364-
(Αφιερωμένο σε ένα ταλαντούχο αστεράκι , με την ευχή να κάνει τις σωστές επιλογές στο χρόνο και το ζύγι της ζωής της πάντα να γέρνει στα καλά, χρόνια πολλά Μάγδα)
Ένας χρόνος μετά
"Άιντεν οι εργάτες έχουν εξαντληθεί, δεν γίνεται η εξόρυξη να συνεχιστεί με αυτούς τους ρυθμούς, χθες πάλι κάποιος εργάτης λιποθύμισε, είναι παράλογο όλο αυτό, το ορυχείο είναι πολύ μικρό για μια τόση μεγάλη εξόρυξη, δεν υπάρχει περίπτωση να προλάβουμε την ημερομηνία παράδοσης , ούτε με τους νέους υπαλλήλους"
Ο Μανού. Ο συγκινητικός υπερασπιστής των τεμπέληδων.
Τον βλέπω να παίζει νευρικά το ψάθινο καπέλο στα χέρια του. Το μέτωπο του είναι ιδρωμένο και οι ζάρες στο μέτωπο του έχουν σχηματίσει δίπλες που στον ήλιο γίνονται χοντρές σαν δεύτερο σκίαστρο. Το πουκάμισο του βρώμικο απο θειάφι. Ξέρω καλά πως πριν τολμήσει να έρθει στο γραφείο μου για να μου κάνει υπόδειξη για το πως να διαχειριστώ την εταιρεία μου, πέρασε απο το ορυχείο. Σχεδόν βλέπω μπροστά μου να συζητά με τους εργάτες , εκείνους που έχω πληρώσει, αποζημιώσει με υπερωρίες, έχω κάνει τις προίκες των παιδιών τους , διάολε ακόμη κάποια παιδιά τα έχω σπουδάσει κιόλας.
Έχω σιχαθεί την αχαριστία.
"Η συμφωνία έχει ημερομηνία παράδοσης. Να συνεχιστεί η παραγωγή κανονικά"
"Μα-"
Τον κοιτάω ξανά στα μάτια.
"Θα πέσουν κάτω απο την κούραση . Είναι υπεράνθρωπο αυτό που τους ζητάς"
Σηκώνομαι πάνω . Παίρνω στα χέρια μου το δερμάτινο πορτοφόλι μου, τα χαρτιά της παραγωγής.
"Δεν θα ξαναγίνει αυτή η συζήτηση. Όποιος δεν μπορεί να αποδώσει μπορεί να παραιτηθεί. Κανέναν δεν κρατάω με το ζόρι"
"Άιντεν.."
με κοιτά συγκαταβατικά . Δεν θα τολμήσει να την αναφέρει όμως. Κανένας δεν το έχει τολμήσει.
Κι όμως ο Μανού νιώθει την ανάγκη να κάνει το λάθος. Το βλέπω στα μάτια του.
"απλά ..πέρασε ένας χρόνος απο τότε που-"
Χτυπάω την μπουνιά μου στο γραφείο .
"Μην.τολμήσεις."
(..)
364 μέρες.
364 πρωινά, 364 βράδια .
Και όμως όλες αυτές οι 364 μέρες ήταν όλες μια στιγμή. Μια ακίνητη βαλτώδης στιγμή στην ίδια σκέψη. Τα πάντα γύρω αλλάζουν. Είμαι σίγουρος γι αυτό. Το ημερολόγιο τοίχου. Αλλάζουν οι μήνες. Εγώ. Με βλέπω το πρωί στο καθρέπτη. Το πρόσωπο μου έχει γένια και ψηλά στο μέτωπο έχω αποκτήσει μια γραμμή απο άκρη σε άκρη , η αρχή μια ρυτίδας ή ένα μικρό σημάδι απο την έκφραση πόνου.
364 πρωινά έχω ξυπνήσει και δεν ήταν σπίτι: Η πρώτη σκέψη της μέρας.
364 απογεύματα η ίδια σκέψη: Δεν θέλω να την σκέφτομαι.
364 βράδια: ακίνητα τα πάντα. Άδεια.
"Έχω σερβίρει " η Ρεμέδιος με υποδέχεται στην εξώπορτα. Πάντα το κάνει αυτό.
Την καλησπερίζω και μπαίνω στο σπίτι. Η τραπεζαρία έχει ένα σερβίτσιο. Κάνω πως δεν βλέπω τις άδειες καρέκλες.
Του πατέρα, της μάνας, του Έρικ, της Μαντλέν, της-
Πλένω τα χέρια μου, το πρόσωπο μου.
Κοιτιέμαι στο καθρέπτη.
Κοιτάω τα γένια μου, τα μάτια μου.
Τίποτα.
Είναι σαν να βλέπω τον αέρα. Νιώθω πως δεν υπάρχω .
