Κεφάλαιο 22°

Λένε πως οι άνθρωποι πληγώνουν για να νιώσουν πως πετυχαίνουν κάτι αξιόλογο. Πως δεν ήρθανε απλά στον κόσμο για να εξαφανιστούν αφανείς.
Πως πληγώνουν για να υπάρχει κάποιος εκεί έξω και να τους θυμάται.
Γιατί ποτέ όμως κανείς δε θυμάται αυτόν που αγαπα;
Γιατί τον αφήνουμε να χαθεί κρατώντας μονάχα αυτόν που πλήγωσε;
Ίσως γιατί αυτός που καταφέρνει να πληγώσει κάποιον είναι και αυτός που πραγματικά πονάει ..
είναι αυτός που κάποτε αγάπησες και του έδωσες τα πάντα μα τα τσάκισε και τα πέταξε δίχως έλεος...

Βρέχει απόψε...
Ρίχνει εκείνες τις καταραμένες αγαπημένες του ψιχαλες και εγώ κρύβομαι πίσω από ένα γυαλί αδυνατώντας ακόμα και να τις αγγίξω.
Ακούω τη φωνή του να πλαγιάζει το νου μου μα δεν είμαι σίγουρη αν πράγματι είναι εκείνος ή η φωνή ανήκει στον απόηχο της ύπαρξης του...

Γιατί ρε Ορέστη;

Αστείο, κοινότυπο και πολυφορεμενο σωστά;

Ένα γιατί σε συνοδεία από ένα όνομα εμπερικλείουν μέσα τους μια ζωή που έχασες. Στιγμές που ήρθαν , φωλιασαν και ύστερα χάθηκαν μακριά...

Κάποιος κάποτε, είπε πως είναι σημαντικό οι αναμνήσεις μας να απαρτίζονται από ευτυχία. Παρακάλεσε για αυτή. Έπεσε στα γόνατα εκλιπαροντας τη ζωή για λίγο έλεος να εκείνη τον χλεύασε.
Δε δείχνει έλεος το παρελθόν και σαν περάσουν οι στιγμές, είτε καλές είτε κακές δεν αλλάζουν.

Οι φιλόσοφοι ουρλιάζουν ότι πρέπει να χτίζουμε ένα όμορφο σήμερα έτσι ώστε όταν γίνει ανάμνηση μεγαλώνοντας να είναι γλυκό. Να αφήνει χαμόγελο στα χείλη και όχι πόνο...

Αυτό που κανένας δεν είπε όμως σε όλους αυτούς τους γνωστικούς, είναι πως καμία φορά οι πιο γλυκές και όμορφες αναμνήσεις, πονάνε χίλιες φορές πιο πολύ από τις άλλες...
Στις άλλες μαθαίνεις και αφομοιώνεις το πονο, ενώ σε αυτές, τρέφεις τη καρδούλα σου για να αντέξει και εκείνη σπαραζει...

Το είπες και το έκανες...
Η εγώ, η εσύ, η οποίος μπει ανάμεσα μας στο χώμα...
Κάτι τέτοια μου έλεγες και με έκανες να λιώνω.
Πόσα μυστικά έκρυβε τελικά αυτός ο τόπος θεέ μου; Μαρτύρια και σταυρούς που ο καθένας κουβαλούσε στις πλάτες καθημερινά. Ψέματα , κόλπα και πισώπλατα χτυπήματα...
Εκεί που έμαθα να αγαπώ εκεί και μίσησα....

Πειράζει αν βγω λιγάκι έξω;
Ποιος θα τολμήσει να με εμποδίσει;
Ο μόνος που το έκανε περίτρανα ήσουν πάντοτε εσύ μα εσύ λείπεις...
Ξέρεις τι έμεινε τελικά;
Δε θα πω πολλά...
Ούτε θα κλάψω...
Ούτε θα θυμώσω και σου υπόσχομαι ούτε θα ουρλιαξω...
Δεν έμεινε το καταραμένο το σαρίκι...
Ούτε τα λόγια τα μεγάλα και τα μικρά.

