3. Αυτή μας έλειπε τώρα.

Δεν απαντούσα για λίγη ώρα. Μετά εκείνος έφυγε. Φαντάστηκα ότι βαρέθηκε. Τότε βρήκα την ευκαιρία να φύγω και εγώ αλλά άκουσα την μηχανή του. Σταμάτησε μπροστά μου και κρατούσε το κράνος του.

《 Ανέβα. 》
《 Απαπα! Δεν ανεβαίνω εγώ σε αυτό το πράγμα. 》
《 Πες μου ότι φοβάσαι τώρα; Αφού έχει ο αδερφός σου. 》
《 Δεν είναι ότι φοβάμαι αλλά... Που ξέρεις εσύ για τον αδερφό μου; 》 τον ρώτησα κοιτάζοντας τον λοξά.
《 Μωρέ άστο τώρα αυτό και ανέβα. 》
《 Αν μας δουν μαζί θα έχω πρόβλημα. 》
《 Γιατί τι κακό κάνουμε; Απλά θα σε πάω σπίτι σου. 》
《 Ναι αλλά δεν ξέρεις τι γίνεται στο σπίτι μου ... 》
《 Θα σε αφήσω πριν από το σπίτι σου. Θα έρθεις ή θα σε βάλω πάνω με το ζόρι; 》
《 Καλά καλά θα έρθω. 》
Του απάντησα, έκανα τον σταυρό μου και είπα μια προσευχή. Από μέσα μου εννοείται, μην με περάσει και για καμία θεούσα. Ανέβηκα πάνω στην μηχανή του και δεν ήθελα να τον ενοχλήσω ακουμπώντας τον.

《 Έχεις ισορροπία; 》
《 Όπως το πάρει κανείς. 》 του λέω
《 Τότε κράτησε με. 》 μου απάντησε και έβαλα τα χέρια μου στους ώμους του. Εκείνος γύρισε το κεφάλι του προς εμένα.
《 Άμα τα βάλεις έτσι θα πέσω και εγώ. 》 είπε. Τότε πήρε τα χέρια μου και τα οδήγησε στην μέση του. Ένιωθα το γυμνασμένο σώμα του με τα ακροδάχτυλά μου. Μετά πήρε το κράνος που κουβαλούσε στον αγκώνα του.

《 Φόρα αυτό. 》

Δέχτηκα χωρίς δεύτερη σκέψη. Είμαι που είμαι πάνω στην μηχανή, μην σκοτωθώ κιόλας.

Για κάποιον παράξενο λόγο μου άρεσε πολύ η αίσθηση του να είμαι στην μηχανή. Εκτός του ότι ήταν και μεγάλη, όπως μ'αρέσει (η μηχανή μην παρεξηγηθώ) ένιωθα μια ελευθερία. Μόλις μπήκαμε κοντά στην γειτονιά μου έγειρα το κεφάλι μου στην πλάτη του για να μην αντιληφθώ κανέναν γύρω μου. Σταμάτησε τρία στενά πιο κάτω και κατέβηκα δίνοντάς του το κράνος.

《 Ευχαριστώ πάντως που έκανες τον κόπο. 》
《 Κανένας κόπος. Για εσένα το έκανα. 》
《 Για μένα; 》
《 Ναι. Για να είσαι ασφαλής εννοώ. Μην νομίζει η φίλη σου ότι σε αφήνει σε κακά χέρια. 》
《 Δηλαδή εκείνη σου είπε να με φέρεις; 》 τον ρώτησα.
《 Περίπου. 》 μου είπε και απλά απογοητεύτηκα ξανά. Νόμιζα ότι για πρώτη φορά ένας άνθρωπος ενδιαφέρθηκε για εμένα χωρίς να του πει η Αθηνά γιατί να μην ξεχάσουμε ότι εκείνη είναι η καρδιοκατακτήτρια του σχολείου, η ωραία, η έξυπνη, η κολλητή της σημαιοφόρου με τους πλούσιους γονείς και τα υπερατλαντικά ταξίδια. Για λίγο ήρθα πάλι στην μίζερη ζωή μου. Του είπα ένα ξερό γειά και έφυγα. Δεν άκουσα την μηχανή του να φεύγει. Περίμενε μέχρι να φτάσω στο σπίτι μου για να φύγει. Αλλά τι νόημα έχει πια.

