33. Wishin' and Hopin' - Dusty Springfield.
33. Wishin' and Hopin' - Dusty Springfield.
Σου λέω, λαμπερά μάτια. Ένα τεράστιο χάος. Κάθε φορά.
-David Kudler, Risuko: A Kunoichi Tale.
Ίσως ήταν κακός άνθρωπος, αλλά η Μίνα δεν μπορούσε να κρατήσει για πολύ τα γέλια της. Ο Μάρκος από δίπλα την κρατούσε από τη μέση και έκανε τρομερή δουλειά να της υπενθυμίζει πως βρίσκεται στον οίκο του Θεού. Από την άλλη, έβλεπε και την οικογένειά της, την Ευανθία και τη Δανάη που είχαν γυρίσει μακριά τα πρόσωπά τους για να μη φανεί το χαμόγελο που έβγαινε, και κατάλαβε πως ήταν οικογενειακό το πρόβλημα.
Στεκόταν δίπλα από το τραπεζάκι με τα πράγματα του μωρού, έτοιμα για να υποδεχτούν το πλασματάκι που πριν οχτώ μήνες βγήκε από μέσα της. Ρουχαλάκια, πετσέτα με βαντελίτσα, όλα όσα η Μίνα μπορεί να ξεχνούσε αλλά ήταν δώρα από την ομάδα πόκερ της γιαγιάς της. Σύμφωνα με τις προβλέψεις, θα λάμβανε ένα αντίστοιχο κουτί την Πρωτοχρονιά, όταν η Ευανθία θα έκλεβε και θα νικούσε πίσω την περιουσία της.
Δεν ήξερε τι έβρισκε αστείο η οικογένειά της και αυτή. Ο Μάρκος σίγουρα δεν έβρισκε κάτι κωμικό στην εικόνα, αλλά η Μίνα ίσως να χρειαζόταν να βγει από την εκκλησία σε λίγο. Η οικογένεια του Μάρκου τη κοιτούσε ήδη περίεργα -και μάλλον τη συμπαθούσε άλλο τόσο- και η αλήθεια είναι πως θα ήθελε να προκαλέσει και άλλο τη τύχη της. Εξάλλου, είχαν ένα μωρό εκτός γάμου, το πρώτο μαύρο σημάδι στα αρνητικά για την προσωπικότητά της ήταν εκεί. Ας το έκανε χειρότερο.
Ο ιερέας έβαλε τον μικρό στη κολυμπήθρα κρατώντας τον πάλι από τα πόδια. Ο νονός του σκούπιζε τα νερά που έπεφταν πάνω του από το μωρό και προσπαθούσε να τον ηρεμήσει χαϊδεύοντας τα μαλλιά του. Αλλά το παιδί είχε πάρει από τη μάνα του και ας είχε το λαδάκι και το όνομα του νονού, ήταν Μίνα στην ψυχή και έβγαζε γλώσσα σε όλους. Η Μίνα και η μάνα της και η γιαγιά της γελούσαν επειδή το παιδί τους έφτυνε όλους, τον ιερέα, τον νονό του, ακόμη και το ίδιο το νερό και μετά γελούσε λες και είχε κάνει κάτι άξιο και τρομερό. Δεν έκλαψε ούτε μια φορά σε όλη τη τελετή και ο Μάρκος και εκείνη δεν θα μπορούσαν να είναι πιο χαρούμενη.
Ο Ανδρέας είχε αναλάβει χρέη του νονού με την προϋπόθεση να μη χρειάζεται να αλλάζει πλέον πάνες στο μωρό. Η Ελένη με τη μικρή Μαίρη για βοηθό έμαθαν στη Μίνα όλα όσα έπρεπε για να τα βγάλει πέρα με τον μικρό Ανδρέα, ο οποίος μέχρι τώρα δεν είχε όνομα, αλλά τίτλο «αυτό». Ήταν το πρώτο αρσενικό πλάσμα στην οικογένεια Βιλαέτη μετά από δύο γενεές. Είχαν βάλει και στοίχημα πως θα ήταν κορίτσι. Το αποτέλεσμα ήταν να χάσουν λεφτά για φαγητό ενός μήνα. Ο Ανδρέας, σαν σωστός νονός και ύστερα από τη κληρονομιά της οικογενειακής επιχείρησης, έκανε το ποσό δώρο στο παιδί.
Βρε ο άτιμος.
Με μια τελευταία βουτιά του μωρού και φτύσιμο στο νερό, ο Ανδρέας τον σήκωσε στα χέρια του και τον οδήγησε γρήγορα στη Μίνα. Πλάι πλάι, στέγνωσαν και έντυσαν το μωρό, που κοιτούσε τη μαμά του με λατρεία. Είχε τα ίδια μπλε μάτια της οικογένειας, αλλά τα γονίδια του Μάρκου σκούριναν λίγο το ξανθό στα μαλλιά του. Ήλπιζε μόνο να μην είχε την ξεροκεφαλιά κάποιου από τους δύο. Η Μίνα και ο Ανδρέας αντάλλαξαν κρυφές ματιές, όταν το μωρό έδειξε το αντίθετο με την επιλογή του να μη φορέσει τα μπλε παπουτσάκια. Στο τέλος, μόνο ο Ανδρέας κατάφερε να του τα βάλει, με τη Μίνα να ψιθυρίζει ένα σιωπηλό ευχαριστώ.
Η τελετή τελείωσε με τον μικρό Ανδρέα στην αγκαλιά του μεγάλου, μια πιπίλα να κλέινει την έξοδο σάλιου προς το πρόσωπο του οποιουδήποτε. Η Μίνα και ο Μάρκος πρώτοι στο αυτοκίνητο, οδήγησαν τους καλεσμένους και τις δύο οικογένειες στην περιοχή που πίστευαν ότι βρίσκονταν τα χωράφια του παππού Άρη εκεί κοντά. Η Μίνα επέλεξε το μέρος για έναν και μοναδικό λόγο, ήθελε ο άνδρας που της έμαθε να μετράει τα αστέρια να ήταν εκεί. Ας μην ήταν στο ιερό, τον ήθελε κοντά της στη γιορτή του γιου της. Έστω και ως σκέψη.
Τάισαν τον μικρό και η Μίνα τον θήλασε για βράδυ ανάμεσα σε παράμερες ζουμπουλιές πριν δώσει το μωρό στην μητέρα του Μάρκου για να τον κοιμίσει. Την αποκαλούσε πεθερά για να την εκνευρίσει περισσότερο, αλλά ο θυμός της γυναίκας φάνηκε να αποχωρεί τη στιγμή που έπαιρνε στην αγκαλιά της το μωρό. Η Μίνα ήταν ευχαριστημένη που για λίγο θα ήταν απασχολημένη μακριά τους.
Αλλά δεν κράτησε για πολύ. Χόρεψαν και ήπιαν αγκαλιά με τον αγαπημένο της και μέσα στο βράδυ, η Μίνα ήθελε να φύγει μακριά. Ήθελε πίσω στα χέρια της τον μπόμπιρα που την κλωτσούσε για μήνες και τρεφόταν σαν δαίμονας από την ενέργειά της. Ακόμη και όταν ήταν κοντά του, κάποιες φορές ξυπνούσε απλώς για να τον βλέπει. Έτρωγε την ενέργειά της και έξω από το σώμα της.
Η μετάβαση από ένα απλό ζευγάρι σε γονείς ήταν εύκολη, αλλά όχι χωρίς μικρά προβλήματα. Με το πτυχίο του Μάρκου στο χέρι και της Μίνας λίγο πριν γεννήσει, οι δυο τους αποφάσισαν πως ίσως για αρχή έπρεπε να μετακομίσουν. Και πού; Αυτή η ερώτηση ήταν η αιτία μερικών τσακωμών. Από τη μία, ο Μάρκος ήθελε να μείνει στη μεγάλη Θεσσαλονίκη. Το όνειρό του να ζήσει τη μεγάλη ζωή είχε ανοίξει τις πύλες του και αν δεν ήταν το μωρό, η Μίνα θα το υποστήριζε. Αλλά δεν μπορούσε, όχι αν αυτό σήμαινε πως εκείνη θα έμενε σπίτι μόνη με τον μικρό.
Αξιολάτρευτος και μπουμπούνας ως ήταν, η Μίνα ίσως του ράγισε τη καρδιά μια με δύο φορές. Η πρώτη ήταν όταν του είπε για την εγκυμοσύνη. Ναι, ίσως το πήρε σχετικά καλά στην αρχή. Υπήρχαν ωστόσο μερικά βράδια που ο Μάρκος ήθελε να μείνει μόνος, να γράφει σε ένα κρυφό τετράδιο τις σκέψεις του. Φοβόταν για το παιδί, τι προβλήματα μπορεί να είχε, τι κουσούρια μπορεί να κληρονομούσε. Κάποιες φορές φοβόταν υπερβολικά πολύ.
Και μετά, το θέμα ήταν η ίδια. Η Μίνα και κλεισμένη στο σπίτι, δύο προτάσεις που δεν ταίριαζαν. Μόλις πήρε το πτυχίο, ήθελε να τρέξει να το πετάξει στη τουαλέτα. Αντίθετα, βρήκε δουλειά σε ένα νηπιαγωγείο ως βοηθός, κάτι τελείως προσωρινό. Το θέμα βρισκόταν στο γεγονός ότι η δουλειά ήταν στις Σέρρες, σε μια μικρή πόλη, με λίγες ευκαιρίες, που ο Μάρκος δεν ήθελε. Η Μίνα έψαχνε εργασία κυρίως στη Θεσσαλονίκη. Αλλά όταν βρέθηκε η ευκαιρία για τις Σέρρες...είπε ναι πριν το σκεφτεί.
Ήθελε βοήθεια, και η βοήθεια βρισκόταν στο σπίτι που μεγάλωσε. Οι τσακωμοί ήταν μικροί αλλά συχνοί. Ο Μάρκος δεν καταλάβαινε την ανάγκη της Μίνας να έχει κάποιον να τη βοηθάει με το μωρό όσο εκείνη προσπαθεί να φέρει σε ισορροπία τη νέα ζωή της. Τον χρειαζόταν περισσότερο από ποτέ, να δείξει κάποιο σημάδι πως είναι δίπλα της και πως δεν θα αφήσει τη δουλειά να τον απορροφήσει ή ότι κάποια μέρα θα τον αφήσει. Και η Μίνα δεν καταλάβαινε την ανάγκη του Μάρκου να μείνει σε μια μεγάλη πόλη. Δεν ήταν μόνο οι επαγγελματικές ευκαιρίες. Όλο αυτό ξεκινούσε με τις διασυνδέσεις και τις φιλίες. Και ο Μάρκος προσπάθησε πολύ να τις αναπτύξει. Δεν ήθελε να τις χάσει. Ένιωθε ελεύθερος εκεί μετά από χρόνια. Αν πήγαιναν στις Σέρρες κάτι θα τον έπνιγε. Ήδη δυσκολευόταν και με το μωρό. Αλλά τα πήγαινε καλά.