Αυτό που έμεινε ξεπερνάει κάθε υπόσταση...
Ήρθα στη ζωή, και θα κλείσω τα μάτια ξέροντας πως κατάφερα να κάνω έναν άνθρωπο ευτυχισμένο...
Πως τον είδα να μου γελά και τον έκανα να φύγει γεμάτος...
Πες μου μάτια μου γλυκά τι μπορεί να συγκριθεί με αυτή την αίσθηση;

Ο Γιώργης κάποτε μου είπε ότι δεν υπάρχει κάτι πιο τρομακτικό από την απώλεια όσων αγαπάς και με ξόρκισε να κάνω πίσω...
Έπεσε στα πόδια μου σχεδόν για να μη σκαλίσω το παρελθόν μα να που εκείνο ήρθε και με βρήκε μοναχό του...

Μου έλειψες το ξέρεις;
Λαχταράω να αφήσω τα δάχτυλα μου να πνιγούν στα πυκνά σου μούσια μα το μόνο που έμεινε είναι στάχτη...
Κενότητα, λίγη βροχή και στάχτη....

Έλεγες πως λατρευες τη μυρωδιά του βρεγμένου χώματος και τώρα είσαι εκεί ακριβώς που λατρεύεις....
Και εγώ;
Εγώ ήρθα και σαν κατάρα έβγαλα ρίζες σε ένα τόπο που θα με κρατάει για πάντα δέσμια του
Γιατί;
Γιατί εδώ είναι όλα όσα αγάπησα και δε θα τα αφήσω ποτέ πίσω...

Εύχομαι να είχα τη δύναμη να γυρίσω πίσω το χρόνο μόνο σε μια συγκεκριμένη στιγμή....
Ύστερα από όλα όσα περάσαμε κρατάω μονάχα μια ...
Τη μέρα που σε γνώρισα...
Εκείνη την απόφαση που πήρανε οι μοίρες δίχως να με ρωτήσουν και μπέρδεψαν τα νήματα μας στον αργαλειό τους...

Πειράζει αν βγω λιγάκι έξω;
Θέλω να πάω σε εκείνη τη καρότσα, να ξαπλώσω και να αφήσω τις ψιχαλες να με πλύνουν....

Συγχώρεσε με που δεν ήρθα σήμερα αλλά σου υποσχέθηκα να μη ξαναβγω στις λίμνες κατά τις ψιχαλίδες...
Τι;
Τώρα νομίζω αρχίζω και τα χάνω...
Θα ορκιζόμουν πως σε άκουσα να μου μιλάς...
Δε θυμάμαι...
Πρόλαβα ποτέ να σου πω σ'αγαπαω;

Όλα έγιναν τόσο γρήγορα...
Πήραν κάθε μας στιγμή και τη βίασαν πάνω στο βωμό του μίσους...
Έκλεψαν και τη λιγοστή ισχνή χαρά μας... Όση τολμησαμε και δείξαμε...

Ξέρεις κάτι;
Ίσως τελικά αυτό είναι το λάθος...
Ίσως τελικά άδικα κρατώ ακόμα τις υποσχέσεις μου...
Εσύ δεν έλεγες πως τα πιο λαμπρά παλικάρια έσβησαν έχοντας τους πιο ηχηρους στεναγμούς;
Έρχομαι μάτια μου....
Μη μου φύγεις....
Νομίζω τούτες οι ψιχαλίδες είναι αυτό που αναζητούσες...

Λίγη βρεγμένη γη, και δύο βήματα πριν το παράδεισο....


                         *********

Το αυτοκίνητο δεν έτρεχε πια με 180 στις στροφές ούτε και εκείνος όμως το πονούσε... Της το είχε πει μα δε τον πίστεψε ότι θα τη φέρει πίσω σηκωτη.
Γέλασε κοιτώντας το χωματόδρομο και σκεπτόμενος ότι μέσα σε ένα εικοσιτετράωρο έγινε και πάλι πιτσιρίκι...