Είναι Σάββατο. Ξύπνησα από την μυρωδιά του φρέσκου κέικ που είχε φτιάξει η μάνα μου. Για να φτιάξει κέικ κάτι συμβαίνει. Ούτε γενέθλια έχουμε, ούτε καμία θεσπέσια γιορτή. Εγώ όμως σκεφτόμουν τι συνέβη χτες. Δεν μπορώ να βγάλω από το μυαλό μου τον Δημήτρη και την Αθηνά. Κολλητή κολλητή αλλά έχω και κάποια όρια! Έχω τρεις κλήσεις στο κινητό μου από εκείνη αλλά δεν θέλω καν να την πάρω πίσω. Το πάπλωμα με έχει πλακώσει για τα καλά.

《 Σηκωθείτε! Άιντε! 》
《 Έλα ρε μάνα Σαββατιάτικα. 》 της λέω και σκεπαζομαι με την κουβέρτα μου ως το κεφάλι. Εκείνη ανοίγει ό,τι παράθυρο βρει και ο ήλιος μπαίνει μέσα. Παρατηρώ όμως ότι ο Σωτήρης σηκώνεται με μεγάλη προθυμία. Τι στο καλό συμβαίνει;

《 Έλα Λίνα σήκω. 》
《 Γιατί μωρε; 》
《 Σε λίγο έρχεται η Αριάννα! 》

ΤΙ; Ή ΑΡΙΆΝΝΑ; Αυτό μας έλειπε τώρα! Για όσους δεν ξέρετε η Αριάννα είναι η ανιψιά της μαμάς μου. Ψηλή, μελαχρινή με πράσινα μάτια και υπέροχο σώμα. Η ξαδέρφη μου λοιπόν, είναι το επίτευγμα όλης της οικογένειας. Είναι η πιο αντιπαθητική που υπάρχει στο σόι! (σίγουρα θα έχετε και εσείς). Και βέβαια εγώ αναγκάζομαι να την κουβαλάω όπου και να πάω. Εκείνη είναι είκοσι και εγώ μεταβιας δεκαέξι, κι όμως εξαρτάται από εμένα αν θα περάσει καλά ή όχι.

《 Πάλι καλά που μου το είπατε κιόλας. 》
《 Διακρίνω μια ειρωνεία; 》 με ρωτάει ο αδερφός μου γιατί ως γνωστόν του θείξαμε την αδυναμία του.
《 Όχι μωρέ καθόλου. Και τι ώρα θα είναι εδώ; 》
《 Σε δύο ώρες. 》 Μου λέει και σηκώνομαι βιαστικά. Ντύνομαι και πάω να βγω έξω για να αποφύγω την άφιξη της αλλά με σταματάει η μάνα μου όπως κάθε άλλη στιγμή.

《 Nga do vesh prap? ( Που θα πας πάλι; ) 》
《 Έξω. 》
《 Ο αδερφός σου είναι δεκαεννιά και δεν βγαίνει έτσι. 》
《 Άλλο είναι ο Σωτήρης, άλλο είμαι εγώ. 》 Απαντάω και ανοίγω την πόρτα.
《 Δεν θα πας πουθενά μέχρι να έρθει η Αριάννα. Θα κάτσεις εδώ και μετά θα πάτε έξω. Πάρε και την φίλη σου και βγείτε όλες μαζι.》
《 Καλά άστο. 》 της λέω και πηγαίνω ξανά στο δωμάτιο μου. Εκείνη με ακολουθεί από πίσω σαν σκυλάκι. Μου σπάει τα νεύρα όταν το κάνει αυτό!