Τελικά, γύρισαν στις Σέρρες. Τα βόλεψαν ώστε να μπορούν να κάνουν και οι δύο αυτό που θέλουν. Ο Μάρκος στο νοσοκομείο, να έρχεται σε επαφή με ανθρώπους που το αναζητούσε καιρό. Η Μίνα στο νηπιαγωγείο, ακόμη και σήμερα με θέση βοηθού, να ψάχνει τρυπάκια για να κρατάει σχέση με τη Φυσική. Είχαν δυσκολίες στη δική τους σχέση, έκαναν τα πάντα για να τις αντιμετωπίσουν.
Όπως απομακρυνόταν για να βρει τον μικρό Ανδρέα, η Μίνα αντάλλαξε γρήγορα βλέμματα με τον Μάρκο. Κρατούσε ένα ποτήρι ουίσκι, κάτι που άρχισε να γίνεται το αγαπημένο του. Της άρεσε που τον έβλεπε χαρούμενο, ομιλητικό και όχι σε μια γωνία να μη ξέρει από πού να ξεκινήσει συζήτηση. Παρ' όλα αυτά, την προβλημάτιζε το μέλλον τους. Τον αγαπούσε, αλλά πότε η αγάπη θα σταματούσε να είναι αρκετή;
Περπάτησε μέχρι το αυτοκίνητο που είχαν βγάλει πρόγραμμα κάποιος να είναι πάντα εκεί να προσέχει το μωρό. Αυτόν που βρήκε ήταν ο Ανδρέας, να κάθεται στο ανοιχτό πορτπαγκάζ και να κοιτάει προς τα πίσω, στο καθισματάκι του μωρού. Δίπλα από τον γιο της ήταν ξαπλωμένη και σκεπασμένη η κοιμισμένη Μαίρη, τα δύο παιδιά να έχουν φίνει αχώριστοι. Τα τελευταία δύο χρόνια ήταν εκεί για ότι χρειαστούν. Και δεν ήταν λίγες οι φορές που ο Μάρκος και η Μίνα κρατούσαν τη μικρή Μαίρη για να βγει το ζευγάρι έξω.
Ο Ανδρέας ήταν μια βοήθεια από μόνος του. Ο Μάρκος ήταν ένας δύσκολος άνδρας και χωρίς αυτόν, χωρίς τον Ανδρέα να είναι ένας τόσο κοντινός άνθρωπος του Μάρκου, η Μίνα μπορεί να μην έφτανε στο σήμερα με τα χέρια της καθαρά και δίχως αίμα.
«Έχει ώρα που έπεσαν;» ρώτησε χαμηλόφωνα. Σήκωσε το φόρεμά της και έκατσε δίπλα του, το κορμί της γυρισμένο προς τα παιδιά. Ο μικρός Ανδρέας είχε πάντα ηρεμο ύπνο, ήταν εύκολο παιδί. Και έτσι όπως τον κοιτούσε, κατάλαβε πως την ήρεμη ψυχή την πήρε από τον μπαμπά του. Χαμογέλασε.
Ο Ανδρέας της έκανε χώρο για να βολευτεί. «Τη στιγμή που η πεθερά σου έφυγε και οι δύο ησύχασαν. Έχει κανένα μισάωρο.»
«Μπορείς να πας πίσω. Θα τα κρατήσω εγώ.» του είπε. «Και δεν είναι πεθερά μου.»
Ο Ανδρέας γέλασε απαλά, προσέχοντας να μη κάνει φασαρία. «Έχω αρκετή τρέλα και μουσικές καθημερινά που το να κάθομαι εδώ φαντάζει διακοπές.»
«Αυτό είναι που με περιμένει;» τον ρώτησε. Ταίριαξε τα κοντά μαλλάκια του μικρού και γύρισε μπροστά. Ο Ανδρέας την περίμενε, καθισμένος με τους αγκώνες του στα πόδια του. «Ατέλειωτη φασαρία και οι διακοπές να είναι μόνο όταν θα κλείνει τα μάτια του;»
«Η Μαίρη ήταν αλλιώς. Τώρα που έμαθε να μιλάει δεν βάζει γλώσσα μέσα της. Όταν αρχίσει ο μικρός να περπατάει πρέπει να έχεις γρήγορα αντανακλαστικά. Ποτέ δεν ξέρεις πότε θα φύγει από το σπίτι.»
Η Μίνα παραλίγο να τον πιστέψει. «Μου κάνεις πλάκα έτσι;»
«Όχι.» απάντησε.
«Το δικό μου παιδί δεν θέλει να βγει από τη κούνια του, βόλτα θα βγει;» ρώτησε τον εαυτό της. «Μοιάζει περισσότερο στον μπαμπά του παρά σε μένα.»
Ο Ανδρέας τη κοίταξε σοβαρός. Σκεφτόταν αυτό που είχε στο μυαλό της και εκείνη, αυτό που φόβιζε τον Μάρκο και τον κρατούσε ξύπνιο πάνω από τη κούνια του μωρού τα βράδια. «Πιστεύεις πως πέρασε στο μωρό;»
Η Μίνα και ο Μάρκος είχαν αυτή τη συζήτηση. Ή μάλλον την είχε ο Μάρκος μόνος του και μετά της είπε τις αποφάσεις του. Αν το παιδί είχε σύνδρομο Asperger θα έπρατταν νωρίς. Η Μίνα δεν ήξερε τι σήμαινε αυτό, αλλά ένα υπερβολικό σχέδιο με ειδικούς για τις κοινωνικές επαφές και τον αυτισμό ήταν στα πλάνα του Μάρκου τη στιγμή που θα βρει κάτι ανησυχητικό. Η Μίνα δεν κρατούσε τέτοια στάση. Όλα τα παιδιά είναι διαφορετικά, μπορεί απλώς να είναι λίγο ντροπαλός. Σήμερα έφτυσε τον νονό του και τον παπά που τον βάφτιζε, κάθε άλλο παρά αντικοινωνικός ήταν. Συμφώνησαν να μην πάρουν τόσο σκληρά μέτρα μέχρι να χρειαστεί. Το πολύ πολύ να μην είναι κάτι τόσο σοβαρό. Ο Μάρκος δεν το είχε αντιμετωπίσει εύκολα, αλλά είχε ξεπεράσει τις δυσκολίες. Όσον αφορά το παιδί, έκανε λες και ο μικρός Ανδρέας δεν θα μπορούσε ποτέ να αντιμετωπίσει τις δυσκολίες.
Η Μίνα κοίταξε τα χέρια της για λίγο πριν του απαντήσει. Ξέρει ότι ο Ανδρέας γνώριζε όλες τις ανησυχίες του Μάρκου. Εκείνος και η Μίνα είχαν διαφορετικές σχέσεις με τον Μάρκο και έβλεπαν διαφορετικά τα πράγματα. Όταν αντάλλαζαν απόψεις βοηθούσε ο ένας τον άλλον να καταλάβει διαφορετικές πλευρές του Μάρκου. Ήταν ωραίο που τον είχε τώρα δίπλα της.
«Δεν θέλω να βγάλω εύκολα συμπεράσματα. Είναι μικρός ακόμα, εδώ η διάγνωση μπορεί να γίνει όταν είναι ενήλικας.» του είπε. Σήκωσε τα μάτια του να τον κοιτάξει. Τον βρήκε ήδη να αναζητεί το πρόσωπό της. Της άρεσε όταν είχε την προσοχή κάποιου. Συνήθως είχε τον Μάρκο. Δεν ήταν σκέψεις για τώρα αυτές. «Αλλά ακόμη και αν έχει το σύνδρομο Asperger ο μικρός Ανδρέας, φοβάμαι πως ο Μάρκος θα πει πως φταίει εκείνος. Και δεν θέλω να γίνει κάτι τέτοιο.»
Ο Ανδρέας πέρασε το χέρι του πάνω από το δικό της. «Δεν θα γίνει. Δεν είναι κάτι κληρονομικό, όσο γνωρίζουμε. Θα μιλήσουμε μαζί στον Μάρκο.»
«Κάποιες φορές χάνει τον εαυτό του. Κλείνεται μακριά μου και νιώθω πως δεν μπορώ να του μιλήσω.»
«Όλοι χρειαζόμαστε ένα διάλειμμα από τη βαβούρα.»
Η Μίνα γέλασε χαμηλόφωνα. «Ναι, υποθέτω πως το χρειαζόμαστε.»
Δεν είχε καταλάβει πότε έπιασε απαλά το χέρι του και άρχισε να γυρνάει τη βέρα του γύρω από το δάχτυλό του. Ο Ανδρέας όμως το πρόσεξε και την άφησε, δεν τη σταμάτησε. «Αν είμαι μακριά και γίνει κάτι, μη διστάσεις να μου το πεις.»
Η Μίνα συνέχισε να πιάνει το χέρι του και ανοιγόκλεισε τα μάτια της στο σκοτάδι. Ο Ανδρέας ήταν πολύ όμορφος. Η Ελένη ήταν τυχερή. «Τι εννοείς;»
«Όταν θα φύγω από τη Θεσσαλονίκη.» της είπε. Η Μίνα έφερε στο μυαλό της το πένθος του Ανδρέα όταν ο μπαμπάς του πέθανε πριν λίγους μήνες. Από εκείνη τη μέρα και μετά, η οικογενειακή επιχείρηση με την οποία δεν είχε καμία σχέση, ξαφνικά ήταν στα χέρια του. Η Ελένη δεν πήρε τόσο εύκολα την πιθανή μετακόμισή τους σε μια μικρή πόλη χωρίς όνομα στη μέση του πουθενά. Ο Μάρκος επίσης. «Το ανέβαλα για αρκετό καιρό αλλά δεν μπορώ άλλο. Πρέπει να επιστρέψω εκεί.»
«Σε πόσο καιρό θα φύγετε;» τον ρώτησε σιγανά.
«Το έχουμε κανονίσει για να ξεκινήσουμε σε δύο εβδομάδες. Η Ελένη δεν είναι έτοιμη αλλά...αλλά θα κάνει μια προσπάθεια.»
Η ανακοίνωσή του την έπιασε απροετοίμαστη. Όταν έφυγαν από τη Θεσσαλονίκη, τα δύο ζευγάρια είχαν συναντήσεις κάθε σαββατοκύριακο είτε στη μία πόλη είτε στην άλλη, κάποιες φορές περισσότερες από μία γιατί τους βόλευε. Ήταν κοντά. Πλέον όχι τόσο, και η Μίνα θα έπρεπε να μάθει να ζει χωρίς τη βοήθεια της Ελένης και την παρουσία της σε συχνό επίπεδο. Θα έπρεπε επίσης, μαζί με τον Μάρκο, να συνηθίσουν την ιδέα πως ο Ανδρέας δεν θα σήκωνε το ηθικό στον τελευταίο στις εξόδους τους. Το τηλέφωνο δεν ήταν αρκετό. Ο Μάρκος θα έχανε από κοντά του τον καλύτερό του φίλο. Και η Μίνα ένα στήριγμά της.
