισε κοφτά και αφήνοντας τον μόνο να κοιτάζει τον όλεθρο να του χαμογελά , έφυγε προς το σπίτι.
🙄🙄🙄🙄🙄
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top