《 Μαλώσατε; 》
《 Όχι.》 της λέω αλλά γαμώτο με καταλαβαίνει κατευθείαν!
《 Fol! (Μίλα) 》
《 Όχι μωρέ σου λέω. Απλά είχαμε μια διαφωνία και αυτό... 》
《 Καλά σε πίστεψα. 》
Μου απάντησε υπαινικτικά και έφυγε  να συνεχίσει τις δουλειές της.

Όταν έφτασε η ξαδέρφη μου από την Θεσσαλονίκη η μάνα μου έκανε σαν να την είδε τελευταία φορά στον πόλεμο. Με αγκάλιασε και την αγκάλιασα και εγώ, με την απέραντη αγάπη που διαθέτω για αυτην, ο δε Σωτήρης κάθισε και δίπλα της, σαν ερωτευμένος είναι όταν βρίσκονται μαζί. Ο πατέρας μου και η μάνα μου μου λένε συνεχώς για το πόσο δύσκολα πέρασε, για το πώς μπήκε στο Πανεπιστήμιο στην ιατρική, πως θα πάει στην Αμερική μόλις τελειώσει. Λες και εγώ σκέφτομαι να παρατήσω το σχολείο και να γίνω παπάς στο χωριό μου.

Χτύπησε το κουδούνιγια μια στιγμή. Ποιος να είναι τέτοια ώρα; Άνοιξα και είδα μπροστά μου έναν άντρα γύρω στα 25 μελαχρινό, με γαλάζια μάτια και υπέροχο σταρένιο δέρμα. Είχε τατουάζ μανίκι στο αριστερό του χέρι και κάτι πιο διακριτικό στο δεξί. Μύριζε υπέροχα το aftershave του! Ναι γενικά δεν πρόσεξα τίποτα. Είχα μείνει λίγο όταν τον είδα.

《 Γειά σου! 》
《 Γεια! 》 του απαντάω.
《 Είμαι ο νέος ενοικιαστής, ο από πάνω. 》 μου λέει και τα χάνω.
《 Α ναι! Καλώς ήρθες! 》
《 Να σαι καλά. Ψάχνω τον κύριο Λευτέρη να μου δώσει τα κλειδιά του γκαράζ. 》
《 Μισό λεπτό να τα φέρω. 》 του απαντάω και πηγαίνω στον πατέρα μου.
《 Είναι ένας έξω και ψάχνει τα κλειδιά του γκαράζ, λέει είναι ο από πάνω. 》
《 Α ναι. Το είχα ξεχάσει. 》 μου δίνει τα κλειδιά και πηγαίνω να τα δώσω στο ομορφόπαιδο.
《 Ορίστε και τα κλειδιά. 》
《 Ευχαριστώ πολύ! Α και μιας που το έφερε η κουβέντα, με λένε Λουκά. 》
《 Παυλίνα. 》 Απαντάω και μου δίνει το χέρι του. Ήταν αντρίκιο και στιβαρό!
《 Οπότε τα λέμε γειτόνισσα! 》
《 Ναι Ναι! Και ό,τι χρειαστείς χτύπα! 》 λέω.
《 Γειά και πάλι. 》
《 Γεια Λουκά 》 Απαντάω και τον βλέπω να πηγαίνει στο γκαράζ και να βάζει μέσα ένα ολοκαίνουργιο κόκκινο αυτοκίνητο με ένα σημάδι μια αστραπής στο καπό. Γυρνάω ξανά στην πραγματικότητα. 

Φάγαμε και η ώρα είχε πάει περίπου πέντε. Η μάνα μου με κοιτούσε καλά καλά. Περίμενε πότε θα κάνω την πρόταση στην Αριάννα να πάμε έξω με την Αθηνά. Αρχικά έστειλα στην Αθηνά ένα μήνυμα και της είπα ότι θέλω να βγούμε μόνο και μόνο επειδή εκείνη ξέρει καλά μέρη για να πάμε με την Αριάννα. Ετοιμάστηκαμε και βγήκαμε έξω.