Ένα πράγμα έμενε μονάχα και θα το έκανε πάραυτα σαν έφταναν πίσω...
Λαχταρησε να αρπάξει μια φίνα τσικουδιά και να κατηφορήσει ως τα μνήματα να πει δυο λόγια με το μπάρμπα Στυλιανό...
Δύο αντρίκες πια κουβέντες μεταξύ τους και να γελάσει λιγάκι...

Η Αρετή του ζήτησε σαν επιστρέψουν να κρατήσουν χαμηλούς τόνους και θέλησε να μιλήσει και να ξεκαθαρίσει με τη μητέρα της. Ο Ορέστης δε θέλησε να πει πολλά μα όσα της είπε ήταν αρκετά και το μόνο που δεν ήθελε ήταν να τη πληγώσει.
Της υποσχέθηκε από τη πλευρά του ότι θα ήταν κύριος και πως δεν είχε ούτε ο ίδιος κάποια πρόθεση να προκληθεί θέμα αλλά από την άλλη, της ξεκαθάρισε πως δε θα έκανε πίσω σε τίποτα και για κανένα.
Πως αν κάποιος τολμούσε να έμπαινε εμπόδιο θα τον διέλυε.

Δεν είχαν συζητήσει καν τι ήταν μεταξύ τους μα εκείνος φάνηκε να το έχει δεδομένο εξ αρχής.
Ήταν ένα όπως πολύ σωστά της είπε και δε της έμεινε και λόγος για να φέρει αντίρρηση.

"Σε δέκα λεπτά θα είμαστε εκεί..." κοίταξε το ρολόι της και είχε μάθει πια τη διαδρομή

"Βιάζεσαι;"

"Δεν ξέρω..."

"Τι εννοείς δεν ξέρεις;"

"Υπάρχουν στιγμές από χθες που θέλω να σε πάρω από εκεί και να σε τραβήξω σε έναν άλλο κόσμο μακριά από όλα αλλά κάθε φορά που σε κοιτάζω βλέπω ολόκληρο τούτο το τόπο ζωγραφισμένο πάνω σου... Σε κάθε ρυτίδα, κάθε έκφραση και κάθε σου κίνηση..."

"Δηλαδή με λες γέρο;" Τη κοροϊδεψε χαλώντας τη στιγμή

"Ρε Ορέστη!" χαμογέλασε μέσα από τα μούσια του και εκείνη απλά τον θαυμασε. "Σου πάει τόσο να χαμογελάς... Πόσο δύσκολο ήταν πια να χαμογελασεις;"

"Όσο δύσκολο ήταν και να πετάξω"κάθε φορά που της χαριζε μια ετυμολογη κόφτη απάντηση, ένιωθε πως είχε κάνει και ο ίδιος στο παρελθόν τούτες τις ερωτήσεις στον εαυτό του και πολύ απλά , οι απαντήσεις ήταν συγκεκριμένες.

"Περίμενε... Κόψε λιγάκι ταχύτητα" λίγο πριν μπουν στο χωριό του ζήτησε να σταματήσει και εκείνος έκοψε το τιμόνι και πάρκαρε στην άκρη του δρόμου

"Ήντα έχεις μέσα στο κεφάλι σου;" ρώτησε με τη χαρακτηριστική χροιά του

"Δε ξέρω"

"Όλο δε ξέρεις μωρέ μάτια μου και όλα τα ξέρεις στο τέλος..."

