Κεφάλαιο Τριακοστό Πέμπτο
Γιώργος
«Που είναι τα ρούχα μου;» ένας πανικόβλητος Φάνης μπουκάρει στο σαλόνι μου, φορώντας μονάχα το μποξεράκι του.
«Πως γίνεται να ξέχασες τα ρούχα σου;» μουρμουράει ο Κώστας που είναι οριακά νεκρός στον καναπέ μου από τις 8 το πρωί που γυρίσαμε.
«Θα με χωρίσει!» μουρμουράει ο Φάνης «Χριστέ μου, θα με σκοτώσει!»
«Πρώτα θα σε παντρευτεί και μετά θα σε σκοτώσει για να σου φάει τα λεφτά, άρα, τεχνικά, δεν θα χωρίσετε.» λέει ο Βαγγέλης που περίεργως πίνει ήδη καφέ και αράζει στη πολυθρόνα.
«Βούλωσέ το!» παίρνει το μαξιλάρι πάνω από το κεφάλι του Κώστα και το πετάει στον Βαγγέλη που στο τσακ προλαβαίνει τον καφέ του απ' το να χυθεί στο πάτωμα.
«Είναι κρεμασμένα στη ντουλάπα μου.» λέω γελώντας με το παραλήρημα του. Είναι αγχωμένος αλλά προσπαθεί να το παίξει χαλαρός και άνετος.
«Κουμπάρε μου!» λέει συγκινημένος, τρέχοντας να με αγκαλιάσει.
«Φάνη, είσαι καυλακι αλλά παντρεύεσαι και εμένα δεν μου αρέσουν οι άντρες!» τον πειράζω. Χτυπάω ελαφρά τον ώμο του κι αυτός απομακρύνεται, κοιτώντας με, με ένα πονηρό βλέμμα.
«Μια δοκιμή θα σε πείσει!» μου κλείνει το μάτι και φεύγει για το δωμάτιό μου. Μετράω μέχρι το δέκα από μέσα μου πριν τον ακούσω ξανά.
«Η ρουφιάνα με μισεί τόσο που θέλει να βάλω μωβ παντελόνι; Δεν της φτάνει η γραβάτα γαμω το σπίτι μου;» ωρυεται.
«Αυτά είναι τα δικά μου, ηλιθιε! Στην άλλη θήκη είναι!» φωνάζω.
Ένα κεφάλι ξεπροβάλει από την πόρτα του δωματίου μου «Σ' αγαπάω!»
«Την καρδιά μου αλλού δεν σπαταλάω;» τον πειράζω.
«Πιααααα!» έχουμε και τον Μεταξά να κάνει τις δεύτερες.
«Πως γίνεται να είσαι ξύπνιος;» ρωτάω με αγνή περιέργεια. Εκείνος γέρνει πίσω και αναστενάζει.
«Ερωτευμένος μα δεν ξέρω που θα βγει...» δεν προλαβαίνω να μιλήσω, αμέσως ο Κώστας πετάγεται όρθιος.
«Άκου να σου πω! Δεν μας έφτανε ο μαλακας ο Αδαμόπουλος με τον Βερτη; Τώρα θα έχουμε και εσένα; Αι σιχτιρ με τους έρωτες σας πια, ούτε να κοιμηθούμε δεν μπορούμε γαμω το μουνι της Κατερίνας και της Κουλας!» εν τω μεταξύ όλα αυτά τα μουρμουράει καθώς πηγαίνει στο μπάνιο.
«Μην ζηλεύεις το Κατερινάκι, μωράκι μου. Ξέρεις πως στην πραγματικότητα είμαι ΟΛΟΣ ΔΙΚΟΣ ΣΟΥ!!» ουρλιάζει, τραγουδώντας ένα τραγούδι του Ρεμου.
Έρχεται τρέχοντας κατά πάνω του και αφήνω απευθείας μια ανάσα ανακούφισης όταν βλέπω πως δεν βγήκε με το πουλί έξω από τα νεύρα του. Ρίχνει μια σφαλιάρα στον σβέρκο του Βαγγέλη, παρά της προσπάθειες του δεύτερου να την αποφύγει «Αι στα διαλα!» και με αυτό κλείνεται στο μπάνιο.
«Κάντε κανένα μπάνιο, ξεφτιλισμενοι. Παίρνω τον Αδάμ να περάσει από τα σπίτια σας να πάρει τα ρούχα σας.» λέω.
«Εμένα θα μου τα φέρει το Κατερινάκι.» λέει το τούβλο. Ο Φάνης με τον Κώστας βγάζουν ταυτόχρονα τα κεφάλια τους από την πόρτα, φωνάζοντας «Αλίμονο!!»
«Καλά ο άλλος, ζηλεύει γιατί θέλει αποκλειστικότητα και είναι μπακουρι. Ο άλλος; Που παντρεύεται;» λέει ο Βαγγέλης.
«Ζηλεύω την ελευθερία σου.» κλαψουριζει ο Φάνης, μπαίνοντας ξανά στην κρεβατοκάμαρα μου.
«Είστε για τον πουτσο ρε φίλε...» μουρμουράω. Στέλνω μήνυμα στον Αδάμ να φέρει τα ρούχα του Κώστα και αρχίζω να μαζεύω λίγο το σπίτι, μιας και σε λίγο θα έρθουν οι φίλοι του Φάνη και οι γονείς του.
«Σε έχει στρώσει η Βαλίτσα βλέπω.» λέει ο Βαγγέλης.
