Η Απόφαση
Καλοκαίρι, απαρχές, το ημερολόγιο έδειχνε 22 Ιουνίου. Η προηγούμενη ήταν η μεγαλύτερη ημέρα του χρόνου, έτσι τους είχε πει η Άρτεμις, και την είχαν περάσει επιδιδόμενοι την πιο αναζωογονητική και χαλαρωτική δραστηριότητα που συνέλαβε ποτέ ανθρώπινος νους· κοιμούνταν. Δυο ημέρες πριν, στις 20 του μήνα, είχαν τελειώσει τις εξεταστικές τους και μετά από ένα ξέφρενο μπάνιο στη θάλασσα που εξελίχθηκε σε νυχτέρι στην παραλία, η τετράδα του Νώε, έτσι αυτοαποκαλούνταν, είχε πέσει σε έναν βαθύ λήθαργο. Μετά από σχεδόν εικοσιτέσσερις ώρες ύπνου, στο φτωχικό τριάρι επί της Οδού Βασίλισσης Σοφίας, ξύπνησε πρώτη η Άρτεμις. Το σπίτι ήταν δικό της, εμένε εκεί τα τελευταία τέσσερα χρόνια και τώρα μάλλον θα το εγκατέλειπε, μα αυτό δεν ήταν της παρούσης.
Κοίταξε γύρω της κι αντίκρισε τα ζωντανά πτώματα των τριών αρσενικών της φίλων, που βρωμούσαν ιδρώτα και μπίρα. Με δυσκολία κατάφερε να σηκωθεί, γιατί ο Σωκράτης την είχε πλακώσει με το μισό του σώμα και χρειάστηκε όλη της η δύναμη για να τον ανασηκώσει και να απεμπλακεί. Σαν στάθηκε όρθια, ένιωσε τον αυχένα της να διαμαρτύρεται έντονα και το κεφάλι της να κουδουνίζει ασύστολα. Χωρίς δεύτερη σκέψη, ήπιε ένα αναβράζον παυσίπονο και απαλλάχθηκε από τον πονοκέφαλο. Για να ηρεμήσει τον αυχένα, χρειάζονταν τα μαγικά χέρια του Κάστορα, που κοιμόταν του καλού καιρού στον καναπέ της.
Όσο πιο σιγανά μπορούσε, άναψε την καφετιέρα κι άρχισε να ετοιμάζει καφέ, όπως τον έπινε ο καθένας τους. Με τον Αλέξανδρο έπιναν τον ίδιο· μέτριο εσπρέσο με μαύρη ζάχαρη. Για τον Σωκράτη ετοίμασε λάτε μακιάτο και για τον Κάστορα καπουτσίνο βαρύ γλυκό- τέσσερις κουταλιές ζάχαρη του έβαλε. Άνοιξε ένα κουτί μπισκότα για συνοδευτικό και ετοίμασε γάλα σε τέσσερα ποτήρια. Κι ενώ το πρωινό ήταν πανέτοιμο και το τραπέζι στρωμένο, η Άρτεμις έβαλε σε λειτουργία το ξυπνητήρι των τριών ακόμα κοιμισμένων αγοριών· το καλύτερο τραγούδι για γρήγορο κι αποτελεσματικό ξύπνημα.
Μη με ξυπνάς απ'τις έξι
Πριν ακόμα η μέρα να φέξει
Ξυπνητήρι μικρό σε μισώ, σε μισώ!
Ξύπνα, ξύπνα, ξύπνα, ΞΥΠΝΑ!
Κι όσο αυτή η πέρα για πέρα παιδική μελωδία πλημμύριζε το διαμέρισμα απ'άκρη σ'άκρη, ακούστηκε το πρώτο ηχηρό χασμουρητό, εμφανής ένδειξη ότι ένας από τους τρεις είχε ξυπνήσει. Η Άρτεμις υπέθεσε ότι ήταν ο Σωκράτης, αυτόν είχε άλλωστε μετακινήσει για να σηκωθεί, και δε λάθεψε. Μερικά λεπτά αργότερα, τον είδε να μπαίνει στην κουζίνα, με τα δυο του χέρια να καλύπτουν τη θέα του ορθάνοιχτου από το χασμουρητό στόματος του.
"Οχτώ το πρωί," του ανακοίνωσε, προτού καν τη ρωτήσει. "Κοιμηθήκαμε μια ολόκληρη ημέρα."
"Πώς κατάφερες και ξύπνησες;" Απόρησε ο Σωκράτης, θαυμάζοντας το πρωινό μπροστά του. Κάθησε στη θέση όπου μύριζε ο λάτε μακιάτο και ακούμπησε το ποτήρι με το γάλα, για να εισπράξει ένα χτύπημα από την Άρτεμη. "Για πειρασμό τα έφτιαξες αυτά, όχι για να τα φάμε;"
"Πρώτον, ξύπνησα από το βιολογικό μου ρολόι και δεύτερον φυσικά κι ετοίμασα πρωινό για να φάμε, μα για να φάμε όλοι μαζί όχι ένας ένας!"
