10. Ένα ψέμα.


Φτάσαμε στην γειτονιά του. Θυμήθηκα εκείνη την φριχτή νύχτα. Αλλά αν δεν είχε γίνει αυτό, δεν θα τον γνώριζα καλύτερα. Τελικά είχε και καλή πλευρά εκείνη η βραδιά. Άνοιξε την εξώπορτα και η αυλή ήταν μεγάλη και εντυπωσιακή. Πράσινο γρασίδι και ένα πέτρινο μονοπάτι μέχρι την πόρτα της εισόδου. Πάρκαρε την μηχανή μέσα στην αυλή, μην μας την κλέψουν κιόλας, και άνοιξε με τα κλειδιά την πόρτα. Το σαλόνι ήταν πάρα πολύ όμορφο. Με καφέ και κόκκινα χρώματα. Οι ξαναπες ήταν μεγάλοι και ευρύχωροι όπως  και το σπίτι. Τεράστιο ήταν. Όσο είναι το σπίτι το δικό μας και του Λουκά μαζί.

《 Πάμε στο δωμάτιό μου; 》 λέει. Έρχεται, με αγκαλιάζει και εκεί να με φιλήσει αλλά τον σταματώ. Μην παίρνει και αέρα
《 Κοίτα Δημήτρη. Εγώ δεν...Δεν έχω σκοπό να ... 》
《 Να;》
《 Πώς να στο πω; Δεν είναι σαν την Αθηνά. Αν κατάλαβες. 》
《 Μην ανησυχείς μωρό μου. Δεν θα σε βάλω να κάνεις τίποτα που δεν θέλεις. Θυμάσαι τι σου είχα πει τότε; Αν κάνω κάτι που δεν θες ή σε πιέζω, να με χαστουκίσεις. 》
《 Σου είπα να πάμε στο δωμάτιό μου γιατί είναι πιο τακτοποιημένα. Να δούμε καμία ταινία. Να με περιποιηθείς. 》

Συμπλήρωσε. Δεν ήθελα να του αρνηθώ. Εξάλλου έπρεπε να τον βοηθήσω με τις πληγές. Δεν μπορούσα να βλέπω το όμορφο προσωπάκι του να είναι έτσι. Καθίσαμε στο κρεβάτι του και πήρα ένα βαμβάκι με λίγο οινόπνευμα και πήγαινα στις πληγές του. Χαιρόμουν να πω την αλήθεια που τον περιποιήθηκα εγώ και όχι κανένας άλλος. Ακόμα να μάθω βέβαια τον λόγο που έμπλεξε σε καβγά αλλά τέλος πάντων.

《 Πονάς; 》
《 Λίγο. 》
《 Δεν μου είπες όμως πως έγινε. 》
《 Ε κάτι είπε εκεί και μου την έδωσε. 》
《 Τι ήταν αυτό που είπε; 》
《 Τίποτα άσε. Μην σε πρήζω. 》
《 Ρε αγάπη μου. Πες μου. Ζευγάρι δεν είμαστε; Δεν πρέπει να μου πεις; 》

Παρατήρησα πως το σκεφτόταν λίγο. Δεν ήθελε να μου πει αλλά τον πίεσα.

《 Έβρισε την μάνα μου. Τα πήρα. 》
《 Την μάνα σου; Τι είπε για την μάνα σου; 》
《 Επειδή η μάνα μου παντρεύτηκε έναν άλλο άντρα και ήρθαμε εδώ πρέπει να λέγεται πουτάνα ρε Παυλίνα; 》
《 Όχι Δημήτρη μου. Αλλά που το πρόβλημα; Ερωτεύτηκε και παντρεύτηκε. 》
《 Ο άντρας της είναι ο Πέτρος Βαλάκης. Ο διευθυντής της τράπεζας. Όταν μια γυναίκα από το πουθενά παντρεύεται έναν πλούσιο άντρα τι νομίζεις ότι λένε; 》
《 Ότι πήγε μαζί του για τα λεφτά ίσως; 》
《 Ακριβώς μωρό μου. 》 μου απάντησε και μετάνιωσα που τον πίεσα. Γαμώτο στεναχωρήθηκε.
《 Ο πατέρας σου; Αν δεν γίνομαι αδιάκριτη δηλαδή. 》
《 Τι αδιάκριτη ρε μωρό σιγά. Ο πατέρας μου είναι στην Αγγλία. Δουλεύει εκεί σε μια εταιρία. Έχουμε χρόνια να τον δούμε με την μαμά αλλά μιλάμε συχνά στο τηλέφωνο. 》
《 Μη νομίζεις. Και εγώ που τον έχω εδώ όλο λείπει. Αναγκάζομαι και μένω με την σπαστική την μάνα μου. 》
《 Σου την σπάει πολύ ε; 》
《 Ναι. 》 απάντησα και μου έδωσε ένα πεταχτό φιλί στα χείλη αιφνιδιαστικά.
《 Δε μου λες; Αδέρφια δεν έχεις; Τώρα το σκέφτηκα να σε ρωτήσω. 》
《 Παω να ... να φέρω κανένα αναψυκτικό. Άνοιξε τον υπολογιστή να δούμε καμία ταινία. 》μου λέει και με φιλάει στον λαιμό. Ανατρίχιασα.