«Λοιπόν, ελπίζω να φτάνουν τα δώρα του μικρού στην ώρα τους. Αν και δεν ξέρω κατά πόσο η Μαίρη θα λάβει δώρα ακριβώς στα γενέθλιά της.» είπε και καλά ως αστείο. Προσπάθησε τουλάχιστον και τον είδε να γελάει. Η πίκρα όμως τη κράτησε από το να χαμογελάσει η ίδια. «Υποθέτω αυτό βάζει πίσω τα σχέδιά μου.»
Ο Ανδρέας έμεινε με ένα μικρό χαμόγελο στα χείλη του. «Τα οποία είναι;»
Η Μίνα αμφιταλαντεύονταν με την απόφασή της εδώ και ένα χρόνο από τη στιγμή που πήρε το πτυχίο. Ήταν όμως σίγουρη πλέον, ή έτσι νόμιζε. «Σκέφτομαι να δώσω για κατατακτήριες. Στο Φυσικό.»
Ο Ανδρέας σαν να περίμενε αυτή την απάντηση χαμογέλασε περισσότερο. Τη φίλησε στο μάγουλο απαλά και η Μίνα το δέχτηκε, αν και η χαρά της ήταν μικρότερη. Ο Ανδρέας το είδε αυτό. «Και πού είναι το πρόβλημα; Έχεις τη βοήθεια της οικογένειάς σου, θα μπορείς άνετα να τα κάνεις όλα μαζί. Έτσι;»
«Και παιδί, και δουλειά και σχολή;» ρώτησε κουνώντας το κεφάλι της. «Ο Μάρκος έψαχνε μια σταθερότητα εδώ και μήνες. Τη βρήκε και το να έχει το κορίτσι του πάνω από τα βιβλία ξανά, να ξεχνάει να τρώει δεν θα είναι εύκολο.»
«Θα τα βρείτε μωρέ. Πάντα τα καταφέρνετε.»
Τα λόγια του, αν και ενθαρρυντικά, τη λύγισαν. Αυτό το «πάντα» την ανησυχούσε. «Θα αντέξει πιστεύεις ο Μάρκος τόσο πολύ;»
Ο Ανδρέας έσφιξε το χέρι της στη χούφτα του. Η Μίνα σταμάτησε να παίζει με τη βέρα του και τη κράτησε σφιχτά. «Όσο αντέξεις και εσύ τον Μάρκο.»
«Δεν έχει τίποτα να τον κρατάει μαζί μου. Εκτός από το παιδί.» του είπε. «Μπορεί να φύγει όποτε θέλει. Να επιστρέψει στη Θεσσαλονίκη. Να γυρίσει τον κόσμο όπως ήθελε. Να φύγει μακριά μου.»
Ο Ανδρέας έβγαλε ένα χαρτομάντιλο από τη τσέπη του και της το έδωσε. Μάλλον θα έτρεχε η φθηνή μάσκαρα ξανά από τα μάτια της. Σκούπισε τις ανησυχίες της και έκλεισε το χαρτί, πετώντας το στην άκρη. «Και να σε αφήσει έτσι; Έμεινε τέσσερα χρόνια με μια κοπέλα που χάθηκε στο νησί του. Δύσκολα να φύγει.»
«Τα πράγματα δεν έγιναν έτσι. Δεν χάθηκα. Ήξερα ακριβώς πού πάω. Μέχρι ένα σημείο.» του είπε και γέλασαν. Ηρέμησαν αμέσως πριν ξυπνήσουν τα παιδιά. Η Μίνα ήθελε κάτι να τον ρωτήσει, αλλά ήταν διστακτική. Εν τέλη τα κατάφερε. «Πώς τα καταφέρνετε με την Ελένη;»
Στο άκουσμα της συζύγου του, ο Ανδρέας έσκυψε κάτω χαμογελώντας. Είχαν γνωριστεί μικροί, είχαν ερωτευτεί μικροί και ο γάμος ήρθε πολύ γρήγορα. Κάτι τέτοιο είχε γίνει και με τη Μίνα και τον Μάρκο, χωρίς το γάμο. Όσο έβλεπε πως είχαν και οι δύο ανησυχίες για τις σχέσεις τους, δεν μπορούσε παρά να αναρωτηθεί αν θα άλλαζε κάτι με τον γάμο. Ίσως τίποτα.
«Κάποιες μέρες τη βλέπω και νιώθω πως δεν την αγαπάω αρκετά. Πως δεν είμαι το ίδιο ερωτευμένος πλέον. Αλλά συνεχίζω. Γιατί είναι η κοπέλα που ερωτεύτηκα πρώτη φορά και αυτή που μου έμαθε τι σημαίνει να αγαπάς και να μοιράζεσαι τη ζωή σου.» ο Ανδρέας απέφευγε τα μάτια της. Ένα κομμάτι της έλεγε πως πρόδιδε τη φίλη της γνωρίζοντας αυτές τις πληροφορίες. Ένα άλλο όμως χαιρόταν που τα άκουγε. Ο Ανδρέας την εμπιστεύτηκε για να της τα πει. Και απαντούσε σε ορισμένα δικά της ερωτήματα για το τι θα γίνει με εκείνη και το Μάρκο. Ότι θα είναι εντάξει αν σταματήσεις για λίγο. Γιατί, «Μετά βλέπω τα πόσα έχουμε καταφέρει μαζί και την ερωτεύομαι ξανά από την αρχή. Είναι αυτές οι κάποιες μέρες μόνο, που σκέφτομαι "και αν...;". Αλλά στο τέλος ξέρω πως δεν θα μπορούσα να είμαι πιο ευτυχισμένος από όσο είμαι τώρα. Θα μπορούσα αλλά δεν με κάνει κάτι να θέλω να δοκιμάσω.»
Η Μίνα έμεινε για λίγο σιωπηλή. Σε ένα συρτάρι στον διάδρομο, κλειδωμένο με ένα κλειδί κρυμμένο κάτω από το μπωλ της κουζίνας, πίσω από άλμπουμ φωτογραφιών και πίσω από τα πακέτα νικοτίνης για να κόψει το τσιγάρο η Δανάη, υπήρχε ένα κουτί. Ένα κόκκινο βελούδινο κουτί με ένα δαχτυλίδι, ιδανικά για το δάχτυλό της -το είχε δοκιμάσει- απλό, τίποτα που θα τραβούσε την προσοχή, αλλά υπέροχο, με μια μικρή πέτρα που θα μπορούσε να κρατήσει όλο της τον κόσμο. Εμφανίστηκε πριν πέντε εβδομάδες, όταν η Μίνα πείνασε -όπως πάντα- και τον ρώτησε μέσα στον ύπνο της να πάει να της πάρει μια μεγάλη τάρτα λεμονιού. Επέστρεψε με το γλυκό και ένα μικρό βελούδινο κουτί πιο βαρύς.
Και αν...; Ο Μάρκος δεν είχε κάνει κάποια κίνηση. Μάλωναν, και όταν δεν μάλωναν κοιτούσαν ο ένας τον άλλον, η Μίνα γυμνή να τον βασανίζει, ή εκείνος να παίζει το αγαπημένο του σκάκι μόνος του, ή, ή, πολλά ή. Τον ήξερε έξι χρόνια περίπου. Ίσως και ακριβώς. Τέτοια μέρα θα τον φιλούσε για πρώτη φορά δίπλα από τις στάχτες του παππού της σε ένα νησί κάτω από την πανσέληνο του Αυγούστου. Από εκείνη τη μέρα δεν αποχωρίστηκαν ούτε για λίγο. Ακόμη και όταν μάλωναν, γυρνούσαν ο ένας στον άλλον.
Αν ήταν κάποιος άλλος, σκέφτηκε, θα έμενε το ίδιο; Θα προσπαθούσε το ίδιο; Οι παράμετροι απίστευτα πολλοί και απρόβλεπτοι αλλά η Μίνα αναρωτήθηκε τι θα γινόταν αν στη θέση του Μάρκου ήταν κάποιος άλλος. Κάποιος που θα το έκανε ποιο εύκολο.
Ο Ανδρέας και η Ελένη είχαν το εύκολο. Το απλό. Η Μίνα έπεσε αμέσως στα βαθιά. Άραγε θα ήταν διαφορετικά τα πράγματα;
«Αν σου δινόταν η ευκαιρία να ξεφύγεις όμως, θα το έκανες;» τον ρώτησε σιγανά.
Ο Ανδρέας φάνηκε να ξαφνιάζεται στην αρχή από την ερώτηση, πριν τα φρύδια του ενωθούν σε σκέψη και χαθεί για λίγο στο μυαλό του. «Δεν ξέρω, Μίνα.»
Ψάχνοντας για αιτία στην ερώτησή της, γύρισε να τη κοιτάξει. Η Μίνα σκέφτηκε να φύγει όταν άφησε το χέρι της απότομα, αλλά έμεινε. Σαν να διάβαζαν ο ένας τη σκέψη του άλλου, πλησίασαν τα πρόσωπά τους. Ήταν λάθος, λάθος, λάθος, σωσ-
Τη φίλησε και η Μίνα άθελά της έκλεισε τα μάτια. Ήταν κάτι απαλό και γλυκό, κράτησε λίγο, αλλά ήταν αρκετό για να τη κάνει να θέλει να χαμογελάσει. Σε μια άλλη ζωή, αυτός ο άνδρας με μια τέτοια κίνηση θα την έκανε να γελάει από ντροπή. Δεν υπήρχε τίποτα περίπλοκο μέσα του, τίποτα δύσκολο στην αγάπη του. Σε μια άλλη ζωή, θα μπορούσε να τον ερωτευτεί δίχως τέλμα και να τον αγαπήσει σαν τρελή. Σε μια άλλη ζωή.
Αλλά κατάλαβε πως το «και αν...;» δεν υπήρχε στην δική της πραγματικότητα. Το φιλί απέδειξε πως η Μίνα ήθελε το δύσκολο, το περίπλοκο, τον μεγάλο δρόμο. Τα είχε καταφέρει. Και το είχε προσπαθήσει αρκετά. Και της άρεσε. Και θα ήθελε να έχει τον Μάρκο δίπλα της για να προσπαθεί για πάντα.