"Μπορούμε να μείνουμε λιγάκι ακόμα μόνοι;" είπε με ένα δισταγμό στη φωνή και εκείνος αναστεναξε

"Μόνοι... Μέσα στις ερημιές. Σε ένα αυτοκίνητο..." σε κάθε λέξη που έλεγε ολοένα και άπλωνε τις δαγκάνες του προς το μέρος της ώσπου σαν τη γραπωσε, τη κράτησε δυνατά και την έσυρε ως τα πόδια του. Η Αρετή κάθισε πάνω του δίχως δυσκολία και σαν να είχαν χρόνια ολόκληρα σχέση, αφέθηκε να τον χαϊδεύει τρυφερά. Ίσως αυτό ήταν το πιο περίεργο ανάμεσα τους και ίσως γι αυτό εξ αρχής να ένιωθε έτσι ..
Ο Ορέστης την έκανε να αισθάνεται πως τον ήξερε από πάντα...
Ήταν η οικειότητα προσωποποιημένη... Ήταν το σπίτι...

"Θα μου κάνεις έρωτα;" του ζήτησε δίχως ντροπή και ένιωσε τα δάχτυλα του να παίζουν απαλά με τη ραχοκοκαλιά της ώσπου άνοιξε τις παλάμες του και τις άπλωσε στη πλάτη της. Είχε πραγματικά μεγάλα χέρια και έμοιαζαν σαν δύο τεράστιες φτερούγες στο δέρμα της. Πίεσε το μελανιασμενο της κορμί πάνω του και εκείνη πήρε μια κοφτή ανάσα πάνω στα χείλη του.

"Δε χορτασες;" τη ρώτησε πονηρά και εκείνη του χάρισε ένα πλάγιο γελακι

"Πως να χορτάσεις τη βροχή όταν πέφτει ψιχαλα ψιχαλα μες τα χέρια σου; Καμία φορά λαχταράς και εκείνη τη καταρρακτώδη καταιγίδα Ορέστη... Να σε πάρει και απλά να μείνεις και να πνιγείς εκεί..."

Του ζήτησε καταιγίδα και εκείνος αμέσως της την έδωσε σαν να ήταν διαταγή...
Λεπτά αργότερα τα τζάμια είχαν θολώσει εντελώς και μέσα στη σιγαλια του δάσους ολόγυρα, ακούγονταν μονάχα οι φωνές τους...
Φωνές και στεναγμοί...

Δεν ήταν ο πρώτος της μα σίγουρα θα ήταν ο τελευταίος και αυτό το ήξερε καλά και η ιδια...
Κάθε φορά που έκαναν έρωτα από τη πρώτη τους μέχρι και τώρα, ήταν διαφορετικά. Δεν ακολουθούσε ένα συγκεκριμένο μοτίβο και μπορούσε να το νιώσει αφού είχαν συνευρεθεί πάνω από είκοσι φορές μέσα σε δύο μέρες.
Κι όμως κάθε φορά ήταν αλλιώς...
Αλλα πιασίματα, αλλα βογγητα...
Ήταν άγριος ακόμα και στον έρωτα...
Επιτακτικος και διεκδικητικος είτε έπαιρνε αργά το κορμί της είτε γρήγορα. Η βία που ασκούσε πάνω σε αυτό, την έκανε να πεθαίνει από ηδονή  αλλά αυτό που την ανάγκαζε να χάνει εντελώς τα λογικά της ήταν πως πριν καν την ακουμπήσει, είχε ήδη κάνει έρωτα στο κεφάλι της.
Έκανε έρωτα με τη μορφή του, με τα λόγια του...
Πόσο δύσκολο ήταν τελικά να βρεις έναν άνθρωπο που θα είναι ικανός να κάνει σεξ και έρωτα πρώτα στο κεφάλι σου και έπειτα στο κορμί;
Απάντηση για αυτό δεν είχε...
Το μόνο που εκανε ήταν απλά να το αποζητάει και εκείνος να της το χαρίζει...

Εκεί ήταν ο παράδεισος και η κόλαση μαζί και η Αρετή δεν ήταν πια διατεθειμένη ούτε η ίδια να κάνει πίσω...




