Περί φιλίας και άλλων δαιμονίων
H Άννα έτρεξε έξω απο το μεγάλο σπίτι με τα μικρά παράθυρα, έτρεξε μέσα στην νύχτα πάνω στην σκονισμένη αυλή και χάθηκε στους δρόμους του νησιού. Δρόμοι μικροί χωμάτινοι, σαν μικρά στριφογυριστά φίδια ,που με έναν μαγικό τρόπο όλοι πάντα κατέληγαν στο μπλε ηφαίστειο.
Ένιωθε την καρδιά της να χτυπά γοργά χωρίς να καταλαβαίνει αν είναι απο το έντονο τρέξιμο ή απο τα λόγια του αφέντη της που της τρεβίλιζαν το νου και την καρδιά , σχηματίζοντας μια μικρή οπή στην καρδιά της ενός περίεργου ξαφνιάσματος.
Δεν ήταν οτι ταράχτηκε τόσο που ο αφέντης την έδιωχνε απο το νησί- ουσιαστικά την έδιωχνε απο κοντά του- αλλά το ξάφνιασμα μιας περίεργης αναστάτωσης που μέχρι εκείνη την στιγμή δεν είχε σκεφτεί. Δεν ήθελε να τον αφήσει. Δεν γινόταν να τον αφήσει. Δεν γινόταν να φύγει μακριά του.
Κάθε φορά που της ζητούσε να επιλέξει σχολή, η ιδέα να φύγει απο κοντά του , μέσα της έπαιζε σαν πιθανό σενάριο μα τώρα άρχιζε να γίνεται αληθινό: Εκείνος τη έδιωχνε . Την έδιωχνε αληθινά απο κοντά του.
Θα έπρεπε να χωριστούν.
Ντρεπόταν για εκείνη? Αυτό ήταν το πρόβλημα του?
Ποιός θα μπορούσε να πιστέψει πως ο αφέντης θα έβλεπε ερωτικά εκείνη? Ο αφέντης ήταν ο βασιλιάς του κόσμου της, του νησιού όλου κι εκείνη, εκείνη ήταν η Άννα. Θα ήταν αστείο κανείς να σκεφτεί άπρεπα για εκείνους τους δυο.
Και εκείνος..εκείνος άλλωστε είπε πως ποτέ δεν θα την άγγιζε με αυτό τον τρόπο.
"Θέλεις να το αγγίξεις?"
Η βραχνή φωνή του αφέντη , μια φωνή παρελθοντική απο μια ανάμνηση ξεπήδησε και ρίγησε το κορμί της.
Της είχε ζητήσει να αγγίξει το ορυκτό στα χέρια του?
Σταμάτησε να τρέχει.
Κοίταξε το ηφαίστειο που ανέδιδε μπλε αργούς καπνούς. Η ατμόσφαιρα μύριζε θειάφι.
Δάγκωσε τα χείλια της.
"Είμαι ανόητη"
Ναι ένιωσε ανόητη γιατί βαθιά μέσα της ήλπιζε πως εκείνος ..εκείνος ίσως να να ένιωθε-
Έκλεισε τα μάτια της. Δεν επέτρεψε στον εαυτό της να παραλογιστεί.
Ήξερε πως την είδε να μεγαλώνει. Ήξερε πως ποτέ για εκείνον δεν θα είναι γυναίκα. Τουλάχιστον όχι η γυναίκα που θα άξιζε σε έναν αφέντη . Είναι αστείο και να το σκεφτεί. Δεν πρέπει να το σκεφτεί.
Έτρεξε ξανά και έφτασε στο σπίτι του Ριζ.
Ο Ριζ φίλος της απο πάντα , ήταν το τελευταίο παιδί του Μανού. Πέντε αγόρια είχε ο Μανού, οι πρώτοι τέσσερις δουλεύαν στα μεταλλεία του αφέντη αλλά ο Ριζ ήταν ξεχωριστός. Είχε σπουδάσει. Είχε φύγει απο το νησί και για καιρό ζούσε στην Τζακάρτα. Είχε μάθει χορό και μάλιστα είχε πάρει μέρος σε παραστάσεις. Είχε ένα ευλύγιστο κορμί, λεπτεπίλεπτο σαν ζεστο κεράκι και μάτια πράσινα σαν δυο κρύσταλλα αποφυλλίτη.