«Το έχεις βάλει στόχο να πας μωβ στην εκκλησία σήμερα;» λέω γελώντας.
Εκείνος σηκώνει αδιάφορα τους ώμους του «Εξάλλου μωβ δεν είναι το θέμα του γάμου; Ε, τι να φορέσω μωβ ρούχα, τι να με κάνετε μωβ από τις μπουνιές.» είναι ηλιθιος, πραγματικά.
«Μωβ ήταν και το στριγκακι της στριπερ που είχες στο κεφάλι σου χθες.» λέει ο Κώστας μπαίνοντας στο σαλόνι. Του πετάω το παντελόνι του κι αυτός το φοράει καθώς ταυτόχρονα ψάχνει κάτι στο κινητό του.
«Να, δες.» γυρίζει την οθόνη και όντως ο Βαγγέλης έχει ένα πούρο στο στόμα και ένα μωβ στρινγκ στο κεφάλι του. «Μωβ θα σε κάνει η Κατερίνα τελικά, όχι εμείς.»
«Καλό θα ήταν να μην τη δει αυτή την φωτογραφία το Κατερινάκι!» λέει με γουρλωμένα μάτια.
«Χάθηκε ο κόσμος να δούλευες εσυ και να ερχόταν ο Άγγελος;» ρωτάει απολύτως. Αν και για μένα αυτό το σενάριο είναι δίκοπο μαχαίρι...οφείλω να συμφωνήσω!
«Ο Συνοδινος, φλώρος τελείως!» λέει ο Φάνης, μπαίνοντας στο σαλόνι. Δεν φοράει τα ρούχα του, ωστόσο έκανε ντουζ και φόρεσε καθαρά ρούχα για αρχή.
«Άμα έπινα και εγώ τον κωλο μου, θα έπρεπε να βασιστούμε στον Βαγγέλη.» λέω το αυτονόητο.
«Ασ' το, δεν λέει, έχω δώσει τόσα λεφτά για τον γάμο.» μουρμουράει.
«Βαγγέλη, βάλε μουσική!» λέω στον βλαμμένο που χαζογελαει πληκτρολογωντας κάτι στο κινητό του.
«Κώστα, μην χαζεύεις, μπύρες!» λέει ο Φάνης.
«Από πότε λέτε εσείς ατάκες από το Ευτυχισμένοι μαζί;» ξεφυσαω, αυτό το παιδί είναι αδιόρθωτο. Κάνω νόημα στον Κώστα ότι στο τραπεζάκι έχει καφέδες και πάω να φέρω μπύρες στον αγχωμένο γαμπρό.
Βαλλυ
Μου έλειψες λίγο
Άγης
Μόνο λίγο;
Αυτό το ηλιθιο ψευδώνυμο θα το διαγράψεις; 🤦🏽
Βαλλυ
Πολύ μου έλειψες.
Επίσης
όχι, δεν το αλλάζω.
Άγης
Πως είναι η νύφη μας;
Βαλλυ
Καλα είναι μωρέ...
______
Βαλλυ
Την ίδια ώρα...
«Φεγγαρολούλουδα θα μάσω
δροσοσταλίδες να σ’ αγιάσω
δυο στάλες απ’ τα δάκρυα μου
και θα σε κλείσω στην καρδιά μου!» παρ' το κάτω το πιάτο.
«Επειδή σου πήρε σερβίτσιο καινούργιο η πεθερά σου, αυτό δεν πάει να πει πως πρέπει να σπάσεις όλα τα πιάτα του σπιτιού σου!» η Νικολέτα σηκώνει αδιάφορα το χέρι της και συνεχίζει να χορεύει, με την μάνα της να τρέχει από πίσω της με την σκούπα για να μαζέψει τα σπασμένα, μιας και η κόρη της συνεχίζει να χορεύει ξυπόλυτη και να τραγουδάει, με τον τρίτο καφέ της για σήμερα, στο χέρι.
Ο αδερφός της αλλάζει τραγούδι και αμέσως η άλλη ανοίγει τα χέρια «Ωωωω!» κάνει και μια σβούρα και ξεκινάει να χορεύει ξανά.
«Έτσι, πες τα Μήτσο! Θα κάνω ό,τι μου αρέσει τελικά!!»
«Κοιμήθηκε καθόλου αυτή;» ρωτάει η κολλητή της, η Νάντια.
«Αμε, μιαμισή ώρα, δεν φαίνεται;» λέει η αδερφή μου.
«Ειλικρινά, όχι.» γελάει και εκείνη.
«Έχει πιει τρια freddo espresso τετραπλά. Σε λίγο θα της φύγει η χαρά και θα αρχίσει να μοιράζει χαστούκια.» λέω.
«Μάνα, φέρε το πυρέξ, τελείωσαν τα πιάτα! Έλα!» η κυρία Μαρία γουρλωνει τα μάτια της και κοιτάζει την μάνα μου από την άλλη γωνία, ζητώντας απεγνωσμένα την βοήθεια της.
«Άσε το πυρέξ μου βρε παιδί μου στην ησυχία του!» προσπαθεί να την συνετίσει η μαμά της. Η Νικολέτα σηκώνει αδιάφορα τους ώμους της, παίρνει ένα ποτήρι με νερό από το τραπέζι και το ρίχνει κάτω.
«Οχι το τσίπουρό μου μωρή!» παραπονιέται η Αγγέλα.