«Λοιπόν;» τη ρώτησε ψιθυρίζοντας. «Ένιωσες τίποτα που θα σε έκανε να αλλάξεις γνώμη;»
Η Μίνα κούνησε το κεφάλι της αρνητικά. «Νομίζω πως είμαι εκεί που πρέπει. Εσύ;»
Ο Ανδρέας απομακρύνθηκε, ένα πλαϊνό μικρό χαμόγελο να εμφανίζεται μόλις ξυπνούσε η μικρή στα καθίσματα. Το κεφαλάκι της βγήκε πάνω από τις θέσεις και έψαχνε γνωστά πρόσωπα γύρω της. Μόλις είδε τον μπαμπά της, ξάπλωσε πίσω και πάλι.
«Και εγώ το ίδιο.»
Εκείνο το βράδυ και αφού ο μικρός Ανδρέας είχε τραβήξει και άλλο μέρος της ενέργειάς της μαζί με το στήθος της, πλύθηκε και άλλαξε στις πιτζάμες της. Προχώρησε με ελαφρά βήματα στον διάδρομο και άνοιξε το συρτάρι με το κλειδί. Ναι, ήταν τέλειο.
Ο Μάρκος είχε ξαπλώσει χωρίς να φοράει τίποτα, όπως του είχε ζητήσει. Οι ορέξεις της έφταναν στον Θεό που δεν πίστευε αλλά αναγνώριζε για την πίστη άλλων και ο άνδρας που αγαπούσε έπρεπε να υποστεί τις συνέπειες. Ήξερε πως θα το πλήρωνε το πρωί, πριν ο Μάρκος σηκωθεί για τη δουλειά. Είχε βάλει το ξυπνητήρι του πιο νωρίς κατά μία ώρα. Έτσι έκανε. Όλα μέσα στο πρόγραμμα. Εκπλήξεις και κόλπα που την έπιαναν απροετοίμαστη ακόμη και τώρα.
«Γιατί με κοιτάς έτσι;» τη ρώτησε σιγανά.
Η Μίνα τον πλησίασε σηκώνοντας το νυχτικό της, το μικρό δαχτυλίδι να κρύβεται στη χούφτα της. «Πώς;»
Ο Μάρκος τη σκέπασε με τη κουβέρτα και τη φίλησε απαλά. «Σαν να πήρες τη μεγαλύτερη απόφαση της ζωής σου.»
«Παντρέψου με.»
Οι εκπλήξεις δεν ήταν οι αγαπημένες του. Αυτή ίσως και να ήταν. «Συγνώμη, τι;»
Η Μίνα σήκωσε το δαχτυλίδι μπροστά του και του έκλεισε το μάτι. «Σου υπόσχομαι μια ζωή γεμάτη...δεν ξέρω. Ξέρεις εσύ;»
«Αυτό ήταν κρυμμένο.» είπε, απογοήτευση στα μάτια του. Πήγε να το πάρει μακριά αλλά η Μίνα τράβηξε το χέρι της. «Μίνα.»
«Μάρκο, θα με παντρευτείς; Ναι ή όχι; Σκέψου γρήγορα.»
«Ναι.»
«Ευτυχώς αλλιώς αυτή θα ήταν μια άβολη στιγμή για σένα.»
Ο Μάρκος χαμογέλασε αχνά κοιτάζοντάς τη να φοράει το δαχτυλίδι. Τη κοιτούσε με λατρεία και φίλησε το χέρι της και φιλήσει τον λαιμό της. Η Μίνα τον αγκάλιασε και δεν τον άφησε να φύγει το πρωί για τη δουλειά. Το ξυπνητήρι χτύπησε αλλά εκείνος ήταν απασχολημένος.
Ο ψυχολόγος της άλλαξε πάλι σκελετό στα γυαλιά του. Είχε επιλέξει έναν ανοιχτό τόνο του μωβ γύρω από τους τετράγωνους φακούς του, χρώμα που ταίριαζε υπέροχα με το λιλά πουκάμισο που φορούσε σήμερα. Τα νέα για το νέο μωρό στην οικογένειά του έκαναν τον Φίλιππο να τρέξει και να αγοράσει όχι μόνο ένα, αλλά δύο ζευγάρια από το άγχος του. Η Ήβη δεν ήταν ειδικός ή κάτι τέτοιο αλλά πίστευε πως ο άνδρας μπροστά της είχε εθιστεί με τα χρόνια στις αγορές. Ίσως ήταν απαραίτητο να πάει και αυτός σε κάποιον να τον κοιτάξει.
Είχε απλώσει τα χαρτιά του και τη κοιτούσε. Αυτή τη φορά δεν ήταν όρθια να περπατάει γύρω γύρω στο δωμάτιο, αλλά η Ήβη είχε επιλέξει μια θέση απέναντί του. Η άβολη στιγμή είχε φτάσει με εκείνη να τον έχει εκνευρίσει για τις επιλογές της και εκείνη να μη ξέρει ποιον να πρωτοδιώξει.
«Μία ώρα,» είπε χαμηλόφωνα ο άνδρας, «και δεν σου αρέσει κανένας;»
Η Ήβη έκλεισε και τον τελευταίο φάκελο και τον άφησε στο γραφείο. Είχε μαζέψει ό,τι πληροφορία μπορούσε για τα ονόματα που της είχε δώσει, με τη βοήθεια του Google. Ο Φίλιππος δούλεψε σκληρά για τρεις μέρες να καταγράψει όλα τα κουτσομπολιά για αυτούς. Τρεις γυναίκες, πέντε άνδρες, έναν για να επιλέξει. Στην Ήβη δεν άρεσε κανένας. «Κανείς δεν με κάνει να τον εμπιστευτώ.»
Ο ψυχολόγος της και εκείνη ξόδεψαν τη μία ώρα που διαρκούσε η συνεδρία τους συζητώντας αυτά τα οχτώ άτομα. Οχτώ υποψήφιοι ψυχολόγοι, φίλοι του Φιλίππου και μη, για να διαλέξει και να κλείσει ραντεβού όταν πάει στη Σκωτία. Ήταν σημαντικό για εκείνη να ξέρει πριν πάει ποιος θα είναι ο άνθρωπος που θα την ακολουθεί για τον επόμενο ενάμιση χρόνο του μεταπτυχιακού της, κάποιος αρκετά έμπιστος στον ήδη ψυχολόγο της αλλά και κάποιον με τον οποίο η Ήβη θα ένιωθε άνετα. Μια ιδέα ήταν να συνεχίσουν τις συνεδρίες τους μέσω βιντεοκλήσης, αλλά η κοπέλα αρνήθηκε. Προτιμούσε το πρόσωπο με πρόσωπο, αν τριγυρνούσε με το λάπτοπ αγκαλιά μέσα στο σπίτι μπορεί να έχανε το σήμα, να εκνευριζόταν, να ξεχνούσε την ύπαρξη του άλλου. Άρα έμενε μία επιλογή.
Θα ξεκινούσε πάλι από την αρχή.
Σήκωσε τα γυαλιά του για να κάθονται καλύτερα στη μύτη του. Η Ήβη είχε συνηθίσει στους φακούς επαφής και κατάλαβε τον μικρό πόνο στη ράχη της μύτης του, εκεί που τώρα υπήρχε ένα κόκκινο σημάδι. Υπέθεσε πως το νέο μωρό πιθανότατα να καταστρέψει κάποιο από τα ζευγάρια γυαλιών του. Άραγε για αυτό πήρε δύο;
«Ακόμη και εκείνη με...πώς το έλεγε;» έψαξε μέσα στα χαρτιά του μέχρι να βρει το ιδανικό. «Α! Εκείνη που κάνει stand up comedy σε μπαρ για λεσβίες;»
Η Ήβη σήκωσε όλους τους φακέλους και έβγαλε αυτόν που της ζήτησε. Ετών 56, λεσβία και η ίδια, με αρκετά πτυχία για να θαφτεί από κάτω. «Αν θυμάσαι, ήρθε υπάρχουν τρεις καταγγελίες για δημόσια ούρηση στο όνομά της.»
«Μπορεί να έσκαγε η φούσκα της.»
«Αρκεί να μη σκάσει πάνω μου.» απάντησε. Κοίταξε καλύτερα το 34χρονο με καταγωγή από την Ιρλανδία και σήκωσε τη φωτογραφία του. «Αυτός όμως...είναι μια πιθανή επιλογή.»
Ο Φίλιππος στριφογύρισε τα μάτια του. «Εγώ είμαι καλύτερος από αυτόν. Σου είπα για τότε σε ένα συνέδριο στη Γερμανία σχετικά με το Asperger που λιποθύμησε στη σκηνή; Τελικά ήταν από-»
«-αρκετή δόση κοκαΐνη, ναι το θυμάμαι. Αλλά τώρα είναι καθαρός εδώ και αρκετό καιρό. Και ξέρει να μη μοιράζεται πράγματα με αγνώστους.» του έκανε νόημα σχετικά με την ανάγκη του για νέα ντουλάπα και βάψιμο στους τοίχους, λες και ήταν δύο καλοί φίλοι. «Μ'αρέσει να δίνω δεύτερες ευκαιρίες στους ανθρώπους.»
Ο Φίλιππος δεν έχασε ευκαιρία. «Όπως έκανες με τον πατέρα σου;»
Η Ήβη ένευσε θετικά. «Εντάξει, προσπαθώ. Σαν τον Fred από την Ιρλανδία.»
Είχαν περάσει μόλις δύο εβδομάδες από τότε που έφυγε από το νησί και τον είδε για τελευταία φορά. Πριν φύγει, του ζήτησε μια χάρη: να κρατήσουν επαφή. Είναι μέρες που τηλεφωνούν ο ένας στον άλλον και μιλούν για λίγα λεπτά ή για ώρες ολόκληρες. Και μετά είναι μέρες σαν τη σημερινή που δεν υπάρχει καθόλου επαφή.
Πρόσεχε καλά τον εαυτό της. Αυτό για την Ήβη σήμαινε να μην «κολλάει» πολύ. Δεν ήθελε η απογοήτευση να τη χτυπήσει λίγο πριν κάνει το μεγάλο βήμα και ταξιδέψει στο εξωτερικό. Κρατούσε μια απόσταση αλλά όχι αρκετή για να τον κάνει να φύγει ξανά. Ο μπαμπάς ήταν ήταν σαν εκείνη, κλειστός και απόμακρος μέχρι να νιώσει άνετα. Και μετά, στο άκουσμα της πληγής, ο πόνος κρατούσε για χρόνια. Δεν ήθελε να συμβεί κάτι τέτοιο ξανά. Μικρά βήματα, έλεγε ο Φίλιππος καταλαβαίνοντας πως η ασθενής του ήθελε να έχει σύνδεση με τον Μάρκο, αλλά φοβόταν μη την πληγώσει ξανά. Τότε ήταν ένα μικρό παιδί, τώρα ολόκληρη γυναίκα. Αλλά ήξερε πως θα πονούσε το ίδιο.
