Δεν είναι ντροπή

H Mάντις περπάτησε αργά ως το κομοδίνο της Άννας. Πήρε στα χέρια της την χτένα απο ελεφαντόδοντο και επέστρεψε σε εκείνη. Της ξέλυσε τα μαλλιά απο τον κότσο και ξεκίνησε να της χτενίζει απαλά τα μαλλιά όπως είχε κάνει τόσες και τόσες φορές απο τότε που ήταν παιδί. 

Οι δυο γυναίκες έστεκαν σιωπηλές. Και οι δυο προσπαθούσαν να μην σκέφτονται αυτό που έπρεπε να γίνει. Και η κάθε γνώση στο κάθε νου της γυναίκας έστεκε διαφορετική, σαν βουνό που φωτίζεται απο τον ήλιο σε άλλο χρόνο. 

"Λες όλα να πάνε καλά Μάντις?" έσπασε πρώτη την σιωπή η Άννα καθώς περνούσε στα αφτιά της τα δυο σκουλαρίκια απο αχάτη. 

Εκείνη δεν μίλησε. Άφησε την χτένα και πάλι δίπλα απο τον κομοδίνο και κοίταξε το μπλε ηφαίστειο προσεκτικά σαν να της ψιθύριζε στο αφτί ένα μουρμουρητό φτιαγμένο μόνο για το δικό της νου. 

"Είπα όλα θα πάνε καλά Μάντις? Ο Ριζ λέει πως πρέπει να μιλήσω στον αφέντη..να του πω.." 

Κοίταξε την Μάντις που εξακολουθούσε να κοιτά τους καπνούς που ανέδιδε το ηφαίστειο.

 " ξέρεις τι θέλω να του πω..δηλαδή τι νιώθω για εκείνον"

"Αν αυτό πρέπει να κάνεις , να το κάνεις " 

Δεν έπρεπε να της μιλήσει. Δεν έπρεπε να αποκαλύψει το μέλλον που ερχόταν ζοφερό. Η ποινή της αποκάλυψης έστεκε απο πάνω της απειλητικό. 

"Λες να πάνε όλα καλά λοιπόν?"

 Σιωπή και πάλι. 

Η Μάντις ψηλάφησε το τατουάζ απο χένα στο χέρι της. Ένας λύκος διαγραφόταν πάνω στο ρυτιδιασμένο δέρμα της. 

"Ακούς Άννα?" 

"Τι να ακούσω Μάντις ?"

"Ακούς Άννα?" της είπε ξανά σχεδόν ταραγμένα.

Η νέα κοπέλα σιώπησε και αφουγκράστηκε την σιωπή. Δεν ακουγόταν τίποτα .

"Κάπου εκεί έξω ο έρωτας και ο θάνατος ζευγαρώνουν. Πλησιάζει Άννα, πλησιάζει το μέλλον πιο γρήγορα απ'όσο φανταζόμουν"

Η κοπέλα ξεφύσηξε. "Ποτέ δεν με βοηθάς " της είπε σχεδόν με παράπονο. 

(..)



Στο μεγάλο τραπέζι της σάλας υπήρχε  μοσχάρι rendang, αποξηραμένο χωρίς ζωμό όπως ο αφέντης το προτιμούσε, σε μια βαθιά πιατέλα υπήρχε τηγανιτό ρύζι και σε ένα ξεχωριστό πιάτο ρύζι μαγειρεμένο σε γάλα καρύδας όπως αγαπούσε η Άννα να το τρώει και η Μάντις πάντα το μαγείρευε όταν η μικρή κοπέλα ένιωθε θλίψη. 

Αλλά τώρα δεν έτρωγε τίποτα , παρα μόνο με το πιρούνι της ανακάτευε αφηρημένα τους κόκκους ρυζιού χωρίς να σηκώνει το βλέμμα. 

"Έμαθα οτι βρέθηκε σιδηροπυρίτης στο λατομείο και πως οι εργάτες νόμισαν πως ανακάλυψαν χρυσό" η Μαντλεν στην άκρη του τραπεζιού κοιτά επίμονα τον Άιντεν. Πάντα γνώριζε με κάποιο τρόπο τι συνέβαινε στο ορυχείο. Όχι γιατί της άνηκε ένα μέρος μικρό της επιχείρησης αλλά γιατί με αυτό τον τρόπο πάντα κατόρθωνε να αποσπά την προσοχή του λιγομίλητου Άιντεν. 

"Ναι ισχύει" απάντησε κοφτά. 