Στην αρχή..όταν κατάλαβα πως με εγκατέλειψε χωρίς ένα αντίο, ένα αποχαιρετισμό..σκέφτηκα πως ήταν για λίγο. Πως ήθελε χρόνο μακριά απο εμένα. Πως ήθελε χρόνο να σκεφτεί την πρόταση μου. Ήλπιζα και φοβόμουν. Μια προσμονή, ένα σφίξιμο στο στήθος.
Την ίδια μέρα επισκέφτηκα τον Ριζ. Μου επιβεβαιωσε πως εκείνη -το όνομα της έχω ορκισθεί ποτέ ξανά να μην προφέρω- είχε φύγει. Την βοήθησε σε αυτό. Μου είπε πως είναι καλά.
Έπειτα θυμάμαι να γυρνάω στο σπίτι.
Ήταν μια μεγάλη αναμονή ο πρώτος καιρός. Μια παύση της ίδιας της ύπαρξης μου. Περίμενα ένα σημαδι, ένα τηλέφωνο. Περίμενα να μου πει ένα όχι στην ερώτηση μου , ένα ναι, περίμενα τα πάντα.
Δεν ήμουν έτοιμος για την τιμωρία της.
Οι μέρες περνούσαν.
Οι μέρες περνούσαν και εκείνη, η πιο αδίστακτη όλων των ανθρώπων, ο άνθρωπος που με σκότωσε κι ας είμαι ακόμη ζωντανός , δεν επικοινωνούσε.
Επικοινώνησε όμως η τράπεζα της Τζακάρτας.
"Μια απλή φιλική ενημέρωση κύριε Μπουενδία" αυτό είπε ο διευθυντής ενημερώνοντας με οτι εκείνη είχε ασκήσει το νόμιμο δικαίωμα της και πήρε απο την θυρίδα το διαμάντι εξέλσιορ.
Τότε ξεκίνησα να σκέφτομαι πως δεν είχε φύγει για λίγο. Ξεκίνησα να κάνω τρελές σκέψεις οτι πήρε το διαμάντι και έφυγε σε ένα τόπο μακρινό για να κάνει μια νέα αρχή.
Απέρριψα την σκέψη σκεφτόμενος οτι όλο αυτό θα ήταν παράλογο. Δεν θα το έκανε ποτε αυτό. Δεν θα με σκότωνε έτσι. Δεν γίνεται χωρίς να πει το οτιδήποτε, να εξαφανιστεί. Δεν θα μου άξιζε αυτό. Όχι .Έκείνη νόμιζα- ναι υπήρξα τόσο ερωτευμένος κάποτε και αφελής, πολύ αφελής - εκείνη νόμιζα πως με αγαπούσε. Και πως ποτέ δεν θα με εγκατέλειπε με τόσο αισχρό τρόπο.
Έπειτα ήρθε η Απόγνωση.
Αναστάτωσα το σπίτι, αφού τσακώθηκα με τον Ριζ. Αναστατωσα το σπίτι, τα πράγματα που άφησε πίσω, να βρω το γράμμα. Ένα γράμμα θα είχε αφήσει πίσω της, δυο λέξεις, αυτό είναι το σωστό. Κάπου με περίμενε ένας λόγος απο εκείνη, μια εξήγηση γιατί χάθηκε έτσι απο την ζωή μου, σχεδόν γκρέμισα τα πάντα στο πέρασμα μου αλλά δεν βρήκα την εξήγηση. Βρήκα όμως όλα τα ρούχα της, τα κοσμήματα που της χαρισα, τα βιβλία της πάνω στο κομοδίνο.
Εκείνη, η πιο σκληρή απο όλες, μου είχε αφήσει όλα τα πράγματα της. Μου τα άφησε σαν φαντάσματα στα οποία τα βράδια επέστρεφα αδύναμος και κοιμόμουν μαζί τους, μεθυσμένος παράλογος απο σκέψεις και αισθήματα.
Πριν πέντε μήνες τα έκαψα όλα στο πίσω μέρος της αυλής.
Στις φλόγες έκαψα την ανάμνηση να παίζει με τα νερά της αυλής και να την κοιτάω κρυμμένος στο γραφείο, την πρώτη αναστάτωση μου όταν την είχα αγκαλιά στο αυτοκίνητο, το βλέμμα της όταν με κοίταξε βρεγμένο με το μαγιό πλάι στην λίμνη, την πρώτη μας φορά στο ταξίδι μας στην Τζακάρτα..έκαψα το γέλιο της.. τις συζητήσεις μας .. τις λέξεις..στις φλόγες έκαψα τις λέξεις που της είπα , τις λέξεις που άκουσα απο το στόμα της..έκαψα ένα προς ένα όλα τα σ'αγαπώ που μου είπε κρυμμένη στην αγκαλιά μου, έκαψα τα όνειρα που έκανα για εκείνη, είδα τα πάντα να λιώνουν , να θερμαίνονται και στο ζενίθ της φωτιάς να μαυρίζουν, να αλλοιώνονται, να στρεβλώνονται. Τα άφησα όλα να χαθούν.
