0.1. Ο καταρράκτης, Ο παπάς κι Ο κουβάς

Ήταν μια συνηθισμένη ημέρα στη ζωή του Φώτη Τσίγκα, που ήταν πλέον γνωστός με το όνομα Παπά-Φώτης, γεμάτη με τη δική της χαρά και λύπη. Είχε ξυπνήσει από τις πέντε, λίγο πριν το ξημέρωμα, είχε προσευχηθεί ασταμάτητα ως τις έξι κι είχε ετοιμαστεί για τη λειτουργία. Παρόλο που ήταν Δευτέρα, επέλεξε να λειτουργήσει την ταπεινή εκκλησία του χωριού, μια που κατά τη γνώμη του αυτή ήταν η ωραιότερη αρχή της εβδομάδας, αλλά και επειδή εκείνη την ημέρα γιόρταζαν τα γενέθλια του πολιούχου τους, του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου. Ο Παπά-Φώτης τον λάτρευε τον πολιούχο τους, που αποκαλούσε χωριούχο για χάρη της ακριβολογίας κι ήταν για αυτόν πρότυπο ζωής κι αρετής.

Η καμπάνα είχε χτυπήσει στις εφτά ακριβώς κι η λειτουργία έληξε στις εννιά και είκοσι. Ο πατήρ είχε κοινωνήσει όλους τους προσελθούντες -σχεδόν τριάντα άτομα- και είχε επιστρέψει το υπόλειμμα της Θείας Κοινωνίας στο σπίτι του. Με τα πόδια, περπάτησε ως το ξωκλήσι του Αγίου Απόστολου Θωμά, που απείχε μόλις ένα χιλιόμετρο από το χωριό, και είχε καθήσει στο λιλιπούτειο ιερό, ψάλλοντας μερικές παρακλήσεις και προσευχές όσο περιποιούνταν το παρεκκλήσι. Ήταν δύσκολη εποχή· κρίση, πτωχεύσεις, ξεριζωμοί, αδικίες· έπρεπε να περιόριζε τα έξοδά του. Ποιός ο λόγος να πλήρωνε καθαρίστρια για μια δουλειά που μπορούσε να κάνει; Σκούπισε, σφουγγάρισε, καθάρισε με Άζαξ τις εικόνες -βλαστήμησε για το κραγιόν που άφηναν οι γυναίκες στο τζάμι και καθάριζε μόνο με τάμα στην Αγία Μαρίνα- και όταν βεβαιώθηκε ότι το παρεκκλήσι άστραφτε, κατέβηκε από τις σκάλες και κάθησε σε έναν βράχο του περιβόλου, διπλα σχεδόν στον καταρράκτη που ξεκινούσε κοντά στο ιερό της εκκλησίας. Κοίταξε γύρω· ο Μιχαήλ κι ο Γαβριήλ δε φαίνονταν πουθενά. Έμεινε να αγναντεύει μόνος τη θέα. Από το παρεκκλήσι ήταν πολύ καλύτερη, αλλά δεν είχε τη δροσιά του καταρράκτη.

Άκουσε αυτοκίνητα να περνούν. Τα περισσότερα δεν έστριβαν στον δρόμο για το Γκέρμπεσι, προτιμώντας να συνεχίσουν προς ενδότερα χωριά. Κάποια στιγμή, άκουσε κάποιο αμάξι να στρίβει και να προχωρά στον δρόμο τους. Αφουγκράστηκε. Επρόκειτο για ένα Opel Corsa του 2012. Ωστόσο, ο ήχος που έβγαζε ήταν περίεργος· πολύ περίεργος· πάρα πολύ περίεργος. Και λίγο πριν φτάσει στον περίβολο του παρεκκλήσιου, το αυτοκίνητο σταμάτησε απότομα, υπό τον ήχο των δυο πισινών λαστίχων, που έσκασαν σαν μπαλόνια, διαταράσσοντας την ησυχία του πρωινού.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

"Γαμώτο!" Ούρλιαξε πρακτικά η Άρτεμις και βγήκε από τη θέση του οδηγού αλαφιασμένη κι έτοιμη για καβγά. "Πώς στο διάολο έσκασαν τα λάστιχα; Πριν δυο μήνες τα άλλαξε ο Σωκράτης, δεν είναι δυνατόν να έφθειραν τόσο γρήγορα!"