                         ************

"Καλημέρα" Η Νανά τεντώθηκε μπαίνοντας στη κουζίνα και η Λενιώ σέρβιρε ένα καφέ σιωπηλή και γύρισε προς το νεροχύτη "Τι μούτρα είναι αυτά;"

"Δεν έχω μούτρα"

"Τώρα κοροϊδευομαστε και μεταξύ μας;" Η Λενιώ πέταξε τη πετσέτα πλάι και έμεινε με τα χέρια κολλημένα πάνω στο μάρμαρο να κοιτάζει έξω από το παράθυρο.

"Δε ξέρω πως να αντιδράσω!"

"Ως προς τι; Τι έπαθες;"

"Σαν τι να πάθω μωρέ Νανά;" Γύρισε θυμωμένη "Κοιτάω το Γιώργη και νιώθω αμήχανα!"

"Κάποια στιγμή θα το μάθαινε δε νομίζεις; Για πόσο θα κάνατε το ευτυχισμένο ζευγάρι; Άργησε κι όλας να το καταλάβει... Μη κοιτάς που είναι θυμωμένος. Θα του περάσει..."

"Του φέρθηκα σαν μάνα εξ αρχής και είμαι σίγουρη ότι η εμπιστοσύνη έχει πια κλονιστεί. Δε καταλαβαίνω πως γίνανε όλα τόσο χάλια μέσα σε λίγους μήνες..."

"Εγώ πιστεύω πως όλα μπαίνουν απλά στη θέση τους σιγά σιγά. Δες το αλλιώς... Πάντα ήσουν μια ελεύθερη γυναίκα και εσύ επέλεξες να μπεις σε αυτή τη κατάσταση. Βγες, διασκέδασε! Έλα μαζί μου πίσω στο Ρέθυμνο ! Ζήσε! Έχεις τόσες επιλογές και είχες από τότε που πέθανε εκείνο το ρεμαλι αλλά εσύ έμεινες κολλημένη και έβγαλες ρίζες εδώ!"

"Τι θα πει ο κόσμος;"

"Τώρα σοβαρά σε ενδιαφέρει τι θα πει ο κόσμος;"

"Δε θέλω να δω στα μάτια κανενός λυπηση αλλά ούτε και ικανοποίηση πιστεύοντας πως απλά χωρίσαμε με τον Ορέστη!"

"Ώστε περί αυτού πρόκειται! Τελικά όντως σε νοιάζει περισσότερο ο κόσμος παρά η ζωή σου!"

"Δεν είναι έτσι! Είδες πως αντέδρασε ο Γιώργης χθες; Θαρρείς και είχε μπροστά του μια ξένη..."

"Δεν θέλαμε να μας ακούσει Λενιώ... Ούτε είχαμε πρόθεση. Απλώς συνέβη..."

"Το ξέρω... Απλά είχα μπει σε μια ρουτίνα και αισθάνομαι ότι διαλύεται... Και η Αρετή; Τι θα της πω και τι θα εξηγήσω;"

"Τι εννοείς;"

"Δε ξέρω... Αισθάνομαι περίεργα. Ίσως σαν γυναίκα με καταλάβει καλύτερα αν της πω ότι ναι μεν συζουμε αλλά τον αγαπάω κι όλας..."

"Είσαι με τα σωστά σου;!"

"Μα είναι η αλήθεια!"

"Λενιώ!" Η Νανά σηκώθηκε έξαλλη"Τι διάβολο έπαθες μου λες; Που πήγε η Λενιώ που ξέρω; Ώρες ώρες μιλάς και δε σε αναγνωρίζω!"

"Ζηλεύω ικανοποιήθηκες;!" φώναξε και η Νανά τη κοίταξε σαστισμένη

"Ζηλεύεις;"

"Νομίζεις δεν κατάλαβα ποιανού σαρίκι είχε η Αρετή; Τόσα χρόνια πλάι του και αυτός βρήκε και ερωτεύθηκε τη κόρη μου; Κοντά είκοσι διαφορά έχουν! Είναι η κόρη του Μάρκου! Πως θα το πάρει αν μάθει ότι ο Ορέστης σκότωσε τον ίδιο της το πατέρα;!!"

