4. Πλήρης Απογοήτευση.

Όταν ο Λουκάς έφυγε πήγα πίσω στο τραπέζι και μιλούσαμε με τα παιδιά για πολύ ώρα. Παρατήρησα όμως ότι ο Δημήτρης είχε δώσει το κινητό του στην Αριάννα. Πραγματικά ήμουν έτοιμη να φύγω και να τους αφήσω να μιλήσουν με την ησυχία τους. Αλλά κράτησα χαρακτήρα.

Την επόμενη ημέρα, ως κάθε Κυριακή, πήγαμε εκκλησία. Γενικά η μητέρα μου είναι πολύ της θρησκείας, επειδή ίσως ο πατέρας της είναι ψάλτης στην Αλβανία και πραγματικά έχει γεμίσει το σπίτι εικόνες. Ο πατέρας μου είναι στην δουλειά και πήγαμε με την ξαδέρφη μου και τον αδερφό μου. Τα ρούχα μου πάντα συντηρητικά και ευπρεπή. Τα μαλλιά μου πάντα μαζεμένα. Είναι μια από τις σπάνιες φορές που φοράω τα γυαλιά μυωπίας μου.

Η λειτουργία τελειώνει και κατεβαίνουμε τα σκαλιά της εκκλησίας. Η μάνα μου αποφασίζει να πάει με την Αριάννα στο σουπερμάρκετ και ο Σωτήρης πηγαίνει στην δουλειά του. Εμένα με στέλνει στον φούρνο. Προχωράω και βλέπω τέσσερεις μηχανές. Οι δύο είναι γνωστές. Η μια ειδικά πολύ γνωστή. Δίπλα από τον φούρνο υπάρχει μια καφετέρια. Δεν φημίζεται και πολύ για τους καφέδες όσο για τις σερβιτόρες  (ιφ γιου νοου γουατ αϊ μην). Καταλαβαίνω ότι είναι ο Ηλίας με τον Δημήτρη στην καφετέρια  και σκύβω το κεφάλι μου για να μην με αντιληφθούν έτσι όπως είμαι από την εκκλησία. Τσαλακώνω την μακριά φούστα μου με τα χέρια μου από νευρικότητα και κατάλαθος κουτουλάω έναν από τα τέσσερα αγόρια.

《 Πρόσεχε μωρή που πας. 》 μου λέει ένας τους και σηκώνω το κεφάλι μου για να δω. Είναι εκείνος με το σκουλαρίκι στο φρύδι. Τα χάνω!
《 Οπ! Το σπασικλάκι ρε! 》 λέει εκείνος με τα γαλάζια μάτια που ήταν μαζί εν τις άλλες τις καργιες τότε. Ο Ηλίας με τον Δημήτρη με κοιτάζουν σαν να τους ντρόπιασα.
《 Συγγνώμη 》 απαντώ και κάνω να φύγω αλλά ακούω τα λόγια τους που καρφώνονται στο μυαλό μου.
《 Κοίτα ρε το φυτό που παει και εκκλησία πρωί πρωί. 》
《 Που πας έτσι μωρέ! Περίμενε να μας κάνεις κανένα εξορκισμό! 》
《 Κάτσε παπαδιά περίμενε!!》 λένε και έκανε στα γέλια με τα χάλια μου. Ο Ηλίας και ο Δημήτρης τους κοιτούν σαν χαζοί.
《 Έλα ρε μαλάκες σκάστε. 》
《 Γιατί ρε Ηλία; Σου θείξαμε την φιλενάδα της γκόμενας; 》
《 Κόφτο ρε Φάνη μας βλέπει ο κόσμος. 》 λέει ο Δημήτρης σε εκείνον με το σκουλαρίκι. Εγώ έχω μπει ήδη στον φούρνο. Αυτό τον πείραξε δηλαδή. Ότι τι θα πει ο κόσμος. Εγώ απογοητεύτηκα πραγματικά. Την τελευταία φορά, που είμασταν μόνοι μας ήταν πολύ στοργικός και καλός μαζί μου. Τώρα όμως έγινε πάλι το κωλόπαιδο που γνώρισα.

Με πήρε τηλέφωνο η Αθηνά κατά το μεσημεράκι να βγούμε αλλά την απέφυγα. Δεν ήθελα να βγω μαζί τους μετά από αυτό το ρεζιλίκι.