Ο δε Σωκράτης, καθόταν στις πίσω θέσεις μαζί με τον Κάστορα και σφύριζε System Of A Dawn, αποφεύγοντας να την κοιτάζει. Αυτό αρκούσε για να την πείσει ότι κάποια (εδώ ακολουθεί η γνωστή βωμολοχία) είχε κάνει και τώρα αποποιούνταν τις ευθύνες.

"Σωκράτη, σου έδωσα πεντακόσια ευρώ για να βάλεις καινούρια λάστιχα. Τι σκατά έκανες με τα λεφτά μου ρε-" παύση οργής για την Άρτεμη. "Ρε σκουλήκι της λάσπης;"

"Θυμάσαι που ήθελα να πάρω καινούριο λάπτοπ;" Αποκρίθηκε δειλά δειλά ο μουσάτος της παρέας κι η Άρτεμις εξερράγη. Έτριβε το μέτωπό της με μανία και ξεφυσούσε σαν ταύρος. Ο Αλέκος -ώστε να αποφύγει τα χειρότερα- τη γράπωσε από τη μέση, για να τη συγκρατήσει και να μείνει ο Σακράτης αρτιμελής.

"Ρε καθίκι, ρε σπάταλο, αχρείο, δαιμονικό υποκείμενο, αυτά τα πεντακόσια ευρώ ήταν ο μισθός ενός μήνα σερβιρίσματος στο Καφέ του Μάκη, γαμώ την ατυχία μου!" Τα μάτια της έπεσαν στο χέρι του Αλέκου γύρω από τη μέση της. "Αλέκο, άφησέ με, γιατί πρέπει να δω τι θα κάνω."

Εκείνος την άφησε διστακτικά μόνο όταν υποσχέθηκε να μην πειράξει τον Σωκράτη. Τότε, γύρισε στον τελευταίο και του είπε απειλητικά.

"Γύρνα το κεφάλι σου προς τα έξω, για να μη χρειαζεται να σε βλέπω."

Ο Σωκράτης υπάκουσε σιωπηλά κι εκείνη τη στιγμή ο Αλέκος είδε τον παπά που τους πλησίαζε.

"Τι συνέβη, παιδιά; Τι πάθατε και σταματήσατε;"

"Μας έσκασαν τα λάστιχα, παππούλη," του απάντησε ο Αλέκος κι ένευσε στον Κάστορα να βγει από το αυτοκίνητο, για να βοηθήσει.

"Παππούλη να σε πουν τα παιδιά σου!" Του αντιγύρισε ο Παπά-Φώτης, που συχαινόταν την προσφώνηση.

"Συγχωρέστε τον, έχει ζαλιστεί από το ταξίδι, επενέβη η Άρτεμις και φίλησε ευλαβικά το χέρι του παπά, γεγονός που φάνηκε να τον ηρεμεί. Μήπως ξέρετε πού είναι το κοντινότερο συνεργείο για να αλλάξουμε τα λάστιχα;"

"Μόλις περάσεις τον λόφο πίσω από το παρεκκλήσι, το βρίσκεις στο χιλιόμετρο," απάντησε ο Πάπα-Φώτης.

"Μήπως ξέρετε το τηλέφωνό του, για να μας βοηθήσει ο μηχανικός τους;" Ρώτησε ο Κάστορας, αφότου φίλησε το χέρι του παπά. Ο Αλέκος αρνούνταν κατηγορηματικά.

"Πού να το ξέρω; Μόλις πέθανε ο πατέρας του, ο Σταύρος τον πήγε στο Άργος για όλα τα μνημόσυνα κι έχασα τα φακελάκια. Του το κρατάω και βάζω βενζίνη στο Ναύπλιο."

"Τι φακελάκια εννοεί;" Ψέλλισε στην Άρτεμη ο Αλέκος.