"Ριζ!"
Σημάδεψε το παράθυρο του και έριξε χωρίς επιτυχία την πρώτη πέτρα.
"Ριζ!"
Στην δεύτερη πέτρα , άνοιξε το παράθυρο απο την κάμαρα του πατέρα του. Την κοίταξε σοβαρός.
"Υπάρχει και πόρτα Άννα"
Χαμογέλασε διστακτικά
"Είναι αργα το ξέρω Μανού"
Το βράδυ κανείς δεν κυκλοφορυσε στο νησί. Οι βραδυνές αναθυμιάσεις του ηφαιστείου ήταν τοξικές και πολλές φορές είχαν γίνει περίεργα πράγματα στο νησί, και όλα μόνο βράδυ. Άλλοι έλεγαν πως οι αναθυμιάσεις μπορούσαν να τρελάνουν τον νου αλλά η Μάντις έλεγε πως οι καπνοί είναι τα φιλιά του θεού. Αν σε φιλήσει ο θεός έλεγε και ο καπνός μπει μέσα στα πνευμόνια, τότε ο άνθρωπος πέφτει σε έκσταση και κάνει αυτό που θέλει η ψυχή του. Κι ετσι πολλοι εν μέσω νύχτας βρέθηκαν να κάνουν έρωτα παράνομο με κορμιά που δεν υπολογίζαν για ζευγάρια, κάποιοι λίγοι είχαν διαπράξει φόνους και καποιοι είχαν αυτοκτονήσει.
"Ο θάνατος και ο έρωτας είναι το ίδιο πράγμα" της έλεγε η Μάντις αλλά η Άννα δεν το κατάλαβε ποτέ αυτό.
"Άννα! Τι θελεις εδώ?"
Ο Ριζ κατέβηκε φορώντας μονο ένα λεπτό λινό παντελόνι , αφήνοντας ακάλυπτο το πάνω μέρος του σώματος του. Το κορμί του δεν είχε αντρική τριχοφυία , παρά μόνο ένα χνούδι σαν φρέσκο ροδάκινο.
"Με διώχνει. Ο αφέντης με διώχνει"
"Ποτέ δεν θα το έκανε αυτό Άννα. Τι είναι αυτά που λες?"
Την έπιασε τρυφερά απο το χέρι και την οδήγησε στο πίσω μέρος της αυλής . Την έβαλε να κάτσει σε μια καρέκλα παλιά με βενετσιάνικη ψάθα και την φίλησε στα μαλλιά.
"Ηρέμησε και πες μου τι έγινε"
Ο Ριζ αγαπούσε την Άννα. Αγαπούσε επίσης τον χορό, την καλή μουσική, το ζεστό σώμα του εραστή του πάνω του, αγαπούσε να περπατά ξυπόλητος και να ακούει μουσική κρατώντας το χέρι της Άννας.
Ήταν φίλοι απο παιδιά κι ας ήταν ο Ριζ μεγαλύτερος στα χρόνια.
Τριγυρνούσαν παρέα όλο το νησί, μαζί είχαν ανακαλύψει κάθε σπιθαμή του νησιού, κάθε πηγή: μια φορά νιώθοντας ατρόμητοι είχαν βουτήξει και τα πόδια τους στην τιρκουάζ λίμνη, μια λίμνη ποτισμένη δηλητήριο , παιδί του ηφαιστείου. Στην εφηβεία ανακάλυψαν την μουσική. Τότε σταμάτησαν τις μεγάλες βόλτες και κλεινόντουσαν στο δωμάτιο της Άννας με τις ώρες. Ξάπλωναν στο πάτωμα και κρατιόντουσαν απο τα χέρια και τραγουδούσαν δυνατά.
Εκείνο τον καιρό οι σχέσεις της Άννας και του αφέντη ήταν δύσκολες ή μάλλον περίεργες. Ο αφέντης που πάντα υπηρετούσε κάθε καπρίτσιο της Άννας , για πρώτη φορά της θύμωνε ανοιχτά και απαιτούσε να μην βρίσκεται με τον Ριζ τόσο συχνά.