"Τι έκανε λέει;' η Νανά είχε πάθει σοκ και η Λενιώ έβαλε τα κλάματα και κάθισε κάτω

"Πολλά είναι αυτά που δε ξέρεις για το παρελθόν..." Ξεκίνησε να λέει άλλα με ένα βήμα η Νανά στάθηκε από πάνω της και την έπιασε από τα μπράτσα

"Δε ξέρω τι σκατα κάνατε τότε αλλά αν ανοίξεις το στόμα σου και πεις κάτι τέτοιο στο κορίτσι θα γίνουμε κωλος!" η Λενιώ δε περίμενε σε καμία περίπτωση μια τέτοια αντίδραση "Και να την αγάπησε άφησε το να χαθεί! Δε μπορείς να ελέγχεις τη καρδιά κανενός! Ούτε όμως και να φέρεις το παρελθόν σαν πρόσχημα! Πως μπόρεσες να μου κρατήσεις κάτι τέτοιο κρυφό Λενιώ;!" Φώναξε εκνευρισμένη "Άρα για να έγινε τέτοιο ξεκαθάρισμα κάτι άλλο υπάρχει από πίσω σωστά;" ρώτησε και η Λενιώ τη κοίταξε δακρυσμένη
"Παναθεμα σας!!!" η οργή της Νανάς ήταν πρωτοφανής "Ήρθε εδώ για να γλιτώσει από ένα γκόμενο που τη σακατεψε στο ξύλο και έπεσε πάνω στη σκύλα και τη Χάρυβδη!"

"Αγαπάω το παιδί μου! Το λέω στη περίπτωση που νομίζεις ότι αδιαφορώ η πως τη βλέπω σαν αντίζηλο! Δε ζηλεύω τη κόρη μου! Την ιδέα της ελευθερίας ζήλεψα και την αίσθηση ότι κάποιος σε ποθεί!"

"Ξέρεις κάτι;" η απογοήτευση της Νανάς ήταν πια εμφανής "Βάλε μυαλό πριν να είναι αργά... Αρχίζω και αναρωτιέμαι πόσα ακόμα δε γνωρίζω. Εγώ, που πίστευα πως τα ήξερα όλα , τόσα χρόνια...'' έκανε μια παύση και γύρισε να φύγει μα κοντοσταθηκε "Κάτι μου λέει πως όλα είναι λάθος... Ένα καλοσχηματισμένο ψέμα. Εύχομαι να βγω ψεύτρα μα αν δε βγω, ένα θα σου πω... Δε θα αφήσω την κόρη σου, να σβήσει σε αυτό το νεκροταφείο μυστικών ούτε να κινδυνέψει! Όταν θα είσαι έτοιμη να μιλήσεις με τη γλώσσα της αλήθειας, ξέρεις που θα με βρεις. Μέχρι τότε, φόρεσε τη μάσκα σου γιατί σε λίγο φτάνουν"

               *********************

"Που ήσουν όλη τη νύχτα;"

"Σε έπιασε ο πόνος;" Η Αναστασία άφησε τη ζακέτα της στη καρέκλα και η Κατερίνα άρχισε να την κοιτάζει περίεργα

"Με άντρα ήσουν;"

"Μάνα τι θες; Τόσα χρόνια δεν ενδιαφέρθηκες αν ζω η αν πεθαίνω και τώρα σε έπιασε ο πόνος;"

"Πάψε να τριγυρίζεις τις νύχτες..." Η Κατερίνα πήρε μια έκφραση φόβου και πιάνοντας ξανά το ξεσκονόπανο γύρισε προς τα ράφια

"Γιατί αποφεύγεις να με κοιτάξεις;"

"Δεν αποφεύγω"

"Μάνα τι συμβαίνει; Μέσα σε μια μέρα δεν αλλαζει ο άνθρωπος!"