"Μάλλον αυτά που θα παίρνεις κι εσύ σε λίγα χρόνια, αλλά στην έκδοση των παπάδων," αποκρίθηκε εκείνη ειρωνικά κι επέστρεψε την προσοχή στον Πάπα-Φώτη για να μη συνεχίσει η συζήτηση με τον Αλέκο. "Πάτερ, θα θέλατε να πάτε μαζί με έναν από εμάς και να βρείτε αυτόν τον Σταύρο; Δε χρειάζεται να του μιλήσετε εσείς, απλά θα υποδείξετε ποιός είναι."

"Εντάξει, παιδί μου," συμφώνησε ο Πάπα-Φώτης. "Φαίνεστε παιδιά της Εκκλησίας, εκτός βέβαια από αυτόν εδώ," έδειξε αμέσως τον Αλέκο, που τον αγνόησε.

"Υπέροχα," σχολίασε η Άρτεμις. "Καθίκι!" Φώναξε κι ο Σωκράτης βγήκε σιγά σιγά από το αυτοκίνητο. "Πήγαινε με τον πάτερ να βρείτε τον Σταύρο!"

"Βεβαίως," είπε ο τιμωρημένος, φίλησε με τη σειρά του το χέρι του Πάπα-Φώτη και οι δυο τους προχώρησαν ποδαράτι ως το χωριό.

Μόλις απομακρύνθηκαν λίγο, ο Κάστορας αποφάσισε να τους ακολουθήσει.

"Πενήντα ευρώ έχει πάνω του ο Σωκράτης. Αν τα χαλάσει κι αυτά, τι θα μας μείνει στο τέλος;" Αναρωτήθηκε κι έτρεξε ξοπίσω τους.

Η Άρτεμις αναστέναξε βαθιά.

"Ωραία ξεκινάμε. Δυο χιλιόμετρα έξω από το εξωτικό Γκέρμπεσι, μένουμε από δυο λάστιχα, συναντάμε έναν παπά που μισεί τον μηχανικό αυτοκινήτων τους και τώρα περιμένουνε στους σαράντα βαθμούς το επόμενο κακό που θα μας βρει."

Εκείνη τη στιγμή, ακούστηκε ένα ηχηρό μπαμ, λιγότερο δυνατό από τα λάστιχα, και το καπό άρχισε να αναβλύζει μαύρους καπνούς.

"Όχι ρε π-"

"Καλό θα ήταν να μη συνεχίσεις, γιατί είμαστε μπροστά σε εκκλησία. Ας μην προσβάλλουμε και κανέναν Άγιο,» τη σταμάτησε ο Αλέκος αποφασιστικά, προτού βρίσει. Εκείνη συγκρατήθηκε και μουγκρίζοντας άνοιξε το καπό, αφήνοντας τον μαύρο καπνό να την καρβουνιάσει. Έμοιαζε με εργάτη σε ωρυχείο.

"Κάνε στην άκρη," της είπε και την παραμέρισε. "Αυτή είναι δουλειά για άνδρες."

"Και τι ακριβώς θα κάνεις, άνδρα;" Τον ειρωνεύτηκε η Άρτεμις απότομα. "Θα το ακροαστείς μήπως έχει βηχαλάκι ή θα του γράψεις μαγνητική; Άσε με, σε παρακαλώ, να το δω. Στο κάτω κάτω, εγώ σπουδάζω μηχανικός όχι εσύ."

"Ναι, όμως εσύ σπουδάζεις μηχανικός υπολογιστών, όχι αυτοκινήτων," επισήμανε ο Αλέκος. "Δεν είναι το λάπτοπ που πήρε με το μηνιάτικο σου ο Σωκράτης, η Ήρα είναι!"

Ήθελε τόσο πολύ να τον χτυπήσει που της θύμισε τη (γνωστή βωμολοχία) του φίλου τους, αλλά συγκρατήθηκε, διότι βρίσκονταν έξω από εκκλησία. Επέλεξε να του απαντήσει πνευματωδώς.

"Αν μη τι άλλο, γνωρίζω περισσότερα από εσένα, κύριε -συντόμως Δόκτωρ- Αλέκο. Για όνομα του Θεού, δεν είναι έγκυος η Ήρα, σκασμένη είναι!"