"Αν ο Αλέκος κι ο Κάστορας ξυπνήσουν το μεσημέρι ή αύριο, θα τους περιμένουμε ως τότε;"
"Θα ξυπνήσουν οσονούπω," παρέμενε αισιόδοξη εκείνη. "Δεν πρόκειται να σταματήσει το ξυπνητήρι ώσπου να ξυπνήσουν."
Έτσι κι έγινε. Χρειάστηκαν πέντε ολόκληρα λεπτά για να φανούν στην πόρτα της κουζίνας ο Κάστωρ κι ο Αλέκος, που δυσκολεύονταν να τη διαβούν, ο πρώτος γιατί δε χωρούσαν κι οι δυο ταυτόχρονα κι ο δεύτερος γιατί εμποδίζονταν από το ύψος.
"Κάστορα, οπισθοχώρησε κι Αλέκο σκύψε," τους συμβούλευσε η Άρτεμις, που εμφανώς το διασκέδαζε. "Το σπίτι μου δεν φτιάχτηκε για γίγαντες, κάθε φορά που έρχεσαι η ίδια ιστορία."
Οι δυο νυσταγμένοι υπάκουσαν -δεν είχαν άλλη επιλογή- κι έτσι το ξυπνητήρι σίγησε, οι τέσσερις αδελφικοί φίλοι κάθησαν στο τραπέζι και πήραν το πρωινό τους, το πρώτο γεύμα μετά από μιάμιση περίπου ημέρα.
Μία ώρα αργότερα, μετά από δυο κούπες καφέ ο καθένας, ένα ποτήρι γάλα και τρία άδεια κουτιά μπισκότα στον σκουπιδοτενεκέ, ο Αλέκος έσπασε πρώτος την ευχάριστη σιωπή που είχε απλωθεί κι είχε επιτρέψει σε όλους να ξυπνήσουν ολοκληρωτικά.
"Διακοπές φέτος θα πάμε;"
Αυτή η ερώτηση ήταν εντελώς λανθασμένη. Κι αυτό γιατί αποτελούσε την καυτή πατάτα που όλη τη χρονιά κανένας τους δεν είχε ακουμπήσει. Το προηγούμενο καλοκαίρι, είχαν πάει κρουαζιέρα στην Τσεχία, την Αυστρία και την Ουγγαρία, ξοδεύοντας όλες τις οικονομίες τους σε αυτό το πανέμορφο και φονικό για τις τσέπες τους ταξίδι.
Οι τέσσερις τους κοιτούσαν ο ένας τον άλλον, περιμένοντας να κάνει κάποιος την αρχή και να σπάσει η πλεον άβολη σιωπή. Από την αμηχανία τελικά τους απεγκλώβισε ο ίδιος που τους είχε πρωτοκαταδικάσει.
"Πώς κάνετε έτσι;" Αναρωτήθηκε ο Αλέκος. "Δεν είπα τίποτα κακό."
"Ογδόντα ευρώ έχω μόνο," απάντησε πρώτος ο Κάστορας. "Ούτε για διόδια δε φτάνουν."
"Εγώ έχω πενήντα πέντε," πρόσθεσε ο Σωκράτης.
"Εγώ σαράντα πέντε," παραδέχτηκε με κάποια ντροπή ο Αλέκος.
"Εγώ πάλι διακόσια," είπε κατάπληκτη η Άρτεμις. "Κι από ό,τι φαίνεται, είμαι η πλουσιότερη εδώ μέσα."
"Σύνολο τριακόσια ογδόντα ευρώ. Πού πάμε τέσσερα άτομα με τριακόσια ογδόντα ευρώ;" Αναρωτήθηκε ο Σωκράτης, τρίβοντας το μούσι του σκεπτικός.
"Κάμπινγκ," απάντησε στεγνά ο Κάστορας. "Δεν υπάρχει άλλη λύση για πολυήμερες διακοπές."
"Πήγαμε πρόπερσι κάμπινγκ κι ορκιστήκαμε να μην ξαναπάμε ποτέ!" Τους θύμισε ο Αλέκος. "Δε θυμάστε πόσα κουνούπια είχε; Το πώς καταφέραμε και γλιτώσαμε τον ιό του Δυτικού Νείλου είναι θαύμα!"
"Μετά από μια τόσο εξαντλητική εξεταστική το τελευταίο πράγμα που θέλω είναι επιδρομές κουνουπιών," παραπονέθηκε η Άρτεμις, συνειδητοποιώντας ότι δυσφορούσε από τη ζέστη. Το σπίτι είχε μείνει κλειστό μια ημέρα κι είχε "βράσει". Άναψε το κλιματιστικό αμέσως.
"Και πού να πάμε, τότε;" Ξέσπασε ο Αλέκος. "Δε νομίζω να περάσουμε το καλοκαίρι μας στην Αθήνα! Έχουμε ταλαιπωρηθεί υπερβολικά πολύ και μας αξίζουν διακοπές!"
