Καμία έξοδος

Ο Άιντεν πέρασε γύρω απο την μέση του μια λευκή πετσέτα χωρίς να στεγνώσει τα μαλλιά του ,άνοιξε την πόρτα του μπάνιου και βρήκε την Άννα ξαπλωμένη στο κρεβάτι του . Κοιτούσε έξω προς το ηφαίστειο και φαινόταν σκεπτική.

"Μην ανησυχείς Άννα θα γυρίσει" πήγε κοντά της και έκατσε στο κρεβάτι 

"Μου κάνει εντύπωση που δεν είπε κάτι, απλά σηκώθηκε και έφυγε μέσα στην νύχτα . Γιατί δεν είπε κάτι? και έχει τόση ώρα εκεί έξω , ο καιρός δεν είναι καλός , μήπως να πήγαινες να την ψάξεις?"

Ανέβηκε στο κρεβάτι δίπλα της και την κοίταξε μέσα στο ημίφως. Φορούσε την λευκή νυχτικιά της . Φαινόταν αναστατωμένη. Όχι τόσο για τα λόγια της Μαντλέν όσο για το οτι αιφνίδια σηκώθηκε και έφυγε μέσα στην νύχτα αμίλητη.

"Θέλει τον χρόνο της να το πάρει απόφαση. Θα την βοηθήσει μια βόλτα και στην τελική μεγάλη γυναίκα είναι, ξέρει να προσέχει τον εαυτό της"

Της χάιδεψε ελαφρά το μάγουλο με τον αντίχειρα του. "πως γίνεται να ανησυχείς για εκείνη την στιγμή που είπε τέτοια λόγια για εσένα?"

Ανασήκωσε τους ώμους της. " Δεν θέλω να πάθει κακό εξάλλου ήμουν σίγουρη πως θα αντιδρούσε άσχημα. Η αλήθεια είναι πως δεν .." τον κοίταξε διστακτικά και έπειτα είπε αυτό που σκεφτόταν εδώ και ώρα " η αλήθεια είναι πως δεν σου ταιριάζω και το ξέρω, δεν έχω περιουσία , ούτε την μόρφωση σου , είμαι σίγουρη πως και στο νησί όταν μαθευτεί θα λένε τα ίδια "

Εκείνος ξεφύσηξε και έγυρε το σώμα του πίσω κοιτώντας το σκοτάδι. 

"Άλλο είναι το πρόβλημα της Μαντλέν και σίγουρα δεν είναι η κοινωνική σου τάξη" δεν θα άφηνε την Άννα να πιστεύει οτι είναι κατώτερη του. Το πρόβλημα της Μαντλέν ήταν  άλλο.

Η Αννα ανασηκώθηκε " και ποιό είναι το πρόβλημα της τότε ?"

Είμαι ερωτευμένη μαζί σου Άιντεν. Ακούς? ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΗ 

Η φωνή της Μαντλέν τρεμόπαιξε στο νου του. 

"Δεν ..δηλαδή" σκέφτηκε αν θα έπρεπε να της το πει. Ήταν ζευγάρι και η Άννα είχε δικαίωμα να το μάθει. Δάγκωσε τα χείλη του και έπειτα πήρε μια ανάσα και την άφησε να γλιστρήσει απο μέσα του αργά.

"Λέει οτι είναι ερωτευμένη μαζί μου Άννα. Δηλαδή μου το είπε πριν χρόνια και ..φυσικά της είπα οτι δεν πρόκειται να γίνει κάτι μεταξύ μας. Παρόλαυτα σήμερα νομίζω πως όλο αυτό ήταν ζήλια "

"Η ..Μαντλέν?"

"Ναι"

"Ερωτευμένη μαζί σου?"

"Ναι. Γιατί σου κάνει τόση εντύπωση? Είναι μια γυναίκα μόνη και εγώ μόνος..ήταν λογικό να νιώσει μπερδεμένη"

Τον κοίταξε σαστισμένη μέσα στο σκοτάδι.