"Θα της γράψω αντικαταθλιπτικά, τι σε πειράζει εσένα;" Συνέχισε την κόντρα ο Αλέκος, επειδή μισούσε να τον αποκαλούν Αλέκο, μα κυρίως γιατί λάτρευε να την πειράζει.

"Τι με πειράζει εμένα;" Φυτιλιάστηκε η Άρτεμις. "Μπορεί να πληρώσαμε όλοι μαζί τις δόσεις της, αλλά η Ήρα είναι κυρίως δική μου! Εμένα αγαπάει περισσότερο, άλλωστε το όνομά της εγώ το επέλεξα!"

"Το όνομά της το επέλεξες εσύ, γιατί ήσουν αρκετά τυχερή για να κερδίσεις τον κλήρο!" Επέμεινε ο Αλέκος. «Και πώς είναι δυνατόν να σε αγαπά περισσότερο ένα αυτοκίνητο;»

Όσο λογομαχούσαν, είχαν μείνει πάνω από το καπό και σπρώχνονταν, ενώ τα ρούχα και το δέρμα τους μαύριζαν από τον καπνό που αναδυόταν από τα ενδότερα της άμοιρης Ήρας. Αν αυτό το αυτοκίνητο είχε στόμα να μιλήσει, θα τους διαολόστελνε προ πολλού -μολονότι βρίσκονταν έξω από εκκλησία- μια που θα είχε απηυδήσει από τόσους καβγάδες που είχε ακούσει τα τρία χρόνια που τους ανήκε. Βέβαια, ήταν καβγάδες άνευ σημασίας, που διαρκούσαν ώρες ολόκληρες και μετά από πέντε λεπτά ξεχνιούνταν κι η παρέα ήταν ξανά μονιασμένη σαν τα αδέρφια που είχαν μεγαλώσει να είναι.

"Δεν καταδέχομαι να δεις εσύ τη ζημιά! Θα τη δω εγώ!"

"Όχι, εγώ θα τη δω!"

"Θυμίσου ποιός έδωσε το όνομα!"

"Κι εσύ ποιός είναι ο γιατρός εδώ!"

"Δεν έχει ζάχαρο η Ήρα, λάστιχο έχει και μια βλάβη! Άσε τη μηχανικό να κάνει τη δουλειά της!"

Για πολύ καλή τους τύχη, μέσα στην ερημιά και την ατυχία τους, φάνηκε ένα άλλο αυτοκίνητο, αυτή τη φορά αρτιμελές, και το ζευγάρι που επέβαινε σταμάτησε, για να τους μιλήσει.

"Μην κάνετε έτσι καλέ!" Ακούστηκε μια γυναικεία φωνή κι αμέσως οι δυο τους έπαψαν και στράφηκαν προς το μέρος της, με τα χέρια, τα ρούχα και τα πρόσωπα σε ανθρακί τόνους. "Νέα παιδιά είστε, θα έπρεπε να γνωρίζετε ότι ένας γάμος θέλει υπομονή."

"Γάμος;!" Εξεπλάγησαν ταυτόχρονα, κοιτάχτηκαν και χωρίστηκαν με μορφασμούς αηδίας.

"Καμία σχέση, κυρία μου!" Είπε αυτόματα η Άρτεμις. "Πώς σας πέρασε κάτι τέτοιο από το μυαλό;"

"Έτσι όπως σας είδαμε και σας ακούσαμε να τσακώνεστε, αυτό υποθέσαμε," παραδέχτηκε η γυναίκα, που φαινόταν λίγο μεγαλύτερη από πενήντα, το ίδιο κι ο άνδρας της που οδηγούσε και παρέμενε σιωπηλός. Για αυτούς δε χωρούσε αμφιβολία, φορούσαν βέρες.

"Φίλοι είμαστε κι ερχόμαστε από την Αθήνα," εξήγησε ο Αλέκος, που ήταν πιο ήρεμος από την Άρτεμη. "Μας χάλασε το αυτοκίνητο κι άλλοι δυο της παρέας μας έφυγαν για να βρουν κάποιον Σταύρο που είναι μηχανικός αυτοκινήτων."