«Αα, εγώ γιατί δεν έχω πιει τσίπουρο ακόμα;» θίγεται κιόλας η νύφη μας.
«Γιατί έχεις πιει τρεις καφέδες παιδί μου!» λέει η μάνα της.
«Επίσης χθες ήπιαμε 6 μπουκάλια και είμαι πολύ σίγουρη πως τα δύο τα ηπιες μόνη σου!» λέει η Νάντια.
«Υπερβολική!» σήκωνει το χέρι της αλλά αμέσως φωνάζει «Δώσε!» και κάνει μια ακόμη στροφή.
Εν τω μεταξύ η μαμά της πήρε το πυρέξ και νομίζω το έκρυψε στο μπάνιο, δεν είμαι πολύ σίγουρη.
«Σταμάτα παιδί μου, θα κόψεις κάνα πόδι και θα τρέχουμε μέρα που είναι!» προσπαθήσει να την συνετίσει η κυρία Μαρία.
Άδικος κόπος!
«Μάνα! Ε κδη λωθηκες! Ε κδη λωθηκες, με την πρώτη ευκαιρία σε έναν άλλον δόθηκες!» οι εναλλαγές του Δημήτρη στη μουσική με ξεπερνούν.
«Τι όμορφη που είσαι!!!» λέει η Αλεξ, μπαίνοντας μέσα στο σπίτι των παιδιών. Τα κατακόκκινα μαλλιά της έχουν ανανεωθεί σε ένα ακόμη πιο φλογερό κόκκινο - αν αυτό είναι δυνατόν- και έρχονται σε απόλυτη αρμονία με το λιλά φόρεμα που φοράει.
«Σ' ευχαριστώ!» πεταριζω αθώα τις ψεύτικες βλεφαρίδες μου.
«Τέλειο το φόρεμα!» πετάγεται η Αγγέλα. Κάνω μια στροφή με το μωβ φόρεμα που φοράω, κοκκιζοντας ελαφρά από τη προσοχή.
«Τρομερό γούστο η πεθερά!» λέει πονηρά η αδερφή μου.
«Τρομερό γούστο έχει ο γαμπρός μου.» διευκρινίζει η μαμά μου «Η συμπεθέρα πολύ με συγκίνησε που σου το έκανε δώρο!» εν τω μεταξύ η μάνα μου ώρα τώρα κυκλοφορεί με ένα χαρτομάντιλο στο χέρι και κλαίει σε κάθε ευκαιρία από συγκίνηση.
Έχει μια ιδιαίτερη αδυναμία στον Φάνη και την Νικολέτα αλλά κάτι μου λέει πως φταίνε τα χθεσινά υποβρύχια για την κατάστασή της.
«Ααα ρε ο κουμπάρος μου είναι ο καλύτερος!» η αδερφή μου είναι έτοιμη να αρχίσει την γκρίνια «Μετά την κουμπάρα μου εννοείται!» φαίνεται ικανοποιημένη για την ώρα.
«Έχει ωραίο γούστο και όντως πολύ γλυκιά κίνηση.» έρχεται στην παρέα μας η Αγγέλα που δεν κατάφερε να έρθει χθες αλλά έχει ήδη ξεκινήσει τα τσίπουρα για να μπει στο κλίμα.
«Είπε ότι είναι δώρο για την κοπέλα που κάνει το αγοράκι της να χαλογελαει έτσι... Που τον προσέχει...» έκλαιγα με μαύρο δάκρυ τη μέρα που πήγα με τον Γιώργο και την αδερφή μου να διαλέξω φόρεμα και όταν ήμουν έτοιμη να τσακώθω μαζί του που πλήρωσε το φόρεμα ενώ άλλαζα ρούχα, εκείνος μου είπε πως είναι δώρο από την μητέρα του...
Είμαι έτοιμη να βάλω τα κλάματα ξανά μόνο στη σκέψη!
Στρώνω το φόρεμα πάνω μου, αφήνοντας τη μαμά μου να αφήσει ένα φιλί στο μέτωπο και να με πειράξει για την ξαφνική ντροπή μου.
Το φόρεμα μου από τούλι σε μια όμορφη μωβ απόχρωση αγκαλιάζει το στήθος μου και πέφτει ριχτό, κρύβοντας τα ψηλοτάκουνα μου καθώς το δεξί μου πόδι αποκαλυπτεται σε κάθε μου κίνηση. Στο γυμνό μου στερνή φοράω την καρδιά, δώρο της μαμάς μου, κάτι δικό μου με τον Γιώργο...
Με τα μαλλιά μου δεν ασχολήθηκα ιδιαίτερα, μπουκλες χαϊδεύουν την πλάτη μου· μπουκλες που ήδη έχουν πιαστεί με ένα κλαμερ στην κορυφή του κεφαλιού μου.
Τουλάχιστον το κλαμερ είναι λεπτό και χρυσό, ίσως το κρατήσω και για μετά.
«Ρε 'σεις, ξέρετε που είναι ο άντρας μου;» λέει μπερδεμένη η Νεφέλη, μπαίνοντας μέσα στο σπίτι.
Αυτό με τους γάμους που το σπίτι είναι ορθάνοιχτο, πάει πολύ καλά σήμερα!