"Είναι ανήθικο!υπήρξε παντρεμένη με τον αδερφό σου, πως μπόρεσε να σου πει κάτι τέτοιο? να νιώσει κάτι τέτοιο?"

Το βλέμμα του Άιντεν σκοτείνιασε . Σηκώθηκε πάνω και πέταξε κάτω την πετσετα και με βιαστικές κινήσεις άνοιξε την ντουλάπα, αναζητώντας ένα μποξεράκι.

"Οι άνθρωποι σ'αυτόν τον κόσμο Άννα δεν επιλέγουν ποιόν θα ερωτευτούν. " της είπε τόσο αυστηρά που η Άννα κατάλαβε οτι εκείνος είχε θυμώσει. Την δικαιολογούσε?

Τον είδε να φορά ένα άσπρο λινό παντελόνι και να γυρνά πίσω στο κρεβάτι. 

"Και έπρεπε να σε διεκδικήσει? Ας το κρατούσε για τον εαυτό της"

Το βλέμμα του σκοτείνιασε ακόμη περισσότερο και τα χείλη του έγιναν μια ευθεία γραμμή.

"Δεν είναι όλοι άγιοι σε αυτόν τον κόσμο, κάποιοι δεν μπορούν να ελέγξουν τον έρωτα τους. Ίσως να πάλεψε μέσα της πολύ μέχρι να το ξεστομίσει. Μην κρίνεις τους ανθρώπους"

Δεν περίμενε την απάντηση του. Όχι αυτή την απάντηση

"Δεν την κρίνω απλά..αυτό δε είναι σωστο" ψέλλισε διστακτικά καθώς εκείνος ξανασηκώθηκε απο το κρεβάτι. Φαινόταν ξαφνικά ταραγμένος , πολύ περισσότερο και απο τότε που ήταν στο δείπνο και φώναζε στην Μαντλέν να βρει άλλο σπίτι. Τότε μπορεί να φώναζε αλλά και πάλι είχε κάποια αυτοκυριαρχία, τώρα της φαινόταν πως είχε ταραχθεί με ένα περίεργο τρόπο.

"Συγνώμη δεν είπα κάτι"

"Κρίνεις εύκολα " της είπες κοφτά και με δύναμη άνοιξε το συρτάρι του κομοδίνου, έψαξε στα τυφλά και έβγαλε απο μέσα ένα πούρο αλλά σαν το έφερε στα χείλη του δεν έκανε κίνηση να το ανάψει. Έμεινε το βλέμμα του μετέωρο στο κενό.

"Συγνώμη. Έχεις δίκιο δεν μπορώ να κρίνω. Απλά μου φάνηκε..πως δεν είναι σωστο."

Τον είδε να αφήνει πίσω το πούρο και έκατσε στην άκρη του κρεβατιού. Είδε τους μύες του κορμιού του να είναι τσιτωμένοι, και το πόδι του έπαιζε νευρικά στο πάτωμα. Σύρθηκε κοντά του και τον έπιασε απο την μέση. Μύριζε όμορφα.

"Μαλώνουμε?" του είπε μπερδεμένα και τον αγκάλιασε περισσότερο. "Συγνώμη " του είπε αμήχανα που δεν κατάλαβε γιατί θύμωσε τόσο πολύ ξαφνικά . 

"Δεν ήθελα να την θίξω" είπε τέλος και ο Άιντεν γύρισε απότομα σε εκείνη το κορμί του.

"Πως μπορείς να το λες αυτό? μόλις σε έβρισε χυδαία"

"Μόλις θύμωσες μαζί μου γιατί τόλμησα να την θίξω "

Τον είδε να κλείνει τα μάτια του και έγυρε πάνω της . Ένωσε τα μέτωπα τους.

"Έχεις δίκιο. Εννοείται οτι δεν ήταν σωστό να τα ρίξει στον άντρα του αδερφού της."