"Τέτοιους μόνο στο Ναύπλιο και στο Άργος θα βρεις," αποκρίθηκε ο σύζυγος της γυναίκας, κάνοντας το ντεμπούτο του στη συζήτηση. "Ο Σταύρος είναι άνεργος χημικός και τώρα ανέλαβε το πρατήριο από τον παππού του."

"Τι θα κάνετε μέχρι να γυρίσουν οι φίλοι σας;" Ρώτησε η γυναίκα.

"Θα μείνουμε εδώ," απάντησε αμέσως η Άρτεμις, ανασηκώνοντας τους ώμους της, υποδεικνύοντας ότι ήταν προφανές.

"Δεν μπορείτε να περιμένετε με τόση ζέστη και σε αυτό το χάλι," έδειξε η γυναίκα τη μουτζούρα πάνω τους. "Πάρτε τα πράγματά σας κι ελάτε να σας πάμε στο χωριό."

"Μα μπορεί να σας βγάζουμε από τον δρόμο σας," δίστασε ο Αλέκος. "Εμείς πηγαίνουμε στο Γκέρμπεσι."

"Κι εμείς εκεί ακριβώς πηγαίνουμε," τους βεβαίωσε ο άνδρας. "Ελάτε, πριν νομίσουν οι γειτόνοι ότι είστε Αφρικανοί μετανάστες."

Αυτή η τελευταία κουβέντα τους θορύβησε πολύ κι έτσι πήραν τις ελάχιστες αποσκευές τους, κλείδωσαν το αυτοκίνητο, το αποχαιρέτησαν σχεδόν δακρύζοντας και μπήκαν στο μπορντώ αυτοκίνητο του ζευγαριού, για να φτάσουν κι αυτοί στο περιβόητο και πολυπόθητο Γκέρμπεσι.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Ο Παπά-Φώτης, ο Σωκράτης κι ο Κάστορας ξεκίνησαν την αναζήτηση του Σταύρου από το ονομαστό και μοναδικό καφενείο του χωριού Η Ωραία Χήνα. Προφανώς, αυτή η ονομασία παραξένεψε τους νεοφερμένους, αλλά ο Παπά-Φώτης τους διαβεβαίωσε ότι αν ρωτούσαν τον Πέτρο θα τους ανέλυε την προέλευση του ονόματος. Ο Σωκράτης το σημείωσε νοητά να το κάνουν αργότερα, καθώς περνούσαν το κατώφλι προς τα ενδότερα του παραδοσιακού καφενείου.

"Καλώς τον Παπά-Φώτη!" Ακούστηκε μια καλοσυνάτη φωνή κι ένας νεαρός, λίγο μεγαλύτερος τους, φάνηκε να τους προϋπαντήσει. Φορούσε μια ολόλευκη ολόσωμη ποδειά και μύριζε ελληνικό καφέ και τηγανόλαδο. Χτύπησε τον παπά ευγενικά στην πλάτη, δείχνοντας με τα μάτια τους δυο αγνώστους του. "Τα παιδιά; Φίλοι του Νικόλα;"

"Όχι, Ιωάννη, τα παιδιά έρχονταν εδώ και τους χάλασε το αυτοκίνητο," απάντησε ο παπάς. "Μήπως είναι εδώ ο Σταύρος;"

"Όχι, πάτερ," αποκρίθηκε ο καφετζής. "Ίσως είναι στην ταβέρνα του κυρ-Γεράσιμου."

Αμέσως, εξαφανίστηκε προς ένα τραπέζι, για να πάρει παραγγελία από δυο γέροντες που ρέμβαζαν και διάβαζαν εφημερίδα.

"Γενικά τον τρώει η δουλειά τον Σταύρο," σχολίασε στο αυτί του Κάστορα ο Σωκράτης κι οι δυο χασκογέλασαν. Ύστερα, στράφηκε στον Παπά-Φώτη. "Πάμε, λοιπόν, στην ταβέρνα;"

"Όχι," απάντησε απότομα ο ιερέας. "Στην ταβέρνα θα πάτε μόνοι σας."

"Γιατί;" Απόρησαν κι οι δυο ταυτόχρονα.

