Κεφάλαιο 11°

Μοίρες , 23 χρόνια πριν...

Πάνω στο τραπέζι υπήρχε μια φέτα τυρί, έξι ελιές από τις αγαπημένες του, δύο φέτες ψωμί , τσικουδιά και μια ντομάτα. Ήταν όλα όσα ήθελε και μάλιστα ήταν χαρούμενος που η Μελιά δεν μπορούσε να κανει φαγητό και ετοίμασε τα βασικά μόνος. Ο λόγος ήταν ευλογία...
Ξάπλωνε σπίτι και ανάρρωνε έχοντας φέρει λίγες μέρες πριν στο κόσμο το γιο τους.
Τι άλλο να ζητήσει ένας άντρας;
Ανάθεμα και το φαγητό και όλα...
Ποτέ δε της ζήτησε άλλωστε να είναι καλή νοικοκυρά ή να μαγειρεύει. Από μικρός είχε πίστη στα χέρια του και ακόμα κι αν τα έκανε όλα χάλια πάλι προσπαθούσε.
Για εκείνον η γυναίκα είχε άλλη θέση σε εκείνο το κόσμο.
Για εκείνον η γυναίκα ήταν το νόημα για να έχει ο άντρας ένα λόγο παραπάνω να μοχθήσει και να προσπαθήσει να γίνει καλύτερος.
Αν ήθελε δούλα, όπως οι περισσότεροι άντρες, θα πλήρωνε μια καθαρίστρια και δε θα έπαιρνε γυναίκα για συντροφο.

Το οινοποιείο μόλις είχε ξεκινήσει να ανθίζει και οι δουλειές πήγαιναν εξαιρετικά καλά. Βέβαια επιλογή του ήταν να μην έχει προσωπικό όπως οι περισσότεροι αλλά είχε πλάι το Σήφη που έκανε για δέκα χέρια με τη σειρά του. Αμέτρητες φορές οι δικοί του θέλησαν να έρθουν μα εκείνος το αρνήθηκε. Επέλεξαν να φύγουν από το τόπο τους χρόνια πριν και εκτός αυτού όσο βασταγαν τα πόδια του, δεν είχε ανάγκη κανέναν.

Ο ήλιος ήταν τέρμα ψηλά μα κάτω από το υπόστεγο είχε αρκετή δροσιά. Ήθελε σίγουρα επισκευές αλλά σε γενικές γραμμές εκτός από τα παράθυρα και λίγα μηχανήματα το κτίσμα είχε μείνει ανέπαφο στο χρόνο. Αν ο πατέρας του δεν αγαπούσε τη μάνα του και δεν έφευγε στο Τυμπάκι ίσως τούτη τη στιγμή να ήταν διαφορετική η περιουσία μα ο Ορέστης δε τον κατηγόρησε ποτέ. Ήταν πουτάνα η ζωή άλλωστε και ο έρωτας παιδί της...

Η βεντέτα που είχε κλείσει πριν μισό αιώνα περίπου κόντεψε να ανοίξει αλλά ευτυχώς παρέμεινε κλειστή...
Η μάνα του, ήταν ξένη. Αθηναία. Ο πατέρας του πάλι είχε δώσει λόγο σε μια κοπέλα από τους Κοντογιώργηδες εκείνο το καιρό. Τότε όλοι μαζί ζούσαν στις Μοίρες. Οι Κοντογιώργηδες ήταν περισσότεροι , οι Ραγιάδες δεν ήταν τόσοι αφού το δικό τους το σόι αγαπούσε τα βουνά και τα άγρια δάση με αποτέλεσμα ακόμα και οικογένειες ολόκληρες να ζούνε στα φαράγγια. Όσο δε,  άλλαζαν οι εποχές και τα χωριά μεγάλωναν άλλο τόσο τα απέφευγαν. Εκτός από αυτούς υπήρχαν και οι Μακρήδες μα δε τους λογάριαζε και κανείς. Ήταν μεν αρκετοί και ήρθαν όλοι από ένα χωριό που ερήμωσε λίγα χιλιόμετρα πιο μακριά μα ούτε σταθερή δουλειά είχαν, ούτε και βλέψεις. Οι περισσότεροι τριγυζαν σαν εργάτες στα χωράφια των άλλων.