Και το ίδιο βράδυ γύρεψα τις στάχτες.
Την γύρεψα μέσα στις στάχτες.
Ήταν η στιγμή που καθώς κοιτούσα τους καπνούς να αναδύονται απο την μεγάλη φωτιά που είχε απο ώρα σβήσει, καθώς σχεδόν με γνήσιο σωματικό πόνο κράτησα τις αναμμένες στάχτες στα χέρια μου ένιωσα για πρώτη φορά ένα ξεκάθαρο αίσθημα: ένιωσα μίσος.
Παράφορο. ισοπεδωτικό.λυτρωτικό . μίσος.
"Σήμερα οι γιοί μου θα κοιμηθούν στην Τζακάρτα. Έχουν πάει εκδρομή με το σχολείο τους"
Κοιτάω την Ρεμέδιος. Έχει το συνήθειο να κάθεται εν όσω τρώω διακριτικά δυο μέτρα πιο εκεί, παριστάνοντας οτι πάντα κάνει. Αλλά ξέρω και ξέρει γιατί κάθεται εκεί.
"Σε μουσείο ..φυσικής ιστορίας νομίζω πήγαν , με πήραν τηλέφωνο είναι ενθουσιασμένοι" συμπληρώνει ίσα για να γεμίσει την σιωπή.
Την κοιτάζω.
Φοράει ένα φόρεμα πράσινο , τα μαλλιά της είναι χτενισμένα ψηλά. Έχει βγάλει την ποδιά της.
Πριν πέντε μήνες πλάγιασα πρώτη φορά μαζί της.
Έκλαιγα.
Ναι έκλαιγα διάολε σαν μωρό ενώ την πηδούσα. Και ήξερε γιατί.
Αλλά δεν σταμάτησε . Και την ευχαριστώ γι αυτό. Είναι μια διακριτική γυναίκα με κατανόηση.
Έπειτα την γύρισα ανάποδα και την πήδηξα με κάθε ορμή που έχω. Την έκανα να στριγγλίσει καθώς σαν ζώο την διέλυα απο κάτω μου χωρίς να νοιάζομαι να της δώσω ηδονή. Μόνο αυτό είχα να δώσω. Αυτό έχω κάθε φορά.
Δεν έκλαψα ποτέ ξανά. Ούτε σκέφτηκα ξανά εκείνη όλες τις φορές που έσμιξα με την Ρεμέδιος.
"Όχι σήμερα " της απαντώ κοφτά.
Δεν είμαστε παιδιά. Εκείνη είναι παντρεμένη , ο άντρας της δουλεύει στα καράβια ,λείπει για μήνες. Είχε την ανάγκη απο έναν άντρα.
Κι εγώ ..κι εγώ δεν με ενδιαφέρει. Απλά είναι σεξ. Και πέρασαν οι εποχές που έτρεχα στην Τζακάρτα να βρω μια πόρνη που να μου θυμίζει εκείνη. Ποτέ δεν θα το έκανα ξανά αυτό. Εκείνη έχει τελειώσει.
"Άιντεν" την βλέπω με την περιφερειακή μου όραση να με πλησιάζει . Συνεχίζω να τρώω.
Γονατίζει στο πλάι της καρέκλας μου και μου παίρνει το χέρι. Το φιλά.
Καταπίνω και την κοιτάζω.
"Σε θέλω .." μου ψιθυρίζει απαλά.
364 μέρες.
Ένας χρόνος.
Μια λέξη. Μια στιγμή ακίνητη.
Μίσος.
Δυο μέρες πριν ο ιδιωτικός ντετέκτιβ μου έστειλε γραπτη απάντηση που βρισκεται. Την εντόπισε. Το γράμμα είναι στο κομοδίνο, κλειστό, στο πρώτο συρτάρι. Δίπλα απο το τζακι.
Το άφησα πάνω στα γράμματα που της έγραψα και ο Ριζ μου τα επέστρεψε κλειστά όλα ένα προς ένα.
"Τι σου είπε. Μόνο αυτό Ριζ. Κάτι πρέπει να σου είπε, δεν γίνεται απλά να επέστρεψε τα γράμματα"
Υπήρξα ερωτευμένος. Τυφλός.
Αλλά τώρα βλέπω. Νιώθω.
Την προδοσία της.
Σηκώνομαι πάνω και κοιτάω την Ρεμέδιος.
Της σηκώνω το φόρεμα και βλέπω το κορμί της να ανατριχιάζει καθώς την ίδια στιγμή την γυρίζω , της πιάνω τα χέρια και τα τοποθετώ πάνω στο τραπέζι. Της ανοίγω τα πόδια με το γόνατο μου και υπάκουα τα ανοίγει περισσότερα. Ακούω την βαριά ανάσα της στο άκουσμα του μεταλικού θόρυβου της ζώνης μου .
Κι έπειτα δεν σκέφτομαι.
Τίποτα.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top