Πήγαμε και καθίσαμε στο mall της Αθήνας. Υπήρχε μια αμηχανία μεταξύ μας. Περίμενα από στιγμή σε στιγμή να εμφανιστεί η Αθηνά. Κοιτάω γύρω τριγύρω και την βλέπω να έρχεται με τον Ηλία και τον Δημήτρη! ΣΟΚ! Γιατί τους κουβάλησε μαζί της ρε φίλε! Αυτό μου έλειπε τώρα. Δεν μου φτάνει η άλλη η καημένη! Παρόλα αυτά προσπαθώ να το παίξω άνετη.

《 Παυλίνα! Συγγνώμη για χτες! 》
《 Νόμιζα ότι θα ερχόσουν μόνη σου.》
《 Ήμουν μαζί με τον Ηλία όταν μου έστειλες γι'αυτό. Μην τον άφηνα μόνο. 》
《 Ναι μωρέ τον καημένο. 》 είπε περιπαικτικά ο Δημήτρης και ο Ηλίας τον σκουντηξε.
《 Τέλος πάντων. Από δω είναι η ξαδέρφη μου η Αριάννα. 》
Έδωσε το χέρι της σε όλους.
《 Από δω η φίλη μου η Αθηνά, ο Ηλίας...》
《 Το αγόρι μου! 》 ειπε η Αθηνά.
《 Λες και δεν το καταλάβαμε. 》 της λέω.
《 Και από δω ο Δημήτρης, ξάδερφος του Ηλία 》 προσθέτει η Αθηνά και συμπληρώνει:
《 Είναι και ελεύθερος... 》 λέει με νόημα και κλείνει το μάτι στην Αριάννα.

Μετά από αυτήν την αμήχανη φάση, κάθισε η Αθηνά δίπλα
στον Ηλία, δίπλα του ο Δημήτρης και η Αριάννα κάθισε ανάμεσα μας. Παραγγείλαμε τους καφέδες μας και παρατήρησα ότι η Αριάννα δεν είχε σταματήσει να μιλά με τον Δημήτρη. Όλη την ώρα του κουνιόταν και μιλούσαν. Εκείνος δεν ανταποκρινόταν ιδιαίτερα. Καλό αυτό σκέφτηκα. Αλλά όταν έγινε και αυτό ε τα πήρα χοντρά!

《 Και μόλις κατάλαβα ότι ήταν ένα νούμερο μικρότερο άρχισα να τσιρίζω! 》
《 Ενα νούμερο μικρότερο; Υπάρχει πιο μικρό από το small; Γιατί εκεί χωράς αυτό είναι σίγουρο! 》 απαντάει ο Δημήτρης και μου ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι.
《 Ξέρεις από γυναικεία σώματα βλέπω! Ααα! 》 φωνάζει γιατί αντιλήφθηκε ότι ο καφές της χύθηκε σε όλο το τραπέζι και πιο πολύ στην μινι φούστα που φορούσε, την οποία δεν έπαυε να κοιτά ο Δημήτρης όσο μιλούσαμε. 
《 Παω στο μπάνιο να το καθαρίσω. Λίνα έρχεσαι; 》
《 Μη την διακόπτεις από τον καφέ της. Έρχομαι εγώ. 》 απαντά ο Δημήτρης. Εγώ κάθομαι και τους κοιτάω. Τα νεύρα μου χτυπάνε κόκκινο.
《 Μου λες γιατί πήγαν μαζί στο μπάνιο; 》 ρωτάω την Αθηνά ενώ πίνω την τελευταία γουλιά του φρέντο καπουτσίνο μου.
《 Ε δεν καταλαβαίνεις και συ; 》 λέει ο Ηλίας και η Αθηνά τον σκουντάει. Η συμπεριφορά του ομολογώ είναι καλύτερη και πιο ευγενική από την τελευταία φορά. Πρέπει να έβαλε το χεράκι της η Αθηνά.
《 Πολυ αργούν. 》
《 Ο Δημήτρης θέλει τον χρόνο του ρε Λίνα. 》 λέει ειρωνικά.
《 ΠΑΥΛΊΝΑ το κέρατό μου. 》
《 Έχεις λίγα νεύρα ή είναι η ιδέα μου; 》
《 Ιδέα σου. 》 Απαντάω στην Αθηνά
《 Και αυτή Γιατί σε λέει Λίνα ας πούμε; 》
《 Γιατί έτσι με φώναζε μικρή και της έμεινε. Εσύ τι ζόρι τραβάς; 》
《 Καλά καλά! Δεν ξαναμιλάω! Πολύ ζόρικη είναι η φίλη σου μωρό. 》 λέει απευθυνόμενος στην Αθηνά.
《 Έλα αηδίες. 》 του λέω και τους βλέπω να έρχονται προς τα εδώ. Τελικά ο λεκές εξαφανίστηκε όπως και το κραγιόν της Αριάννα. Όλοι καταλάβαμε τι έγινε. Για να γίνω περισσότερο σαφής...