Ιδανική ζωή για εκείνη την εποχή...
Μέχρι που ο πατέρας του ταξίδεψε ένα φεγγάρι στα Μάταλα και μέσα σε εκείνα τα κρυστάλλινα νερά είδε τη νύμφη να κοιμάται στις σπηλιές. Έτσι προσφώνησε τη μητέρα του σαν τη γνώρισε. Βδομάδα δε περασε που έδωσε λόγο και μόλις επέστρεψε στις Μοίρες ακύρωσε τον αρραβώνα μάζεψε τα πράγματά του και έφυγε στο Τυμπάκι. Ελάχιστοι έμειναν πίσω , ξέροντας όμως πως δεν είχαν πια τη δύναμη να επιβιώσουν χωρίς τα δικά του χωράφια , έφυγαν με τη σειρά τους. Τούτο τον καιρό οι οικογένεις δρούσαν σαν καραβάνια μα η δική του, έγινε σκορποχωρι στη τελική για να μάτια μιας γυναίκας.

Σαν έφυγαν οι Ραγιάδες, οι Κοντογιώργηδες άκμασαν. Ποτέ δε ζήτησαν τα ρέστα γιατί ο πατέρας του δεν την ατιμασε αλλά και γιατί εκείνη δεν ήθελε να ξεκινήσει κάποιος πόλεμος ξανά. Λίγα χρόνια αργότερα άλλωστε ερωτεύθηκε με τη σειρά της και έκανε ένα γάμο που για τρεις μέρες κάηκε όλο το χωριό από το γλέντι.
Ο κάθε ένας βρήκε τη δική του ευτυχία...
Πόσο όμως διαρκεί άραγε;
Λίγο...
Τόσο όσο....

Λίγα χρόνια αργότερα αρκετοί άρχισαν να πεθαίνουν από την οικογένεια. Ατυχήματα στα αμπέλια, καρδιά, φαράγγια... Οι Κοντογιώργηδες λιγόστευαν επικίνδυνα ενώ οι Μακρήδες από την άλλη άρχισαν να ακμάζουν. Μέχρι και δικα τους χωράφια αγόρασαν ενώ σαν πέθαναν και οι ιδιοκτήτες του τελευταίου οινοποιείου, όλα άλλαξαν...
Το εμπόριο πέρασε στα χέρια τους αφού δεν υπήρχαν σερνικα για να συνεχίσουν και τα κορίτσια χωρίστηκαν πουλώντας τους όση περιουσία έμεινε.. Οι Κοντογιώργηδες και όσοι έμειναν ενεργοί έφυγαν σε μεγάλες πόλεις όπως ήταν τα Χανιά και το Ρέθυμνο ενώ ελάχιστοι έμειναν στις Μοίρες.

Η ελιά γλίστρησε στη γλώσσα του και μόλις τη δάγκωσε, ήπιε συνάμα τη τσικουδιά του. Λάτρευε τη γεύση...
Σαν έφτασε ο Ορέστης πίσω στις Μοίρες βρήκε ένα τόπο με ζωή μεν, αλλά σχεδόν σε μοναρχία. Ολόκληρη η οικονομία ήταν βασισμένη στους Μακρήδες και οι περισσότεροι κάτοικοι δούλευαν στα χωράφια τους. Όσοι δε δούλευαν είχαν χρήματα λόγω της ιδιότητας τους και αυτοί ήταν φυσικά ο δήμαρχος, ο παπάς και ο τοπικός αστυνόμος. Οι υπόλοιποι είτε είχαν κάποια θέση και ασχολία εκτός κρασιού είτε δούλευαν σε αυτούς.

Το έδαφος δεν ήταν πρόσφορο μα εκείνος είχε πεισμωσει.
Ο παπάς τον κατονόμασε τρελό και ο δήμαρχος γέλασε μα ο Ορέστης κατάφερε και έχτισε ξανά τη περιουσία τους. Ήθελε κοτσια άλλωστε να φύγει με μια γυναίκα έγκυο για το πουθενά αλλά αφού δε του την έδιναν δεν είχε επιλογή...

"Κερνάς ρε;" ένα χτύπημα στον ώμο και ένα εγκάρδιο χαμόγελο παρουσιάστηκε μπρος στα μάτια του και ο Ορέστης έπιασε ένα από τα αγαπημένα του σφηνοποτηρα και το γέμισε.
"Αύριο θα κάνουμε την εμφιάλωση. Νομίζω βγάλαμε τη πιο γλυκειά σοδειά!"

"Λες ρε Σήφη; Και εγώ που το δοκίμασα έμοιαζε με κοινωνία... Τόσο γλυκοπιοτο..."

"Μην αγχώνεσαι! Όλα θα γίνουν... Λίγους μήνες σου πήρε ρε και δες τι έκανες..."

"Δε το έκανα μόνος..."

"Χωρίς εσένα δε θα γύριζα ούτε εγώ και το ξέρεις... Πως πάει ο ανιψιός μου;" στη λέξη και μόνο χαμογέλασε ως τα αυτιά "Κατάλαβα... Ερωτευθηκες πάλι ρε; Που να σου έκανε και κόρη!"