《 Παυλίνα! 》
《 Έλα Αθηνά. 》
《 Θα έρθεις να πάμε στην πλατεία για κανένα καφέ με τα παιδιά; 》
《 Όχι. Θέλω να κάνω μια επανάληψη. 》
《 Έλα ρε! Αφού πάντα η καλύτερη είσαι! 》
《 Έχω φροντιστήριο ρε Αθηνά. 》
《 Τουλάχιστον το Σαββατοκύριακο που θα πάμε για μπάνιο θα έρθεις; 》
《 Πήγαινε εσύ με τους μάγκες εκεί και άσε με εμένα. 》
《 Παυλίνα έγινε κάτι; 》
《 Όχι Αθηνά. Γειά σου. 》 της απάντησα και το έκλεισα στα μούτρα.

Η Αριάννα με παρατήρησε πως της μίλησα και ομολογώ πως δεν το περίμενα να ενδιαφερθεί.

《 Λίνα μάλωσες με την Αθηνά;》
《 Όχι. Απλά δεν ήθελα να πάω.》
《 Για ποιους μάγκες μιλούσες; Για ... 》
《 Για τον Ηλία, τον Δημήτρη και τους άλλους τους ηλίθιους φίλους τους. 》
《 Εμένα μια χαρά μου φάνηκαν τα παιδιά. 》
《 Ναι όλοι το μάθαμε. 》
《 Δεν σε καταλαβαίνω. 》
Κρατιέμαι κρατιέμαι αλλά δεν μπορώ άλλο! Ήθελα να το πω!!
《 Εννοώ την φάση που πήγατε μαζί στην τουαλέτα αγάπη μου. 》 είπα ειρωνικά. Ειμαι πολύ καλή το ξέρω.
《 Ε καλά τώρα. Σιγά! 》
《 Α είσαι άνετη δηλαδή. 》
《 Απολύτως. 》
《 Το ότι είναι 18 όχι ε;》
《 18 είναι όχι 58. 》
《 Θα λεγα τίποτα τώρα αλλά θα θιχτεί το σόι μου και δεν το θέλω. 》 απάντησα αντίποινα και έφυγα από το δωμάτιο σκεπτόμενη την αναισθησία της.

Την επομένη στο σχολείο προσπαθούσα να κρύβομαι όσο πιο πολύ μπορώ. Δεν ήθελα να δω κανέναν. Ακομα και στο σχολείο πήγα μόνη μου, νωρίτερα από το κανονικό. Ευτυχώς που ήμουν η υπεύθυνη της τάξης και δεν μπορούσα να βγω διάλλειμα. Ήταν το μόνο καλό της υπόθεσης. Η Αθηνά είναι στο άλλο τμήμα. Άρα ούτε και εκείνη την συνάντησα. Βέβαια αυτή καθόταν τώρα με τους νέους της φίλους. Και όχι πια με το σπασικλακι το φυτό από την Αλβανία.

Κλείδωνα την τάξη γύρω στο τελευταίο διάλειμμα και παρατήρησα από τον διάδρομο τον Δημήτρη να με κοιτά έντονα. Μόλις τον είδα έκανα μια γρήγορη κίνηση να κλείσω την πόρτα αλλά ήρθε κατευθείαν πίσω της και έσπρωχνε για να μπει.

《 Θέλω να σου μιλήσω. 》
《 Φύγε. Άφησε με στην ησυχία μου. 》 του έλεγα και έσπρωχνα την πόρτα περισσότερο.
《 Ρε Παυλίνα! Σε παρακαλώ!   Ένα λεπτάκι μόνο! 》
《 Ούτε ένα ούτε δύο. Σήκω φύγε. Πήγαινε στους φίλους σου, μην μας δει και κανένας να μιλάς με την θεούσα. 》 του λέω και με μια απότομη κίνηση κλείνω την πόρτα αλλά παρατηρώ πως του μάγκωσα το χέρι... Τα κατάφερα πάλι.

《 Ααα! Το χέρι μου! 》
《 Συγγνώμη συγγνώμη!!!  Δημήτρη συγγνώμη!!》 Λέω και θέλω να ανοίξει η γη να με καταπιεί. Τι έκανα πάλι η ηλίθια! Το χέρι του είχε κοκκινίσει και είχε τουμπανιάσει!