《 Δημήτρη έχεις λίγο κραγιόν εδώ. 》 του λέω και σκάνε όλοι στα γέλια. Η Αριάννα έχει κοκκινίσει από ντροπή και εγώ το χαίρομαι όσο δεν πάει. Γυρνάω και βλέπω τον Λουκά απέναντι να κάνει κάποια ψώνια. Αυτή είναι η εταιρία μου! Σηκώνω το χέρι μου να με δει και με χαιρετάει. Πηγαίνω κοντά του όσο ακούω τους υπόλοιπους να μιλάνε.

《 Ποιος είναι αυτος; 》 ρωτάει ο Δημήτρης σουφρώνωντας τα φρύδια του.
《 Ένας νέος γείτονας. Ωραίο παιδί. 》
《 Σιγά τον ωραίο. 》 λέει ο Ηλίας. Πολύ ψώνιο αυτο το παιδί.
《 Ε καλά τώρα. Ο τύπος είναι ωραίος Ηλία μου. Όχι επειδή διάλεξα εσένα είσαι ο πιο ωραίος. 》
《 Δηλαδή θεωρείται ωραίος αυτός; 》
《 Ναι Δημήτρη θεωρείται. 》 λέει η Αριάννα ενοχλημένη. Εγώ συνεχίζω και προχωράω προς το μέρος του Λουκά. Κρατάει πολλές σακούλες με ψώνια.

《 Πώς και από δω; 》
《 Ήρθα να πάρω κάτι πράγματα για το σπίτι. Εσύ; Καφεδάκι;  》
《 Ναι. Αν θες έλα. Να σε γνωρίσω στους φίλους μου. 》
《 Όχι μωρέ καμία άλλη φορά. Μάλλον το αγόρι σου δεν νιώθει και πολύ καλά όταν δεν είσαι μαζί του. 》
《 Ποιος; 》
《 Το παιδί εκεί με την κόκκινη μπλούζα. 》 λέει δείχνοντας τον Δημήτρη.
《 Α όχι! Φίλος είναι! Μόνο. 》

Η μήπως όχι;...

♡ Γειά σας! Νέο κεφάλαιο. Όπως βλέπετε! Τι νομίζετε πως γίνεται μεταξύ τους; Είναι λογική η συμπεριφορά τους; Πώς θέλετε να εξελιχθεί η ιστορία; Στην φώτο πάνω ειναι η Αριαννα. Γράψτε μου στα σχόλια! Αύριο γράφω Ιστορία και έχω ακόμα πολλά να διαβάσω. Παράλληλα σήμερα έχω έκτακτη πρόβα στο χορό και δεν νομίζω να προλάβω!  ΑΜΑΝ ΑΥΤΟ ΤΟ ΣΧΟΛΕΊΟ.  ΤΑ ΣΥΚΩΤΙΑ ΜΟΥ ΕΧΕΙ ΦΑΕΙ.

Σμουτςςς😘😘😘

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top