"Τούτη η γυναίκα δεν είναι από αυτό το κόσμο..."

"Έτσι έλεγε και ο πατέρας μας για τη κόρη του Κοντογιώργη και κατέληξε με τη τουρίστρια τη μάνα μας!" τον κοροϊδεψε

"Τη βλακεια βλέπω εδώ την έχεις! Τι συγκρίνεις τώρα ρε;"

"Να σου πω, είδα προχθές τη κόρη του φούρναρη... Πως καταλαβαίνεις ρε ότι τσιμπησες; Με κοιτούσε και δεν ήξερα αν ήθελα να τη φυστικωσω ή να τη κρατήσω μόνιμη..."

"Μαλάκα Σήφη εδώ δεν είναι Χανιά! Συγκεντρώσου!"

"Ωχου! Καλά ντε... Για πες..."

"Τώρα είσαι με τα σωστά σου; Θέλεις να εξηγήσω πως είναι;"

"Η ώρα είναι τρεις... Μέχρι να πάει πέντε έχουμε!" είπε δείχνοντας το ρολόι του και ο Ορέστης γέλασε "Ελααα, αφού ο μπαμπάς πέθανε! Δεν εχω ποιον να ρωτήσω... Εσύ δε θέλεις να μπω στον ίσιο δρόμο; Λέγε!" Συνέχισε και ο Ορέστης αναστεναξε βαθιά

"Τη δαγκωνεις όταν ξέρεις ότι μετά από εκείνη δε θα ξαναγελασεις ποτέ με καμία άλλη..." Ξεκίνησε να λέει και ο Σήφης άπλωσε τα πόδια στη καρέκλα, έβγαλε ένα τσιγάρο και βολεύτηκε  "Όταν ξέρεις αδερφέ πως γύρω της περιστρέφεται ο κόσμος... Όταν κάθε μέρα σου σπάει τα νεύρα και όταν σου φωνάζει εσύ γουστάρεις και τη βρίσκεις ακόμα πιο πολύ... Την έχεις δαγκώσει όταν..." Ο Ορέστης έκανε μια αλλοπαρμενη παύση και αναστεναξε καθώς έβγαζε ένα τσιγάρο

"Όταν;" ρώτησε ανυπόμονα ο Σήφης

"Όταν βρεθείς στο σημείο να τη γραπωσεις και να μη ξέρεις αν θέλεις να τη πνίξεις ή να της κάνεις έρωτα, τότε τη πάτησες..."

"Με κοροϊδεύεις ρε; Ούτε μια φορά δε σε είδα να μαλώνεις με τη Μελιά..."

"Μου είπες να σου εξηγήσω πως είναι! Έτσι έλεγε ο μπαμπάς ότι ένιωθε με τη μαμά όταν το ρώτησα! Εγώ τα έχω όλα... Απλώς ακόμα δε με έχει εκνευρίσει και δεν έχουμε μαλώσει! Είμαι σίγουρος πως το έχω και αυτό!"

"Ε είσαι μαλάκας!" Ο Σήφης γέλασε και ο Ορέστης γέλασε μαζί του ακόμα πιο δυνατά

"Την αγαπάω... Αυτό είναι το μόνο σίγουρο αδερφέ..." είπε χαρούμενος και ο Σήφης του χάρισε ένα πιο γλυκό χαμόγελο

"Το ξέρω ρε... Για αυτό και ήρθα. Γιατί ξέρω πως δε θέλεις να κρεμαστείς από κανένα..." Τσούγκρισαν τα ποτήρια τους και ο Ορέστης βγάζοντας ένα τσιγάρο του γέλασε "Τώρα τι γελάς;"

"Δε ξέρω... Απλώς αναρωτιέμαι"

"Τι αναρωτιεσαι;"

"Αν μαλώσω ποτέ με τη Μελιά λες να την αρπάξω με τόσο πάθος; Η θα βάλει τα κλάματα και μόνο που θα αγριεψω;"

********

Ένιωθε τους παλμούς της έντονα μέσα στη παλάμη του ακόμα και πάνω από το ύφασμα της μπλούζας της. Σαν να κατέβηκε στη μέση της η καρδιά και ούρλιαζε τρομαγμένη. Το βλέμμα της κοιτούσε αλλοπροσαλλα το δικό του και όση αυτοπεποίθηση είχε πρότινος έμοιαζε να είχε εξαφανιστεί.
Ήταν τόσο σαστισμένη που λέξη δεν εβγαινε αλλά και ο ίδιος ένιωθε θυμό και έκπληξη συνάμα.  Μπορούσε να αναγνωρίσει τα νεύρα του από χιλιόμετρα και τη παρούσα σίγουρα ήταν έτοιμος να κάνει το μπαμ.
Και το έκανε...
Τα χέρια του απομακρύνθηκαν από τη μέση της και οι τεράστιες παλάμες του έσκασαν ηχηρά πάνω στο τραπέζι δεξιά και αριστερά από το κορμί της δίχως προειδοποίηση.