Μέχρι να ανέβει πάνω κοιτούσα γύρω γύρω τον χώρο. Την προσοχή μου τράβηξε ένα κουτί. Ήταν αρκετά μεγάλο, με σχέδια. Το άνοιξα. Ήμουν αδιάκριτη το ξέρω. Άκουσα τα βήματά του και το άφησα αμέσως. Πήγα προς την πόρτα και τον αγκάλιασα. Αυθόρμητα.  Εκείνος κάθισε στο κρεβάτι, με την πλάτη του στραμμένη προς τον τοίχο και εγώ έκατσα μπροστά του. Το στήθος του ακουμπούσε την πλάτη μου. Βάλαμε μια ρομαντική ταινία να δούμε. Σε μια ερωτική σκηνή που είχε, εκείνος άρχισε να με φιλάει στον λαιμό. Πήρε τα πάνω του. Τα χέρια του πιάσανε τα δικά μου και τα ακροδάχτυλα του έφταναν σιγά σιγά μέχρι τους ώμους μου. Προσπάθησα να αντισταθώ. Αλλά δεν ήθελα να γίνει κάτι παραπάνω. Πήγα να τραβηχτώ από μπροστά του αλλά με πρόλαβε.

《 Εγώ πάω λίγο στην κουζίνα γιατί δεν με βλέπω καλά. 》 λέει και ένα γέλιο σκάει από τα χείλη μου. Στέκεται στην πόρτα και μου χαμογελάει.
《 Καλααααα. 》

Τότε βρίσκω πάλι την ευκαιρία να ψάξω εκείνο το περίεργο κουτί. Το άνοιξα. Το τι βρήκα μέσα αδιανόητο. Είχε φωτογραφίες και κορνίζες με ποια;! Με την Χριστίνα! Είχε φωτογραφίες απο Χριστούγεννα, από το Πάσχα από διακοπές! Τι στο καλό! Τι συμβαίνει μεταξύ τους! Γι'αυτό τα ψουψου στο σχολείο! Ο Ηλίας; Ο Ηλίας το ήξερε; Τι έγινε;

Μπαίνει μέσα και με βλέπει με τις φωτογραφίες στο χέρι. Τα χάνει. Τα χάνω και εγώ.

《 Δημήτρη τι είναι αυτά; 》
《 Φωτογραφίες. 》
《 Α ναι; Εγώ νόμιζα ότι ήταν μπαταρίες! 》
《 Αγάπη μου μισό λεπτό να σου πω. 》απαντάει και έρχεται να με φιλήσει αλλά τον σπρώχνω.
《 Δημήτρη πως μπόρεσες! Ήσουν μαζί της και ενώ εκείνη...Εκείνη μου φέρθηκε σαν σκουπίδι! 》
《 Παυλίνα κάθισε να μιλήσουμε σαν άνθρωποι. 》
《 Εκείνη με χτύπησε, με εξευτέλισε, μαζί με τον Φάνη που πιαστήκατε Και στα χέρια κιόλας! Και εσείς τα είχατε; 》
《 Δεν είναι έτσι τα πράγματα Παυλίνα. Θες να μιλήσουμε ήρεμα; 》
《 Όχι! Θέλω να σου σπάσω τα μούτρα! Μόνο και μόνο που μου το έκρυβες! 》 απάντησα και έτρεξα να φύγω! Άκουσα τα πράγματα που έσπασε καθώς έφευγα. Τι ηλίθια που ήμουν που τον εμπιστεύτηκα. Ήθελε μόνο να παίξει μαζί μου. Δεν τον άφησα να με αγγίξει. Που να ήξερα τι πραγματικά ήθελε.

Έφυγα κατευθείαν για την Αθηνά. Ήξερα οτι θα ήταν εκεί ο Ηλίας για να μου δώσει εξηγήσεις. Εκείνος θα ήξερε σίγουρα. Τους βρήκα στον κήπο της Αθηνάς να κάθονται και να πίνουν καφέ.

《  Καλώς την Παυλίνα. 》
《 Ηλία τι ξέρεις για την Χριστίνα; 》
《 Ποια Χριστίνα; 》
《 Μύγα σε τσίμπησε ρε Παυλίνα; Τι έπαθες; 》
《 Αθηνά άφησε με γιατί θα τα πάρω τώρα. Ηλία μίλα! 》
《 Τι να σου πω ρε κοπέλα μου! Δεν καταλαβαίνω για ποιο πράγμα μιλάς! 》
《 Παυλίνα κάθισε και μίλα ήρεμα να καταλάβουμε. 》 είπε η Αθηνά. Εγώ ήθελα να τα σπάσω όλα και εκείνη μου έπινε καφεδάκι.
《 Δηλαδή μου λες πως δεν ξέρεις για την Χριστίνα και τον Δημήτρη. 》
《 Δεν καταλαβαίνω για ποιο πράγμα μιλάς καταρχάς. Εξήγησε μου. 》
《 Βρήκα κάποιες φωτογραφίες του Δημήτρη με την Χριστίνα στο σπίτι του! Λεγε τι ξέρεις! 》
《 Ρε Παυλίνα! Ηρέμησε γαμώτο! Τι φωνάζεις. 》 μου έλεγε η Αθηνά αλλά δεν μπορούσα με τίποτα.
《 Οκ οκ. Θέλω να μου πεις ότι ξέρεις για την σχέση του Δημήτρη με την Χριστίνα. Την συμμαθήτριά σας. 》
《 Όπα όπα. Την Χριστίνα την Βαλάκη λες; 》μου είπε και έμεινα κόκαλο. 
《 Πώς την είπες; 》

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top