Γιώργος
«Ναι, αδερφούλα μου, εδώ είναι ο άντρας σου. Έκανε τα αδύνατα δυνατά και δεν έφυγε με την Ρωσίδα που γνώρισε χθες το βράδυ στο στριπτιτζαδικο!» κλείνω τα μάτια μου σφιχτά στο ψέμα μου, ανοίγοντας διστακτικά τη πόρτα του ξενώνα μου. «Εδώ είναι καλή μου αδερφή!» φωνάζω εν τω μεταξύ μπας και φιλοτιμηθεί και ξυπνήσει ο γαμπρός μου.
«Γιώργο, άσε τα αδερφούλα και τα καλή μου αδερφή σε 'μένα!!» φωνάζει η Νεφέλη από το τηλέφωνο.
«Ναι μωρέ, σταμάτα! Λιακο, είσαι καλά;» σηκώνει τον αντίχειρα του για ένα δευτερόλεπτο πριν επιστρέψει στη νεκρή του κατάσταση. «Τέλεια είναι! Ξυρίζει τον Φάνη, κλείσε τώρα!» εν τω μεταξύ εμείς με τα βίας τριμαραμε λίγο τα γενιά του Φάνη...
«Τι έγινε χθες, μικρέ;» μουρμουράει ξανά η αδερφή μου.
«Είπαμε πως δεν θα ρωτήσετε και δεν θα ρωτήσουμε! Φιλάκια, με αγαπάς!» της κλείνω το τηλέφωνο στα μούτρα πριν καν καλά-καλά ακούσω το βρισίδι της και παίρνω μια έκφραση πόνου στην κωματωδη κατάσταση που βρίσκεται ο Ηλίας.
«Στο είπα ρε μαλακα πως δεν το αντέχει ο άνθρωπος!» λέει ο Αδάμ με τα χέρια σταυρωμένα στο στέρνο του.
Το πτώμα γυρίζει το κεφάλι του να μας κοιτάξει, εξακολουθώντας να είναι ξαπλωμένο μπρούμυτα «Ποιος δεν το αντέχει ρε;!» και παρ' τον πάλι κάτω.
«Πω, ακόμη σουρωμένος είναι, ποιος την ακούει την Νεφέλη!» στριφογυριζω τα μάτια μου στον Αδάμ και του κάνω νόημα να πάει να φτιάξει έναν ελληνικό στο πτώμα μπας και δούμε φως στο τούνελ...
Γιατί εκεί θα καταλήξουμε αν δει η Νεφέλη σε τι κατάσταση φτάσαμε τον άνδρα της!
«Κουμπάρε που είσαι γαμώ το σπίτι μου;!» φωνάζει ο Φάνης αγκαλιά με ένα Chivas 4,5 λίτρων και κόστος πάνω από 250 ευρώ, δώρο του Άκη που δεν μπόρεσε να είναι στο Μπατσελορ και δεν θα έρθει ούτε στον γάμο σήμερα.
Εν τω μεταξύ οι άλλοι έχουν κατεβάσει ήδη το μισό μπουκάλι.
Εγώ από ποτέ έγινα τόσο ξενέρωτος και δεν έχω πιει γουλιά;!
Παίρνω το μπουκάλι από τα χέρια του Φάνη και βάζω λίγο σε ένα ποτήρι με πάγο, φροντίζοντας να γεμίσω και τα ποτήρια των υπολοίπων.
«Έλα ρε Συνοδινέ, ξύπνησες!» φωνάζει ο Αδαμ, φροντίζοντας ταυτόχρονα να βγάλει ένα story που τσουγκριζουμε όλοι μαζί, μη τυχόν και λείψει η ενημέρωση στους fans του!
Εν τω μεταξύ η Βαλερία σε πιο γρήγορη ανταπόκριση ακόμη κι από το 5g της cosmote, μου στέλνει μήνυμα να μην πιω πολύ και να προσέχω.
Νοητή σημείωση να την φάω ζωντανή όταν γυρίσουμε σπίτι!
«Στην Νεφέλη θα πεις ότι ο άντρας της έχει πεθάνει μέσα;» σχεδόν πνίγομαι με το ουίσκι μου.
«Γιατί; Για να πεθάνω και εγώ;!» λέω έντρομος.
Ο Λάζαρος αναστήθηκε ωστόσο και κάνει την εμφάνιση του στο σαλόνι μου, με τους αντίχειρες του ψηλά, δείχνοντάς πως είναι καλά.
«Μόνο πείτε μου ότι δεν γαμησα καμία χθες.» λέει με τα μάτια του μετα βίας ανοιχτά. Ο Αδάμ του δίνει μια κούπα γεμάτη καφέ.
«Τι να πηδηξεις ρε καημένε που έδειχνες στην βυζαρου φωτογραφίες από τα παιδιά σου, ανάθεμά σε;» λέει απογοητευμένος ο Κώστας.
«Το έκανα ε;» ρωτάει. Πάνω που πάει να τον συγχαρεί η μητριά του Φάνη, εκείνος ξαναμιλάει «Είμαι μεγάλος μαλακας τελικά.» κουνάει απογοητευμένος το κεφάλι του, κερδίζοντας μια στον σβέρκο με το τσαντάκι της κυρίας Σουλας. Αμέσως όλη η παρέα ξεκαρδιζεται στο γέλιο και εγώ τραβάω μια καρέκλα για να κάτσει δίπλα μου.
Πίνω λίγο από το ποτό μου «Ας τολμούσες να ακουμπούσες μονάχα τα βυζια της, θα είχα στείλει ήδη φωτογραφία στην αδερφή μου μαζί με την τοποθεσία και θα έφευγα.» λέω χαμογελώντας πονηρά.