Η Αρετή έκλεισε στιγμιαία τα μάτια σαν απάντηση στον θόρυβο ενώ εκείνος έμεινε με τα χέρια κολλημένα στην επιφάνεια. Για μια γαμημενη στιγμή ένιωσε την ανάγκη να γύρει το κεφάλι του και να το αφήσει απρόθυμα να καταλήξει στο στήθος της. Όχι πρόστυχα....Θέλησε μόνο να νιώσει ξανά εκείνη τη γλυκιά αίσθηση και να κλάψει... Ακόμα και αυτό όμως του έφερνε τρέλα στα σωθικά στη σκέψη και μόνο...

Κλειδιά ακούστηκαν στην εξώπορτα και δίχως να κάνει κάποια απότομη κίνηση, οπισθοχώρησε μπερδεμένος ενώ η Αρετή κατέβηκε απευθείας από το τραπέζι , εμφανώς πιο ταραγμένη από εκείνον.

"Μπαμπα; Αρετή; Όλα εντάξει;" Το πρόσωπο του Γιώργη  εμφανίστηκε στα επόμενα δευτερόλεπτα και ο Ορέστης δίχως να του δώσει κάποια απάντηση, γύρισε και έφυγε. "Είσαι καλα; Σου είπε κάτι; Μαλωσατε;" συνέχισε προς εκείνη σαστισμένος με τη σκέψη πως καυγαδισαν "Μη του δίνεις σημασία. Είναι κακοτροπος ώρες ώρες αλλά καλός καταβαθος..." έσπευσε να της πει μα εκείνη μάζεψε αμήχανα τα μαλλιά της σε μια κοτσίδα και γέλασε συνεσταλμένα

"Όχι όχι... Όλα είναι μια χαρά. Απλώς είναι σιωπηλός και καμιά φορά δεν τον καταλαβαίνω..." αποκρίθηκε βάζοντας στη πλάτη τα τρεμάμενα χέρια της.

Ο Γιώργης γέλασε

"Ααααα αυτο; Κοίτα να συνηθίσεις. Μεγάλωσα με αυτές τις σιωπές. Τάμα πρέπει να κανεις καμιά φορά να του πάρεις λέξη. Εκτός αυτού, μη τον παρεξηγείς αυτές τις μέρες. Λοιπόν!"χτύπησε τα χέρια του "Πάνε να ετοιμαστείς! Όπως είδες ήρθα νωρίτερα! Η περιπέτεια ξεκινάει δεσποινίς μου!" έκανε μια υπόκλιση και η Αρετή γέλασε με τη καρδιά της.

"Σε δέκα λεπτά θα είμαι κάτω!"  είπε βεβιασμένα και τον προσπέρασε χωρίς πολλά πολλά.

Παρά τον ενθουσιασμό και τη χαρά που του χάρισε σαν βγήκε και κίνησε να ανέβει τη σκάλα, ένα πέπλο απλώθηκε στο πρόσωπο της και σκοτείνιασε. Το χαμόγελο της έσβησε και ελεύθερη πια, πήρε μια βαθιά ανάσα προσπαθώντας να ηρεμήσει. Τα χέρια κροτάλιζαν σπαστικά το ένα με το άλλο και η αίσθηση των χεριών του στη μέση της, δημιουργούσε πληθώρα συναισθημάτων στη καρδιά της. Συναισθήματα που σίγουρα δεν είχαν καμία σχέση με τη πατρική φιγούρα που πίστευε και μπέρδεψαν το μυαλό της.