Εκείνο το βράδυ όμως ότι και να έκανε η Μαντλέν ο Άιντεν έδειχνε πιο σοβαρός και πιο βαρύθυμος απο όσο συνήθιζε. Κάτι συνέβαινε και κάτι σίγουρα ένιωθε πως της διέφευγε. 

Η Μαντλέν πολύ πριν χαθεί ο άντρας της εκείνο το βράδυ , είχε νιώσει πόθο για τον μικρό αδελφό του άντρα  της. Έναν πόθο σαν διάολο που δεν μπορούσε να βγάλει απο μέσα της. 

Είχε και αλλους δαίμονες κρυμμένους στο στήθος της.

Ήξερε καλά τις φήμες που την ήθελαν στο κρεβάτι του. Φήμες που δυστυχώς για εκείνη δεν ήταν αληθινές. Πολλά λεγόντουσαν και για τον τρόπο που πέθανε ο άντρας της. 

Ποτέ δεν διέψευσε τίποτα.Ίσα ίσα. Όλα εκείνα που ψιθύριζαν πάντα εξυπηρετούσαν τον σκοπό της. Η αλήθεια ήταν κάτι που γνώριζε μονάχα εκείνη.

Ίσως όχι μονάχα εκείνη.

Κοίταξε την ίδια στιγμή την Μάντις που απο ώρα την κάρφωνε στα μάτια. 

Ο Άιντεν κοίταξε με λοξό βλέμμα την Άννα.

"Γιατί δεν τρως?"

"Τρώω"

"Το φαγητό σου είναι απείραχτο "

"Δεν έχω πολύ όρεξη αφέντη"

"Νιώθεις άρρωστη?"

"ίσως" 

Η Άννα ξεφύσηξε καθώς το πιρούνι της Μαντλέν έσκασε με θόρυβο πάνω στο πιάτο της. 

Το μισούσε όλο αυτό. 

Ανέκαθεν ο Άιντεν έδειχνε την αδυναμία του απροκάλυπτα  στην κόρη της πλύστρας , σε σημείο που άρχισε να αναρωτιέται τελευταία αν πίσω απο την γενναιοδωρία του να την κρατά στο σπίτι του , κρυβόταν άλλος λόγος. 

"Αν θέλει θα φάει, μεγάλη κοπέλα είναι Άιντεν θα φάει, δεν χρειάζεται να την νταντεύεις τόσο"

"Ενδιαφέρον έδειξα Μαντλέν, πράγμα που μάλλον δεν ξέρεις τι είναι"

Σηκώθηκε την ίδια στιγμή απο το τραπέζι, λικνίζοντας το κορμί της και ελπίζοντας ο Άιντεν να κοιτά την σιλουέτα της που έσφυζε κάλλη κάτω απο το στενό φόρεμα της. Πήρε ένα τσιγάρο μακρύ με γεύση μέντας και το έβαλε στο στόμα της.

"Κι εγώ δεν έχω όρεξη να φάω αλλά δεν ρωτάς αν είμαι αδιάθετη"

Ο Άιντεν ξεφύσηξε. Αν μπορούσε θα την έδιωχνε απο το σπίτι, αλλά απο σεβασμό στην μνήμη του αδερφού του , της επέτρεψε να συνεχίζει να μένει στο σπίτι , κι ας έμεινε παντρεμένοι μονάχα έξι μήνες σε γάμο με τον αδερφό του.

Δεν την αγάπησε ποτέ ο αδερφός του.

Στην σκέψη του Έρικ ένιωσε ένα πνιγηρό αίσθημα.

Όχι δεν πρέπει να σκέφτεται τον Έρικ. 

Κοίταξε την Άννα . Φορούσε τα σκουλαρίκια απο αχάτη που της είχε χαρίσει.

Ούτε την Άννα μπορούσε να σκέφτεται. 

Σηκώθηκε πάνω και γέμισε ένα ποτήρι γεμάτο με ουίσκι χωρίς πάγο και νερό και ήπιε βιαστικά μια γενναία γουλιά. 

"Αφού δεν τρώτε να πάτε για ύπνο" είπε απότομα. 

Η Μαντλέν θύμωσε περισσότερο. Η Άννα ντράπηκε. 

Υποτίθεται πως σήμερα θα ανακοίνωνε την απόφαση του στις δυο γυναίκες. 

Μια απόφαση που αν και δεν έλεγε να την πάρει , μετά το χθεσινό συμβάν έδειχνε η μόνη λύση. 

"Φεύγω" αναφώνησε η Μαντλεν και κίνησε προς τις σκάλες.