Η Κατερίνα σταμάτησε κάθε της κίνηση και με τη πλάτη γυρισμένη προς τη κόρη της, άρχισε να ρίχνει δάκρυα

"Αλλάζει μωρό μου... Αλλάζει..."


Εκείνο το απόγευμα μου είπε ότι τούτος ο τόπος είναι ζωγραφισμένος πάνω μου...
Είχε δίκιο...
Βαθιές χαρακιές ζούνε στα χέρια μου.
Πλάι στα μάτια και στη ψυχή μου.
Σημάδια του χρόνου αλλά και σημάδια που άφησαν οι άλλοι επάνω μου με εκείνη, να αφήνει το πιο βαθύ...

Ποιος θα πίστευε ποτέ ότι το τέρας ήταν ικανό να νιώσει άνθρωπος και πάλι;
Πίστευα πως είχα αυτό το δικαίωμα όταν κράτησα στα χέρια μου το άψυχο σώμα εκείνου του μπάσταρδου και το πέταξα μπροστά στην εκκλησιά...

Έτσι τον βρήκαν...
Σφαγμένο μπροστά στον οίκο του Θεού...
Έπρεπε να τον πετάξω στις χαράδρες μα θεώρησα πως ήταν προτιμότερο να κριθεί παραπάνω από το Θεό.
Εγώ έκτοτε περίμενα τη δική μου κρίση δίχως να φοβάμαι...

Μέχρι που ήρθε στη ζωή μου και μου έδειξε με κάθε τρόπο τι είναι φόβος.
Φόβος να αφεθεις.
Φόβος να ζήσεις.
Φόβος να νιώσεις.
Φόβος να χάσεις....

Γιατί ρε μάτια μου;
Άνοιγες εκείνα τα χέρια και με εκλεινες μέσα στο μικροσκοπικό κορμάκι σου και εγώ απλά πέθαινα...
Που είναι αυτά τα χέρια τώρα;
Που είναι η ψυχή;
Που είναι το κορμί να με διαλύσει και που είσαι εσύ;

Σου το είπα....
Είναι επικίνδυνες οι πουτανες οι ψιχαλίδες και εσύ δε με άκουσες...
Αίμα στα χέρια, αίμα να ρέει ανάμεσα από τα δάχτυλα μου...
Αίμα στο βρεγμένο χώμα και αίμα μέσα στα μάτια μου....
Βαλθηκες να ζήσεις και συνάμα διάλεξες το λάθος μέρος...

Βρέχει σήμερα...
Κάποτε ήταν οι αγαπημένες μου μα τώρα τις μισώ.
Μισώ κάθε τι που έχει να κάνει με τη βροχή...
Δεν μου έφερε την αίσθηση της βρεγμένης γης μάτια μου ...
Για μας έφερε εκείνη τη κόλαση μετά τη καταιγίδα.

Θέλω να βγω ...
Θέλω να σε δω....
Θέλω να σε αγγίξω....

Θέλω πολλά και πάντα θα θέλω μα όσα μας χωρίζουν τώρα στέκονται σαν τοίχοι και με κοροϊδεύουν...

Ποτέ δε θα ξεχάσω το κατωχρο σου δέρμα...
Το μόνο χρώμα που είχε πάνω του ήταν οι φλογέρες κατακοκκινες πιτσιλιες...
Τα μάτια σου κοιτούσαν στα χαμένα για λίγο καθαριο ουρανό και μέσα στις καταραμένες αστραπές, τσακίστηκες για πάντα...

Ξέρεις κάτι;
Καμία φορά νομίζω ακούω τη φωνή σου να μου μιλά και να μου λέει πως όλα είναι εντάξει.
Νιώθω τα δάχτυλα σου να μπαίνουν βαθιά στο πρόσωπο και να ψάχνουν να με νιώσουν ενώ μου γελάς ...
Η αγάπη μάτια μου σίγουρα δε κοιτάει ηλικία τελικά αλλά ούτε και καταστάσεις.
Θαρρείς και εκ γενετής δένονται μαζί δύο ψυχές κι αν είναι τυχερές και βρεθούν, ζούνε το θαύμα. Αν όχι, πεθαίνουν με συμβιβασμό.