Τι είχε μόλις γίνει;
Τι θα γινόταν αν δεν ερχόταν ο Γιώργης;
Γιατί ήταν τόσο αδύναμη και ούτε που τον απώθησε; Δεν το ήθελε; Η μήπως σαστισε και δε μπορούσε;
Κι αν δε το ήθελε πως ήταν δυνατόν να μη το θέλει;
Τα ερωτήματα ήταν τόσα πολλά που ένιωσε το τοίχο να γυρίζει προς στιγμήν και το στομάχι της να ανακατεύεται από το άγχος.. Ίσως ήθελε απλά να την κάνει να σωπάσει... Ίσως ο Γιώργης να είχε δίκιο και να μην είχε τρόπους η να μην ήξερε πώς να το πετύχει.
Όποιος κι αν ήταν ο λόγος το σίγουρο ήταν ένα...
Δεν έπρεπε επουδενί να ξαναβρεθεί σε μια τέτοια κατάσταση μαζί του γιατί σίγουρα τα αποτελέσματα αυτής θα ήταν καταστροφικά...
Τίποτα από οτι ένιωθε δεν ήταν φυσιολογικό και ήταν βέβαιη ότι κατά πάσα πιθανότητα ίσως παρερμηνευσε τη κίνηση... Ίσως έτυχε. Ίσως να ήταν απλά μια αντίδραση...
Πολλά τα ίσως, πολλές και οι ερωτήσεις μεγάλο το μπέρδεμα και εκείνη σφίχτηκε. Σταμάτησε έξω από τη πόρτα του δωματίου της, πήρε τη πιο βαθιά ανάσα αφήνοντας πίσω το σκηνικό που έγινε και αποβάλλοντας το κουβάρι των σκέψεων, άνοιξε και μπήκε.

********

"Μάλιστα...." Κατέβασε τα μούτρα της ως το πάτωμα ενώ η Μαριάνθη άρχισε να γδερνει νευρικά τα νύχια της πιέζοντας συνάμα τα δάχτυλα της από το άγχος

"Μη κατεβάζεις μούτρα... Ξέρεις πως αισθάνομαι για εκείνον από παιδί... Είπε θα με συνοδεύσει στο γάμο Στρατούλα... Ξέρεις τι σημαίνει αυτό; Θα έχω το σαρίκι το λαιμό μου..."

"Χαίρομαι για σένα" ήταν κοφτός ο λόγος της και η Μαριάνθη ήξερε καλά πως μόνο χαρά δεν ένιωθε "Το ξέρει ο πατέρας σου;"

"Όχι. Μόνο εσύ... Δε τόλμησα ακόμα να το πω αλλά ο Κωνσταντής είπε να μη φοβηθω τίποτα..."

"Είναι και αποφασισμένος..."

"Γενικά ήταν... Απλώς εγώ είχα ενδοιασμούς..."

"Πάντα είχα όνειρο ξέρεις πως θα παντρευοσουν το Ζήση και θα σε είχα πλάι σαν νύφη και φίλη μου..."

"Στρατούλα τι λες; Ποτέ δεν είδα το Ζήση με τέτοιο τρόπο και το ξέρεις. Εκτός αυτού ο Ζήσης τρέχει πίσω από την Αναστασία και μη το αρνηθείς!"

"Όλοι θα ζευγαρωσετε στο τέλος..." σχολίασε γλυκόπικρα "Μόνο εμένα ο Γιώργης δε με θέλει..."

"Μη το λες αυτό να χαρείς... Και στη τελική σταματα βρε αγάπη μου να τρέχεις από πίσω του... Ίσως πρέπει να ζηλέψει και λίγο. Το σκέφτηκες αυτό; Τα δεδομένα ουδείς επόθησε!"

"Το πιστεύεις αυτό;"

"Εννοείται! Την επόμενη φορά που θα τον δεις να..."

"Ο Γιώργης!" αναφώνησε αξαφνα

"Ναι, αυτό λέω .. την επόμενη φορά που θα τον δεις να πλησιάζει..."

"Μαριάνθη σκάσε! Ο Γιώργης σου λέω! Εκεί! Αλλά..." Η Στρατούλα της έδειξε το  παντοπωλείο και έπειτα γύρισε θυμωμένα προς εκείνη "Ποια είναι αυτή που περιμένει στο αμάξι του;"

"Δεν έχω ιδέα... Πάντως είναι κούκλα..." Είπε μα σαν πλησίασε περισσότερο την αναγνώρισε αμέσως.
Η Στρατούλα άρχισε να λαχανιαζει από μόνη της "Ααα! Η Αρετή! Έλα μωρέ Στρατούλα ηρέμησε... Σίγουρα είναι η Αρετή. Είμαι σίγουρη βασικά πως είναι αυτή . Βέβαια ήταν βρεγμένη εκείνη τη μέρα μα... όχι όχι. Αυτή είναι! Ο Κωνσταντής είπε θα πήγαιναν σήμερα στα Χανιά αλλά τελικά εκείνος δε θα πάει οπότε θα πάνε μόνοι τους ..."