«Ακόμη σε τρώει το στοίχημα που έχασες ΚΑΙ τον Δεκαπενταυγουστο, ε;» είναι τυχερός γιατί χτυπάει το κινητό, το όνομα της Βαλλυς φαίνεται στην οθόνη μου.
«Άντε γαμησου.» σφυρίζω μέσα από τα δόντια μου καθώς απομακρυνομαι «Έλα μωρό μου, τι έγινε; Γιατι δεν παίρνει εκείνη τον Αδάμ;»
Βαλέρια
«Όταν μας παράτησαν από τα Μπατσελορ και πήγαν να βγάλουν τα μάτια τους, τσακώθηκαν λογικά. Απλώς πες του να πάει να φέρει από το σπίτι της τις βέρες σε παρακαλώ.»
«Έγινε, μόλις μάθεις γιατί τσακώθηκαν, στείλε μήνυμα.» λέει γελώντας συνωμοτικά.
«Κουτσομπόλα Γεωργία!» τον κοροϊδεύω, τερματιζοντας την κλήση μας προτού αρπάξω το χέρι της αδερφής μου.
«Να σου πω, γιατί τσακώθηκες με τον Αδάμ;» ρωτάω χαμηλόφωνα. Εκείνη αμέσως με τραβάει στη κουζίνα, πίνοντας λίγο από τον καφέ της.
«Γιατί ήθελε να φορέσει μπλουζάκι στον γάμο ρε μαλακα!!»
«Τουλάχιστον ήταν μωβ;» προσπαθώ να αστειευτω. Ο φίλος μου προφανώς θα έκανε χαμό για το γεγονός ότι πρέπει να φορέσει πουκάμισο Σεπτέμβρη μήνα!
«Βαλερια!! Μπλουζάκι μωρέ;;» λέει απηυδυσμενη.
«Μπορεί να ήταν τίποτα Versace...» αμέσως με αγριοκοιτάζει. «Ήμουν σίγουρη πως θα ήθελε να βάλει αυτό το μπλουζάκι!!» προσπαθώ να συγκρατησω το γέλιο μου με μεγάλη αποτυχία.
«Ναι, γέλα κιόλας!! Προσφέρθηκε να το βάλει και μέσα από το παντελόνι, μην τον κράζω άδικα!» μουρμουράει. «Τζάμπα το πουκάμισο που του πήρα! Και ήταν τόσο όμορφο...» μουρμουράει.
«Δεν θέλω να σε στεναχωρήσω, αλλά οριακά το μπλουζάκι του αυτό είναι πιο ακριβό από το φόρεμα μου!» εκείνη απλώς στριφογυριζει τα μάτια της, συνεχίζοντας την γκρίνια της.
Εν τω μεταξύ έχουμε πολύ πλάκα! Όλοι μας φοράμε κάτι σε μωβ, είτε αυτό είναι πουκάμισο, είτε γράμματα και παπιγιόν είτε φόρεμα. Η κουμπάρα βέβαια φοράει ένα φόρεμα σε απόχρωση σαμπανιζέ που συνδύασε με ψηλά μωβ πέδιλα και μια σατέν μωβ εσαρπα ίδιας απόχρωσης γιατί απλώς μπορεί.
Έχουμε πρόβλημα σε αυτή τη παρέα, δεν εξηγείται αλλιώς.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα βέβαια το έχει η νύφη που αυτή τη στιγμή χορεύει πάνω στο τραπέζι του σπιτιού, παρασερνωντας την μάνα μου από κάτω!
Εβαλε η τρελή την μαμά της να της ράψει κάτι λουλούδια σε μια πολύ απαλή μωβ απόχρωση πάνω στο τούλι της ουράς του νυφικού της. Η κυρία Μαρία πρέπει να παιδευοταν καμία βδομάδα!!
Τα μάτια μου πέφτουν στα πέδιλα της νύφης που στέκονται στον μπουφέ του σαλονιού, μέσα σε έναν ασημί δίσκο με κουφέτα. Πως κατάφερε να βρει και να συνδυάσει το χρώμα των λουλουδιών στο νυφικό με τα πέδιλα, ένας θεός ξέρει!
Εν τω μεταξύ τόση ώρα η αδερφή μου μουρμουράει για το πουκάμισο του Αδάμ και πως τζάμπα έτρεχε να βρει απόχρωση για να το σεταρει με τα αξεσουάρ της.
«Αυτό δεν είναι γάμος, χορός αποφοίτων είναι.» μουρμουράω και αγνοώντας την αδερφή μου φεύγω προς το σαλόνι.
«Συμπεθέρα, συμπεθέρα, στο μυαλό μου είσαι όλη μέρα!» τραγουδάει ο μπαμπάς μου στην μαμά του Γιώργου. Δεν έχω ιδέα πότε ήρθαν και πότε πρόλαβαν να αρχίσουν και τους χορούς...
Μόνο εγώ δεν ήπια τόσο χθες;!
«Άντε βρε συμπεθερε μαζεψου σου!» συνεχίζει η κυρία Ρίτα. Πιάνω τον ώμο του Δημήτρη, του αδερφού της Νικολέτας, κοιτώντας τον με το πιο απεγνωσμένο μου βλέμμα.
«Βάλε και σε 'μένα ένα, δεν νιώθω καλά!» εκείνος γελάει ελαφρά, δίνοντας μου ένα ποτήρι με ουίσκι.