"Γιατί έχω τσακωθεί με την κυρά Θοδώρα και με έχουν απελάσει από το μαγαζί," εξήγησε εκείνος κι οι νέοι πείστηκαν ότι δεν υπήρχε περίπτωση να τους ακολουθήσει ο παπάς. Έτσι, τον χαιρέτησαν με μισή καρδιά κι έφυγαν μόνοι τους, για να αναζητήσουν την ταβέρνα του Γκερμπεσιού.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

"Έτοιμη, κυρία Θεανώ μου. Καλορίζικη η περμανάντ!"

"Ευχαριστώ Στελλίτσα μου." Η γιαγιά Θεανώ κοιτάχτηκε στον καθρέφτη και καμάρωνε τα υπέροχα μαλλιά της. Η κομμώτρια τα είχε περιποιηθεί, κατά πάσα πιθανότητα ήταν στις καλές της, πράγμα σπάνιο, διότι η Στέλλα διέθετε μια απίστευτα αγχώδη στάση απέναντι στη ζωή. Η Θεανώ την επέπληττε συνεχώς και προσπαθούσε να της διδάξει την ηρεμία, μα εκείνη είχε αποβεί ανεπίδεκτη μαθήσεως.

"Ο κύριος Θανάσης πού είναι;" Αναρωτήθηκε η κομμώτρια κι εκείνη την ώρα χτύπησε το τηλέφωνο. Η Θεανώ το σήκωσε νωχελικά.

"Ναι, Θανάση μου," είπε και έκλεισε το μάτι στη Στέλλα. Καταφωνή. "Πότε θα γυρίσεις από το καφενείο;"

Η Στέλλα πήγε ως την τουαλέτα, έπλυνε τα χέρια της και μόλις γύρισε, η γιαγιά Θεανώ είχε κλείσει το τηλέφωνο.

"Μπας και ξέρεις πού είναι ο Σταύρος, Στέλλα;"

"Τον είδα το πρωί που πήγαινε στο πρατήριο, αλλά δεν τον ξαναείδα μετέπειτα."

"Έχουν έρθει κάτι παιδιά και τον ζητούν για να τους φτιάξει το αυτοκίνητο. Για να έχει φτάσει στα αυτιά του μισόκουφου άνδρα μου, φαντάσου πόσοι το έχουν μάθει." Η γιαγιά Θεανώ αναστέναξε, προτού συνεχίσει. "Το μισό χωριό το ψάχνει αυτό το ευλογημένο, ένας Θεός ξέρει πού θα είναι. Ένα πράγμα ελπίζω."

"Τι κυρία Θεανώ;" Απόρησε η Στέλλα.

"Να έρθει νωρίς ο Θανάσης μου από το καφενείο και να μην έχω μαγειρέψει τζάμπα."

"Η κόρη κι ο γαμπρός σου δε θα έρθουν σήμερα;"

"Μπορεί και να το ξεχάσουν. Πού ξέρεις· η Ηλεία είναι πολύ ομορφότερη από το αρβανιτοχώρι μας."

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Ο Σταύρος καθόταν στο πρατήριο, άκουγε τον αγαπημένο του Nick Cave και αναπολούσε τις καλές εποχές, που δούλευε σε εκείνο το εργοστάσιο -χημικός, το επάγγελμα των ονείρων του- που τελικά μεταφέρθηκε στη Βουλγαρία κι απολύθηκαν όλοι οι υπάλληλοι. Το αγαπούσε το πρατήριο, που ξεκίνησε από τον μακαρίτη τον παππού του, συνέχισε στον μακαρίτη τον πατέρα του και συνέχισε σε εκείνον. Εκεί είχε μεγαλώσει και το είχε σαν δεύτερο σπίτι του. Αλλά, η δουλειά του πρατήρα του άφηνε ένα τεράστιο κενό στην ψυχή, που μόνο η δουλειά του χημικού γέμιζε.

Πήρε δυο μήλα από το τάπερ, τα καθάρισε και πετούσε τα φλούδια στον λευκό κουβά από τις μπογιές που είχε βάψει πριν τρεις μήνες. Μόλις γέμιζε, θα τον άδειαζε στα ζωντανά της κυρά Κατίνας παραδίπλα. Ένα σύρμα χώριζε το πρατήριο από το μαντρί της.