"Αφέντη" η τρυφερή φωνή της Άννας  τον έκανε να γυρίσει ξαφνιασμένος.

"Μου είπες πως θέλεις να συζητήσουμε"

"Αύριο" της απάντησε κοφτά και κάθησε στην πολυθρόνα φέρνοντας το πούρο στο στόμα του . Με το χέρι του άνοιξε τα μανικετόκουμπα του και δίπλωσε τα μανίκια του. Άνοιξε τα πρώτα κουμπιά του πουκάμισου του και έγυρε το κεφάλι του στο κεφαλάρι της πολυθρόνας κλείνοντας τα μάτια . 

Η Άννα τον παρακολουθούσε αμίλητη. 

Έδειχνε κουρασμένος. Πόσο θα ήθελε να του αγκάλιαζε τα πόδια και να του σκορπούσε χιλιάδες  φιλιά, λέγοντας του ξανά και ξανά πως τον αγαπούσε, πως θα έδινε και την ζωή της για να μείνει δίπλα του απλά μόνο για να τον υπηρετεί, απλά μόνο να βλέπει τα καστανά μάτια του να γέρνουν σαν δροσερος ίσκιος πάνω της . Μόνο αυτό. 

Μόνο τα μάτια του πάνω της και η ζωή της θα ήταν φωτεινή. 

Άνοιξε τα μάτια του απότομα. Γύρισε και την κοίταξε να κάθεται όρθια , ακίνητη με αναψοκοκκινισμένα μάγουλα μερικά μέτρα απο εκείνον.

"Γιατί δεν έφυγες?"

"Δεν θέλω" απάντησε με πυγμή , δεν ξέρει απο που ήρθε αυτή η χροιά, ίσως απο μια αβίαστη και ξαφνική θέληση, μια θέληση να πει την αλήθεια στον άντρα που αγαπούσε. Ναι τον αγαπούσε, και η αγάπη δεν ήταν κάτι κακό, θα του το έλεγε και ας την αρνιόταν, αλλά πριν πεθάνει , πριν αλλάξει ζωή, πριν φύγει απο κοντα του, ήθελε ο αφέντης να ξέρει πως έκαιγε μια φλόγα σαν πυρκαγιά μέσα της για εκείνον. 

Ήθελε να ξέρει πως καίγεται για εκείνον και πως αυτό δεν την πονούσε αλλά την γέμιζε με μια περίεργη χαρά . Ήταν ευγνώμων που ένιωσε τον έρωτα. Μονάχα αυτό. Τίποτα δεν θα του ζητούσε.

"Θέλεις να μου μιλήσεις?" της είπε αργά και έφερε μηχανικά το ποτό του στα χείλη του. Προσπάθησε να μείνει ψύχραιμος. Είχε την υποψία πως εκείνη θα του δικαιολογιόταν για τα χθεσινά, αν και δεν της το είχε. Οτι είχε τα κότσια να τον αντιμετωπίσει. Έτσι αποφάσισε να της το κάνει εύκολο.

"Κάτσε Άννα. Τελικά θέλω να σου μιλήσω "

Τον πλησίασε και της έκανε νόημα να κάτσει αντικριστά απο εκείνον.

Ένιωθε να καίγεται η Άννα. Μια πυρκαγιά ολάκερο το σώμα της.

"Αφέντη ..εγώ..θέλω να ξέρεις-"

"Άννα είμαι άντρας  κι εσύ είσαι μόλις 18 χρονών . Αυτό σημαίνει πως σου χρωστάω μια συγνώμη. Ήταν  λάθος χθες να σε χτυπήσω. Δεν έκανες κάτι κακό"

Τα μάτια της διεστάλθησαν.

"Όχι αφέντη..εγώ θέλω να ξέρεις-"

"Είσαι μικρή και είναι λογικό να θέλεις να ανακαλύψεις τον έρωτα. "της είπε σχεδόν ψυχρά σαν να ήθελε να αποστασιοποιηθεί απο αυτό που δήλωνε. Τα μάτια του ανέκφραστα σκανάραν την Άννα που έδειχνε να είναι αμήχανη.

"Δεν ήθελα να ανακαλύψω τον έρωτα"

Της χαμογέλασε λοξά, σχεδόν τόσο διακριτικά που η Άννα δεν ήξερε αν ήταν χαμόγελο ή ένα παιχνίδισμα των σκιών , σαν πίνακας του DaVinci.

"και τότε τι ήταν το χθεσινό?"

Της είπε σιγανά , σαν να τους άκουγε κάποιος μέσα στο δωμάτιο. 