Τσουγκριζουμε και πίνω μια μεγάλη γουλιά «Αντέχεις και πίνεις ακόμα;» λέει έκπληκτος.
«Δεν ήπια πολύ χθες εγώ.» πως καταλήξαμε εγώ και ο Γιώργος να κάνουμε τις νταντάδες, ένας θεός ξέρει!
10 ώρες νωρίτερα
«Έλα συμπεθέρα!» φωνάζει η μάνα μου στην κυρία Ρίτα, αρπαζοντας μια πετσέτα από την barwoman για να την κάνει μαντήλι καθώς σύρει τον χορό.
Τρομερή ιδέα να έρθουμε στην Τρύπα αφού είδαμε ότι τα αγόρια έφυγαν!
Η μάνα μου πιάνεται με την κυρία Ρίτα και χορεύουν αγκαζέ χωρίς να σπάσουν την αλυσίδα που φέρνει γύρω γύρω το μαγαζί. Η μάνα μου, η κυρία Ρίτα με την Νικολέτα, την Νάντια, την Αλεξ, την Νεφέλη, την Κατερίνα και την Κυριακή να ακολουθούν παρέα με κάτι άγνωστους. Εγώ πάλι κάθομαι και τους κοιτάω παρέα με την Ανατολή που είναι πολύ απασχολημένη να με κοίταζει με μισό μάτι για να ασχοληθεί με τον χορό μπροστά μας.
«Έχω κάνει κάτι;» γυρίζω απότομα και λέω. Δεν αντέχω άλλο! Προσπαθώ να κρατηθώ για χάρη του Γιώργου αλλά είναι αδύνατον πλέον!
Εκείνη φαίνεται μπερδεμένη για λίγο «Όχι, τι να έχεις κάνει;»
«Τότε γιατί με κοιτάζεις με μισό μάτι;» απορώ.
«Κάτι μου θυμίζεις Βαλερια.» παραδέχεται «Δεν έχεις κάνει κάτι.»
«Πες το τότε βρε Ανατολη!» λέω κάπως ανακουφισμενη τουλάχιστον. «Τι σου θυμίζω;»
«Έβγαινες ποτέ με έναν Μάνο;» ακαριαία τα χαρακτηριστικά του προσώπου της σκληραινουν μόλις με ρωτάει.
«Μάνο; Όχι, ποτέ.» λέω με απόλυτη σιγουριά.
«Άρα δεν ξέρεις τον Μπάκο...» λέει περισσότερο στον εαυτό της πάρα σε μένα.
«Τον ποιον;» ορκίζομαι πως το αίμα σταμάτησε να κυλάει στις φλέβες μου.
«Τον Μάνο Μπάκο, τον πρώην μου.» ξεροκαταπινω. Τον πρώην της, αδερφό του κολλητού του Γιώργου.
Σηκώνομαι όρθια, γνεφοντας αρνητικά «Όχι, δεν τον ξέρω!» αφήνω την Νικολέτα να με παρασύρει στον χορό αλλά ανάθεμά κι αν καταλαβαίνω και τι τραγούδι παίζει στα ηχεία.
Σκατά!
Τώρα
Κατεβαίνω από το αυτοκίνητο των γονιών μου, κρατώντας τα πράγματα της Κυριακής η οποία πηγαίνει αμέσως προς το μέρος του Γιώργου, μιας και άργησε.
Κλασικά.
Σηκώνω τα μάτια μου αργά στο αγόρι μου με την ευχή να ήμασταν τώρα οι δύο μας σε μια σκοτεινή γωνία να φτερουγιζει μέσα μου. Φοράει ένα κολλητό λευκό πουκάμισο και μωβ παντελόνι κοστουμιου με λευκά γυαλιστερά oxfords.
Είναι κούκλος!!
Του στέλνω ένα φιλί όταν μου κλείνει το μάτι προτού σκύψω να βοηθήσω την την κόρη της Αγγέλας που κουβαλάει ένα καλάθι με corsage, βραχιολακια δηλαδή με μωβ και λευκά τριαντάφυλλα, για να τα μοιράσει στον κόσμο μόλις ξεκινήσει το μυστήριο.
Καμία σημασία δεν έχει που γκρίνιαζε η κυρα Μαρια ότι δεν μοιράζουμε τέτοια πράγματα στους γάμους!!
Στρώνω το φορεματάκι της καλύτερα στο σώμα της και της κάνω νόημα πως την ψάχνει η μαμά της καθώς περπατήσω προς το μέρος του Γιώργου.
Τυλίγει το χέρι του στη μέση μου και σκύβει να αφήσει ένα φιλί στη κορυφή του κεφαλιού μου.
«Είσαι πανέμορφη!» λέει γλυκά. Αφήνω ένα απαλό φιλί στο μάγουλο του «Και εσύ καλός είσαι!»
Λίγο αργότερα ήρθε και η Νικολέτα με τραγούδια και χορούς και τον Φάνη έτοιμο να λιποθυμήσει από το άγχος του!
«Τώρα είναι δικό σου πρόβλημα!» τον πληροφορεί ο αδερφός της καθώς του δίνει το χέρι της. Ο Φάνης ξεφυσαει καθώς τον φέρνει στην αγκαλιά του.
«Αυτά έπρεπε να μου τα πεις δέκα χρόνια νωρίτερα, ηλιθιε!» όλοι γελάμε δυνατά στο σχόλιο του γαμπρού καθώς ακολουθούμε το ζευγάρι μέσα στην εκκλησία.