Ύστερα από όσα έγιναν κατάλαβα πως μια ζωή αγαπούσα την ιδέα χωμένος μέσα σε ένα συμβιβασμό ενώ η αγάπη ήταν εκεί έξω και είχε τη μορφή σου...

Γιατί παναθεμα σε!!!
Σου είπα πως χωρίς εσένα δε μπορώ ούτε ανάσα πια να πάρω!
Σου είπα να προσέχεις!
Ξέρεις πόση γαμημενη λατρεία και αγάπη κρύβει μέσα του ένα
"Να προσέχεις;!"
Είναι ο φόβος που σας σκουλήκι σε τρώει από μέσα...
Είναι η απώλεια που ξέρεις πως δε θα καταφέρεις ποτέ να διαχειριστείς και πως όσα χρόνια κι αν περάσουν θα είναι εκεί να σε πονάει ...

Η Νανά μου λέει να πάψω...
Ο Γιώργης έφυγε...
Η μάνα σου αργοσβηνει...
Ο Σήφης είναι πάντα σιωπηλός ...
Η Αναστασία παλεύει ...
Και εγώ είμαι νεκρός....

Αυτό ήθελες;

Δε νομίζω να μπορώ να αντέξω...
Δε θέλω.!

Νομίζω οι στεναγμοί μου θα είναι και οι τελευταίοι σε εκείνα τα νερά...
Ένας ξεπεσμένος που τελικά παραδόθηκε στο πόνο και αφέθηκε στο πιο γλυκό θάνατο....

Θα έρθεις μικρή μου;
Θα έρθεις να με πάρεις;
Θα είσαι εκεί να αγκαλιάσεις γλυκά το κεφάλι μου σαν χαθεί στα σκοτεινά νερά;

Έρχομαι μάτια μου...
Εκεί θα είμαστε μονάχα εγώ και εσύ...

Λένε πως υπάρχει ένα μέρος βαθια μέσα στο κορμί του καθε ανθρώπου που λειτουργεί σαν σπηλιά.
Ένα μέρος που μπορείς να κρύψεις τη ψυχή σου όταν το σώμα σου πονά και να βρεις γαληνη...
Για μένα αυτή η σπηλιά ήταν το δικό σου κορμί...
Έβλεπα πάντα το δικό μου σαν ένα καταραμένο κουφάρι μα εσύ...
Εσύ ματάκια μου ήσουν καταφύγιο.
Ήσουν παράδεισος...
Άνοιξε τα χεράκια σου...
Περίμενε με...

Δε σου το είπα ποτέ, μα...
Σαγαπαω...


        ****************************






Ποιανού οπτική είναι άραγε αληθινή, και ποιος ζει μέσα στο μυαλό του;
Της Αρετής;
Του Ορέστη;

Είναι οι σκέψεις τους δικές τους;

Είναι αληθινές;
Είναι ψεύτικες;
Είναι όνειρο;
Είναι πραγματικότητα;
Ποιος είναι εκεί; Ποιος έφυγε και ποιος δε θα ξανάρθει;

Ένας γυρισμος τελικά μπορεί να είναι καταστροφικός και ο άνθρωπος έμαθε να κάθεται άνετα στο θρόνο του κριτή και δολοφόνου....

Τίποτα δε μένει για πάντα κρυφό....

Σε ένα μικρό χωριό τελικά με το όνομα Μοίρες, η μοίρα θα παίξει πολλά και άσχημα παιχνίδια....

Οι αποκαλύψεις θα φέρουν όλεθρο και η παλιά καλή αρχαία τραγωδία, θα ανοίξει την αυλαία της σε ένα σκηνικό βαμμένο με αίμα....




Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top