"Με μπερδεύεις"του είπε αμήχανα καθώς ένιωσε την ανάσα του καυτή στα χείλη της.

"Το ξέρω αγάπη μου. Ας το ξεχάσουμε" 

την φίλησε απαλά στα χείλη. 

"Ζητάω συγνώμη πάντως"

"Σταμάτα να το λες , εγώ σου ζητάω συγνώμη " της είπε και την φίλησε ξανά στα χείλη 

"Απλά είμαι κουρασμένος και ταξιδεύαμε σήμερα και η Μαντλέν έπαθε υστερία στο δείπνο .. Ήταν μια δύσκολη μέρα"

Τον αγκάλιασε τρυφερά και τον κοίταξε στα μάτια . " Ας κοιμηθούμε τότε . Έχεις δίκιο " του είπε σιγανα.

"Νυστάζεις?" η βραχνή φωνή του αναστάτωσε το κορμί της.

Την φίλησε ξανά , αυτή την φορά όμως δεν πήρε τα χείλη του απο τα χείλη της τόσο γρήγορα. Έμεινε εκεί τρίβοντας τα απαλά, τα χέρια του χάιδεψαν την μέση της . 

"Όχι δεν νυστάζω " του είπε και εκείνος χαμογέλασε αμυδρά.

"Ωραία "

Ξαναγύρισε στα χείλη της αλλά αυτή την φορά την φίλησε βαθιά , ανοίγοντας της το στόμα , έπειτα της δάγκωσε απαλά τα χείλη και τραβήχτηκε απο κοντά της. Κοίταξε τα υγρά χείλη της μέσα στο ημίφως και είδε το στήθος της να ανεβοκατεβαίνει γρήγορα κάτω απο την νυχτικιά της.

"Μου έλειψες" της ψιθύρισε και τα χέρια του ξεκίνησαν να ανοίγουν τα κουμπιά της νυχτικιάς . Την κατέβασε  φανερώνοντας το δεξί στήθος της. Χάιδεψε απαλά την θυλή της καθώς στο χέρι του εκείνη σκλήρηνε.

"Κι εμένα μου έλειψες"

Κατέβασε την νυχτικιά ως την μέση της η ίδια. 

"Άννα" ψιθύρισε με πάθος το όνομα της καθώς έσκυψε και έγλυψε τις θυλές της κάνοντας την να γύρει το κορμί της πίσω .Τα υγρά μονοπάτια του φιλιού του όσο χαμήλωναν στο κορμί της , κατέβαζε και την νυχτικιά της , μέχρι που βρεθηκε γυμνή απο κάτω του , κάνοντας την να αφήνει  μικρες φωνές ηδονής. Γύρισε ξανά στα χείλη της και την φίλησε με πάθος καθώς πήρε θέση ανάμεσα στα πόδια της. Πίεσε τον εαυτό του μέσα της και ένωσε τα χέρια τους 

"Σ'αγαπώ Άννα" της είπε καθώς εκείνη άνοιξε τα πόδια της περισσότερο για να υποδεχτει ολοκληρο τον ανδρισμό του μέσα της.

"Κι εγώ"



Η Μαντλέν άφησε την πόρτα ανοιχτή καθώς μπήκε μέσα στο σπίτι.

 Το σπίτι ήταν ήρεμο.Δεν υπήρχε κανένας στο καθιστικό.

 Περπατούσε για ώρα άσκοπα μέχρι που έφτασε στο γκρεμό. Έκατσε εκεί για λίγο χωρίς να μπορεί να σκεφτεί κάτι συγκεκριμένο. Ένιωθε περίεργα. Ήταν μια περίεργη ηρεμία αλλά τα χέρια της έτρεμαν, το κορμί της έτρεμε, τα πόδια της ίσα που μπορούσαν να την κρατήσουν. Ένιωθε σαν να είχε πιεί πολύ αλκοολ, σαν να ήταν σε μια κατάσταση ζάλης και έβλεπε τα πάντα μέσα απο ενα καλειδοσκόπιο, που γυρνούσε συνέχεια, φώτα και οι εικόνες συστρέφονταν μέσα σε όνειρο, αλλά εκείνη στεκόταν ατάραχη στο άλλο άκρο καθώς παρατηρούσε το περίεργο κυκεώνα να στροβιλίζεται.