Δεν σκέφτηκε εκείνη . Ήξερε καλά τι ήταν το χθεσινό.

"Δεν ήθελα να ανακαλύψω τον έρωτα , ήθελα ο αφέντης να ανακαλύψει εμένα"

Ο Άιντεν  ακούμπησε το ποτήρι του στο μικρό τραπέζι δίπλα του. 

Το χέρι του έτρεμε.

"Άννα.." τα μάτια του σκοτείνιασαν

" Άννα, είναι πολλά που-" σταμάτησε απότομα. Πέρασε το χέρι του μέσα απο τα κοντοκουρεμένα μαλλιά του και μετά το πρόσωπο του σκλήρηνε.

"Είσαι μικρή και δεν ξέρεις τι λες. Στην θέση μου μπορούσε να ήταν ένας άλλος χθες στο βράδυ. Θα άνοιγες τα πόδια σου με την ίδια ευκολία. " είπε τέλος σίγουρος γι αυτό που ξεστόμισε.

Η Άννα σηκώθηκε πάνω . Προσπάθησε να μην κλάψει αλλά ένιωθε το κορμί της να τρέμει. 

"Πάρτο πίσω, πάρτο πίσω αυτό που είπες"

"Δεν παίρνω πίσω τίποτα, μην κάνεις σαν μωρό Άννα. Αυτό που ένιωσες χθες είναι η έξαψη που κάθε γυναίκα απείραχτη απο άντρα θα είχε νιώσει αν-"

Το χέρι της προσγειώθηκε στο μαγουλο του. Δεν κατάλαβε και η ίδια πως το  έκανε. Την ίδια στιγμή το μετάνιωσε. 

"Συγνωμη αφέντη..δεν..δεν ξέρω πως το έκανα"

"Εβαλε τα κλαμματα. 

"Εγώ-"

Ο Άιντεν ανέκφραστος χάιδεψε το σημείο που ένιωσε το χέρι της Άννας.

"Ας το ξεχάσουμε όλο αυτό Άννα. Είμαι κουρασμένος και  ήταν μια κακή μέρα και  μάλλον έπρεπε να ακολουθήσει ένα  κακό βράδυ" της είπε αυστηρά χωρίς να της αφήσει περιθώριο για οτιδήποτε άλλο.

Και τότε έπεσε στα πόδια του. Και την ίδια στιγμή έπεφτε μέσα στον έρωτα, ήταν μια βουτιά απο ψηλό γκρεμό. Ένα άλμα δίχως δίχτυ προστασίας. 

Αγκάλιασε τα γόνατα του.

"Σ'αγαπώ Άιντεν..είμαι ερωτευμένη"

Σιωπή. 

Οι καπνοί του ηφαιστείου έβαφαν μπλε τον ουρανό .

"Άννα. .  Άννα.." μουρμούρισε το όνομα της ξανά και ξανά.  Έκλεισε τα μάτια του αλλά σαν τα άνοιξε η αδυναμία τον εγκατέλειψε.

"Σηκώ πάνω"

"Σ'αγαπώ αφέντη" κλαψούρισε απελπισμενα στα γόνατα του πεσμένη και του φίλησε τα πόδια " σ' αγαπώ το ορκίζομαι σε όλους τους θεούς της Μάντις που ιερότερο δεν εχω , το ορκίζομαι στην μητέρα μου και στον-"

"ΑΝΝΑ. ΕΙΠΑ ΣΗΚΩ" η φωνή του βροντερή την τρόμαξε.

"ΚΟΙΤΑ ΜΕ"

Τον κοίταξε, πεσμένη χαμηλα στα πόδια του,αρνούμενη να τον αφήσει. Τον αγαπούσε, τον αγαπούσε και έλιωνε για εκείνον και δεν ντρεπόταν για όλο αυτό, η αγάπη δεν είναι ντροπή, ο έρωτας δεν είναι ντροπή παρά μόνο δώρο που οι θεοί το δίνουν μονάχα στους ευλογημένους.

Το ύφος του έστεκε παγερό απο πάνω της. 

"Άννα σε λίγες μέρες έρχεται  στο νησί η μέλλουσα αρραβωνιαστικιά μου. Αυτό ήθελα να συζητησουμε. Ήθελα να σου το ανακοινώσω"

Κι έπειτα οι μπλε καπνοί του ηφαιστείου εισέβαλαν ορμητικοί στο σπίτι.

"Ξεκίνησε" η Μάντις ψιθύρισε σε μια σκοτεινή γωνιά.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top