Δεν ήταν λίγες φορές που ο αφέντης είχε μπει στο δωμάτιο της Άννας απροειδοποίητα, χτυπώντας στον τοίχο δυνατά την πόρτα κάνοντας τους δυο φίλους να ανασηκωθούν απο την αγκαλιά τους τρομαγμένοι.
"Η πόρτα .θα μένει . ΑΝΟΙΧΤΗ"
Ήταν απο τις λίγες φορές που είχε φωνάξει στην Άννα.
Μόνο μετά απο ένα τυχαίο συμβαν και κάπως ντροπιαστικό για τον Ριζ , ο αφέντης ηρέμησε και τους επέτρεψε να περνάνε όσο χρόνο θέλουν χωρίς καμια επίπληξη:
Ήταν ένα απόγευμα που ο Ριζ κατα λάθος άνοιξε μια λάθος πόρτα. Μια πόρτα που κατέληγε στο προσωπική κρεβατοκάμαρα του αφέντη.
Θυμόταν που την στιγμή που την 'άνοιξε, ακριβώς την ίδια στιγμή κατάλαβε το λάθος του, αλλά ήταν πια αργά.
Ο Άιντεν στεκόταν γυμνός στην μέση του δωματίου. Ολόγυμνος με το φύλο του προκλητικά πεσμένο ανάμεσα στα δυο του πόδια.
Ο Ριζ έμεινε ακίνητος. Είχε δει ξανά. Είχε ήδη μια ερωτική περίπτυξη με εναν μεταλλωρύχο που του είχε φανεί πολύ προικισμένος, αλλά το σώμα του αφέντη ήταν κάτι που χωρίς να το θέλει έκανε μέσα του κάτι να ριγήσει.
Ήταν σαν απολλώνειο άγαλμα το κορμί του. Καμία σχέση με τα ινδονήσια κορμιά, το δικό του, ή των αδερφών του, ή του πρώτου εραστή του.
"Τι θέλεις? " του είπε αυστηρά ο Άιντεν χωρίς να κάνει κίνηση να κρύψει την γύμνια του, όταν κάτι άστραψε στο βλέμμα του.
Κοίταξε τα αναψοκοκκινισμένα μάγουλα του Ριζ και την ανάσα του που έβγαινε ακανόνιστη.
Και κατάλαβε.
"Σε παρακαλώ " είπε με πιο ήρεμη φωνή τωρα ο Άιντεν και έδειξε στον άφωνο Ριζ την πόρτα . "Προφανώς δεν έχεις κάτι να πεις αρα καλύτερα να πηγαίνεις στην φίλη σου. Είναι η πόρτα δίπλα απο την δική μου"
Ο Ριζ τον υπάκουσε υπνωτισμένος ,έκλεισε την πόρτα και έτρεξε κατευθείαν στην Άννα.
-Της περιέγραψε με κάθε λεπτομέρεια το σώμα του Άιντεν.-
Και απο τότε δυο πράγματα αλλάξαν.
Η Άννα ονειροπολούσε τα λόγια του Ριζ και καμιά φορά καθώς κοιτούσε τον αφέντη τον σκεφτόταν γυμνό. Πράγμα που την έκανε να ντρέπεται σαν να διαπράττει ύβρις.
Και το δεύτερο που άλλαξε είναι πως ο Άιντεν ποτέ ξανά δεν τους ζήτησε να έχουν ανοιχτή την πόρτα του δωματίου. Ίσα ίσα έδειχνε να επικροτεί την σχέση των δυο φίλων.
"Τι θα κάνεις Άννα?" ο Ριζ κοίταξε θλιμμένα την φίλη του.
"Θα του πω πως σε ένα μήνα θα του ανακοινώσω την απόφαση μου..δηλαδή που επιλέγω να σπουδάσω . Ίσα για να περάσω τα δέκατα όγδοα γενέθλια μου στο νησί. Και μετά-"
Έκοψε την φράση της.
Δεν ήθελε να φύγει. Δεν ήθελε καν να το πει.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top