Το φόρεμα της είχε σκιστεί, άγνωστο που, και απο το μπρατσο της έτρεχε αίμα. Και όμως δεν μπορούσε να θυμηθει απο που είχε το γδάρσιμο αυτό. Παρατήρησε το σώμα της σαν να άνηκε σε κάποιον άλλο. Ανέβηκε μηχανικά τα σκαλοπάτια και αφουγκράστηκε την σιωπή.

Στο βάθος..

Στο βάθος ακουγόταν..

Έμεινε ακίνητη , σχεδόν δεν μπορούσε να πάρει τα πόδια της. Ισως να μην ήθελε να κάνει άλλο βήμα και όμως με μια σαδιστική ευχαρίστηση να στρίψει το μαχαίρι κι άλλο που είχε μέσα στο νου της και σκάλιζε την λογική της έκανε ένα βήμα ακόμη.

 Ένα βήμα ακόμη πιο κοντά στο δωμάτιο του Άιντεν.

Τώρα άκουγε ξεκάθαρα εκείνον. 

Έκανε ακόμη ένα βήμα προς το δωμάτιο του Άιντεν.

Άκουσε τα βογγητά του και μια μικρή φωνούλα σαν γάτα που ζευγαρώνει.

Μισάνοιξε τα χείλη της και απόρησε για μια στιγμή καθώς κοίταξε χαμηλά και είδε πως το στήθος της δεν κουνιόταν . Ειχε για λίγο σταματήσει να αναπνέει. 

Εκανε ακόμη ενα βήμα, και τώρα βάζοντας το ένα πόδι μετά το άλλο κατάφερε να φτάσει ώς έξω απο την πόρτα του. Ακούμπησε με το χέρι της το ξύλο κι εκείνη άνοιξε ελαφριά χωρίς να κάνει θόρυβο.

Τα μάτια της γυάλισαν στο σκοτάδι και η ανάσα της βγήκε γρήγορα.

Μπορούσε καθαρά στο ημίφως να δει το γυμνό κορμί του Άιντεν. Φαινόταν τα γυμνασμένα του μπράτσα , τα μπερδεμένα μαλλιά του , οι γυμνοί γλουτοί του να κουνιούνται , το κορμί του ολόκληρο σκληρό και μυώδες να αγκομαχά πάνω απο το γυμνό κορμί της Άννας.

Τους κοίταξε αχόρταγα καθώς είδε τον Άιντεν να την ανασηκώνει σαν κουκλα και να την βάζει να καθήσει πάνω του . Της έπιανε το στήθος με το ένα χέρι και με το άλλο έβαλε τον αντίχειρα του μέσα στο στόμα της και εκείνη το θήλαζε σαν μωρό ενώ κουνιόταν σαν χορεύτρια πάνω του. Μια σκέψη μέσα της τρεμόπαιξε . Θέλησε να πάει κοντά τους και να χαιδέψει τα κορμιά. Ήθελε να την χαιδέψουν έτσι. 

Ένιωσε μια περίεργη αναστάτωση και ένα ρίγος.

Κανείς άντρας ποτέ δεν την άγγιξε έτσι.

Πισωπάτησε.

Ένιωσε να πνίγεται. Ήταν σαν κάποιος να της κρατούσε το στόμα. Αλλά κανείς δεν ήταν εκεί.

Έκανε μερικά βήματα οπισθοχορώντας μέχρι που δεν τους έβλεπε άλλο. 'Εκατσε στο σκοτάδι .