Εκείνη την ώρα, χτύπησε το τηλέφωνό του. Η αναγνώριση του υπέδειξε ότι ήταν ο Κυρ Κώστας από το χωριό.

"Έλα, Κώστα. Τι θέλεις;"

"Πού είσαι, παιδί μου; Φάγαμε το χωριό ολόκληρο να σε βρούμε!" Ακούστηκε ο Κυρ Κώστας ολίγον τι εκνευρισμένος, με τρεις φωνές ανακούφισης και μερικά Δόξα σοι ο Θεός από πίσω.

"Στο πρατήριο είμαι, καλέ. Πού αλλού;"

"Μα τι λες; Ήρθα στο πρατήριο και δεν ήσουν πουθενά! Φώναξα και δε μου απάντησε κανένας!"

"Ίσως ήμουν στην τουαλέτα. Άνθρωπος είμαι κι εγώ, ρε συ Κώστα."

"Και δε με άκουγες που σου φώναξα;" Ο εκνευρισμός μεγάλωνε επικίνδυνα.

"Για να πω την αλήθεια, δεν έχω και μεγάλη επαφή με το περιβάλλον κατά τη διάρκεια της... Τουαλέτας τέλος πάντων."

"Αυτό δε θα ήθελα να το ξέρω. Τέλος πάντων, πάρε δυο λάστιχα κι έλα έξω από τον καταρράκτη του Άγιο-Θωμά να τα αλλάξεις."

"Αμέσως!" Πετάχτηκε όρθιος ο Σταύρος. "Αυτοκινήτου, μηχανής ή τρακτέρ;"

"Αυτοκινήτου και γρήγορα."

Ο κυρ Κώστας έκλεισε. Ο Σταύρος ο Πρατήρας άρπαξε δυο λάστιχα και αναρωτιόταν πού να τα βάλει για να τα κουβαλήσει ως τον Άγιο-Θωμά. Το μάτι του έπεσε στον κουβά με τα φλούδια. Η ιδέα δεν του φάνηκε καθόλου άσχημη.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

"Μην αγχώνεστε, παιδιά μου. Τέλος καλό όλα καλά," είπε χαρούμενη η γυναίκα που τους συστήθηκε ως Λένα, μόλις ο άνδρας της ο Κώστας έκλεισε το τηλέφωνο.

"Ας βάλουμε τα λάστιχα, ας φτιάξουμε τη μηχανή και τότε όλα θα είναι καλά," διευκρίνισε ο Αλέκος, που ένιωθε το αυτοκίνητο να τον πλακώνει. Παραήταν κοντό για εκείνον κι έπρεπε να καμπουριάζει για να χωράει.

"Και πού κατάλαβες ότι ήταν η μηχανή; Σιγά μην ήταν και χολή," τον ειρωνεύτηκε η Άρτεμις, που στριμώχνονταν ασύστολα, επειδή άπλωνε υπερβολικά τα πόδια του.

"Έχω μια απορία, όμως," την αγνόησε ο φοιτητής της Ιατρικής για να σκάσει περισσότερο. "Από πού κι ως πού έχει αυτός λάστιχα για τρακτέρ;"

"Και στο είπα, Κώστα, έχε πιο χαμηλά την ένταση στο κινητό. Σίγουρα τα παιδιά άκουσαν και το κομμάτι της τουαλέτας. Πώς θα τον δουν τώρα τον άνθρωπο χωρίς να χασκογελάνε; Εδώ εγώ καλά καλά δεν ξέρω πώς θα κρατηθώ," επενέβη η κυρά Λένα, σκορπώντας το γέλιο και στους τέσσερις τους, που περίμεναν τον πρατήρα δίπλα στον καταρράκτη και στην καταρρακωμένη πολύπαθη Ήρα.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Αυτό ήταν το πρώτο κεφαλαιο!

Πώς σας φάνηκε;

Θέλετε δεύτερο;

Αν ναι, αφήστε καμία ψήφο και κανένα σχόλιο, μόνο αυτά με ωθούν να γράψω γρήγορα.

Να είστε ολοι καλά και να προσέχετε τους εαυτούς σας!

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top