Η Άρτεμις σηκώθηκε από το τραπέζι, πήρε τον Χάρτη της Ελλάδας από το ντουλάπι που καταχώνιαζε χαρτικά και τους τον παρουσίασε.
"Επιλέξτε ένα μέρος ο καθένας στην τύχη και θα πάμε στο πιο κοντινό."
Το κόλπο τους ήταν εξαιρετικά οικείο· παλιότερα στο σπίτι τους σαν παιδιά το έκαναν σχεδόν συνέχεια κι ονειρεύονταν τα ταξίδια τους ως μεγάλοι. Έτσι, ο Σωκράτης, ο Αλέκος κι ο Κάστορας έκλεισαν τα μάτια τους κι έβαλαν τους δεξιούς δείκτες τους πάνω στον χάρτη, τους μετακίνησαν λίγο για το σασπένς της διαδικασίας και τελικά παρέμειναν σε τρία διαφορετικά σημεία πάνω στον χάρτη. Το μαντικό κορίτσι τους παρακολουθούσε.
"Ε βέβαια! Πού αλλού θα έπεφτε ο Κάστορας;" Αναφώνησε η Άρτεμις.
"Πού;" Απόρησε ο τελευταίος κι οι τρεις άνδρες άνοιξαν τα μάτια.
"Στην Καστοριά!" Φώναξαν έκπληκτοι και έσκασαν στα γέλια.
"Νομίζω ότι είναι ήδη εκτός συναγωνισμού η επιλογή σου," σχολίασε η Άρτεμις και κοίταξε πού έδειχναν τα δάχτυλα των υπολοίπων. "Καλαμάτα πέτυχε ο Σωκράτης, καθόλη κακή, όμως ο Αλέκος πέτυχε κάτι ακόμα πιο κοντά." Έσκυψε για να δει το όνομα του χωριού που είχε επιλεχθεί, κοντά στο Ναύπλιο. "Γκέρμπεσι πέτυχε ο Αλέκος."
"Τι είναι αυτό;" Απόρησαν ταυτόχρονα κι οι τρεις.
"Ένα χωριό κοντά στο Ναύπλιο· περίπου μιάμιση ώρα από εδώ, σίγουρα θα έχει τα λιγότερα διόδια κι είναι η μικρότερη απόσταση. Έκλεισε, εκεί θα πάμε!"
Και τότε ξεκίνησαν να πέφτουν ως βροχή ή και ως βόμβες οι ερωτήσεις.
"Πώς ξέρουμε ότι δε θα είναι στα κατσάβραχα;"
"Πού θα μείνουμε; Σε στάβλο;"
"Τι θα τρώμε; Χορτάρι;"
"Δεν είναι λίγο χαζό να παίξουμε τις διακοπές μας στην τύχη;"
"Αν δε θέλετε να έρθετε, να μείνετε εδώ να βράσετε ή να βρείτε άλλη παρέα για να πάτε όπου θέλετε!" Τους επέπληξε η Άρτεμις, προτού της κάνουν το κεφάλι καζάνι με τη μουρμούρα. "Εγώ θα πάω στο Γκέρμπεσι και θα περάσω υπέροχα με ή χωρίς εσάς και τη γκρίνια σας!"
Αυτή ήταν μια βαρύγδουπη δήλωση, που αμέσως επηρέασε τους άνδρες και τους σώπασε. Μόνο μια φορά είχαν πάει διακοπές χωρίς την Άρτεμη και είχαν μετανιώσει χειρότερα από όσο είχαν μετανιώσει το κάμπινγκ. Γιατί χωρίς εκείνη -που ήταν η μάνα, η αδελφή κι η λογίστρια της παρέας- κατέληξαν άφραγκοι, τύφλα στο μεθύσι κι ανίκανοι να κάνουν βήμα. Πέρασαν τρεις ολόκληρες ημέρες εκτός του ξενοδοχείου, κοιμώμενοι σε παγκάκια, παραλίες και δέντρα, ενώ τι ξενοδοχείο τους χρέωνε κανονικά. Η Άρτεμις είχε κοντέψει να λιποθυμήσει όταν της το είπαν.
"Περίμενε Άρτεμις!" Φώναξαν κι οι τρεις εν χορώ κι η κοπέλα χαμογέλασε χαιρέκακα, βέβαιη ότι τους είχε πείσει.
"Πότε φεύγουμε;" Τη ρώτησαν μόλις γύρισε ξανά προς το μέρος τους.
"Το γοργόν και χάριν έχει. Μεθαύριο το πρωί."
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Μικρό, δε διαφωνώ. Αλλά ήταν εισαγωγικό, μια πρόγευση. Το επόμενο θα είναι όπως σας εχω συνηθίσει, χορταστικό.
Πώς σας φαίνεται; Αξίζει να ξεκινήσει αυτή η ιστορία;
Πολύ θα ήθελα να ακούσω την άποψή σας!!
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top