Δεν πρέπει να είμαστε πάνω από εκατό άτομα. Είναι κυρίως οι οικογένειες των παιδιών, των κουμπάρων, φίλοι και ελάχιστοι συγγένειες που πιάνουν όλο κι όλο δύο σειρές στην εκκλησία!
Η μάνα μου σε όλη την διάρκεια του μυστηρίου κάνει δεύτερες στα λόγια του παππά και κλαίει, με τον πατέρα μου να την τροφοδοτεί απελπισμένος με χαρτομάντιλα.
Λίγο πριν τελειώσει το μυστήριο, βγήκα έξω με την Αλεξ να μοιράσουμε τις μπομπονιέρες, στριφογυριζοντας τα μάτια μου σε κάθε «Και στα δικά σας!» που άκουγα αν και χαμογέλασα γλυκά στους γονείς του Γιώργου όταν μου ευχήθηκαν!
«Και στα δικά σας κορίτσια!» εύχεται ο Γιάννης, το αγόρι της κολλητή μου.
«Εμεις πότε, Γιάννη;» άρχισε η κολλητή μου τα δικά της. Ο Γιάννης γουρλωνει τα μάτια και τρέχει πίσω από τον Αδάμ ο οποίος μετά από τον καυγά, αναγκαστικά εμφανίστηκε με μωβ κοντομάνικο πουκάμισο!
Στο τέλος και αφού οι περισσότεροι καλεσμένοι είχαν φύγει, ο Γιώργος ήρθε προς το μέρος μου να με βοηθήσει να μαζέψω τα τελευταία πράγματα και να πάμε και εμείς στο μαγαζί.
«Εγώ δεν έχω μπομπονιέρα;» λέει πονηρά.
Του δίνω μία από το καλάθι «Πάρε, αν και είμαι πολύ σίγουρη πως σας έχει κρατήσει η κυρία Μαρία.» λέω.
«Και στα δικά μας εύχομαι!» ένα μεγάλο χαμόγελο στα χείλη του, τα μάτια του γεμάτα με ειλικρίνεια.
«Και στα δικά σου, πάντα άξιος!» τον χτυπάω ελαφρά στον ώμο, βουτωντας τα κλειδιά από την τσέπη του τζιν του. Εκείνος κουνάει το κεφάλι του πέρα-δώθε και χασκογελάει, αλλά παρ' όλα αυτά με ακολουθεί στο αυτοκίνητο του.
Κακό που μας βρήκε σήμερα!!!!
________________
Λίγο μετά τις 4 το πρωί και έχω χάσει το μέτρημα του πόσο έχω πιει. Οι γραβάτες των αγοριών έχουν κάνει φτερά, ο Αδάμ εννοείται πως φόρεσε το μπλουζάκι του εντελει, η Νικολέτα φόρεσε ένα απλό φόρεμα και εγώ κάνω αέρα με μια βεντάλια πάρα το κλιματιστικό!
«Ο κουμπάρος μου που είναι;» σκύβει και με ρωτάει στο αυτί ο Γιώργος.
«Κάνει δημόσιες σχέσεις!» του δείχνει τον Φάνη που αυτή τη στιγμή προξενευει τον Κώστα σε μια ξαδέρφη της Νικολέτας. Η Νικολέτα απ' την άλλη χορεύει με τις φίλες της πάνω σε κάτι καρέκλες!
Είμαστε όλοι τέλεια!!
«Ε τον μαλακα!» φέρνει μια καρέκλα και κάθεται δίπλα μου, τυλιγοντας με μέσα στην αγκαλιά του.
«Ζεσταινομαι!» παραπονιέμαι.
«Σου είπα να πας να αλλάξεις φόρεμα.» λέει γλυκά. Είναι όντως πολύ βαρύ για κάποιον λόγο!
«Μα είναι τόσο όμορφο, δεν ήθελα!» λέω σαν μωρό.
Ο Φανης απέναντι μας στέκεται στην μέση της πίστας και σφυρίζει, κάνοντας νόημα στον Γιώργο να πλησιάσει.
«Κουμπάρε, θα το χορέψεις το ζεϊμπέκικο, τι θα γινει; Δεν την γλυτώνεις λέμε!» όντως δεν την γλυτώνει. Ο Φάνης αναγκαστικά χόρεψε, πέρα από τον χορό του με την Νικολέτα, ένα ζεϊμπέκικο και μια γύρα καλαματιανό για χάρη της πεθεράς του!
Ο Γιώργος πλησιάζει τον κουμπάρο του και αγκαλιάζονται, με την παρέα να μαζεύεται γύρω του σε έναν κύκλο καθώς ξεκινάει να παίζει το ζεϊμπέκικο που θα χορέψει.
Οι περισσότεροι έχουν φύγει, πρέπει να είμαστε γύρω στα 30 με 40 άτομα πλέον, όλοι φίλοι των παιδιών!
Κάνει μερικές στροφές πριν πέσει στα γόνατα μπροστά μου, τα χείλη του πάνω στα δικά μου να μου τραγουδούν τους στίχους καθώς χτυπάει το χέρι του στο πάτωμα.
Μα τι να πω
που ‘μαι στεγνός από ψιλά και από παρέα
και σ’ αγαπώ
γιατί είσαι άπιαστη σαν όλα τα ωραία
Τι να σου πω
άδειο βαγόνι το μυαλό μου αραγμένο
το σ’ αγαπώ
πάνω στου μπράτσου μου χαράζω την πληγή
Αφήνει ένα φιλί στα χείλη μου και συνεχιζει να χορεύει, με τον Βαγγέλη δίπλα μου να του φωνάζει πως είναι μουνοδουλος!