Η Μίνα δεν είχε μάθει τίποτα. Η Ήβη σχετικά με το ταξίδι της δεν είχε αναφέρει ποτέ το όνομα του πατέρα της στο πρόσωπο του ψαρά που τη βοήθησε την πρώτη μέρα και τους έδωσε το σπίτι του για να μείνει με τον Αχιλλέα. Δεν είχε πει ψέματα για κάτι...απλώς είχε κρύψει λίγη από την αλήθεια. Δεν ήξερε πώς θα το έπαιρνε η μητέρα της, πόσο μάλλον η υπόλοιπη οικογένεια. Ποια θα ήταν η αντίδρασή σου αν μάθαινες πως μέχρι τη τελευταία της πνοή, μια Ευανθία βοηθούσε τον πρώην σύζυγό σου και πατέρα τον παιδιών σου για να σηκωθεί στα πόδια του μακριά σου;
Καλά ή κακά, η Μίνα όμως δεν θα το μάθαινε ποτέ, εκτός και αν χρειαζόταν. Η Ήβη ας έφευγε για τη Σκωτία πρώτα...και μετά θα έβλεπαν.
«Και με τον Αχιλλέα;» τη ρώτησε ο ψυχολόγος.
Η Ήβη κοίταξε το ρολόι της. «Νομίζω πως δεν έχουμε χρόνο.»
«Νομίζω πως μου ξόδεψες μια συνεδρία σε ασήμαντα θέματα για να μη χρειαστεί να αντιμετωπίσεις τη συγκεκριμένη ερώτηση.» είπε και διάβασε τις σκέψεις της. «Λοιπόν;»
«Λοιπόν, αν εννοείς το φυτό, ήπια μια φορά σαν τσάι όταν μου ήρθε περίοδος πριν πέντε μέρες, αρκετά ηρεμιστικό. Με έκανε να κοιμηθώ όμορφα, χωρίς όνειρα ή εφιάλτες.» απάντησε. Το φυτό ήρθε στα χέρια της για πρώτη φορά από τη Δώρα και τη μάνα της. Η Δώρα πίστευε πως ήταν κάποιο μέσο για να τη βγάλει εκτός ζωής και εκείνη, η Ήβη και η Άννα αποφάσισαν να πιούν μαζί λίγο για να δουν τις αντιδράσεις. Η απογοήτευση στο πρόσωπο της Δώρας όταν κατάλαβε πως όλες ζούσαν ήταν μεγάλη, σαν το ψέμα ότι η μητέρα της θέλει μόνο το καλό της. Τώρα η Δώρα θα έπρεπε να το παίξει καλή Νυμφαδώρα όταν θα έρχονταν η οικογένειά της από το εξωτερικό.
Ο Φίλιππος κατάλαβε πως η Ήβη θα απέφευγε το θέμα μέχρι να μην μπορεί να μιλήσει και αποφάσισε να το αφήσει. «Πώς τα πας με τον ύπνο σου;»
Α, άλλο ένα εξαίρετο θέμα. «Ίσως δεν φταίει η Αχιλλέα σαν ηρεμιστικό σε αυτό, αλλά έχω σταματήσει να βλέπω πολλούς εφιάλτες. Ή όνειρα. Ή να ξυπνάω αρκετές φορές, χθες δεν ξύπνησα καθόλου.»
«Και όταν βλέπεις, συνεχίζεις να φοβάσαι;»
Ναι. «Δεν ξέρω γιατί.»
«Θες να το περιγράψεις ξανά;»
Η Ήβη έκλεισε τα μάτια της για μια στιγμή. Το ίδιο όνειρο, το έβλεπε συχνά τα τελευταία χρόνια. Αλλά κάθε φορά που του το έλεγε, κάτι είχε να προσθέσει, κάτι να αλλάξει, σαν να είχε δει τη συνέχεια και μια αιτία που δεν αναγνώρισε στην αρχή. «Τη τελευταία φορά που το είδα, ξεκίνησε με αίμα. Μια κόκκινη κορδέλα στο πάτωμα και έναν πόνο. Μετά σκοτάδι. Και στη συνέχεια να τρέχω σε ένα λιβάδι προς έναν ξαπλωμένο άνδρα. Τον ήξερα αλλά όταν ξυπνούσα δεν μπορούσα να θυμηθώ το πρόσωπό του.»
«Η κόκκινη κορδέλα είναι κάτι καινούριο.» παρατήρησε. Ο ψυχολόγος της είχε πάρει την ίδια στάση που έπαιρνε όταν το έπαιζε επαγγελματίας, τη κοιτούσε με τα δάχτυλα μπλεγμένα και σαν να προσπαθούσε να μπει στο μυαλό της όπως ο Καθηγητής Χ από τους X-Men. «Είπες αυτόματα πως συμβολίζει το αίμα. Γιατί;»
Η Ήβη ανοιγόκλεισε τα μάτια της προσπαθώντας να κάνει τη σύνδεση. Στο όνειρο κρύωνε αλλά δεν το ένιωθε όταν έπεφτε το σκοτάδι. Είχε σημασία αυτό; «Δεν ξέρω.»
«Συνεχίζεις να πίνεις το τσάι με Αχιλλέα;»
«Όχι, δεν είμαι χαζή. Το ψάξαμε στο Google πριν το δοκιμάσουμε με τις φίλες μου. Έλεγε πως δεν πρέπει να καταναλώνεται συχνά γιατί είναι ένα αρκετά δυνατό φυτό, αλλά θεωρείται αρχαίο βάλσαμο για τις πληγές.» τον ενημέρωσε. Δεν φάνηκε ο Φίλιππος να ενδιαφέρεται για αυτό, αλλά η Ήβη συνέχισε. «Υπέροχο πάντως, να το δοκιμάσεις να σου φύγουν τα νεύρα.»
«Τα νεύρα είναι για το παιδί όχι για-βλέπω πού το πας. Σε ξέρω μια ζωή Ήβη, δεν θα μου πάρεις τη δουλειά. Πρέπει να πληρώνομαι.»
Η Ήβη σήκωσε ένα ξανθό φρύδι. «Νόμιζα πως σταματήσαμε να σε πληρώνουμε από μια στιγμή και μετά. Είχες πει κάτι του τύπου "Είμαστε φίλοι τώρα, δεν χρειάζεται".»
«Τώρα που μου το θύμισες,» έσκυψε πάνω από το γραφείο, «άσε κάτι στη Βάσω έξω.» είπε ψιθυρίζοντας το όνομα της γραμματέας του. «Είναι δύσκολες εποχές μικρή, χρειάζονται βάψιμο οι τοίχοι.»
Ευτυχώς η Μίνα γέμισε τον λογαριασμό της προχθές. «Τι θα κερδίσω σε αντάλλαγμα;»
Ο Φίλιππος έβγαλε τα γυαλιά του και έτριψε τα μάτια του. Είχε περάσει αρκετά η ώρα, το επόμενο ραντεβού του τον περίμενε έξω από την πόρτα. «Θα έρθεις ξανά σε λίγες μέρες για μια δωρεάν συνεδρία. Μπορεί να ξέφυγες σήμερα αλλά όχι ξανά. Θα σε δω πριν φύγεις για Σκωτία.»
«Δεν προλαβαίνω-»
«Αυτά τα ψέματα στη μαμά σου, ξέρω πως έχεις ξεπαστρέψει τέσσερα βιβλία αυτή την εβδομάδα.» σημείωσε κάτι στην ατζέντα του και μάζεψε τα χαρτιά από το γραφείο. Της τα έδωσε με ένα βλέμμα νίκης στο πρόσωπό του. Η Ήβη συγχύστηκε αλλά ήξερε πως ο ψυχολόγος της το έκανε επίτηδες. «Άντε στο καλό και καλή επιτυχία.»
Η Ήβη θυμήθηκε γιατί της ευχόταν και δεν ανυπομονούσε καθόλου. «Θα ενημερώσω.» πήρε τα χαρτιά και έφυγε.
Όπως υποσχέθηκε, πλήρωσε έξω στη Βάσω το μερίδιό της, λίγο πριν μπει το επόμενο ραντεβού του Φιλίππου μέσα. Κατέβηκε γρήγορα τις σκάλες και μόλις βγήκε από την πολυκατοικία, το κύμα ζέστης του Ιουλίου λίγο πριν μπει ο Αύγουστος, τη χτύπησε. Ευτυχώς φορούσε άνετα ρούχα. Δεν θα άντεχε για πολύ την αίσθηση του ρούχου πάνω της.
Βρήκε τις φίλες της να μαλώνουν για άλλη μια φορά έξω από τη καφετέρια της διπλανής πολυκατοικίας. Η Δώρα, έχοντας ήδη πάρει χρωμοσαμπουάν για να ετοιμάσει τα μαλλιά της για τις επερχόμενες υποτιθέμενες διακοπές τους, έκανε πειράματα με πορτοκαλί και μωβ. Από δίπλα της, η ξανθιά Άννα δεν ταίριαζε καθόλου στην εικόνα, με μαυρισμένο σώμα και ένα πράσινο αέρινο φόρεμα που δεν άγγιζε πολύ τα εγκαύματά της. Την εικόνα ολοκλήρωσε η χλωμή Ήβη, με τις μπούκλες της πιασμένες με δύο μπλε κορδέλες και μια κίτρινη σαλοπέτα να ταιριάζει με τα πράσινα παπούτσια της. Ήταν μια φυσιολογική έξοδός τους, ή τουλάχιστον πορεία μέχρι το σπίτι της. Δεν καταλάβαινε γιατί τις κοιτούσαν πάλι περίεργα οι περαστικοί.
Αιτία του καβγά τους όπως άκουσε από μακριά, το μέρος των διακοπών τους. Επιχειρήματα όπως εκεί θα είναι φθηνά, αλλά εκεί έχει καλύτερο φαγητό, ναι αλλά άκουσα πως οι όμορφοι ναυαγοσώστες είναι αλλού και εσύ έχεις γκόμενο, και εσύ το ίδιο αλλά μια χαράς κοιτάς! έρχονταν και έφευγαν δίχως τελειωμό. Η Ήβη ήθελε απλώς να φύγει για λίγες μέρες μαζί τους, να απολαύσει τις τελευταίες ώρες που είχαν μαζί πριν ανεβεί στο αεροπλάνο. Το πού θα ήταν δεν την ένοιαζε, αρκεί να μην ήταν μακριά, τα μεγάλα ταξίδια τα απέφευγε πλέον.
Με εξαίρεση το πολύ μεγάλο που κάθε φορά που έρχονταν στη σκέψη της την άγχωνε.
«Κρήτη.» έλεγε η Δώρα.
«Για τα Γαϊδουρονήσια; Δεν σφάξανε!» απαντούσε η Άννα. «Ζάκυνθος.»