Δεν μπορούσε ακόμη να πάρει ανάσα. Τα αγκομαχητά τους γινόταν ολοένα πιο δυνατά. Άκουσε την Αννα. Ακουγόταν σαν να πονάει. Έπιασε την άκρη του φορέματος της και την έστριψε γύρω απο το δάχτυλο της τόσο σφιχτα που πόνεσε το δάχτυλο της.

Την πονούσε..την πονούσε και της άρεσε?



"Σου ειπα πως οι άντρες κάνουν χυδαία πράγματα στα κορμιά των γυναικών Μαντλέν."

Μια  βραχνή γυναικεία φωνή ακούστηκε στο βάθος. Η Μαντλέν ανατρίχιασε στο άκουσμα της. Έκλεισε τα μάτια της.

"Φύγε"

Μουρμούρησε στην φωνή και έκανε να φύγει  η ίδια , έπρεπε να φύγει . Στο τέλος του διαδρόμου οι μπλε καπνοί εισέβαλλαν απο την χαραμάδα του παραθύρου. Μαζεύτηκαν σαν σύννεφο ομίχλης.

"Κανένας δεν σε θέλει, μόνο εγώ  σε θέλω "

Κοίταξε τους καπνούς στο βάθος του διαδρόμου. Έκλεισε τα μάτια της και προσπάθησε να περάσει ανάμεσα τους. Ενιωσε ένα χέρι να την κρατά.

Ανοιξε το στόμα της τρομαγμένη. Χωρίς να βγάλει όμως κανέναν ήχο.

Άνοιξε τα μάτια της αργά .Γύρισε  το βλέμμα της και είδε προς τους καπνούς. Και τότε την είδε.

Μεσα στους καπνούς ξαπλωμένη μια λευκή φάλαινα, χοντρή, με λιπαρά μαλλιά και μεγάλα χείλη. Το πλάσμα δεν είχε μάτια. Είχε δυο μαύρες τρύπες που συστρέφονταν γρήγορα .

"Θα φύγω απο αυτό το σπίτι μαμά. Θα φύγω και θα βρω κάποιον να με αγαπάει πολύ..με ακούς?"

Η φωνή της ακούστηκε δειλή αλλά είχε το θάρρος να κοιτάξει το πλάσμα .

Η μαμά της έπαιξε με το μαργαριταρένιο κολιέ του λαιμού της. 

"Δεν θα πας πουθενά. Έλα να με αλλάξεις. Λερώθηκα"

Η Μαντλέν έκλεισε τα μάτια της.Το παρελθόν ζωντάνευε μέσα στους καπνούς, ήταν γύρω της και την έκανε να μην παίρνει ανάσα.

"Μαμά τον λένε Έρικ..είναι ο γιατρός που γνωρίσαμε στο νοσοκομείο, μου ζήτησε να αρραβωνιαστουμε μαμά , καταλαβαίνεις? μου είπε πως θέλει να γίνω γυναίκα του!" της έπιασε το χέρι , γονάτισε μπροστα΄στο κρεβάτι της , δάκρυα κυλούσαν απο τα μάτια της " θα κάνω οικογένεια και παιδιά μαμά, θα γίνω ευτυχισμένη"

Η μητέρα της έπαιξε στα χέρια της το κολιέ της.

"Δεν θα αφήσω να σε βρωμίσει κανένας άντρας..δεν ξέρεις τι κάνουν τα βράδια στις γυναίκες, δεν χρειάζεσαι κανέναν, έχεις έμενα "

"Θα τον παντρευτώ μαμά, θα φύγω απο αυτό το σπίτι "

Η μητέρα της πήρε το χέρι της και το έσφιξε. Τα κόκκινα νύχια της μπήκαν μέσα στο δέρμα της Μαντλέν.

"Αυτό θα το δούμε"



"Θα φύγω μαμά απο αυτό το σπίτι" είπε αποφασιστικά στο πλάσμα που είχε την μορφή της μητέρας της.

"Αυτό θα το δούμε" είπε το πλάσμα γελώντας.





Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top