Δεν προλαβαίνω καλά-καλά να χειροκροτησω, η Νικολέτα με τραβολογαει στη πίστα.
Σου το 'χα πει, πως δε θα αντέξω στην ζωή μου άλλο πόνο
από παιδί, μέσα στης πίκρας τα κανάλια μεγαλώνω...
Σου το 'χα πει, ότι πετώ με τα φτερά μου τσακισμένα
για αυτό θα δεις, πολλά παράπονα στα μάτια μου κρυμμένα
κι αν ξενυχτώ μ’ ένα χαμόγελο στα στολισμένα βράδια
κοίτα να δεις, μέσα στο γέλιο μου του πόνου τα σημάδια
κι ήρθες κι εσύ, δήθεν να φέρεις στην ζωή μου ό,τι έχω χάσει
μα τελικά, μόνο η νύχτα τρυφερά μ’ έχει αγκαλιάσει...
Με τα μάτια αετού
και καρδιά μικρού παιδιού
στη ζωή περπάτησα...
Τα μάτια του γυαλίζουν καθώς με κοίταζει και χειροκροτα. Δείχνει τον εαυτό του με ένα παράπονο και αμέσως σκύβω να αφήσω ένα φιλί στα χείλη του και τελειώνω τον χορό μου γονατιστή μπροστά του, αγκαλιαζοντας τον.
Τον Γιώργο μου...
«Αι σιχτιρ, με συγκίνησε ο μαλακας!» σκουπίζει ο Βαγγέλης δάκρυα από τα μάτια του.
Κυριολεκτικά! Τόσο πολύ έχει πιει!
«Βάλτο, άρχοντα!» λέει στον Dj με το «Θα ζήσω ελεύθερο πουλι» να ηχεί στο μαγαζί με ελεύθερους και μη, άντρες μόνο, να γεμίζουν την πίστα.
Εν τω μεταξύ άρχισε να χορεύει και Ο Φάνης με τον Βαγγέλης και τον Αδάμ.
«Να σου θυμίσω ότι εσύ είσαι παντρεμένος;» φωνάζω γελώντας στον Φάνη.
«Πίνω όλο το βράδυ για να το ξεχάσω ρε συκούμπαρη!» η Νικολέτα απλώς στριφογυριζει τα μάτια της, συνεχίζοντας την συζήτηση με την ξαδέρφη της.
Εν τω μεταξύ όλοι ξέρουμε, εκτός από τον Γιώργο φυσικά, πως κάτι παίζεται με την Ανατολή και τον Κώστα.
Είμαι πολύ σίγουρη πως πηδηχτηκαν, αλλά τρέμω να το παραδεχτώ στον Γιώργο.
Τον αφήνω προς το παρόν στο συννεφάκι του!
«Να σου θυμίσω εσένα πως θα κοιμηθείς στον καναπέ;» φωνάζει και η Κυριακή.
Έξω ντέρτια και καημοί!
Η Νικολέτα κάνει λίγο αργότερα νόημα στον Dj να βάλει έτσι χορευτικά, κυριολεκτικά του κούνησε τα βυζια της μπρος πίσω γιατί βαριόταν να πάει να του το πει!!
Οπότε δεν μου κάνει εντύπωση που ο Γιώργος με έχει αγκαλιά και μου τραγουδάει «Έλα στον παππού, σε αυτόν που τα 'χει όλα και μη κοιτάς αλλού!»
«Είσαι απίστευτος!» λέω γελώντας.
«Για χάρη σου μπεμπεκα μου, αφήνω την γυναίκα μου!!» συνεχίσει τα δικά του αυτός. «Αν το καλοσκεφτείς το έκανα. Για πάρτη σου όλα ρε Βαλλυ!» κάποιος ήπιε παραπάνω μπύρες και κρασί από όσο αντέχει!
Ο Φανης δίπλα έχει γονατίσει στα πόδια της Νικολέτας και της τραγουδάει, ο Βαγγέλης χορεύει αγκαλιά με τον Κώστα αλλά κλείνει το μάτι στην Κατερίνα που κάθεται ξυπόλυτη στην καρέκλα της, οπως και ο Κώστας ρίχνει κλέφτες πονηρές ματιές προς το μέρος της Ανατολής που κάνει παρέα στην Κατερίνα!
Η Κυριακή από την άλλη τσακώνεται και χορεύει ταυτόχρονα με τον Αδάμ!
Ακόμη μια πετυχημένη και αξέχαστη βραδιά!!
Πάρα τα χθεσινά μου βάσανα...
Περνάω τέλεια, ωστόσο στο πίσω μέρος του μυαλού μου το όνομα που ανέφερε η Ανατολή παίζει σε επανάληψη, σαν να κόλλησε η βελόνα.
Μάνος Μπάκος.
Ανάθεμα!
_________________
Ελάτε, τεραστίων διαστάσεων κεφάλαιο!
Εγώ πέρασα τέλεια καθώς το έγραφα, ελπίζω το ίδιο και για εσάς καθώς το διαβάζετε!
Περιμένω τα σχόλια σας!
Φιλιά πολλά 🙏🏻🥰🥰🥰🥰❤️❤️❤️❤️
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top