«Τα γαϊδούρια δεν σου αρέσουν αλλά θες να πέσεις στο Ναυάγιο. Από τη μία τάση αυτοκτονίας στην άλλη πας.» η Δώρα γύρισε προς την Ήβη μόλις τις έφτασε. «Χωρίς παρεξήγηση Ηβάκι.»
«Κανένα πρόβλημα, συνέχισε.»
Η Ήβη μπήκε ανάμεσά τους και οι δύο κοπέλες τη φίλησαν στο μάγουλο και από τις δύο πλευρές. Αγκαζέ, ξεκίνησαν να περπατάνε προς το σπίτι της, μια διαδρομή μισής και κάτι ώρας με τα πόδια. Θα άκουγε για τόση ώρα τη Δώρα και την Άννα να ανταλλάσσουν άλογες απόψεις για τις τρεις μέρες που θα περάσουν μαζί σε ένα μέρος. Αλλά της άρεσε να τις ακούει. Να τις έχει κοντά της όσο μπορεί.
Κάνει λες και ήρθε το τέλος του κόσμου. Ε η Σκωτία θα μπορούσε να είναι.
Είχαν συμφωνήσει να φύγουν για λίγο καιρό μαζί. Οι διακοπές τους ήταν σπάνιες, περιορίζονταν στη Χαλκιδική και ενίοτε σε κανένα πρόγραμμα χαλαρής ορειβασίας στο Βέρμιο. Καμιά τους συνήθως δεν είχε χρόνο για κάτι τέτοιο, και οι τρεις περνούσαν τα καλοκαίρια τους με βιβλία στο χέρι. Η Ήβη να κάνει επανάληψη τις σημειώσεις της, η Δώρα να μαθαίνει Ιταλικά και να βρίζει στα Κορεάτικα, η Άννα να μαθαίνει για τις νέες τάσεις της μόδας.
Τώρα τους δόθηκε η ευκαιρία. Η Άννα και η Ήβη είχαν τελειώσει με τις υποχρεώσεις, σχολή και απειλητικά μηνύματα σε καθηγητές. Και η Δώρα, είχε αρχίσει να παίρνει μεγαλύτερο εισόδημα από τη νέα συμφωνία με τους γονείς της, ο Σεπτέμβρης δεν θα ήταν εμπόδιο για εκείνη. Οπότε, τι τους κρατούσε από το να μην εκμεταλλευτούν τις τελευταίες μέρες φυσικής επαφής τους;
Τα εγκαύματα της Άννας και η απέχθεια της Ήβης για τα αγγίγματα, αλλά αυτά ήταν λεπτομέρειες.
«Και αν το κάνουμε στη στεριά;» άκουσε τη Δώρα να ρωτάει όταν πέρασαν την όγδοη στάση λεωφορείων. Άλλες πέντε και θα ήταν ελεύθερη. «Θα μπορούσαμε να πάμε στα Ζαγοροχώρια. Ή ακόμη καλύτερα, Αλεξανδρούπολη.»
Η Ήβη είδε την απάντηση της Άννας να έρχεται πριν η κοπέλα ανοίξει το στόμα της. «Δεν είναι καν στο ίδιο βεληνεκές Νυμφαδώρα. Και ποιος πάει στη στεριά το καλοκαίρι της Ελλάδας;»
«Εμείς.» απάντησαν η Δώρα με την Ήβη.
Η Άννα μόρφασε στη συμφωνία για την αντίθεσή της και δεν ήθελε ούτε να τις κοιτάζει. «Τουλάχιστον τα Χριστούγεννα θα πάμε στη Σκωτία. Έτσι;»
Η Ήβη απέφυγε το βλέμμα της. «Ε ναι.»
«Σε ένα ωραίο σπίτι...» είπε σιγανά η Δώρα στο αυτί της.
«Με μια βιβλιοθήκη και αρκετό χώρο για σεξ-»
Η Ήβη σήκωσε το βλέμμα της απειλητικά προς την Άννα. «Είναι αρραβωνιασμένος.»
«Έδωσε το δαχτυλίδι;» ρώτησε η Άννα.
«Όχι αλλά-»
«Ο Ερμής είναι ένας τεράστιος βλάκας, αν με ρωτάτε.» είπε η Δώρα, που δεν τη ρώτησε κανείς. «Θα έρθει για πρώτη φορά στην Ελλάδα μετά από τόσο καιρό και αντί να ξανασμίξει με το Ηβάκι μας, θα παντρευτεί μια...μια...»
Η Άννα τη βοήθησε. «Μια τριτοδεύτερη. Τι όνομα είναι το Astrid όταν έχεις μια Ήβη;»
«Και! Και, τι κοπέλα έχουμε ε; Σαν τα κρύα τα νερά, να τσουτσουριάσει ο κώλος του μόλις σε δει! Ενώ η άλλη, είμαι σίγουρη πως της πέφτει το βυζί.»
«Ε μα ναι, έτσι γίνεται με όλες δεν συμπαθούμε.»
Η Δώρα κοίταξε την Άννα όλο νόημα. «Μωρέ φίλη, έχεις κρατήσει το δηλητήριο του παππού σου;»
«Ναι.» χαμογέλασε η Άννα. «Αλλά έλεγα κάτι πιο δραστικό. Αν του το ζητήσω, ο μπαμπάς θα βρει έναν χασάπη να της κόψει το κεφάλι.»
«Και θα πιούμε το αίμα της;»
«Αυτό είναι αηδία Δώρα. Φυσικά και ναι.»
«Φτάνει!» φώναξε. Η Ήβη είχε ακούσει τις δυο τους να λένε και να λένε για την άγνωστη κοπέλα από τότε που τους το ξεφούρνισε. Η επιστροφή του Ερμή σε λίγες μέρες έβγαλε τον χειρότερό τους εαυτό. Η Ήβη μέτρησε, τρεις, τις υπόλοιπες στάσεις. Άντε να γίνουν μία. «Είμαστε μόνο φίλοι. Σταματήστε. Η κοπέλα είναι αρκετά καλή και...»
Η Άννα κοίταξε μέσα στο μυαλό της. «Και μας έχεις πει καλύτερα ψέματα. Όπως τότε που δεν ήσασταν μαζί ενώ ήσασταν.»
«Απλώς έκρυψα την αλήθεια.»
«Και πώς πήγε αυτό για σένα;»
Όχι καλά.
Η Άννα και η Δώρα πάντα ήξεραν για τον Ερμή. Είτε τα είχαν είτε όχι, ήξεραν την παρουσία του στη ζωή της. Την έβλεπαν στο πρόσωπό της. Παραλίγο να χάσει την Άννα με αυτή τη σχέση και όχι από λάθος δικό της ή της Ήβης, αλλά επειδή οι συγκυρίες στις φιλίες των δύο κοριτσιών δεν ταίριαξαν. Ο φίλος της Ήβης ήταν κρυφά με τη φίλη της Άννας, πληγώνοντας παράλληλα έναν από τους κοντινούς της ανθρώπους.
Τον Αχιλλέα.
Αχ, ο Αχιλλέας.
«Θα είμαστε μόνο φίλοι. Τον ευχαριστώ που θα με φιλοξενήσει μέχρι να βρω κάτι δικό μου, αλλά μέχρι εκεί.» τους είπε αποφασιστικά. «Είναι ερωτευμένος με άλλη.»
Αυτό το τσούξιμο στο στήθος, ναι το προσπερνούσε πού και πού.
Η Δώρα τη φίλησε απαλά στον ώμο και η Άννα χάιδεψε πίσω τις μπούκλες της. Οι δύο φίλες πάντα ήξεραν. Μπορεί να μη τους έλεγε τίποτα, αλλά πάντα ήξεραν. Τα τόσα που τους είχε κρύψει και έβλεπαν φανερά στα μάτια της. Όντως τους έλεγε ψέματα. Και όπως της είπε κάποιος, έλεγε ψέματα και στον ίδιο της τον εαυτό.
«Δεν θα της δώσει το δαχτυλίδι Ηβάκι.» της είπε η Άννα στη τελευταία στάση. Είχαν φτάσει. Από εκεί οι φίλες της θα έπαιρναν το λεωφορείο για τον γυρισμό. «Δεν έρχεται εδώ για να της κάνει πρόταση γάμου με Ελληνικό φόντο.»
«Σίγουρα δεν έρχεται για μία ξέρετε-ποια.» μίλησε με υπονοούμενο η Δώρα. Η Ήβη το αγνόησε, δεν είχε καμία σχέση με αυτή και ήλπιζε και ο Ερμής να μη τη κάνει να έχει. «Ξεκινάει από Σ, τελειώνει σε α, έχει πράσινα μάτια-»
«Όλες το καταλάβαμε, ευχαριστούμε.» τη διέκοψε η Άννα με ένα απότομο βλέμμα. Η Ήβη και η Άννα αν συμφωνούσαν σε κάτι, ήταν ότι δεν ήθελαν να μιλάνε για την Σ.. Ποτέ.
Η Ήβη ήθελε να το πιστέψει αλλά δεν μπορούσε. «Δεν έχει σημασία.»
«Έχει όταν ο τύπος αποφασίζει να έρθει για να φύγεις μαζί του ώστε το πρώτο σου μεγάλο ταξίδι να είναι ομαλό.» της είπε η Δώρα. Κοίταξε την ώρα, το λεωφορείο θα ήταν σε λίγο εκεί. Η Δώρα τη φίλησε πεταχτά στο μάγουλο. «Κράτα μας ενήμερες για σήμερα!»
Η Άννα την αγκάλιασε απαλά για να μην πιέσει τα εγκαύματά της και απομακρύνθηκε γρήγορα. «Και να θυμάσαι, ό,τι λύνεται με μαχαίρι, μετά θέλει χλωρίνη!»
«Δεν θα σκοτώσω κανέναν.» τους υποσχέθηκε.
«Εσύ όχι, η κυρα-Μίνα και η Δανάη, ίσως.» γέλασε η Δώρα. Η Ήβη συμφώνησε σιωπηλά σε αυτή την πιθανότητα.
«Θα γίνει -απλώς όχι σήμερα.» τους είπε. «Αλλαγή σχεδίων βλέπετε. Θα σας κρατήσω ενήμερες.»
Γύρισε στο σπίτι με βαριά βήματα. Ήλπιζε να είχε δίκιο και όντως να υπήρχε αλλαγή σχεδίων. Αν άνοιγε την πόρτα, η μαμά της θα ήταν ήρεμη στη θέση της και η Δανάη να καπνίζει στο δωμάτιό της. Έβαλε το αυτί της στην πόρτα και προσπάθησε να ακούσει. Ωραία, δεν έπεφταν ποτήρια. Άρα είχε γίνει αλλαγή σχεδίων;
«Ήβη, σε περιμέναμε μωρό μου! Αυτό το συνήθειό σου να είσαι πάντα στην ώρα σου, κακό, να το κοιτάξουμε γλυκό μου.»