"Κι αυτό για καλό το είπες;" Πήρε μια βαθιά ανάσα και άνοιξε το βήμα της

"Που πας; Πας καλα;"  Η Μαριάνθη τη πήρε στο κατόπι αμέσως

"Γεια σου!" αποκρίθηκε σαν έφτασαν αρκετά κοντά στο αμάξι ενώ ο Γιώργης ήταν στο παντοπωλείο

"Καλησπέρα..." η Αρετή απάντησε συνεσταλμένα

"Ποια είσαι;" ρώτησε με θράσος η Στρατούλα

"Ορίστε;" 

"Θα πάψεις και πάμε να φύγουμε;" τη κοντοζυγωσε η Μαριάνθη μα εκείνη συνέχισε απτόητη

"Αυτό που άκουσες. Είσαι η ξαδέρφη μου έτσι;"

"Τι λες κοπέλα μου;" Η Αρετή ένιωσε απειλή στο τόνο της και αυτό φυσικά φάνηκε μονομιάς

"Είμαι η Στρατούλα Μακρή!" συστήθηκε  και η Αρετή αντιλήφθηκε αμέσως ποια ήταν

"Μπράβο σου..." αρκέστηκε να πει "Θα ήθελες κάτι;"

"Απαιτώ να μείνεις μακριά από το Γιώργη μου!"

"Στρατούλα τρελάθηκες;" Η Μαριάνθη την έπιασε δυνατά από το μπράτσο δαγκώνοντας τις λέξεις στο αυτι της μα εκείνη άρχισε να φέρεται σαν τρελή

"Άκουσες; Είσαι όμορφη και νομίζεις ότι μπορείς να γυρίζεις μαζί του στο αμάξι; Δε ντρέπεσαι; Ούτε σε ενδιαφέρει τι θα πει ο κόσμος αν σας δει να είστε μαζί; Εδώ έχουμε νόμους!"

"Στρατούλα; Μα τι διάολο..." Ο Γιώργης βγήκε κρατώντας δύο μπουκάλια νερό και τα τσιγάρα του κοιτώντας τη σαστισμένος. Τα πέταξε όπως όπως στη θέση του οδηγού από το ανοιχτό παράθυρο και τη πλησίασε. Μόλις η Μαριάνθη τον είδε να τη πλαγιάζει έκανε αμέσως ένα βήμα πίσω
"Είσαι τυχερή που δεν έχει κόσμο τριγύρω! Τι είναι αυτά που λες;" την έπιασε από το χέρι και την παρέσυρε πιο πίσω

"Άφησε με! Δε ντρέπεσαι να τη βάζεις μέσα στο αμάξι; Σε παρακαλαω να πάμε μια βόλτα και δε θέλεις να μας δεί κάνει μαζί και με εκείνη τριγυρίζεις στο χωριό;!"

"Στρατούλα έχεις τρελαθεί εντελώς; Η κόρη της Λενιώς είναι! Και να μην ήταν όμως, συνέλθε!"

"Εγώ; Εγώ να συνέλθω;" του αντιγυρισε φωναχτά

"Εχεις χαζεψει;!" Απόρησε σαστισμένος πια χάνοντας την αυτοσυγκράτηση αλλά και τη λογική του. "Τράβα σπίτι σου μη γίνουμε θέαμα!"

"Με φίλησες!" του φώναξε καταμουτρα κι εκείνος άνοιξε διάπλατα τα μάτια

"Ναι! Δύο χρόνια πριν μετά από γλέντι που είχα πιεί τρία κιλά κρασί και έσερνα τα πόδια μου!"

"Μ'αγαπας!"

"Ξέρεις κάτι; Τράβα βρες έναν άντρα να σε κάνει ευτυχισμένη και παράτα με! Μη ξαναβρεθείς στο διάβα μου! Ώρες ώρες είσαι ίδια η μάνα σου!" της πέταξε μέσα στα μούτρα φτύνοντας τις λέξεις και δίχως να τον νοιαξει που έβαλε τα κλάματα , σηκώθηκε και έφυγε.

*******

"Λοιπόν, εγώ πρέπει να φύγω. Νανά μου χάρηκα που σε γνώρισα επιτέλους και από κοντα. Να προσέχετε. Θα γυρίσω αργά απόψε..." άφησε ένα φιλί στο μέτωπο της Λενιώς και αρπάζοντας κάτι εργαλεία που είχε αφημένα πίσω από τη πόρτα, βγήκε και τις άφησε μόνες.

"Ακόμα δε το πιστεύω πως είσαι εδώ!" εσκουξε η Λενιώ ευτυχισμένη "Δε βλέπω την ώρα να γνωρίσεις την Αρετή! Θα τη λατρέψεις..."

"Δεν έχω αμφιβολία ξαδέρφη! Εγώ να δεις πόσο χάρηκα... Ήταν μεγάλη απόφαση να επιστρέψω αλλά μου έλειψε λίγο η αίσθηση του σπιτιού..."