Ας με μουτζώσει κάποιος παρακαλώ.

Γρήγορα τον πήρα και κατεβήκαμε κάτω στο γραφείο για να τον βοηθήσω να το δέσει. Τότε χτύπησε το κουδούνι αλλά το μόνο που με ένοιαζε ήταν να γίνει καλά το χέρι που εγω έσπασα. Εκεί βρισκόταν ο διευθυντής  και προθυμοποιήθηκε να μας βοηθήσει αυτός.

《 Μα καλά πως το έπαθες παιδί μου; 》

Ρωτάει ο Φυσικός και έμεινα κόκαλο. Πάει τελείωσε. Θα του πει ότι εγώ το έκανα και ποιος ξέρει τι θα μου συμβεί μετά.

《 Εκεί που έκλεινα την πόρτα, από τον αέρα έκλεισε μόνη της και έμεινε το χέρι μου μέσα. 》

Λέει και παθαίνω ένα μίνι εγκεφαλικουλη. Για εμένα δεν είπε τίποτα. Εγώ το έκανα και έριξε όλο το φταίξιμο πάνω του.

《 Μεγαλύτερη προσοχή άλλη φορά και να πας για ακτινογραφία. Ίσως να έχεις σπάσει κάποιο αγγείο. 》
《 Εντάξει. 》 απάντησε και βγήκαμε από τα γραφεία των καθηγητών.

《 Πήγαινε στην τάξη σου. Δεν θέλω να έχεις μπλεξίματα. 》
《 Αν δεν σιγουρευτώ ότι είσαι καλά δεν φεύγω. 》
《 Μια χαρά είμαι. Βλέπεις. 》
《 Ευχαριστώ πολύ που δεν με κάρφωσες. 》
《 Εγώ θέλω να σου ζητήσω συγγνώμη. Για τις προάλλες στον φούρνο. 》
《 Ας μην το συζητήσουμε αυτό. 》
《 Θέλω να ... 》
《 Να; 》
《 Να επανορθώσω. Θέλεις να βγούμε να τα πούμε; 》

Για να καταλαβω αυτό είναι ραντεβού; ΘΑ ΒΓΩ ΕΓΩ ΜΕ ΑΥΤΟΝ; Δεν λέω είναι ισχυρό κίνητρο αλλά μετά από αυτό που μου έκανε δεν ξέρω. Από την άλλη τότε με βοήθησε και μου έδωσε το τριαντάφυλλο εκείνο. Πφφ...

《 Δεν ξέρω. Έχω κάποιες υποχρεώσεις και ... 》
《 Σκέψου το μέχρι μεθαύριο  και πες μου αν είναι να βγούμε το Σαββατοκύριακο. 》
《 Οκ. Πάω και γω... 》
《 Τα λέμε. 》

Έτσι τον αποχαιρέτησα και πήγα στην τάξη. Χτύπησα την πόρτα και μπήκα μέσα άνετη. Μετά θυμήθηκα ότι τελευταία ώρα είχα project και θα ήταν και η Αθηνά εκεί.

《 Χότζα; Που ήσουν; 》 με ρώτησε η καθηγήτρια του project.
《 Στον διευθυντή. 》
《 Κάθισε. 》

Απάντησα και κάθισα στην θέση μου. Η Αθηνά δεν άντεξε φυσικά και με σκουντηξε .

《 Τι έπαθες σήμερα; 》
《 Τίποτα. 》
《 Και τι έκανες στον διευθυντή; 》
《 Με ζήτησε για κάτι. 》

Δεν ήθελα να της πω τον λόγο. Τότε θα αρχίζει να φαντάζεται τα δικά της και θα με πρήξει. Ούτε για την πρόταση του να βγούμε είπα κάτι. Δεν ξέρω γιατί.

《 Τελικά θα έρθεις για μπάνιο το σουκου; 》
《 Ίσως και να έρθω... 》

♡ Γειά σας! Το επόμενο κεφάλαιο θα είναι αυτο που περιμένετε! Χεχεχε. Πείτε μου πως γράψατε καταρχάς και ποιος χαρακτήρας σας αρέσει πιο πολυ! Θέλω τα σχόλια σας! ♡

Σμουτςςς😘😘😘

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top