Οι λέξεις της μαμάς της έβγαιναν γρήγορες όταν πέρασε το κατώφλι του σπιτιού της. Πήρε από τα χέρια της τη τούρτα που θυμήθηκε να αγοράσει τη τελευταία στιγμή και έσυρε τη γλώσσα της πάνω από τα χείλη μόλις είδε ότι ήταν λεμονόπιτα. Με τη Μίνα δεν συμφωνούσαν σε πολλά πράγματα, αλλά στο γλυκό ήταν ίδιες.
«Θα προσέχω την επόμενη φορά να αργώ λίγο παραπάνω αν σε πιάνω απροετοίμαστη.» της απάντησε. Έψαξε μέσα στο σπίτι για μια αθέμιτη παρουσία. Χαιρέτησε διακριτικά τον Ιάσονα που καθόταν έξω στο μπαλκόνι με τη Νίνα, η αδελφή της φανερά χαρούμενη στη θέση της. Η Ήβη ακολούθησε τη μαμά της στη κουζίνα τη στιγμή που έκοβε ένα κομμάτι γλυκού για τις δυο τους πριν της ξεπαστρέψουν οι άλλοι. «Δεν ήρθε;»
Η Μίνα της πέρασε ένα κουτάλι στο χέρι και έσκυψε κοντά της. «Σου είπα, αλλαγή σχεδίων.»
Η Ήβη σχεδόν χαμογέλασε σε αυτή την εξέλιξη. Η κρέμα έλιωσε στη γλώσσα της με τη γνωστή γεύση του λεμονιού να τη γεμίζει ευχάριστα. «Δηλαδή, ξεμπερδέψαμε;»
«Τι να σου πω μωρό μου, ξέρεις τον αδελφό σου, περίεργος άνθρωπος.» της απάντησε. «Μεταξύ μας όμως, άναψα ένα κεράκι να μη γυρίσει ξανά το φίδι. Πριν πας σε νησιά και βουνά της Σκωτίας, άναψε κανένα και εσύ. Μπας και πιάσει καλύτερα.»
Έγλειψε το κουτάλι της και βοήθησε τη Μίνα να πλύνει τα αποδεικτικά στοιχεία. «Λες να πιάσει;»
Η Μίνα ανασήκωσε τους ώμους της. «Είναι ή αυτό ή το βουντού της Σόνιας από κάτω. Διάλεξε.»
Εντάξει, θα πήγαινε στην εκκλησία.
«Μαμά, τώρα που το θυμήθηκα.»
Η Ήβη είδε τη μαμά της να σκουπίζει γρήγορα τα μικρά κουτάλια λίγο πριν η πόρτα ανοίξει και εμφανιστεί η Δανάη. Η γιαγιά της τους προσπέρασε και βγήκε έξω, περιμένοντας το φαγητό. Μεγάλη πρόοδος τις μέρες αυτές. «Νόμιζα πως τίποτα δεν έφευγε από το μυαλό σου μικρή.»
Απέφυγε το γεγονός ότι οι σκέψεις της είχαν αποθηκευμένα και τα εννιά ψηφία του τηλεφώνου του μπαμπά της, και συνέχισε. «Ίσως είμαι αδιάκριτη, αλλά από πού ξέρεις τον κύριο Ανδρέα;»
«Συγνώμη;»
Την έπιασε απροετοίμαστη. Της είχαν ξαναπεί πως οι ερωτήσεις -φλασιές- που κάνει συνήθως η Ήβη, μπορεί να είναι απότομες για τον ακροατή και να έρθουν ως ξαφνικές εκπλήξεις που δεν είναι ιδιαίτερα ευχάριστες. Κάποιες φορές είναι αδιάκριτες και ίσως προσωπικές. Αυτές η Ήβη τις έκανε όταν ήθελε να ξεκινήσει κουβέντα.
Τώρα ήταν καθαρή περιέργεια και έψαχνε απάντηση. Από τη στιγμή που τους είδε στην ορκωμοσία, κάτι της έλεγε πως υπήρχαν περισσότερα από όσα γνώριζε στα μάτια της μαμάς της.
Η Μίνα τώρα, όπως έκανε και πριν η Ήβη, απέφυγε τελείως την ερώτηση. «Από όσο ξέρω, έτσι φωνάζουν τον αδελφό σου στη δουλειά. Πιάσε τις πατάτες και πήγαινέ τες έξω πριν φάει τα δάχτυλά της η αδελφή σου.»
Η ομοιότητά τους ορισμένες στιγμές την εκνεύριζε.
Η Ήβη ακολούθησε τη μητέρα της στο μπαλκόνι χωρίς άλλη κουβέντα. Όσο πλησίαζε, άκουγε τραγούδια γνωστά να βγαίνουν από το ηχείο του κινητού της Νίνας. Το είχε αφήσει στο μάρμαρο στο πεζούλι του μπαλκονιού, λίγα εκατοστά πριν πέσει για τον θάνατό του. Η Ήβη ήξερε καλά τι άκουγε, αυτή είχε συνθέσει τη λίστα στο Spotify. Ήταν γεμάτη ξένα τραγούδια με ένα θέμα που δεν μπορούσε να περιγράψει με μια λέξη. Είχε λίγο από όλα τα είδη, ανάλογα με την όρεξή της και τα έβαζε όταν καθόταν με ένα τσάι με λεμόνι στο δικό της μπαλκόνι. Την χαλάρωναν ή την έκαναν να κλαίει, υπέροχο.
Χαμογέλασε όταν είδε τον αδελφό της να κάθεται μόνος του απέναντι από το ζευγάρι. Αυτό σήμαινε πως η Αμαλία ήταν στο χωριό στην αγκαλιά της μάνας της. Με χαρά φαντάστηκε το φίδι να κλαίει για τα χωράφια που θα χάσει, αν οι φήμες είναι σωστές. Ο Ανδρέας δεν το επιβεβαίωσε με κανέναν αλλά η Μίνα το άκουσε από ένα τηλεφώνημα στην πεθερά και το ένα έφερε το άλλο και μετά...
«Είναι αλήθεια; Την χώρισες τη τσούλα;»
Μάλλον ήταν άλλη μία από τις ερωτήσεις της, κρίνοντας από τα βλέμματα των υπολοίπων. Η Ήβη έκατσε δίπλα από τον Ανδρέα σκεπτόμενη πως οι εραστές της Αμαλίας δεν ήταν κάτι το κρυφό. Η οικογένειά της ήξερε πού έμεναν και είχαν δώσει τις πληροφορίες στη Δώρα για να διαβάσει τους αστρολογικούς τους χάρτες. Αν έχουν μπλεξίματα, να ξέρουν.
Ο Ανδρέας έριξε την πλάτη του προς τα πίσω και η καρέκλα έτριξε στο βάρος του. Η Ήβη περίμενε τις φωνές, τη σοβαρότητα στον τρόπο που θα τη μάλωνε και την προσπάθειά του να ακυρώσει όλα τα άσχημα που ήδη ήξεραν για την Αμαλία.
Δεν ήρθε τίποτα από αυτά. «Αν υπογράψει τα χαρτιά που της έδωσα, θα είμαι εργένης.»
Η Ήβη χαμογέλασε περισσότερο και ένιωσε το κλίμα να χαλαρώνει. «Αν η Δώρα παρατήσει τον τωρινό, ενδιαφέρεσαι;»
«Δεν θέλω να μπλέξω με άλλη μία τρελή οικογένεια Ηβάκι.» της απάντησε. Δεν είπε όχι.
«Η μόνη οικογένεια με την οποία θα μπλέξεις θα είναι η δικιά μας.» η Μίνα τους μοίραζε φαγητό στα πιάτα. Γευστικότατο κοτοσούβλι από τη ταβέρνα στο επόμενο στενό και πατάτες φούρνου που είχαν καεί. Η Ευανθία είχε πεθάνει και δεν είχε προλάβει να μάθει σε κάποιον να μαγειρεύει. Πέρασε τη σαλάτα στη μαμά της. «Η συμφωνία που έκαναν είναι για επικοινωνία μια φορά την εβδομάδα. Η Δώρα σκέφτεται τη δολοφονία, αλλά η Άννα λέει να περιμένει να πεθάνει κάποιος από τους δύο από φυσικά αίτια όσο τα έχει καλά με όλους. Στη διαθήκη μπορεί να μπει το σπίτι στη Σκιάθο.»
Η Μίνα ήταν αυτή που έδωσε μια πιθανή λύση. Έδωσε το μεγάλο μπωλ στη Δανάη, που το δέχτηκε με ένα ανέκφραστο βλέμμα. «Είμαι σίγουρη πως η Δώρα έχει πρόσβαση σε αρκετές ουσίες που μπορούν να το κάνουν να φαίνεται πως οι γονείς της έφυγαν από φυσικά αίτια.»
Η Δανάη αφού έβαλε σαλάτα στο πιάτο της, το έδωσε στη Νίνα. Οι υπόλοιποι περίμεναν τη δική της πλευρά στο θέμα. Το κατάλαβε και απάντησε γρήγορα. «Εγώ θα έβαζα κάποιον άλλον να το κάνει. Κάποιον που μισώ.»
«Και αν σε καρφώσει;» ρώτησε ρητορικά η Νίνα. Το μισό της πιάτο ήταν κρέας, το άλλο μισό μαρούλι και ρόκα. Η Ήβη ήθελε και εκείνη τόσο αλλά η μαμά έλεγε πως κάποιος έπρεπε να φάει τις πατάτες. «Μετά θα έπρεπε να τους σκοτώσεις και τους δύο. Είδα ένα ντοκιμαντέρ χθες το βράδυ για τις μούμιες. Πολύ ενδιαφέρον, νομίζω πως η Τούλα έχει κρατήσει όλα όσα χρειάζονται ύστερα από την απόπειρά της να σκοτώσει την Γιώτα.»
Ο Ιάσονας, ως ο μόνος που δεν ήταν ενημερωμένος για τη κατάσταση και το μαύρο χιούμορ της οικογένειας, το πήρε στα σοβαρά. Δέχτηκε τη σαλάτα αλλά δεν την πέρασε σε κάποιον άλλον. Μάλλον εκεί σταματούσε το παιχνίδι. «Δεν φοβάστε μη καλέσει κανείς την αστυνομία;»
«Γιατί η πρώτη φορά θα είναι;» ρώτησε η Δανάη. «Έμαθα, πως δύο χρόνια περίπου πριν, ένα βράδυ, ο μαλάκας από πάνω κάλεσε μέσα στο βράδυ την αστυνομία γιατί η Ήβη-»
«Μούμιες, εξαιρετικό θέμα.» την έκοψε η Νίνα. Η Ήβη πήρε μερικές εισπνοές και έριξε ένα ευχαριστήριο βλέμμα στην αδελφή της. Τουλάχιστον είχε έναν σύμμαχο σε αυτό το τραπέζι. «Ξέρατε πως κάποιες μούμιες, και άλλα πτώματα, είναι δίπλα από τις βαλίτσες στο κάτω μέρος του αεροπλάνου όταν ταξιδεύεις; Και αν πεθάνεις κατά τη διάρκεια μιας πτήσης, απλώς σε βάζουν σε μια σακούλα και σε αφήνουν εκεί.»