"Και το δικό μου είναι πάντοτε ανοιχτό..." Είπε γλυκά "Λοιπόν, κάθισε να σου φτιάξω ένα καφέ και..."

"Τι λες καλέ; Χέρια δεν έχω; Πάμε μαζί μέσα να φτιάξουμε καφέ τώρα που είμαστε και μονες και να μου τα πεις όλα!! Είχαμε έξι μήνες να μιλήσουμε και ξαφνικά σε βλέπω και με τη κόρη σου! Απορώ πως την άφησε η Ευτέρπη να έρθει μόνη!"

"Αχ Νανά... Μεγάλη ιστορία. Έλα πάμε και θα σου τα πω... Ξέρεις ότι από εσένα δε μπορώ να κρύψω πράμα..."

"Και χαίρομαι για αυτό... Και εγώ μη νομίζεις... Δε πέρασα και λίγα τώρα τελευταία. Έστειλα στον Πέτρο στο πατέρα του πακέτο!" ειρωνεύτηκε περήφανα

"Αμάν μωρέ Νανά! Τελικά εσύ και η οικογένεια..."

"Έχουμε αλλεργία μεταξύ μας!" τη συμπλήρωσε γελώντας "Δε με πειράζει καθόλου! Μη μουτρωνεις! Στα κομμάτια όλοι. Δεν έχω ανάγκη κανένα! Ποτέ δεν είχα! Να είναι καλά τα sex toys!"

"Τα ποια;" απόρησε η Λενιώ και η Νανά γέλασε

"Τίποτα τίποτα! Που να καταλάβει η χωριάτισσα τη πρωτευουσιανα!" την κορόιδεψε γλυκά και έτσι όπως έστεκε όρθια πλάι της ετοιμάζοντας το καφέ, την αγκάλιασε τρυφερά "Μου έλειψες..."

"Και μένα. Τόσα χρόνια μια γυναικεία αγκαλιά δεν έχω εισπράξει... Μετά από καιρό έπρεπε να έρθει η κόρη μου για να τη νιώσω"

"Ακόμα τόσο χάλια όλα εδώ ε;"

"Ακόμα... Όχι πως θέλω και να αλλάξει κάτι. Δεν με ενδιαφέρει. Απλά υπάρχουν στιγμές που θέλω να τα διαλύσω όλα... Σέβομαι όμως πολλά..."

"Τον Ορέστη..."

"Ακριβώς Νανά. Τόσα χρόνια..."

"Αυτό λέω και εγώ... Τόσα χρόνια πως είναι δυνατόν να μην έχει συμβεί κάτι ανάμεσα σας μωρέ Λενιώ! Κοιμάσαι μαζί του στο ίδιο κρεβάτι! Θα τρελαθώ...!"

"Είσαι η μοναδική που ξέρει την ιστορία...πως είναι δυνατόν να..."

"Λενιώ;" Η Νανά αναστεναξε και βγάζοντας το καφέ από τη φωτιά , γέμισε τα ποτήρια και τη κοίταξε "Κάποτε μου είπες ότι είχες αρχίσει να τρέφεις για αυτόν συναισθήματα... Τόσα χρόνια μετά και ακόμα είστε έτσι; Και μη μου πεις ότι δε λαχταρησε κι εκείνος μια γυναικεία παρουσία, λίγη σάρκα... Λίγο πάθος!... Εκτός κι αν..." της είπε πονηρά υπονοώντας πως έχουν σαρκική επαφή και η Λενιώ κοκκινησε

"Έλα αηδιες! Μεγάλη γυναίκα είμαι..."

"Μεγάλη γυναίκα στα 37; Είσαι σοβαρή; Εγώ είμαι 41 και νιώθω πιτσιρίκα! Μην αλλάζεις θέμα!"

"Δεν αλλάζω μωρέ Νανά..." η Λενιώ συννεφιασε και βάζοντας τους καφέδες στο τραπέζι τη κοίταξε λυπημένη "Δε νομίζω να με βλέπει έτσι... Αν ήταν θα έκανε κάποια κίνηση τόσα χρόνια σωστά; Κοιμόμαστε μαζί αλλά μοιάζει θαρρείς και έχουμε τοίχος ανάμεσα μας... Τον φιλάω στο μέτωπο, στο μάγουλο... Κοντοστεκομαι καμία φορά αλλά και πάλι τίποτα... Δε γίνεται να πιέσεις τον έρωτα... Άσε που συνηθίσαμε πια... Σαν αδερφάκια ειμαστε..."

"Κακώς! Λίγη χαρά δε βλάπτει!"