Ο Ανδρέας πίεσε λίγο το θέμα. «Τι έκανε η Ήβη και έπρεπε να έρθει η αστυνομία;»
«Πότε έγινε αυτό ξανά;» ρώτησε η Μίνα.
Η Δανάη άφησε κάτω το πιρούνι της. Η Ήβη είχε αρχίσει να την αντιπαθεί λίγο. Τα κουτσομπολιά τα είχε μαζέψει εκείνη από τη στιγμή που πέθανε η Ευανθία. Η Ήβη μπορεί να έκρυβε πράγματα από την οικογένειά της, αλλά αναρωτιόταν αν ήξεραν περισσότερα και από την ίδια. «Ήταν νομίζω έναν Δ-»
«Αν πεθάνει κάποιος στην πτήση σου μικρή, να μας στείλεις φωτογραφία.» είπε η Νίνα πριν η γιαγιά τους ολοκληρώσει την πρόταση.
«Δεν θα ξεχάσω.» απάντησε σιωπηλά.
«Ας μη μιλάμε τόσο μακάβρια, ειδικά σήμερα.» είπε ο Ιάσονας. Κοίταξε τη Νίνα που έγλειφε τα δάχτυλά της από το κρέας και η αδελφή της καταλαβαίνοντας, τα σκούπισε γρήγορα. «Έχουμε να ανακοινώσουμε κάτι.»
«Είσαι έγκυος;»
«Έγινε τίποτα με τη Μέδουσα;»
«Μπορείς να μου δώσεις το αλάτι;»
Ο Ιάσονας πέρασε το την αλατιέρα στην Ήβη και σήκωσε το ποτήρι του. «Η μαμά μου έχει σώας τας φρένας, προς θλίψη των νεύρων του πατέρα μου. Και-είσαι έγκυος;»
Η Νίνα κοκκίνησε. «Όχι μωρό μου.»
Αχ και να ήξερε.
Η Δανάη σαν να ήξερε. Η Ήβη πρόλαβε το βλέμμα της πριν κοιτάξει πίσω στο φαγητό της. Ευτυχώς, αυτή θα ήταν μια έκπληξη που καλό θα ήταν να την έκανε η Νίνα στον Ιάσονα και όχι μια γριά με θέματα θυμού.
Και εκεί που νόμιζε πως το πένθος είχε φύγει, μάλλον έκανε λάθος.
«Και να ήσουν δεν θα με πείραζε-τέλος πάντων. Άλλη είναι η ανακοίνωση.» ο Ιάσονας πέρασε το βλέμμα του πάνω από κάθε μέλος της οικογένειας. Σαν να φοβόταν για κάτι, στάθηκε πάνω στη Μίνα. Ίσως ήταν αυτή που τον τρόμαζε περισσότερο. «Κυρία-»
«-ζωντοχήρα-» είπε η Δανάη.
«-δεσποινίς-» τον διόρθωσε η Μίνα.
«-Ασημίνα.» κατέληξε ο άνδρας. Ο Ανδρέας και η Ήβη μοιράστηκαν το ψωμί για να περάσει η ώρα. «Ξέρετε πως αγαπώ την κόρη σας πολύ. Τη Νίνα, όχι την Ήβη. Όχι πως την Ήβη δεν την αγαπώ, αλλά όχι με αυτόν τον τρόπο. Εννοώ, είμαστε μόνο φίλοι, με τη Νίνα προφανώς όχι. Και τις τελευταίες εβδομάδες επανασυνδεθήκαμε ύστερα από μια μεγάλη περίοδο χωρισμού. Όπως γνωρίζετε, οι πιέσεις για τον γάμο της προηγούμενης φοράς και ίσως οι εντάσεις της εποχής, διέκοψαν-»
«Παντρευόμαστε.» τον διέκοψε η Νίνα.
Η Ήβη είδε την αδελφή της να πίνει με ηρεμία το νερό της, παρά τα παγωμένα βλέμματα πάνω στο τραπέζι. Τα νέα ήρθαν ως έκπληξη προς όλους. Η Ήβη ήξερε πως τα είχαν σμίξει τα μπούτια τους ξανά, αλλά δεν περίμενε να το συνεχίσουν από εκεί που το είχαν αφήσει. Άραγε το είχε πει στον Ιάσονα; Μάλλον όχι, θα της το έλεγε. Ήταν σίγουρη για αυτό που θα έκανε; Λίγους μήνες πριν η Νίνα τον χώρισε γιατί η Μέδουσα μόνο που δεν την έβαλε να φορέσει φούσκα στον γάμο της. Ήθελε πάλι να το περάσει όλο αυτό;
Την ερώτηση την πέταξε η Δανάη. «Θέλεις τόσο πολύ να συμπεθεριάσουμε με το τέρας;»
«Είναι καλή, όταν θέλει.» μουρμούρισε ο Ιάσονας. Η Ήβη ένιωθε λίγο άσχημα για αυτόν. Αποκαλούσαν όλοι τη μητέρα του ως Μέδουσα ή τέρας τόσο συχνά όσο έλεγαν την Αμαλία φίδι και τσούλα. Με δυσκολία θυμόταν το όνομά της.
Η Νίνα συνέχισε να τρώει σαν να μη συνέβη τίποτα. «Δεν θα έχει τόσο μεγάλο λόγο στο τι θα κάνουμε αυτή τη φορά. Θα είναι κάτι απλό, χωρίς πολλά πολλά. Και...ναι, αυτό.»
«Δώσαμε όλα τα λεφτά για την μετακόμιση της Ήβης στη Σκωτία.» ψιθύρισε η Μίνα. «Έχω κάποια στην άκρη, αν μου δώσετε λίγο χρόνο θα μαζέψω.»
«Δεν θέλουμε να μαζέψεις τίποτα.» τη βεβαίωσε η Νίνα. Η Ήβη θα μπορούσε να ανοίξει τον λογαριασμό της, από τη στιγμή που θα έμενε με τον Ερμή ίσως δεν χρειάζονταν τόσα λεφτά. «Θα τα κανονίσουμε όλα εμείς. Αυτό που θέλουμε μόνο είναι να είστε εκεί.»
«Πότε θα είναι;» ρώτησε η Ήβη.
«Όχι ακόμα. Θα το πάμε αργά, όχι όπως την προηγούμενη φορά.» απάντησε η Νίνα. Η Ήβη ένευσε στην αδελφή της. Ναι, ίσως αυτό ήταν το καλύτερο και για τη Νίνα.
Ο Ανδρέας ήταν ο πρώτος που το είπε. «Συγχαρητήρια μικρή.»
Η Νίνα χαμογέλασε. Η Ήβη ακολούθησε. «Θα χαρούμε να είμαστε εκεί.»
Η Μίνα υπολόγιζε μαθηματικά, αλλά τσούγκρισε το ποτήρι. Η Δανάη έτρωγε χωρίς να τη νοιάζει, όπως κάνει τελευταία. Η Ήβη σκέφτηκε μια στιγμή όσο το γιόρταζαν, πως το τρίπτυχο της ζωής που τους απασχολούσε αυτούς τους μήνες, είχε εμφανιστεί στο τραπέζι σε λιγότερο από μια ώρα. Αρραβώνας, κηδεία, γάμος. Γέλασε σιγανά στη σύμπτωση.
Ώρες αργότερα και αφού ο Ιάσονας φίλησε γλυκά τη Νίνα για καληνύχτα στον διάδρομο, ο παππούς από πάνω τους φώναξε και γύρισαν όλοι στα σπίτια τους. Οι αδελφές ανέβηκαν στο διαμέρισμα του τετάρτου ορόφου, με την Ήβη να κοιτάζει το δαχτυλίδι χαρούμενη. Για την αδελφή της, για την ευτυχία που είχε βρει ξανά. Ήλπιζε να ήταν έτσι για πάντα και να μη χρειαζόταν να χωριστεί με την αγάπη της ξανά.
Με ένα δαχτυλίδι...
Στο δωμάτιό της η Ήβη δάγκωσε τα χείλη της σε σκέψη. Η Άννα είπε πως ο Ερμής δεν θα έδινε το δαχτυλίδι στην Astrid. Ήταν τόσο σίγουρη πως αυτή η σχέση θα πήγαινε στα χαλάσματα. Και όμως η Ήβη δεν μπορούσε παρά να νιώσει μια κρυφή χαρά.
Ήταν κακός άνθρωπος.
Έπεσε στα γόνατα και έσκυψε στο κρεβάτι της, σέρνοντας το μεγάλο κουτί από κάτω. Το άνοιξε και ένιωσε μια ηρεμία να την καταλαμβάνει. Όλα της τα σημειωματάρια ήταν εκεί να τη κοιτάνε. Με τελευταία προσθήκη, αυτή από την Αλεξανδρούπολη. Πόσα να ήταν άραγε; Η Ήβη τα είχε τακτοποιήσει με βάσει τις ημερομηνίες που τα έγραψε και το χρώμα. Ο μπαμπάς της είχε τέτοια ταξινόμηση στα ημερολόγιά του; Μπορεί και όχι, μπορεί και ναι.
Άνοιξε το τελευταίο και είδε το όνομά του. Αχιλλέας. Αύριο θα τον έβλεπε.
Τα πράγματα έμοιαζαν τόσο ίδια αλλά πολύ διαφορετικά. Είχε μείνει. Ο ένας για τον άλλον. Φίλοι, όπως μπορούσαν να είναι και ήθελαν να είναι. Εκείνη στα όνειρά του και εκείνος στις σκέψεις της.
Πώς θα τον άφηνε σε δύο εβδομάδες;
Έκλεισε το κουτί και το σήκωσε μαζί με τον εαυτό της. Μέσα στο σκοτάδι, άνοιξε την εξώπορτα και άφησε το βάρος στο χαλί. Αύριο θα τα πετούσε. Όλα.
Ήταν έτοιμη για το τέλος. Όποιο και αν ήταν.
__________________________
Α/Ν Με τις ανοιξιάτικες αλλεργίες να τρέχουν τη μύτη μου, σας καλωσορίζω στο τέλος. Εννοώ την αρχή του. Ή και τα δύο, θα δείτε. Γάμος λοιπόν, τώρα ξεκινάμε.
Ανυπομονώ!
DL
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top