"Κανόνισε να σου ξεφύγει τίποτα μπροστά του! Δεν έχει ιδέα ότι ξέρεις όσα έγιναν!"

"Για χαζή με έχεις; Αλλά έννοια σου... Μέχρι να φύγω θα σε κάνω άλλη γυναίκα..."

"Τι εννοείς;" Απόρησε η Λενιώ αμέσως

"Για αρχή, θα πετάξουμε πια αυτά τα μαύρα..." είπε χαμογελαστή και η Λενιώ τη κοίταξε τρομαγμένη "Ήρθε ο καιρός να βγάλεις τη γυναικεία σου πλευρά έξω Λενιώ... Και δε σηκώνω κουβέντα! Ο άντρας για να λειτουργήσει θέλει να ταράξεις το είναι του... Θέλει να τον ξεσηκώσεις! Θα σε κάνω να σε βλέπει ο Ορέστης και να λιώνει!" συνέχισε τελεσίδικα και σηκώνοντας το καφέ της , ήπιε μια γουλια και της έκλεισε το μάτι....

🙄🙄🙄🙄😅😅😅

Καλησπέρα σας! 
Καταρχάς σας ευχαριστώ για την μεγάλη αγάπη που δείξατε στο βιβλίο από το πρώτο κεφάλαιο!!
Η στήριξη σας είναι τεράστιων διαστάσεων και με κάνει απίστευτα ευτυχισμένη.

Ήθελα πω σε αυτό το σημείο για ακόμα μια φορά να μη με παρεξηγείτε αν δεν απαντάω σε όλα τα σχόλια σας.
Χίλια συγνώμη.
Αν απαντήσω σε μερικά από αυτά ίσως κάνω σποιλ. Επίσης, αν απαντήσω σε κάποια και σε άλλα όχι ίσως πίστεψέτε πως κάνω διακρίσεις και αυτό δε συμβαίνει. Μα δυστυχώς λόγω έλλειψης χρόνου όπως έχω ξαναπεί στο παρελθόν είτε θα επιλέξω την ελεύθερη ώρα που έχω να απαντήσω στη κάθε μία ξεχωριστά είτε θα γράψω. Προτιμώ να σας δείξω την αγάπη μου για την αμέριστη συμπαράσταση σας όχι απαντώντας στα σχόλια σας αλλά γράφοντας το επόμενο κεφάλαιο για να σας κάνω πιο χαρούμενες.

Δεν μπορείτε να φανταστείτε όμως πόσο απίστευτα αγαπώ το πάθος σας...
Αγαπώ τα σχόλια σας ένα προς ένα και πολλές φορές γελάω με τη ψυχή μου σαν κάνετε σενάρια.
Γενικά μου φέρνετε χαρά!
Και φυσικά μαζί προχωράμε όπως κάνουμε τόσα χρόνια.
Μερικές με ξέρετε για πάνω από 4 χρόνια και γνωρίζετε για τον ελάχιστο χρόνο που έχω την ημέρα οπότε δεν με παρεξηγείτε. Ήθελα απλώς να το τονίσω και για όσες ήρθατε τώρα ❤️❤️❤️
Το ότι δεν απαντώ δε σημαίνει πως δε σέβομαι τον αναγνώστη.
Προτιμώ να του δείξω το σεβασμό μου γράφοντας.
Παρόλα αυτά, σας διαβάζω όλες!!!

Τώρα..

Έλαβα πρόσφατα ένα μήνυμα αγάπης από μια κοπέλα που δυστυχώς δε με αφήνει να την κάνω ταγκ και μια φίλη της , η οποία μου εξέφρασε την αγάπη για το βιβλίο καθώς και για άλλα και μάλιστα μπήκαν στο κόπο να φτιάξουν και εξώφυλλα με όλη τη καρδιά τους.

Επειδή πάντοτε κάνω κάθε επεξεργασία μόνη μου  (Photoshop, διαλογή, ένωση, γράμματα προγράμματα) και τα εξώφυλλα που διαλέγω γίνονται με συγκεκριμένο σκεπτικό πρώτη φορά εισπράττω από κάποιον τέτοια κίνηση και ειλικρινά με έκανε χαρούμενη!

Θα σας αφήσω το κόπο τους και τα όμορφα εξωφύλλα που έφτιαξαν εδώ και φυσικά επειδή δε κατάφερα να τις κάνω ταγκ, δίνω όλο το ελεύθερο να σχολιάσουν εδώ για να τις ευχαριστήσω και δημόσια.

Κορίτσια να είστε καλά!!!
Και όλες να είστε καλά!!!

Όλες μαζί είστε σαν λιθαρακια και ενωμένες μου δίνετε ώθηση να χτίζω καθημερινά!

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top